Menu Close

10/11/2022

Εξομολογούσα ασταμάτητα νύκτα-μέρα

Μετά από δύο χρόνια με κάνανε και πνευματικό. Σε μία μεγάλη πανήγυρη, που ήταν κόσμος, με πήγανε στο δεσποτικό και μου διαβάσανε επίσημα ευχή πνευματικού. Ήμουνα σε νεαρή ηλικία. Πού να ’ξερα! Ήμουνα και κουτός ο μαύρος… Δεν ήξερα γράμματα ακόμη, δεν ήξερα τους κανόνες. Τι να πω, πολύ κουτός… Τί να σου κάνω; Έκλινα το κεφάλι μου στην υπακοή. Τώρα το καταλαβαίνω. Τότε δεν το καταλάβαινα και τόσο.

Πόσο μ’ αγαπούσαν κι οι μοναχοί κι ο κόσμος που ερχόταν για εξομολόγηση! Εκεί εξομολογούσα ασταμάτητα νύκτα-μέρα. Δηλαδή άρχιζα πρωί πρωί, συνέχιζα όλη την ημέρα, στη συνέχεια όλη τη νύκτα και την επόμενη ημέρα και την άλλη νύκτα χωρίς διακοπή. Δηλαδή δύο εικοσιτετράωρα χωρίς φαγητό. Ευτυχώς, όμως, ο Θεός με φρόντιζε και φώτιζε την αδελφή μου και μου έφερνε λίγο γάλα κι έπινα. Υπήρχε μία σκάλα με πολλά σκαλιά προς το εξομολογητήριο και την ανέβαιναν οι άνθρωποι, για να εξομολογηθούν. Όλη τη νύκτα περίμεναν να πάρουν σειρά. Όταν έφευγαν, έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Πω πω, ένας παπάς καρδιογνώστης!» Το έλεγαν αρβανίτικα, δηλαδή ένας «πρίφτης» καρδιογνώστης. Έμεινα εκεί δεκαπέντε χρόνια.

Όταν ερχόντουσαν, είχα τη συνήθεια να ρωτάω. Δηλαδή ρωτούσα: «Πόσο χρονών είσαι; Με ποιον μένεις;» Άλλος έλεγε: «Με την γυναίκα μου». Άλλος έλεγε: «Με τους γονείς μου». Άλλος έλεγε: «Μένω μόνος μου». Και συνέχιζα: «Τι έχεις σπουδάσει; Τι εργασία κάνεις; Πόσο καιρό έχεις να εξομολογηθείς; Πόσο καιρό έχεις να μεταλάβεις;». Κάτι τέτοια. Και μετά, ανάλογα με το τι θα μου είχε πει, του μιλούσα λίγο κι επειδή έξω ήταν ουρά που περίμενε του έλεγα:

– Παιδί μου, τι ενθυμείσαι τώρα; Τι αισθάνεσαι να βαρύνει την ψυχή σου, τη συνείδησή σου; Τι παραπτώματα έχεις κάνει, τι αμαρτίες; Κι άρχιζε αυτός σιγά σιγά να ομολογεί τα λάθη του και κάπως εγώ τον βοηθούσα, ενώ έλεγα πρωτύτερα ότι όντως πρέπει να τα πει, όπως τα αισθάνεται.

Αυτούς που ερχόντουσαν να εξομολογηθούν τους «εζεματούσα» στην αρχή, τον πρώτο καιρό. Όποιος ερχόταν να εξομολογηθεί, είχα δίπλα μου το Εξομολογητάριον του Αγίου Νικοδήμου. Έλεγε, για παράδειγμα, μια αμαρτία βαριά˙ κοίταζα εκεί, στο βιβλίο, έγραφε «Δεκαοχτώ χρόνια να μη μεταλάβει». Δεν ήξερα, δεν είχα πείρα. Τους έβαζα ανάλογα τον κανόνα. Ό,τι έγραφε μες στο βιβλίο ήταν νόμος. Σιγά σιγά ερχόντουσαν και τον άλλο χρόνο˙ κι ερχόντουσαν από διάφορα μέρη, από διάφορα χωριά, από μακρινά, από κοντινά. Όταν, όμως, τους ρωτούσα:

– Πόσο καιρό έχεις να εξομολογηθείς; και μου έλεγαν:

– Να, πέρυσι τέτοιο καιρό εξομολογήθηκα σ’ εσένα, τους ρωτούσα:

– Τι σου είχα πει;

– Ε, μου είχες πει να κάνω εκατό μετάνοιες κάθε βράδυ.

– Τις έκανες;

– Όχι.

– Γιατί;

– Ε, μου είπες, «δεκαοχτώ χρόνια να μεταλάβω». Εγώ σκέφτηκα, «κολασμένος και κολασμένος είμαι», κι έτσι τα παράτησα όλα.

Καταλάβατε; Μετά ερχότανε άλλος. Τα ίδια. Λέω, τι κάνω εδώ πέρα; Τότε σωφρονίσθηκα. Ο πνευματικός έχει την εξουσία που δένει και λύνει. Και θυμάμαι έναν κανόνα του Αγίου Βασιλείου απ’ έξω. Εκεί πάνω βασίστηκα και άλλαξα τακτική στην εξομολόγηση. Λέει εκεί:

«Ὁ τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν ἐξουσίαν λαβών, οὗτινος οὖν τῶν ἡμαρτηκότων ὁ μεγάλην ὁρῶν συντριβήν ἐλαττῶσαι τὸν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων. Μὴ χρόνῳ κρῖναι, ἀλλὰ τρόπῳ τὰ ἐπιτίμια».[1]

Έτσι άρχισα να παροτρύνω τους ανθρώπους να διαβάζουν κανόνες αγίων, προσευχούλες, να κάνουν μετάνοιες, να διαβάζουν την Αγία Γραφή. Κι έτσι άρχισαν να δίνουν σημασία στα της θρησκείας μας. Μαλάκωσαν οι καρδιές τους και μόνοι τους ζητούσαν να νηστεύουν, ν’ αγωνίζονται κι ήθελαν να γνωρίσουν τον Χριστό. Κι ένα έχω καταλάβει, ότι, όταν κανείς γνωρίσει τον Χριστό και Τον αγαπήσει και αγαπηθεί από τον Χριστό, όλα μετά είναι καλά και άγια και χαρούμενα κι όλα εύκολα.

Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Βίος και λόγοι, 3η έκδ., Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής – Χρυσοπηγής, Χανιά, 2003

[1] Πρβλ. Κανόνα ΠΔ΄ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸ Ἱεροὶ Κανόνες, εκδ. Ἁμίλκα Ἀλιβιζάτου, ἐν Ἀθήναις 1949, σ. 384.