Menu Close

6/10/2022

Εξομολόγηση

Η μετάνοια και η εξομολόγηση ως υπερνίκηση της απογνώσεως

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του πιστού είναι η απόγνωση και η αποθάρρυνση, που κυριαρχεί στο πνεύμα του, όταν διαπιστώνει ότι ενίοτε ή συχνά υποκύπτει στα πάθη, ζει αμαρτάνοντας και αδυνατεί ν’ αντισταθεί στους πειρασμούς. Ο Χρυσόστομος, παρακολουθώντας την κοσμοπολίτικη κοινωνία της αχαλίνωτης ηθικά Αντιόχειας, γνώριζε ότι η απόγνωση σημαίνει πλήρη νίκη του διαβόλου, διότι οδηγεί τον πιστό σε παραίτηση από τον πνευματικό αγώνα και τελικά σε απομάκρυνση από την Εκκλησία. Γι’ αυτό γινόταν απόλυτος κι εξηγούσε ότι ο Θεός ζητάει κυρίως από τον άνθρωπο να μην καταληφθεί από την απόγνωση. Ήταν τόσο προσγειωμένος και είχε τόσο ρεαλισμό στην σκέψη του, ώστε δεν συζητούσε για αγνότητα ή θεοπτικές καταστάσεις, αλλά προσπαθούσε να πείσει τους ανθρώπους να βρουν το θάρρος, να υπερβούν την απόγνωση και την ντροπή με την εξομολόγηση.

«… ἓν μόνον ἐπιζητεῖ (= ὁ Θεός) παρ᾽ ἡμῶν˙ μὴ ἀπογνῶναι, ἀλλὰ ἀποστῆναι τοῦ πλημμελήματος, καὶ πρὸς τὴν ἐξομολόγησιν ἐπειχθῆναι. Κἂν τοῦτο ποιήσωμεν, ταχεῖαν ἡμῖν τὴν συγχώρησιν ἐπαγγέλλεται» (Εἰς τὸν πλούσιον καὶ εἰς τὸν Λάζαρον, Ζ΄ 2: PG 48, 1047).

«ἵνα τοίνυν καὶ ἡμεῖς τῆς παρ’ αὐτοῦ φιλανθρωπίας ἀπολαύσωμεν, ἐξομολογεῖσθαι τὰ ἑαυτῶν ἁμαρτήματα μὴ ἐπαισχυνώμεθα˙ μεγάλη γὰρ τῆς ἐξομολογήσεως ἡ ἰσχὺς, καὶ πολλὴ ταύτης ἡ δύναμις» (Εἰς τὸν Σταυρόν, Β΄ 3: PG 49, 413).

Η ομολογία των αμαρτημάτων, η εξομολόγηση, αποτελεί όρο καθοριστικό για την απέραντη φιλανθρωπία του Θεού.

«Οὐδὲν γὰρ οὕτω τὸν Θεὸν ἵλεων ποιεῖ, ὡς τὸ τὰ οἰκεῖα ὁμολογεῖν ἁμαρτήματα» (Εἰς τὸν ΡΗ΄ Ψαλμὸν 7: PG 55, 438).

Οι όροι εξομολόγησις και ομολογία εναλλάσσονται, αλλά δηλώνουν την ίδια πράξη και διαδικασία, που προϋποθέτει οδυνηρή μετάνοια, μεταστροφή και αλλαγή φρονήματος, διαθέσεως και πορείας πνευματικής. Η μετάνοια είναι αληθινή και ριζική, όταν ο άνθρωπος θρηνεί, οδύρεται και ομολογεί αυτήν με δάκρυα. Όταν δηλαδή εξομολογείται με τον πόθο και την απόφαση να ζήσει πλέον διαφορετικά, γεγονός που απαιτεί συνεχή πνευματικό αγώνα, νήψη και άσκηση. Έτσι γίνεται η κάθαρση και η απαλλαγή από τα παραπτώματα, που στερούν τον άνθρωπο από την κοινωνία με τον Θεό.

«… τὸν προλαβόντα ρύπον δι᾽ ἐξομολογήσεως καὶ δακρύων καὶ μετανοίας ἀκριβεστάτης ἀποσμήχειν δεῖ» (Κατήχησις ΣΤ΄ …: ΕΠΕ 30, 468, 24 – 9).

