Menu Close

5/7/2022

Η πίστη

«Πιστεύω…»

Η πιστή είναι το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής. Είναι η θεμελιώδης αρετή του Αβραάμ, του προπάτορα του Ισραήλ και της χριστιανικής Εκκλησίας: «Καὶ ἐπίστευσεν Ἅβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην» (Γεν. 15,6).

Ο Ιησούς ξεκίνησε την αποστολή του με την ίδια εντολή πίστης:

«… ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ˙ μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Μαρκ. 1,14-15).

Καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ο Ιησούς καλούσε τους ανθρώπους στην πίστη – πίστη στον Ίδιο, πίστη στον Πατέρα, πίστη στο Ευαγγέλιο, πίστη στη Βασιλεία του Θεού. Η δομική συνθήκη της χριστιανικής ζωής είναι η πίστη, διότι την πίστη ακολουθεί η ελπίδα, η αγάπη και κάθε καλό έργο, κάθε δώρημα και ενέργημα του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι η διδασκαλία του Χριστού, των Αποστόλων και της Εκκλησίας.

Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει ένας ορισμός της πίστης που είναι πλέον κλασσικός: «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ. 11,1).

Υπάρχουν βασικά δύο διαστάσεις στην πίστη – δύο ερμηνείες θα μπορούσε να πει κανείς. Η πρώτη είναι η πίστη σε κάποιον ή κάτι, η αναγνώριση του προσώπου αυτού ή του πράγματος αυτού ως αληθινού, αυθεντικού και πολύτιμου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πίστη στον Θεό, στον Χριστό, στην Αγία Τριάδα, στην Εκκλησία. Η δεύτερη διάσταση της πίστης είναι αυτή της εμπιστοσύνης, της πιστότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, ο πιστός δεν πιστεύει απλώς στον Θεό, στην ύπαρξή Του, στην αγαθότητα και την αλήθειά Του, αλλά εμπιστεύεται τον Θεό, αναπαύεται στον λόγο και την παρουσία Του, στηρίζεται με ασφάλεια και χωρίς αμφιβολία στις υποθήκες Του. Για τους χριστιανούς τόσο η πρώτη διάσταση της πίστης, όσο και η δεύτερη, είναι απαραίτητη. Μπορεί κανείς να πιστεύει σε κάποια πράγματα με το μυαλό, την καρδιά και την ψυχή και στη συνέχεια να ζει με βάση αυτές του τις πεποιθήσεις στο κύλισμα του καθημερινού του βίου.

Κάποιες φορές η πίστη αντίκειται στη λογική, και η πεποίθηση στη γνώση. Σύμφωνα με την Ορθοδοξία, η πίστη και η λογική, η πεποίθηση και η γνώση, είναι πράγματι δύο διαφορετικά πράγματα. Είναι όμως δύο διαφορετικά πράγματα που πάντα συνυπάρχουν και που μπορεί ποτέ να μην εναντιωθούν το ένα στο άλλο ή να χωριστούν μεταξύ τους.

Καταρχάς, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει οτιδήποτε αν δεν το γνωρίζει ήδη πρώτα, έστω κατά κάποιο τρόπο. Δεν είναι δυνατόν για κάποιον να πιστέψει σε κάτι χωρίς να ξέρει τίποτα γι’ αυτό. Κατά δεύτερο λόγο, ότι κανείς πιστεύει και εμπιστεύεται πρέπει να είναι έλλογο. Αν προτείνεις σε κάποιον να πιστέψει στην ιερότητα μιας αγελάδας ή να εμπιστευτεί ένα ξύλινο είδωλο, θα αρνηθεί, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο είναι παράλογο. Επομένως, η πίστη πρέπει να έχει τους λόγους της, πρέπει να βασίζεται πάνω στη γνώση, δεν μπορεί ποτέ να είναι τυφλή. Τρίτον: η ίδια γνώση συχνά βασίζεται πάνω στην πίστη. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει κάτι μέσα από τον απόλυτο σκεπτικισμό. Αν μπορεί κάτι να γίνει αντικείμενο γνώσης, είναι διότι στις γνωσιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου ενυπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος πίστης και μια πραγματική εμπιστοσύνη πως τα αντικείμενα της γνώσης αποκαλύπτουν αληθινά τον εαυτό τους, και ως εκ τούτου, ο νους και οι αισθήσεις δεν μας απατούν. Επίσης, απέναντι σε καθετί γραμμένο, ειδικά απέναντι σε κάθε ιστορική καταγραφή, ο αναγνώστης καλείται προς μια πράξη πίστης. Πρέπει να πιστέψει πως ο συγγραφέας λέει την αλήθεια˙ πρέπει επομένως να έχει κάποια γνώση και κάποιους λόγους για να του χαρίσει την εμπιστοσύνη του.

