Menu Close

1/12/2020

Περί μετανοίας

Και γι’ αυτούς που δεν ήρθαν στις συγκεντρώσεις και για την ιερή τράπεζα και για την κρίση.

Όπως οι γεωργοί που σπέρνουν, δεν έχουν ωφέλεια όταν ρίχνουν τον σπόρο στον δρόμο, έτσι κι εμείς δεν έχομε ωφέλεια με το να μας λένε Χριστιανούς, αν δεν έχουμε και έργα που ταιριάζουν στους χριστιανούς. Κι αν θέλετε, θα σας φέρω μάρτυρα αξιόπιστο τον αδελφόθεο Ιάκωβο, που λέει· Η πίστη δίχως έργα είναι νεκρή. Άρα λοιπόν απαραίτητο είναι να κάνουμε και έργα καλά, γιατί όταν αυτά δεν υπάρχουν, η ονομασία του Χριστιανού δε μπορεί να μας ωφελήσει. Και μην απορήσεις. Διότι, πες μου, πιο κέρδος έχει ο στρατιώτης που θα στρατευθεί, αν δεν είναι άξιος για την εκστρατεία και δεν πολεμά για το βασιλιά που τον τρέφει; Κι ίσως, αν κι είναι φοβερό αυτό που λέω, καλύτερα θα ήταν να μη στρατευθεί, παρά να στρατευθεί και ν’ αδιαφορεί για την τιμή του βασιλιά. Και πώς να μην τιμωρηθεί αυτός που τρέφεται από το βασιλιά, μα για το βασιλιά δεν αγωνίζεται; Και τι λέω, για τον βασιλιά; Μακάρι να φροντίζαμε για τις ψυχές μας τουλάχιστον. Και πώς, μπορώ, λέει, να είμαι μέσα στον κόσμο και σε τόσες δυσκολίες, και να σωθώ; Τι λες άνθρωπέ μου; Θέλεις με λίγα λόγια να σου αποδείξω πως δεν είναι ο τόπος που δίνει τη σωτηρία, αλλά ο τρόπος της ζωής κι η θέλησή μας; Ο Αδάμ στον παράδεισο, σα να ήταν σε λιμάνι, κι όμως εναυάγησε· κι ο Λωτ στα Σόδομα, σα να ήταν σε πέλαγος, κι όμως διασώθηκε. Ο Ιώβ ξανακέρδισε το δίκιο του πάνω στην κοπριά· κι ο Σαούλ που βρισκόταν μέσα στους θησαυρούς, έχασε τη βασιλεία και την επίγεια και την ουράνια. Δεν είναι δικαιολογία αυτή, να λέει κανείς, δε μπορώ να ζω στον κόσμο και μέσα σε τόσες φροντίδες, και να σωθώ. Αλλά τι φταίει γι’ αυτό; Το ότι δεν έρχεστε πάντοτε στις προσευχές και στις συγκεντρώσεις για διδασκαλία. Ή δε βλέπετε αυτούς που θέλουν να πάρουν αξιώματα από τον επίγειο βασιλέα, πώς πάντοτε δίπλα του βρίσκονται, πώς βάζουν κι άλλους να παρακαλέσουν, για να μη χάσουν αυτό που ζητούν; Αυτά λέγονται γι αυτούς που δεν έρχονται στις άγιες συγκεντρώσεις μας, και γι αυτούς που ασχολούνται σε παρέες και ματαιολογίες, την ώρα της φοβερής και μυστικής τράπεζας. Τι κάνεις άνθρωπε; Όταν ο ιερέας είπε, Ας ανυψώσουμε τον νου και τις καρδιές μας, δεν υποσχέθηκες κι είπες, Τις έχουμε στον Κύριο ανυψωμένες; Δε φοβάσαι; Δεν ντρέπεσαι να γίνεσαι ψεύτης αυτή τη φοβερή ώρα; Πω, πω, τι θαύμα! Η μυστική τράπεζα να ’ναι ετοιμασμένη, ο αμνός του Θεού να θυσιάζεται για σένα, ο ιερέας ν’ αγωνίζεται για σένα, να αναβλύζει φωτιά πνευματική από την αμόλυντη τράπεζα, να παραστέκουν τα Χερουβείμ και να πετούν τα Σεραφείμ, να σκεπάζουν τα πρόσωπά τους τα εξαπτέρυγα, όλες οι ασώματες δυνάμεις να παρακαλούν για σένα με τον ιερέα μαζί, η φωτιά η πνευματική να κατεβαίνει, το αίμα από την άχραντη πλευρά να χύνεται στο ποτήρι για τη σωτηρία τη δική σου, κι εσύ να μη φοβάσαι, να μην κοκκινίζεις, και να γίνεσαι ψεύτης τη φοβερή αυτή ώρα; Εκατόν εξήντα οκτώ ώρες έχει η εβδομάδα, κι ο Θεός ξεχώρισε για τον εαυτό του μια και μόνη ώρα· και την ξοδεύεις κι αυτή σε πράγματα βιοτικά και γελοία και σε παρέες; Με ποιο θάρρος ύστερα έρχεσαι στα μυστήρια; Με ποια συνείδηση, αφού τη μόλυνες; Θα τολμούσες άραγες να βαστούσες κοπριά στα χέρια σου και ν αγγίξεις την άκρη του ενδύματος του επίγειου βασιλέα; Ποτέ.

