Menu Close

31/1/2019

Πίστη: Απάντηση στην αποκάλυψη

Κάθε απόπειρα να εξηγήσουμε ή να κατανοήσουμε την ουσία του χριστιανισμού, της πίστεως και της χριστιανικής ζωής προσκρούει σε δυσκολίες από την πρώτη στιγμή: στο περίφημο αίτημα -τόσο τυπικό των καιρών μας- για «απόδειξη». Η μοναδική απόδειξη που θεωρείται αποδεκτή είναι η επιστημονική απόδειξη η οποία βασίζεται σε κάτι που μπορεί να επαληθευθεί και να ελεγχθεί αντικειμενικά, σε κάτι που είναι ανεξάρτητο από την υποκειμενική μας ερμηνεία και εμπειρία. Δεδομένου ότι ο θεός δεν δύναται να γίνει ορατός, όντας ασύλληπτος και απεριόριστος, και καθώς η παρουσία Του δεν μπορεί να βεβαιωθεί, συνάγεται εξ ανάγκης ότι δεν υπάρχει. Αυτό, στην πιο πρωτόγονη μορφή του, είναι το κεντρικό επιχείρημα κατά της θρησκείας. Μολονότι θα μπορούσαμε να πούμε πολλά πράγματα για να αντικρούσουμε αυτό το επιχείρημα (για παράδειγμα, είναι το ίδιο αδύνατον να πιστοποιήσουμε την ύπαρξη του ανθρωπίνου εγκεφάλου), θα εξετάσουμε μόνο ένα ερώτημα. Και θα απευθύνουμε αυτό το ερώτημα όχι στους άθεους, σ’ εκείνους που απορρίπτουν και αρνούνται την ύπαρξη του Θεού, αλλά στους πιστούς, σ’ εκείνους που βεβαιώνουν πως ο Θεός υπάρχει. Το ερώτημα είναι αυτό: αν αληθεύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο, ότι «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ιωάν. 1:18), τότε πάνω σε ποια βάση επιβεβαιώνουμε μολαταύτα πως ο Θεός υπάρχει και εκπληττόμαστε μάλιστα νιώθοντας κάποια λύπη για την απόρριψη Του από τους απίστους; Η απάντηση μας είναι πως τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τους απίστους είναι λανθασμένα και ακατάλληλα σε σχέση με τον Θεό και είναι εύλογα και έγκυρα μόνο όταν εφαρμόζονται στον ορατό, απτό και εμπειρικό κόσμο. Ο Θεός, λέμε, μπορεί να γίνει γνωστός μόνο δια της πίστεως. Όμως τότε παραμένει το ερώτημα: από που προέρχεται η πίστη, πώς γεννιέται μέσα μας; Ένας πιστός μπορεί φυσικά να απαντήσει σ’ αυτό λέγοντας «δεν χρειάζομαι αποδείξεις, μου αρκεί η ίδια η πίστη». Αυτό είναι αλήθεια, όμως μόνο για τον πιστό. Όμως τι θα γίνει αν ρωτήσουν τον πιστό -και τον ρωτήσουν ειλικρινά- «ναι, μα πώς έφτασες να πιστέψεις, τι σε έφερε στην πίστη;». Θα έστρεφες στ’ αλήθεια την πλάτη σου σ’ αυτή την ερώτηση και θα φυλάκιζες τον εαυτό σου μέσα στο δικό σου υπερήφανο και εγωκεντρικό κόσμο;

Συνεπώς, αυτό το ερώτημα είναι εύλογο και δεν μπορεί να παραμεριστεί. Μπορεί να απορρίπτουμε το είδος της αποδείξεως που ζητούν οι άπιστοι, μπορεί να περιγελάμε τους κοσμοναύτες που λένε πως στον ουρανό δεν μπόρεσαν να βρουν τον Θεό, αλλά δεν πρέπει να απορρίπτουμε αυτό το ερώτημα. Όμως σ’ αυτή την περίπτωση, ποια άλλη απόδειξη μπορούμε να δώσουμε, ποια είναι η απόδειξη μας; Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μπαίνουμε στη βαθύτερη και κεντρική βεβαιότητα του χριστιανισμού, η οποία μόνη της καθιστά δυνατή την εξήγηση του. Ερχόμαστε στην έννοια που είναι η βάση της πίστεως μας: αποκάλυψη .