«… ὁ Θεὸς οὐδέποτε ἐπιλήσεται, ἀλλὰ πάντα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν στήσει τῶν ἡμετέρων (= στην τελική κρίση), ἂν μὴ προλαβόντες αὐτὰ καταλύσωμεν νῦν διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ τοῦ μηδέποτε μνησικακεῖν τοῖς πλησίον» (Εἰς τὴν Παραβολὴν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος 5: PG 51, 24).

«οἷδε γάρ, οἶδε σαφῶς (= o διάβολος) ὅτι, ἂν προσέλθωσι νήφοντες (= οι πιστοί) καὶ εἴπωσι τὰ ἡμαρτημένα καὶ ἀποδύρωνται ζεούσῃ τῇ ψυχῇ, πολλὴν λαβόντες συγγνώμην ἀπέρχονται …» (Περὶ τοῦ μὴ δημοσιεύειν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν 5: ΡG 51, 358).

H φράση του παραπάνω χωρίου «λαβόντες συγγνώμην ἀπέρχονται» από τον ναό οι εξομολογηθέντες, προϋποθέτει ότι την εξομολόγηση του πιστού ακολουθούσε πράξη – Ευχή συγχωρήσεως, η οποία όμως δεν προσδιορίζεται, δεν περιγράφεται.

Εξομολόγηση στην εκκλησία – ναό, αλλά όχι δημόσια

Η εξομολόγηση πραγματοποιείται στον ναό, διότι ο Χρυσόστομος προτρέπει επανειλημμένα τους συνειδητοποιούντες την αμαρτία τους να εισέρχονται «εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» και να ομολογούν τις αμαρτίες, ώστε αυτές να εξαλείφονται, ακόμα και αν αυτό γίνεται πολλές φορές. Η Εκκλησία είναι «ἰατρεῖον» όπου θεραπεύονται όλοι, εφόσον μετανοούν κι εξομολογούνται ενώπιον του Θεού, που δεν τιμωρεί, αλλά συγχωρεί. Η μετάνοια και εξομολόγηση αποτελούν Μυστήριο και όπως όλα τα μυστήρια έχουν θετικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για διαδικασία στην οποία επιβάλλεται τιμωρία, αλλά για ιερή πράξη απαλλαγής (συγχωρήσεως, αφέσεως) και αγιασμού. Ακόμα και τα επιτίμια έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα και δεν συνιστούν καθαυτό ποινή, που κάποιον ή κάποιους ικανοποιεί.

«Ἥμαρτες; εἴσελθε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐξάλειψόν σου τὴν ἁμαρτίαν. Ὁσάκις ἂν πέσῃς εἰς τὴν ἀγορὰν, τοσαυτάκις ἐγείρῃ. Οὕτως, ὁσάκις ἂν ἁµαρτήσῃς, µετανόησον ἐπὶ τῇ ἁµαρτίᾳ. Μὴ σαυτοῦ ἀπογνῷς. Κἂν δεύτερον ἁµάρτῃς, δεύτερον µετανόησον, … κἂν ἐν ἐσχάτῃ πολιᾷ ᾖς καὶ ἁµάρτῃς, εἴσελθε, µετανόησον. Ἰατρεῖον γάρ ἐστιν ἐνταῦθα, οὐ δικαστήριον, οὐκ εὐθύνας ἁµαρτηµάτων ἀπαιτοῦν, ἀλλὰ συγχώρησιν ἁμαρτημάτων παρέχον. Θεῷ µόνῳ εἰπὲ τὴν ἁµαρτίαν σου˙ “Σοὶ µόνῳ ἥµαρτον …” καὶ συγχωρεῖταί σου ἡ ἁµαρτία» (Περὶ ἐλεημοσύνης, Γ΄ 4: PG 49, 297-298).

Η ενσυνείδητη ομολογία, επομένως, η εξομολόγηση των αμαρτημάτων είναι απολύτως απαραίτητη για την απόλαυση και επίγνωση της χάριτος της συγχωρήσεως. Μολονότι ο Θεός γνωρίζει τα αμαρτήματα, είναι ανάγκη να ομολογούνται ενώπιον του Θεού και μάλιστα όχι γενικά και αόριστα, αλλά να κατονομάζονται με ακρίβεια και λεπτομέρειες (PG 50, 662)

