Menu Close

16/5/2017

Ο Σταυρός της προσευχής

Ένας προσκυνητής του αγίου Όρους επεσκέφθη ερημική σκήτη και παρέμεινε στην καλύβη ενός γνωστού ερημίτου. Είχε τον λογισμό ότι εύκολο έργο είναι η προσευχή και ότι οι μοναχοί δεν κοπιάζουν πολύ γι’ αυτό. Ο γέρων ασκητής τότε του είπε να κάνει υπακοή και μία νύκτα να εγερθεί -κατά το τυπικό της προσευχής των ησυχαστών- και να κάνει ορισμένες ώρες προσευχή με το κομβοσχοίνι και μετάνοιες.

Ο άνθρωπος εκείνος, πράγματι, ηγέρθη και προσεπάθησε να προσευχηθεί όπως τον είχε βάλει κανόνα ο γέρων. Όταν πια είχε ξημερώσει τον ερωτά:

-Πώς τα πέρασες αδελφέ;

-Τι να σου πω, γέροντα. Συγχώρεσέ με, έλεγα πότε θα ξημερώσει. Αισθάνομαι τέτοιον κόπο από την αγρυπνία και από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων, που θα προτιμούσα να σκάβω όλη την ημέρα με την τσάπα στον κήπο.

-Κοπιώδες, αδελφέ, το έργο της προσευχής και δη της καθαράς προσευχής. Γι’ αυτό και έχει τόσους καρπούς και τόσα χαρίσματα.

Πράγματι. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να συγκριθεί με την πνευματική καρποφορία της αληθινής προσευχής και κανένας σωματικός κόπος δεν μπορεί να παραβληθεί με τον κόπο της προσευχής που συνοδεύεται με την νήψη και την επαγρύπνηση.

«Το να προσεύχεται κάποιος μέσα στην καρδιά του πάντοτε και να έχει όλα όσα ακολουθούν αυτή την προσευχή, δεν κατορθώνεται απλώς και ως έτυχε και με λίγο και μικρό κόπο… Αλλά χρειάζεται και χρόνος πολύς και κόπος και αγών σωματικός και ψυχικός και βία πολλή και επιτεταμένη λέγει και ο άγιος Βαρσανούφιος. Εάν δε βοηθήσει τον άνθρωπο συν Θεώ η εσωτερική εργασία, ματαίως κοπιάζει στην εξωτερική (πρακτική) αρετή. Διότι η εσωτερική εργασία με πόνο καρδιάς φέρει την καθαρότητα, η δε καθαρότης την αληθινή ησυχία της καρδίας, αυτή δε η ησυχία φέρει την ταπείνωση, η δε ταπείνωσις κατοικητήριο Θεού κάνει τον άνθρωπο… Και ο μέγας Χρυσόστομος λέγει· αδιαλείπτως παράμεινε στο όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπίει η καρδία τον Κύριον και ο Κύριος την καρδίαν και να γίνουν τα δύο ένα. Αλλά το έργο αυτό δεν είναι έργο μιας ή δύο ημερών, αλλά χρόνου πολλού και μακρού. Χρειάζεται πολύ αγών και χρόνος για να εκβληθεί ο εχθρός και να κατοικήσει ο Χριστός» (αγ. Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλου – Φιλοκαλία τ. Δ΄ σελ. 251).

Όσο περνά ο καιρός, λοιπόν, αδελφέ, και συνεχίζεις με υπομονή το αδιάλειπτο έργο της προσευχής, μιας προσευχής τελωνικής, «συντετριμμένης και τεταπεινωμένης», λέγε προς τον Κύριον: «Κύριέ μου, ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου, καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου» (Ψαλμ. 24).

Όντως μεγάλη δόξα η δόξα της προσευχής, αλλά και μεγάλος κόπος. Ένας άγιος ομιλεί για τον «σταυρό της προσευχής».

Ο προσευχόμενος, ο αληθινά προσευχόμενος άνθρωπος είναι ένας εσταυρωμένος. Εσταυρωμένος για όλα τα πράγματα του κόσμου τούτου, για τις αισθήσεις του, για τις ευπρεπείς και απρεπείς έννοιες», για κάθε λογισμό. Ο νους του ζει τον πόνο και την οδύνη της σταυρώσεως. Ο νους ο προσευχόμενος δέχεται τους κολαφισμούς και τους εμπτυσμούς των πονηρών πνευμάτων, δέχεται τον ακάνθινον στέφανον του ονειδισμού, σιωπά με μία μυστική θανατική σιωπή, καρφώνεται στον σταυρό της «κενώσεως», της «λογικής θυσίας» ως επικατάρατος, διψά για την θεία ευσπλαγχνία και αγάπη, πίνει την χολή και το όξος των πικρών παθών, δέχεται την τέλεια εγκατάλειψη του Ουρανίου Πατρός, εκπνέει, νεκρώνεται, θάπτεται για να αναστηθεί δεδοξασμένος και νικητής μέσα στην Χάρη και στη δόξα και στο Φως του Εγερθέντος Αρχηγού της Ζωής.

Αν δεν περάσει ο νους από τον σταυρό δεν φτάνει στην ανάσταση. Όσοι έχουν αποκτήσει αυτή την εμπειρία της προσευχής σταυρώνονται και νεκρούνται και ανίστανται. Είναι μία εμεπιρική αίσθησις του ύμνου:

Χθὲς συνεθαπτόμην σοι Χριστὲ
συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντα Σοι·
συνεσταυρούμην Σοι χθὲς
αὐτὸς μὲ συνδόξασον Σωτὴρ
ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου.

Και όντως. Βασιλεία Χριστού είναι η καθαρά προσευχή.

Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης, Νήψις και Προσευχή, εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη, 1985