Η πίστη είναι η απάντηση του ανθρώπου στον Θεό. Όμως αυτό προϋποθέτει πως η πρωτοβουλία γι’ αυτή τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, την οποία εμείς ονομάζουμε πίστη, δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά στον Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, ο άνθρωπος δέχεται αυτή την αποκάλυψη, ανταποκρίνεται σ’ αυτήν και άπαντα στον Θεό. Να γιατί ο πιστός δεν προσφέρει «αντικειμενική» απόδειξη πειστική για έναν άπιστο. Και το περισσότερο για τον πιστό: η πίστη είναι κάτι αυταπόδεικτο, όπως ακριβώς ο Θεός -προς τον οποίον κατευθύνεται η πίστη- είναι αυταπόδεικτος. Όμως έχοντας πει κάτι τέτοιο για την αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους, γνωρίζουμε βεβαιότατα πως για έναν άπιστο αυτή η απάντηση δεν είναι πειστική. «Είναι υπέροχο», λέει ο άπιστος, «ισχυρίζεσαι πως ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του σε σένα και αυτό εξηγεί το γιατί πιστεύεις. Όμως ο Θεός δεν αποκάλυψε τον εαυτό Του σε μένα και συνεπώς η απιστία μου είναι δικαιολογημένη και δεν έχουμε τίποτε περισσότερο να πούμε». Έτσι, δεν αρκεί να βασιζόμαστε απλά στην αποκάλυψη. Πρέπει να κάνουμε άλλη μια ερώτηση: είναι δυνατόν να εξηγήσουμε σε κάποιον άλλον, συμπεριλαμβανομένου και του απίστου, πώς ο Θεός αποκαλύπτεται και τι είναι αυτή η αποκάλυψη;

Ολόκληρη η Γραφή είναι στην κυριολεξία γεμάτη από εκφράσεις τέτοιες όπως: «Εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀβραάμ», «… καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς τῷ Μωυσῇ…». Όμως τι σημαίνουν αυτές οι εκφράσεις; Πώς το είπε αυτό ο Θεός, πώς φανέρωσε την βουλή Του στους ανθρώπους; Πολλοί τα θεωρούν όλα αυτά ως παιδικά παραμύθια, γιατί αυτό που είναι αυταπόδεικτο και τόσο σημαντικό στην πίστη -το γεγονός της θείας αποκαλύψεως- είναι γραμμένο με αυτούς τους παιδιάστικους ορούς: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός». Ωστόσο είναι αυτοί ακριβώς οι οροί που έχουν παραμείνει τόσον καιρό ανερμήνευτοι. Αν, όπως ο χριστιανισμός πάντοτε ισχυριζόταν και εξακολουθεί να ισχυρίζεται, η πίστη ξεκινά με την αποκάλυψη του Θεού, με την κλήση στην οποία ο άνθρωπος ακούει και έπειτα απαντά, αν πριν έλθουμε στον Θεό για να Τον βρούμε, αυτός πρώτος έρχεται σε μας, δεν μπορούμε τουλάχιστον να πούμε κάτι γι’ αυτή την αποκάλυψη; Αλλιώς, αναγκαζόμαστε να παραδεχθούμε πως τα λόγια των αθεϊστών είναι ορθά και αληθινά: «Λοιπόν, κανείς Θεός ποτέ δεν αποκάλυψε τον εαυτό Του σε μένα και συνεπώς η απιστία μου είναι θεμιτή».

Ωστόσο, είναι πράγματι δυνατόν για μας, που είμαστε πιστοί, να παραδεχθούμε πως εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κατά κάποιο τρόπο ξεχαστεί από τον Θεό, πως για κάποιο λόγο ο Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του σε μερικούς, σχετικά λίγους, και πως δεν αποκαλύπτεται στους άλλους; Είναι πράγματι δυνατόν για μας να παραδεχτούμε αυτή την ακατανόητη αδικία του Θεού; Αν ο Θεός, όπως ισχυριζόμαστε, είναι ο θεός της αγάπης, τότε αγαπά όλους, καλεί όλους προς τον εαυτό Του, περιμένει από όλους μια απάντηση αγάπης, μια απάντηση πίστεως. Προκύπτει επίσης πως αυτή η αποκάλυψη, η οποία ισχυριζόμαστε ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της πίστεως και κάνει δυνατή την απάντηση εκ μέρους της πίστεως, δεν είναι ένα είδος ανεξήγητου θαύματος ή ανατροπή του φυσικού νόμου, ούτε κάτι υπερφυσικό· το αντίθετο, η αποκάλυψη είναι ο υψηλότερος νόμος του κόσμου και της φύσεως. Μολοταύτα, είναι ένας νόμος που οι άνθρωποι ούτε βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν, γιατί η προσοχή τους και το βλέμμα τους εστιάζονται σε άλλα πράγματα, γιατί «ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέπετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε, …μήποτε ἐπιστρέψωσι» (δες Ματθ. 13:14, 15).