Η εξομολόγηση γίνεται «κατ᾽ ἰδίαν», όχι δημόσια. Ουδείς αναγκάζεται να εξομολογηθεί με μάρτυρες, ενώπιον θεάτρου, δηλαδή ενώπιον πολλών. Αλλά και οι ιερείς δεν «δημοσιεύουν»-δεν κοινοποιούν, όσους καταφεύγουν σ’ αυτούς. Η συγχώρηση των αμαρτωλών γίνεται με διάκριση, κρυφά. Στην εξομολόγηση ζητείται ομολογία των αμαρτημάτων και γι’ αυτό μοιάζει με δικαστήριο, το οποίο είναι «ἀμάρτυρον», χωρίς παρουσία μαρτύρων. Προπαντός στο δικαστήριο αυτό δεν έχουμε τιμωρία («κολασμόν»), αλλά συγχώρησή (PG 50, 658-659). Είναι πολύ χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο Χρυσόστομος έκανε ειδική ομιλία «Περὶ τοῦ μὴ δημοσιεύειν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν» (PG 51, 353-364).

«Καὶ διὰ τοῦτο βούλεται (= ο Θεός) σε εἰπεῖν (= το αμάρτημα εξομολογούμενος), οὐχ ἵνα κολάσῃ, ἀλλ᾽ ἵνα συγχωρήσῃ˙ οὐχ ἵνα αὐτὸς μάθῃ τήν ἁμαρτίαν – πῶς γὰρ ὁ εἰδώς; – ἀλλ᾽ ἵνα σὺ μάθῃς πόσον σοι συγχωρεῖ χρέος … Ἂν μὴ εἴπῃς τοῦ χρέους τὸ μέγεθος, οὐκ ἐπιγινώσκεις τῆς χάριτος τὴν ὑπερβολήν. Οὐκ ἀναγκάζω, φησὶν, εἰς μέσον ἐλθεῖν σε θέατρον καὶ μάρτυρας περιστῆσαι πολλούς. Ἐμοὶ τὸ ἁμάρτημα εἰπὲ μόνῳ κατ᾽ ἰδίαν, ἵνα θεραπεύσω τὸ ἕλκος, καὶ ἀπαλλάξω τῆς ὀδύνης» (Εἰς τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον 4: PG 48, 1012).

Ένα μέρος των αμαρτωλών θεραπεύονται με το κήρυγμα, που αναφέρεται ανώνυμα σε αμαρτωλούς και αμαρτίες.

«Τοὺς ἐρχομένους εἰς τὸ ἰατρεῖον τοῦτο (= τον ναό) οὐ δημοσιεύομεν ἡμεῖς (= όπως γίνεται στα κοινά ιατρεία, όπου τις πληγές τις βλέπουν πολλοί) … ἐνταῦθα δέ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ μυρίους ὁρῶντες κάμνοντας (= υποφέροντες από αμαρτίες – πάθη) λανθανόντως ποιούμεθα τὴν θεραπείαν αὐτῶν. Οὐ γὰρ εἰς μέσον ἄγοντες τοὺς ἡμαρτηκότας, οὕτω δημοσιεύομεν αὐτῶν τὰ ἁμαρτήματα, ἀλλὰ κοινὴν ἅπασι προθέντες τὴν διδασκαλίαν, τῷ τῶν ἀκροωμένων συνειδότι καταλιμπάνομεν … Πρόεισι μὲν οὖν φανερῶς ὁ λόγος, εἰς δὲ τὸ ἑκάστου συνειδὸς ἐγκαθεζόμενος λανθανόντως καὶ τὴν παρ’ ἑαυτοῦ θεραπείαν παρέχει, καὶ πρὶν ἢ δημοσιευθῆναι τὸ νόσημα, τὴν ὑγίειαν πολλάκις ἐπήγαγεν» (Περὶ τοῦ μὴ δημοσιεύειν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν 3: PG 51, 356).

Εξομολόγηση ενώπιον ιερέα

Στον Ε΄ Λόγο του Περὶ ἀκαταλήπτου ο Χρυσόστομος αναφέρει εμφαντικά την εξομολόγηση στον Θεό: «παρακαλῶ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Θεῷ˙ τὸ συνειδὸς ἀνάπτυξον ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτῷ δεῖξον τὰ τραύματα» (PG 48, 746). Αυτές και πολλές παρόμοιες διατυπώσεις δημιούργησαν αμφιβολίες περί του εάν ο Χρυσόστομος προϋποθέτει εξομολόγηση ενώπιον ιερέα. Μήπως δηλαδή προϋποθέτει απλώς ομολογία των αμαρτιών, έστω συνειδητή, μόνο ενώπιον του Θεού.