Σε πολλές περιπτώσεις, μόνο όταν κανείς εμπιστεύεται πραγματικά και πιστεύει αληθινά κάτι, κατορθώνει να «πάει παραπέρα», να οδηγηθεί τελικά σε επίγνωση και αντίληψη των πραγμάτων, τέτοια που ποτέ δεν θα μπορούσε να καταχτήσει πριν. Είναι αλήθεια πως κάποια πράγματα παραμένουν πάντοτε ασαφή και άσκοπα, εκτός κι αν ιδωθούν μέσα από το φως της πίστης, η οποία μπορεί να παρέχει ένα τρόπο εξήγησης και κατανόησης της ύπαρξης και του νοήματός τους. Επομένως, τα φαινόμενα του πόνου και του θανάτου, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να κατανοηθούν διαφορετικά από κάποιον που πιστεύει στον Χριστό και διαφορετικά από κάποιον που πιστεύει σε άλλη θρησκεία-φιλοσοφία, ή από κάποιον που δεν πιστεύει σε τίποτα.

Η πίστη είναι πάντοτε προσωπική. Καθένας πρέπει να πιστεύει για τον εαυτό του. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει για λογαριασμό του άλλου. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν και να εμπιστεύονται τα ίδια πράγματα εξαιτίας του κοινού τους λόγου και των κοινών τους γνώσεων, εμπειριών και φρονημάτων. Είναι δυνατόν να υπάρχει κοινότητα πίστης και ενότητα πίστης. Όμως αυτή η κοινότητα και ενότητα εκκινεί και αναπαύεται απαραιτήτως πάνω στην ομολογία της προσωπικής πίστης.

Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, το Σύμβολο της Πίστεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία -όχι μόνο στις βαπτίσεις και τις τυπικές ακολουθίες εισδοχής κάποιου στην Εκκλησία, αλλά και στις κοινές λατρευτικές συνάξεις και στην θεία Λειτουργία- παραμένει πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο. Αν μπορούμε μέσα στην Εκκλησία (και ως Εκκλησία) να προσευχόμαστε, να προσφέρουμε, να ψάλλουμε, να υμνούμε, να αιτούμαστε, να ευλογούμε, να πανηγυρίζουμε και να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους στον Θεό, είναι επειδή ο καθένας μας μπορεί με ευθύτητα, ειλικρίνεια και φρόνημα ευλάβειας να πει «Κύριε, πιστεύω…». προσθέτοντας απαραιτήτως τα λόγια του ανθρώπου της γνωστής ευαγγελικής περικοπής: «…βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μαρκ. 9,24).

Για να είναι η πίστη μας αληθινή, πρέπει να την εκφράζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με την πίστη και να την αποδεικνύουμε, επιτρέποντας στην αγαθότητα και τη δύναμη του Θεού να ενεργεί στη ζωή μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι «εκπειράζουμε» τον Θεό. Τον θέτουμε δηλαδή σε δοκιμασία κάνοντας πράγματα ανόητα και περιττά, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε αν ο Θεός θα συμμετάσχει στην ανοησία μας. Αντίθετα. Σημαίνει ότι αν επιδιώκουμε με πίστη τον ενάρετο βίο, μπορούμε να μαρτυρούμε στην καθημερινότητά μας το γεγονός ότι ο Θεός θα είναι μαζί μας, συντρέχοντας και καθοδηγώντας μας με κάθε τρόπο.

Διότι η πίστη για να καλλιεργηθεί και να ενισχυθεί, πρέπει με επιμονή να ενεργείται. Καθένας πρέπει να ζει ανάλογα με το μέτρο της πίστης που διαθέτει, οσοδήποτε μικρό, αδύναμο και ατελές κι αν είναι. Ενεργώντας κανείς σύμφωνα με την πίστη του, εμπιστεύεται τον Θεό και του παρέχεται η βεβαιότητα της παρουσίας Του˙ και με τη βοήθεια του Θεού, πολλά πράγματα, που ποτέ πριν δεν είχε καν φανταστεί, γίνονται πραγματικότητα.

π. Θωμάς Χόπκο, Δόγμα και λατρεία Βασικό εγχειρίδιο για την ορθόδοξη πίστη, Τόμος: 1ος, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2014