Στην πρωινή της λατρεία η Εκκλησία αρχίζει κάθε καινούργια μέρα με την επίσημη και χαρούμενη επιβεβαίωση ότι ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό Του. Όμως μέσα σε ποιο πλαίσιο αποκαλύπτεται, με ποιους τρόπους εκδηλώνεται; Αυτό είναι το επόμενο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε.

Η ζωή ως αποκάλυψη

Ο Θεός αποκαλύπτεται στους ανθρώπους και είναι η ίδια η απάντηση της δεκτικότητας τους, η ίδια η αποδοχή εκ μέρους τους της αποκαλύψεως του Θεού, που αποτελεί τον βαθύτερο ορισμό της πίστεως. Η «αποκάλυψη» ως λέξη, έχει μόνο προσφάτως στην ιστορία -στα τελευταία διακόσια χρόνια- φτάσει ευρέως να κατανοείται ως συνώνυμο με το υπερφυσικό και το θαύμα, ως κάτι που αντιτίθεται στο αισθητό γεγονός και είναι ασυμβίβαστο με την επιστήμη. Και εξαιτίας του ότι θεωρείται ασυμβίβαστη με την επιστήμη και την «πραγματική» ζωή, η κάθε είδους αποκάλυψη θεωρείται απλά ως μύθος, ως ένα δημιούργημα της φαντασίας -ή το χειρότερο- απόγονος του σκότους και της άγνοιας. Αυτή η κοσμοθεωρία έχει βαθμιαία αφαιρέσει από τον άνθρωπο (όμως ευτυχώς όχι από κάθε άνθρωπο) μια ασύγκριτα βαθύτερη και πλουσιότερη κατανόηση του κόσμου, με αποτέλεσμα σήμερα να τυραννιόμαστε απ’ αυτή την ιδεολογία. Είναι σαν να μας έλεγαν πως όλα τα ερωτήματα της ζωής, του κόσμου και οτιδήποτε μέσα σ’ αυτόν μπορούν να προσεγγισθούν και να κατανοηθούν αποκλειστικά μέσω της χρήσεως ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Αν, ωστόσο, ελευθερωθούμε για μια στιγμή από τη δουλεία σ’ αυτή την επιπολαιότητα, τη ρηχότητα και πάνω απ’ όλα απ’ αυτή την υπεραπλουστευμένη κοσμοθεωρία, τότε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στο κάθε τι μέσα στον κόσμο καθίσταται δυνατή, αποδεκτή, πειστική και σε τελευταία ανάλυση αυταπόδεικτη. Ξαφνικά οι λέξεις «αποκάλυψη» και «θαύμα» παύουν να είναι ο πρόγονος του σκότους και της άγνοιας.

Τι κι αν τα πάντα είναι αποκάλυψη; Τι κι αν τα πάντα στον κόσμο και σ’ ολόκληρη τη ζωή είναι -κατά μία απολύτως διαφορετική και βαθιά έννοια η οποία είναι ταυτόχρονα τόσο παιδικά απλή- μια αποκάλυψη; Τι κι αν τα πάντα είναι ένα θαύμα και ένα μυστήριο, καθ’ ολοκληρίαν άσχετα με τον πανίσχυρο ηλεκτρονικό υπολογιστή; Και τι κι αν η βαθύτερη, και ταυτόχρονα προφανέστερη, εμπειρία κάθε ανθρώπου είναι πως οτιδήποτε σ’ αυτό τον κόσμο είναι ταυτόχρονα και αυτό που είναι (ό,τι δηλαδή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορεί να γνωρίζει γι’ αυτό) και κάτι άλλο, το οποίο κανείς ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν είναι ικανός να κατανοήσει και να ορίσει, κάτι που μας αποκαλύπτεται, που μας εμφανίζεται και εισχωρεί μέσα μας ως το πιο σημαντικό και πολύτιμο πράγμα στη ζωή μας;