Και είναι αλήθεια ότι ο Χρυσόστομος δεν έχει περιγράψει το μυστήριο της Μετανοίας στην όλη πρακτική διαδικασία του, δεν καταγράφει τις συνθήκες εξομολογήσεως. Όμως έχει δώσει με σαφήνειά τα στοιχεία εκείνα, που σημαίνουν και προϋποθέτουν την εξουσία του ιερέα να δέχεται την εξομολόγηση και να συγχωρεί. Καταφάσκει όχι μόνο την ευθύνη του ιερέα να συμβουλεύσει, αλλά και να επιβάλλει τα αναγκαία επιτίμια. Όπως οι κοσμικοί άρχοντες έχουν εξουσία να κρίνουν και ν’ αποφασίζουν για τους υπηκόους, έτσι και οι ιερείς κρίνουν, αποφασίζουν, συγχωρούν, επιβάλλουν επιτίμια, δηλαδή έχουν εξουσία κι ευθύνη για την ψυχή των πιστών, για τις οποίες κρίνουν και αποφασίζουν. Και η απόφασή τους αυτή γίνεται δεχτή από τον Θεό, που ο ίδιος συγχωρεί και αγιάζει, χρησιμοποιώντας ως όργανα τους ιερείς.

«Οἱ τὴν γῆ οἰκοῦντες (=ιερείς) καὶ ἐν ταύτῃ ποιούμενοι τὴν διατριβήν, τὰ ἐν ούρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν καὶ ἐξουσίαν ἔλαβον, ἣν οὔτε ἀγγέλοις, οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός …οὗτος δὲ ὁ δεσμὸς αὐτῆς ἅπτεται τῆς ψυχῆς καὶ διαβαίνει τοὺς οὐρανούς. Καὶ ἅπερ ἂν ἐργάσωνται κάτω οἱ ἱερεῖς, ταῦτα ὁ Θεὸς ἄνω κυροῖ καὶ τὴν τῶν δούλων γνώμην ὁ Δεσπότης βεβαιοῖ … Πᾶσαν τὴν κρίσιν ὁ Πατὴρ ἔδωκε τῷ Υἱῷ˙ ὁρῶ δὲ πᾶσαν αὐτοῖς τούτοις (= εις τους ιερείς) ἐγχειρισθέντας ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ» (Περὶ Ἱερωσύνης Γ΄ 5: PG 48, 643).

Η εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες («ὧν ἄν ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφέωνται…»), που ο Κύριος έδωσε στους Αποστόλους, κληροδοτήθηκε και στους ιερείς.

«Καὶ ἅπερ ἂν ἐργάσωνται κάτω οἱ ἱερεῖς, ταῦτα ὁ Θεός ἄνω κυροῖ … καὶ τί γὰρ ἀλλ’ ἢ πᾶσαν αὐτοῖς τὴν οὐράνιον ἔδωκεν ἐξουσίαν; “Ὧν γὰρ ἄν, φησίν, ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφέωνται, καὶ ὧν ἂν κρατῆτε, κεκράτηνται”. Τίς ἂν γένοιτο ταύτης ἐξουσία μείζων»; (Περὶ Ἱερωσύνης Γ΄ 5: PG 48, 643).

Εφόσον δε, όπως είδαμε, η εξομολόγηση κατά τον Χρυσόστομο δεν πρέπει να είναι δημοσία, έπεται ότι και η συγχώρηση και η επιβολή επιτιμίων γινόταν κατ’ ιδίαν. Είναι απολύτως αναγκαίος ο σύνδεσμος με τον ιερέα, διότι μέσω αυτού θα γίνει η άφεση των αμαρτιών (Εἰς Εβρ., Ομιλ. Θ΄ 4: PG 63, 61).

