Menu Close

4/11/2021

Ο εξομολογούμενος

Είχε κερδίσει την καθολική εκτίμηση το Μοναστήρι και ήταν στην κορυφή. Είχαν ακούσει για τον Γέροντα βέβαια, για την αγάπη του, για την άσκησή του, για τις νηστείες και τις αγρυπνίες που έκανε και πως αυτές τις αρετές τις είχε μεταδώσει και σε όλους στην Αδελφότητα. Και εφαίνετο καθαρά και αυτό. Εκείνο όμως που αποτελούσε τη δόξα του Οσίου, ήταν η τέχνη του και η δύναμή του να μεταδίδει στους άλλους τη δίψα για συγγνώμη από τον ουρανό για τυχόν αμαρτίες. Τη δίψα για καθαρότητα της ψυχής. Γι’ αυτό και σιγά-σιγά επλήθαιναν οι προσερχόμενοι για Εξομολόγηση και πολλές φορές έρχονταν και για πολλαπλή φορά. Και έλεγε συχνά:

«Μην ξενίζεστε που σας καλώ για δεύτερη και για τρίτη φορά. Φαίνεται καθαρά πως η πρώτη δεν έφερε τον πρέποντα καρπό, τη συναίσθηση του καρπού της αμαρτίας. Δεν βλέπω εκείνο που σπρώχνει τον αμαρτωλό, να εκβιάσει τον ουρανό με την αγωνία του, για να πάρει συγγνώμη για το αμάρτημά του. Βλέπω μόνο την αμαρτία. Δεν βλέπω τη γνήσια εξομολόγηση των αμαρτημάτων. Βλέπω τη διόρθωση των αμαρτωλών πράξεων ή των απλών σχεδίων, ή των λόγων των αμαρτωλών. Δεν βλέπω αυτόν τον πόνο στην καρδιά και αυτή τη συναίσθηση για την οποία μιλήσαμε και είπαμε, πως χωρίς αυτό τον πόνο δεν υπάρχει μετάνοια αληθινή. Σ’ αφήνω λοιπόν λίγο ακόμη με τον εαυτό σου, με τη γνώσι σου για το κακό που κάνει το πάθος που δεν νοιώθεις συνειδητά την τυραννία του, μέχρι που ταπεινωμένος θα συνέλθεις, και που τότε ο ερχομός σου θα συνοδεύεται με τα πιστοποιητικά της μετανοίας σου και με το δικαίωμα να πάρεις άφεση. Όχι από μένα, αλλά από τον ουρανό…».

Άλλοτε πάλι, σε πολλούς μαζί, που έρχονταν στο Μοναστήρι για εξομολόγηση, και που δεν είχαν έλθει άλλη φορά, τους έβαζε όλους στην Εκκλησία και τους μιλούσε για το Μυστήριο, για την Εξομολόγηση, για την αμαρτία. Πότε τελειώνεται το Μυστήριο, πότε σκίζεται το χειρόγραφο, πότε αποκαθίσταται η σχέση του χρεώστη με τον βασιλιά που καταχράστηκε την αγάπη του, που πρόσβαλε τη δικαιοσύνη του, που σκέπασε τα δώρα που του χάρισε.

– «Μην σας κάνει εντύπωση παιδιά μου, που τόσο καταδικάζεται από τον Χριστό μας, από την Εκκλησία, που απηχεί τη φωνή του, η κάθε αμαρτία, και μη ρωτάτε γιατί τόσο πολύ να καταδικάζεται. Για το καλό μας, για την ειρήνη στην καρδιά μας και στη συνείδησή μας, για την ευτυχία μας. Για το καλό και των γύρω μας και του κόσμου γενικά, μέσα στον οποίο ζούμε. Αν λείψει η αμαρτία, το μίσος, ο φθόνος, η ζήλεια και όλα τα κακά που δημιουργούν τα πάθη, θα λείψει και το κάθε δυσάρεστο μέσα στην κάθε καρδιά και στις σχέσεις μας με τον καθένα. Γι’ αυτό ακόμα και σταυρώθηκε ο Κύριός μας, για να ξεπλύνει τις καρδιές μας από αυτή την αμαρτία. Σταυρώθηκε, αφού πρώτα ήλθε κοντά μας και μας μίλησε για το κακό της αμαρτίας. Δική Του προτροπή και διδασκαλία ήταν το «μετανοείτε». Το κήρυγμα του Τιμίου Προδρόμου ήταν αυτό. Και το δικό Του, σαν να το πήρε από του Τιμίου Προδρόμου τα χείλη. Γιατί με την αμαρτία κυρίαρχο στην καρδιά και στα μάτια, δεν μπορούμε να ζήσουμε χριστιανικά και να δούμε σαν παιδιά του. Μένομε σκλάβοι δεσμώτες αυτού του κακού και χρεωμένοι. Και ένοχοι. Και δεν υπάρχει κακό μεγαλύτερο από την αίσθηση του χρεωμένου και του ενόχου απέναντι κάποιού δυνατού…». Και τους μιλάει για την αμαρτία και το κακό που κάνει. Και μετά τους λέει και για τον πόθο που πρέπει να νοιώσουμε μέσα μας για ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτά τα συναισθήματα: «Αλλά πώς θα θέλουμε ν’ απαλλαγούμε και πότε θα το καταφέρουμε. Από την στιγμή που θα συναισθανθούμε. Που θα μας ενοχλήσει, όπως ενοχλεί η βρωμιά τον άνθρωπο που έμαθε να ζει στην καθαρότητα και όπως καταπιέζει το χρέος η οφειλή του πτωχού προς τον ευεργέτη του. Όπως ενοχλεί μιας κακής αρρώστιας η παρουσία μέσα μας. Αν αυτό δεν έλθει, δεν γεννηθεί, μετάνοια πραγματική δεν έχουμε…». Διά του τρόπου αυτού, μ’ αυτό το σύστημα εργαζόταν στις καρδιές, μέχρι που να προκαλέσει στην καρδιά τη συναίσθηση, να ολοκληρώσει τη μετάνοια και να μπορεί κατά την εξομολόγηση που ακολουθεί να εξασφαλίσει για τον κάθε προσερχόμενο τη συγγνώμη… «Και όπως καταλαβαίνετε δεν είναι τρόπος να προκαλέσω εγώ μόνος μου αυτή τη συναίσθηση. Εγώ σας έκανα τη διδασκαλία. Σας έδωσα τη γνώση. Χρειάζεστε κι εσείς να επιστρατευθείτε. Να ζητήσετε και από τον ουρανό βοήθεια. Να εκβιάζετε την πύλη τ’ ουρανού με τον πόνο σας, με την αγωνία σας, με τη λαχτάρα σας να λυτρωθείτε από την αμαρτία».