Μη βλέπεις ότι είναι ψωμί, κι ούτε να νομίσεις ότι είναι κρασί, γιατί δεν τα διώχνει το σώμα, όπως τις άλλες τροφές, ούτε να το λες αυτό, ούτε να το σκεφτείς. Αλλά όπως το κερί που καίγεται, δεν αφήνει τίποτα και τίποτα δεν παραμένει απ’ αυτό, έτσι να πιστεύεις κι εδώ, ότι τα μυστήρια ξοδεύονται μέσα στο σώμα μαζί με την ουσία του. Γι’ αυτό κι όταν έρχεστε να κοινωνήσετε, μη νομίσετε ότι παίρνετε το θείο σώμα από άνθρωπο, αλλά να πιστεύετε ότι από τα ίδια τα Σεραφείμ με την πύρινη λαβίδα, που είδε ο Ησαΐας, μεταλαβαίνετε από το θείο σώμα, κι όταν παίρνουμε το σωτήριο αίμα να πιστεύουμε ότι τα χείλη μας αγγίζουν την ίδια την άχραντη και θεία πλευρά. Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί μου, να μην απουσιάζουμε από τις εκκλησίες, κι όταν πηγαίνουμε σ’ αυτές, να μη χάνουμε την ώρα μας σε κουβέντες. Να στεκόμαστε με φόβο και τρόμο, με τα μάτια χαμηλά, και την ψυχή ψηλά, μ’ άφωνους στεναγμούς, κι αλαλαγμούς της καρδιάς. Δεν βλέπετε αυτούς που παρουσιάζονται στον ορατό και φθαρτό και πρόσκαιρο και επίγειο βασιλιά, πώς είναι ακίνητοι, σιωπηλοί, δεν κουνάνε, δε γυρίζουν τα μάτια τους εδώ κι εκεί, αλλά στέκονται σοβαροί, σκυθρωποί, φοβισμένοι; Αυτούς, άνθρωπέ μου, πάρε για παράδειγμα, και σας παρακαλώ, έτσι να στέκεστε μπροστά στον Θεό, σαν να μπαίνετε και να βρισκόσαστε μπροστά στον επίγειο βασιλέα, και με πολύ περισσότερο φόβο να στεκόσαστε στον επουράνιο βασιλέα μπροστά. Δε θα πάψω να τα λέω αυτά, πολλές φορές, μέχρι να σας δω να διορθωθείτε. Κι όταν ερχόμαστε στην εκκλησία, πρέπει να μπαίνουμε όπως αρέσει στον Θεό, δίχως μνησικακία στην ψυχή μας, χωρίς να προσευχόμαστε εις βάρος του εαυτού μας όταν λέμε· Συγχώρεσέ μας όπως κι εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας φταίνε. Διότι είναι φοβερός αυτός ο λόγος, κι είναι να πούμε, σα να φωνάζει στον Θεό αυτός που το λέει· Άφησα, Κύριε, άφησε κι εσύ· έλυσα, λύσε· συχώρεσα, συχώρεσε κι εσύ· αν κράτησα, κράτησε κι εσύ· αν δεν συγχώρεσα τον πλησίον μου, μη συγχωρέσεις κι εσύ τα αμαρτήματά μου. Μ’ όποιο μέτρο μέτρησα, ας μετρηθώ κι εγώ.