Μέτρο των επιτιμίων ο αμαρτωλός και όχι η αμαρτία

Ο ιερέας ποιμαίνει, συμβουλεύει, παρηγορεί κι ενισχύει, αλλά οφείλει να ενεργεί και ως ιατρός. Επιθέτει (PG 53,17) φάρμακα πνευματικά, που δυσαρεστούν και προβαίνει σε τομές κι εγχειρήσεις επώδυνες. Δηλαδή επιβάλλει επιτίμια. Οφείλει όμως να εξετάζει με υπερβάλλουσα προσοχή και διάκριση την κάθε περίπτωση όχι της αμαρτίας αλλά του αμαρτωλού. Ο αμαρτωλός, οι προϋποθέσεις του, οι συνθήκες στις οποίες αμάρτησε, το βάθος της μετανοίας και η πρόθεσή του αποτελούν το μέτρο για επιτίμια. Η ίδια η αμαρτία δεν αποτελεί μόνη της μέτρο για επιτίμια. Εάν ο ιερέας δεν αντιμετωπίσει με διάκριση τον αμαρτήσαντα, είναι δυνατό να του επιβάλλει δυσβάσταχτά για τα πνευματικά του μέτρα επιτίμια, τα οποία θα τον οδηγήσουν σε απόγνωση και απομάκρυνση από την Εκκλησία. Δυνατό να του επιβάλλει τόσο ελαφρά επιτίμια, που δεν θα τον βοηθήσουν να συνειδητοποιήσει την παρέκκλισή του και την ανάγκη για πνευματικό αγώνα. Φυσικά, για να γίνουν ολ’ αυτά προϋποθέτουν εξομολόγηση ενώπιον ιερέα, ο οποίος θα αποφασίσει τα επωφελή για τον πιστό. Η αμφιβολία, επομένως, για την ενώπιον του ιερέα εξομολόγηση δεν έχει έρεισμα και νόημα. Όσα εκθέτει ο Χρυσόστομος επιβεβαιώνουν άμεσα κι έμμεσα την «κατ᾽ ἰδίαν» εξομολόγηση, στην οποία ο ιερέας καλείται να διακρίνει το πνευματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό πλαίσιο, εντός του οποίου αμάρτησε κάποιος, και καλείται να διαπιστώσει την ειλικρίνεια της μετάνοιάς του. Εάν ο ιερέας κρίνει το μέγεθος της αμαρτίας καθεαυτήν, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θ’ αποτύχει στο έργο του.

«Τί οὖν ἂν τις (= ιερέας) ποιήσειε (= ενώπιον του εξομολογουμένου); Καὶ γάρ, ἂν πραότερον προσενεχθῇς τῷ πολλῆς ἀποτομίας δεομένῳ καὶ μὴ δῷς βαθεῖαν τὴν πληγὴν τῷ τοιαύτης χρείαν ἔχοντι, τὸ μὲν περιέκοψας, τὸ δὲ ἀφῆκας τοῦ τραύματος. Κἂν ἀφειδῶς τὴν ὀφειλομένην ἐπαγάγῃς τομήν, πολλάκις ἀπογνοὺς πρὸς τὰς ἀλγηδόνας ἐκεῖνος, ἀθρόως ἅπαντα ῥίψας καὶ τὸ φάρμακον καὶ τὸν ἐπίδεσμον, φέρων ἑαυτὸν κατεκρήμνησε, συντρίψας τὸν ζυγὸν καὶ διαῤῥήξας τὸν δεσμόν. Καὶ πολλοὺς ἂν ἔχοιμι λέγειν τοὺς εἰς ἔσχατα ἐξοχείλαντας κακὰ διὰ τὸ δίκην ἀπαιτηθῆναι τῶν ἁμαρτημάτων ἀξίαν. Οὐ γὰρ ἁπλῶς πρὸς τὸ τῶν παραπτωμάτων μέτρον δεῖ τὴν ἐπιτιμίαν ἐπάγειν, ἀλλὰ καὶ τῆς τῶν ἁμαρτανόντων στοχάζεσθαι προαιρέσεως… Διὰ τοῦτο πολλῆς δεῖ τῆς συνέσεως τῷ ποιμένι καὶ μυρίων ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ περισκοπεῖν πάντοθεν τὴν τῆς ψυχῆς ἕξιν. Ὥσπερ γὰρ εἰς ἀπόνοιαν αἵρονται πολλοὶ καὶ εἰς ἀπόγνωσιν τῆς ἑαυτῶν καταπίπτουσι σωτηρίας, ἀπὸ τοῦ μὴ δυνηθῆναι πικρῶν ἀνέχεσθαι φαρμάκων˙ οὕτως εἰσί τινες οἱ διὰ τὰ μὴ δοῦναι τιμωρίαν τῶν ἁμαρτημάτων ἀντίῤῥοπον εἰς ὀλιγωρίαν ἐκτρέπονται καὶ πολλῷ γίνονται χείρους καὶ πρὸς τὸ μείζονα ἁμαρτάνειν προάγονται. Χρὴ τοίνυν (= τον ιερέα) μηδὲν ἀνεξέταστον ἀφεῖναι, ἀλλὰ πάντα διερευνησάμενον ἀκριβῶς καταλλήλως τὰ παρ᾽ αὐτοῦ (= επιτίμια) προσάγειν τὸν ἱερωμένον, ἵνα μὴ μάταιος αὐτῷ γίνηται ἡ σπουδή» (Περὶ Ἱερωσύνης Β΄ 4: PG 48, 634-635).