Η επιστήμη μελετά τη φύση. Άλλα δεν είναι επίσης αλήθεια πως η μελέτη της φύσεως μπορεί να γίνει απολύτως διαφορετικά και μέσω της ποιήσεως, της μουσικής και της τέχνης; Και δεν είναι αλήθεια πως αυτά τα τελευταία αποκαλύπτουν κάτι άλλο περί της φύσεως, κάτι συνάμα τόσο αληθινό και ταυτόχρονα ίσως πολύ περισσότερο απαραίτητο για μας;

Για ποιο πράγμα ολολύζεις, άνεμε της νύχτας;
Τι τόσο έξαλλα θρηνείς;…
Σε κάποια γλώσσα η καρδιά μπορεί να σε νιώσει να μιλείς…
(Φεντόρ Τιούτσεφ, 1803-73)

Μήπως είναι αυτά ανόητα και παράλογα λόγια απόλυτα άσχετα με τη ζωή, ή μήπως αυτή η ποίηση ξεσκεπάζει τα ψέματα των ιδεολογιών που αρνούνται κάτι τόσο αυταπόδεικτο για όλους: πως τα πάντα στον κόσμο και στη ζωή και αποκρύπτουν και αποκαλύπτουν κάποιο βαθύτερο νόημα, πως μαρτυρούν ένα είδος μυστηριώδους παρουσίας, πως τα πάντα κρατούν την υπόσχεση και τον όρκο κάποιας «άλλης» γνώσεως, κάποιας «άλλης» κατανοήσεως. Είναι δυνατόν να μιλάμε ασταμάτητα γι’ αυτό, όμως ό,τι έχει ήδη λεχθεί είναι ίσως αρκετό για να μας κάνει να αισθανθούμε, τουλάχιστον αμυδρά, πως ο χριστιανισμός κατανοεί την αποκάλυψη -ότι δεν είναι απλά μια κάποιου είδους παράξενη και ανεξήγητη φανέρωση, αλλά κάτι που επιβεβαιώνει η ίδια η εμπειρία του ανθρώπου. «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18:1), «πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 150:6). Για να το θέσουμε απλά, η πίστη αντιλαμβάνεται τον ίδιο τον κόσμο, την ίδια τη ζωή ως αποκάλυψη, ως την παρουσία του αοράτου στο ορατό. Πράγματι, από την ίδια τη φύση του ο άνθρωπος ζει αυθεντικά μόνο δια των αποκαλύψεων: αποκαλύψεων κάλλους, αποκαλύψεων αγάπης, αποκαλύψεων της φύσης, αποκαλύψεων του αγαθού. Όμως αυτά είναι πράγματα για τα οποία οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν έχουν τίποτε να πουν, και τα οποία σε όλες τις εποχές και σε κάθε τόπο έχουν δώσει αυθεντικό νόημα και πραγματικό περιεχόμενο στη ζωή.

Συνεπώς, όλα αυτά είναι μόνο η πρώτη και η πιο γενική αποκάλυψη που μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Φτάνει σε μας μέσω της φύσεως, μέσω του άλλου προσώπου, μέσω της αγάπης, της χαράς και του πόνου. Μας κατακλύζει στην παιδική μας ηλικία, όταν τα πάντα εκλαμβάνονται ως θαύμα, ως αποκάλυψη. Και κατά τη διάρκεια των καλύτερων στιγμών της ζωής μας, γνωρίζουμε πως ο Ντοστογιέφσκι είχε δίκιο όταν αποκαλούσε αυτή την εμπειρία «άγγιγμα των άλλων κόσμων…». Σ’ αυτό το σημείο, φυσικά, μέσα στην άρρητη εμπειρία της αποκαλύψεως, ο άνθρωπος θα έπρεπε να παραδεχτεί πως η μόνη πιθανή πηγή της είναι ο Θεός. Όμως, ας υποθέσουμε πως για κάποιο λόγο δεν καταλήγει σ’ αυτό το συμπέρασμα, ή στην πραγματικότητα αντιτίθεται σ’ αυτό. Δεν βλέπει ή δεν ακούει τον Θεό που του αποκαλύπτεται μέσα στον κόσμο. Ας το υποθέσουμε αυτό και ας συνεχίσουμε, έχοντας κατά νου ωστόσο, ότι αισθανθήκαμε το μυστήριο μέσα στον κόσμο.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Πιστεύω, Ακρίτας, Αθήνα 2003