Να τα μάθουμε αυτά, και να θυμηθούμε τη φοβερή εκείνη μέρα, κι εκείνη τη φωτιά, να βάλουμε στον νου μας τις φοβερές τιμωρίες, και να γυρίσουμε πια από τον πλανεμένο δρόμο μας. Διότι θα ’ρθει ώρα που το στάδιο του κόσμου τούτου θα διαλυθεί, και τότε δε θα μπορεί πια ν’ αγωνισθεί κανείς. Δεν μπορεί κανείς να κάμει τίποτα όταν περάσει η ζωή αυτή, δεν μπορεί κανείς να πάρει στεφάνι όταν απολύσει το στάδιο. Αυτός ο καιρός είναι για τη μετάνοια, ο άλλος είναι για την κρίση. Αυτός ο καιρός είναι για τους αγώνες, ο άλλος για τα στεφάνια· αυτός για τον κόπο, ο άλλος για την άνεση· αυτός για τον κάματο, ο άλλος για την πληρωμή. Σηκωθείτε, λοιπόν, σηκωθείτε σας παρακαλώ, κι ας ακούσουμε πρόθυμα αυτά τα λόγια. Ζήσαμε σαρκικά, ας ζήσουμε τώρα και πνευματικά. Ζήσαμε για τις ηδονές, ας ζήσουμε πια και για τις αρετές. Ζήσαμε στην αδιαφορία, ας ζήσουμε και στη μετάνοια. Γιατί περηφανεύεται η γη και η στάχτη; Γιατί φουσκώνεις άνθρωπε; Γιατί καυχιέσαι για τον εαυτό σου; Τι ελπίζεις από τη δόξα του κόσμου κι από τον πλούτο; Πάμε στους τάφους σας παρακαλώ, να δούμε τα μυστήρια που γίνονται εκεί. Να δούμε τον άνθρωπο κατασκορπισμένο, κόκκαλα φαγωμένα, σώματα σαπισμένα. Κι αν είσαι σοφός, κάθισε να σκεφθείς, κι αν είσαι γνωστικός, πες μου, ποιος είναι εκεί ο βασιλιάς, και ποιος ο απλός άνθρωπος, ποιος ο άρχοντας και ποιος ο δούλος, ποιος ο σοφός και ποιος ο άσοφος; Πού είναι εκεί η ομορφιά που έχουν τα νιάτα; Πού είναι το χαρούμενο πρόσωπο; Πού τα ωραία μάτια; Πού η καλοβαλμένη μύτη; Πού τα φλογισμένα χείλη; Πού τα ωραία μάγουλα; Που το λαμπρό μέτωπο; Δεν είναι όλα σκόνη; Όλα δεν είναι στάχτη; Δεν είναι χώμα; Δεν είναι όλα σκουλήκι και βρωμιά; Δεν είναι όλα βρωμερά; Να τα σκεφτόμαστε, αδέλφια μου, αυτά, και να βάζουμε στο νου μας την τελευταία μέρα μας, κι όσο έχουμε καιρό, να γυρίσουμε πίσω από τον πλανεμένο δρόμο μας. Αίμα πολύτιμο μας αγόρασε. Γι αυτό φανερώθηκε ο Θεός πάνω στη γη, για σένα, άνθρωπέ μου, ο Θεός φανερώθηκε στη γη και δεν είχε που να κλίνει το κεφάλι του. Πω, πω, τι θαύμα! Ο κριτής έρχεται στο δικαστήριο για τους υπόδικους, η ζωή γεύεται τον θάνατο, ο πλάστης ραπίζεται από το πλάσμα του, εκείνος που δεν τον βλέπουν τα Σεραφείμ, φτύνεται από τον δούλο, δοκιμάζει ξύδι και χολή, τρυπιέται με λόγχη, μπαίνει σε τάφο. Κι εσύ παραμελείς, πες μου, και κοιμάσαι, και περιφρονείς άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι και το δικό σου αίμα να χύσεις για κείνον, και πάλι δε θα πληρώσεις το χρέος σου; Διότι άλλη αξία έχει το αίμα του Κυρίου, κι άλλη το αίμα του δούλου. Πρόλαβε με τη μετάνοια και τη διόρθωση, πριν να βγει η ψυχή σου, γιατί, όταν θα ’ρθει ο θάνατος, δε θα είναι δυνατή καμιά θεραπεία με τη μετάνοια. Διότι η μετάνοια έχει μεγάλη δύναμη πάνω στη γη, και μόνο στον Άδη τίποτα δε μπορεί. Ας ζητήσουμε τον Κύριο, τώρα που είναι καιρός, ας κάνουμε το καλό, ώστε και από την αιώνια κόλαση ν’ απαλλαχτούμε, και τη βασιλεία των ουρανών ν αξιωθούμε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Έργα – Τόμος Πρώτος: Ηθικά και Κοινωνικά, εκδόσεις «Ο λόγος», Αθήνα, 1967.