Η θεολογία της εξομολογήσεως, που απαιτεί απαραίτητα και πρώτιστα την κατανόηση του αμαρτωλού και όχι μόνο την καταμέτρηση της ίδιας της αμαρτίας («τῆς φύσεώς» της), οδηγεί τον Χρυσόστομο σε κουραστική εξειδίκευση των στοιχείων που πρέπει να ερευνά ο εξομολόγος. Τέτοια π.χ. είναι η «γνώμη» του αμαρτήσαντος, ο «καιρός», η «αιτία», οι «περιστάσεις», εάν εξαπατήθηκε, εάν ενήργησε κατόπιν «μελέτης» και η στάση του μετά την διάπραξη της αμαρτίας.

«Ἐν γὰρ τοῖς ἁμαρτήμασιν οὐχ ἡ φύσις ζητεῖται μόνον τοῦ γεγενημένου, ἀλλὰ καὶ ἡ γνώμη καὶ ὁ καιρὸς καὶ ἡ αἰτία καὶ τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν˙ εἰ οἱ μὲν ἐνέμειναν, οἱ δὲ μετενόησαν˙ καὶ εἰ ἐκ περιστάσεως καὶ εἰ κατ᾽ ἀπάτην καὶ κατὰ μελέτην. Καὶ πολλά ἐστι τὰ ζητούμενα˙ καὶ καιροῦ διαφορὰ καὶ πολιτείας κατάστασις» (Εἰς ΣΤ΄ Ψαλμὸν 2: PG 55, 72).

Τα αμαρτήματα, όσο και αν είναι αριθμητικά, εξαλείφονται, συγχωρούνται, εδώ στην γη («ἐνταῦθα πάντα ἀπολύσηται»: PG 55, 73), αρκεί να προηγηθεί ειλικρινής μετάνοια και εξομολόγηση, η οποία παρομοιάζεται με «χωνευτήριον», διότι εκεί χωρούν και αφανίζονται τα πάντα (PG 60, 204). Μετά την εξομολόγηση και την συγχώρηση δεν μένει στον άνθρωπο ούτε ίχνος αμαρτίας. Απαλλάσσεται από το βάρος της, αποχτά πνευματική υγεία και «εὐμορφίαν» και γίνεται τόσο καθαρός όσο ήταν πριν αμαρτήσει.

«Καὶ μή μοι λέγε πάλιν “ἥμαρτον πολλὰ καὶ πῶς δυνήσομαι σωθῆναι”; Σὺ οὐ δύνασαι, ὁ Δεσπότης σου δύναται καὶ οὕτως ὡς ἐξαλεῖψαι τὰ ἁμαρτήματα… οὕτως ἐξαλείφει τὰ ἁμαρτήματα, ὡς μήτε ἴχνος αὐτῶν μεῖναι… Ὁ δὲ Θεὸς ὅταν ἐξαλείφῃ… οὐδὲ οὐλὴν (= όπως οι σωματικοί γιατροί) ἀφίησιν, οὐδὲ ἴχνος συγχωρεῖ μεῖναι, ἀλλὰ μετὰ τῆς ὑγιείας καὶ τὴν εὐμορφίαν χαρίζεται, μετὰ τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς κολάσεως καὶ δικαιοσύνην δίδωσι καὶ ποιεῖ τὸν ἡμαρτηκότα ἴσον εἶναι τῷ μὴ ἡμαρτηκότι. Ἀναιρεῖ γὰρ τὸ ἁμάρτημα καὶ ποιεῖ αὐτὸ μηδὲ εἶναι, μηδὲ γεγονέναι» (Περὶ μετανοίας Η΄ 2: PG 49, 339-340).

Για να προέλθουν όμως όλα όσα συνοδεύουν την συγχώρηση, πρέπει ν’ ακολουθεί και πνευματικός αγώνας, με την βοήθεια του οποίου όχι μόνο δεν θα επαναλάβει ο πιστός τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα, αλλά και θα επιδείξει μεγαλύτερη πρόοδο στις αρετές (Εἰς Ματθ., Ομιλ. Ι΄ 6: PG 57, 190).

Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, Η Εκκλησία και τα ιερά μυστήρια κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 2008.