Menu Close

24/5/2018

Η εντολή της αδιάλειπτης προσευχής

Πήγαν κάποτε μερικοί στον Αββά Λούκιο, όπου έμενε στον Ένατο, οι λεγόμενοι «ευκτίται», μοναχοί. Και τους ρώτησε ο γέρων: «Ποιο είναι το εργόχειρό σας;» Και εκείνοι του είπαν: «Εμείς δεν αγγίζουμε εργόχειρο, αλλά, καθώς λέγει ο απόστολος, αδιάλειπτα προσευχόμαστε». Και τους λέγει ο γέρων: Δεν τρώτε;». Και είπαν: «Ναι». Και τους λέγει: «Όταν λοιπόν τρώτε, ποιος προσεύχεται για σας;» Πάλι λοιπόν τους είπε: «Δεν κοιμάσθε;». Και είπαν: «Ναι». Και λέγει ο γέρων: «Όταν λοιπόν κοιμάσθε, ποιος προσεύχεται για σας;». Και δεν κατόρθωσαν να του αποκριθούν σ’ αυτά.

Και τους είπε: «Με συμπαθάτε, να, δεν κάνετε καθώς λέτε. Και εγώ τώρα σας δείχνω, ότι, απασχολούμενος με το εργόχειρό μου, αδιάλειπτα προσεύχομαι. Κάθομαι, με τη βοήθεια του Θεού, αφού βρέξω τους λίγους μου φοινικοβλαστούς. Και φτιάχνοντας απ’ αυτούς πλεξούδα, λέγω: «Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλήθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου». Και τους λέγει: «Δεν είναι προσευχή αυτό;» Και είπαν: «Ναι». Και προσθέτει «Όταν λοιπόν περάσω όλη τη μέρα δουλεύοντας και προσευχόμενος, κερδίζω πάνω από δεκαέξι μικρά νομίσματα. Διαθέτω απ’ αυτά στη θύρα δυο και τα λοιπά τα τρώγω. Και προσεύχεται για μένα όποιος πήρε τα δυο νομίσματα, όταν τρώγω ή όταν κοιμάμαι. Και με τη χάρη του Θεού, εκπληρώνεται σ’ εμένα η εντολή της αδιάλειπτης προσευχής».

Είπε γέρων: Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση, επιμέλεια Βασιλείου Πέντζα, Αθήνα, Αστήρ, 1974