Ήρχοντο πάρα πολλοί στη Μονή και θα υπήρξαν πολλά περιστατικά που θα μαρτυρούσαν τη δραστηριότητά του γύρω από αυτό το μυστήριο και την προσφορά του στον κάθε αδύνατο, για να τον κάνει να νοιώσει αυτή την ανάγκη ν’ αποκατασταθεί στον θρόνο του Σωτήρα Χριστού με τη μετάνοιά του. Ο βιογράφος του αναφέρει μερικά. Ήλθαν κάποτε στη Μονή τέσσερις γέροντες που κατάγονταν από τις Ροβιές, εκεί κοντά. «Ήλθαμε γέροντα, για να μας σώσεις. Πάσχομε και σωματικά και ψυχικά». Επρόκειτο για γέροντες που είχαν φθάσει στη συναίσθηση και από του γέροντα τη διδασκαλία και από του παπά του χωριού τους τα κηρύγματα. Είχαν μετρήσει τη ζωή και μετά την προσεκτική μελέτη, ζητούσαν κοντά του την τελειότητα, τη συγγνώμη για ό,τι με την άγνοιά τους και την αδυναμία τους είχαν πράξει και την ενίσχυσή του να γίνουν τέκνα Θεού κοντά του. Ο Γέροντας, διάβασε την καρδιά τους. Φαινόταν η προαίρεσή τους και η διάθεση ν’ αγωνιστούν. Ήσαν βέβαια γέροι και πτωχοί. Κάλεσε λοιπόν ένα Μοναχό, που ελάβαινε πρώτος γνώση, όταν κάποιος πήγαινε για να μείνει στη Μονή και του είπε: «Πάτερ Ησαΐα, οι γέροντες θα μείνουν στη Μονή για πάντα. Δόκιμοι τώρα και κάτι μου λέει πως σύντομα θα γίνουν Μοναχοί».

– Γέροντα, συγχωρέστε με, αλλά είναι πολύ γέροι και δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε στο Μοναστήρι.

– Και ποιος είπε Ησαΐα, ότι τους δεχόμαστε για να προσφέρουν στο Μοναστήρι υπηρεσίες; Τους προτείνουμε εμείς να μείνουν για να τους βοηθήσουμε ν’ απαλλαγούν από τις έννοιες των αναγκών, πώς θα ζήσουνε και πώς θ’ ανταποκριθούνε σ’ αυτά που χρωστάνε. Και να ασχοληθούν για τη σωτηρία της ψυχής τους.

– Να είναι ευλογημένο, Γέροντα. Μ’ αυτό το πνεύμα τους δεχόμαστε. Το Μοναστήρι όμως δεν θα γίνει γηροκομείο;

– Στη ψυχή τους θα τους βοηθήσουμε ευλογημένε και όχι στα γεράματά τους. Αν και αυτά θέλουν διακονίες, τότε αποστολή μας είναι και αυτή. Μιλάμε για αγάπη. Συμβουλεύουμε τα παιδιά ν’ αγαπούν τον πατέρα και τον παππού και δεν θα δείξουμε, δεν θα κάνουμε έμπρακτη τη διδασκαλία μας σ’ αυτούς όταν θα χρειαστεί; Και αυτά που χρωστάνε να τα εξοφλήσουμε. Και ότι θα χρειαστούν να τους συμπαρασταθούμε;

Κι έγιναν οι γέροι Μοναχοί και πρόσφεραν πολλά στο Μοναστήρι. Βέβαια δεν σκούπισαν την αυλή, δεν πήγαν στον κήπο, δεν ζύμωσαν και δεν έτριψαν το σιτάρι για μπλουγούρι, πρόσφεραν όμως πιο πολλά. Μένανε κάπου στην αυλή και όταν οι πνευματικοί δεν άδειαζαν και περίμεναν έξω πολλοί, τους συνιστούσαν να πουν στους γέροντες Μοναχούς να τους κατατοπίσουν. Και αυτοί τους λέγανε λόγια καλά και κατάλληλα για την αξία της ψυχής τους. Επαναλάμβαναν στην ουσία, αυτά που ο Γέροντας Δαβίδ τους είχε πει για να τους ετοιμάσει στην πρώτη εξομολόγησή τους.

Επίσκοπος Θεόφιλος Καναβός, Το παιδί του Προδρόμου, Όσιος Δαυίδ ο εν Ευβοία, Εύβοια, 1997