Menu Close

28/11/2019

Λόγος παραινετικός προς αποφυγήν της απογνώσεως

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Προς Θεόδωρον Μοναχόν[1]

1. Εάν ήταν δυνατόν, (Θεόδωρε), και τα δάκρυα και οι στεναγμοί να εκφρασθούν με γράμματα, (τότε) θα γέμιζα την επιστολή μου μ’ αυτά και θα σου την έστελνα. Εγώ όμως κλαίω όχι διότι φροντίζεις για τις πατρικές σου υποθέσεις, αλλά διότι διέγραψες τον εαυτό σου από τον κατάλογο των αδελφών και παρέβης έτσι τις προς τον Χριστόν υποσχέσεις σου. Γι’ αυτά (λοιπόν) φρίττω, γι’ αυτά πονώ, γι’ αυτά φοβούμαι και τρέμω. Διότι κανείς δεν θα κατηγορούσε για λιποταξία έναν ιδιώτη, εκείνος όμως που ήδη έχει καταταχθεί στο στρατό,[2] εάν συλληφθεί ως λιποτάκτης, (αυτός) διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο της ζωής του.

Φίλε Θεόδωρε, δεν είναι φοβερό το να πέσει ο παλαιστής, αλλά (φοβερό είναι), το να παραμείνει πεσμένος κάτω. Ούτε είναι βαρύ (επίσης) το να πληγωθεί ο πολεμιστής, αλλά (βαρύ είναι), να απελπισθεί μετά τον τραυματισμό του και να παραμελήσει το τραύμα του. Κανείς έμπορος (επίσης) δεν έπαυσε να ταξιδεύει επειδή κάποτε ναυάγησε και έχασε το φορτίο, αλλά αντίθετα (συνεχίζει) να διασχίζει και πάλι την θάλασσα και τα κύματα και τα απέραντα πελάγη, και έτσι ανακτά τον προηγούμενο πλούτο. Πολλές φορές δε, βλέπουμε και αθλητές να στεφανώνονται μετά από πολλές αποτυχίες τους.[3] Και στρατιώτης επίσης που εγκατέλειψε πολλές φορές την θέση του, συνέβη να αναδειχθεί τελικά άριστος πολεμιστής και να νικήσει τους εχθρούς. Πολλοί δε αρνηθέντες το Χριστό, λόγω της σκληρότητας των βασανιστηρίων, επανόρθωσαν την άρνησή τους με νέα ομολογία και έτσι έφυγαν από τον κόσμο αφού έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου.[4] Εάν λοιπόν ο καθένας απ’ αυτούς έφθανε στην απόγνωση για το προηγούμενο τραύμα του, δεν θα απολάμβανε ποτέ τα μετ’ έπειτα αγαθά.

Μη λοιπόν, φίλε (Θεόδωρε), μη οδηγήσεις τον εαυτό σου στην καταστροφή πλέον, επειδή σε μετακίνησε ο εχθρός λίγο από τη θέση σου, αλλά στάσου με γενναιότητα και επέστρεψε γρήγορα εκεί απ’ όπου έφυγες. Και μη θεωρήσεις ντροπή αυτή την προσωρινή πληγή. Διότι αν έβλεπες στρατιώτη να επιστρέφει από την μάχη τραυματισμένος δε θα μπορούσες να τον κατηγορήσεις γι’ αυτό. επειδή ντροπή θεωρείται, το να ρίψει κανείς τα όπλα και να αποφύγει τη σύγκρουσή του με τους εχθρούς. Ενόσω όμως μένει μαχόμενος, έστω κι’ αν βάλλεται κι’ αν υποχωρεί προσωρινά, νομίζω, ότι κανείς δεν θα ήταν τόσο αχάριστος και άπειρος της πολεμικής τέχνης, ώστε να τον κατηγορήσει ποτέ γι’ αυτό. Διότι μόνον εκείνοι που δεν μάχονται, δεν πληγώνονται. Όσοι όμως επιτίθενται, με όλη τους την ψυχή κατά των εχθρών, είναι εύλογο κάποτε να τραυματισθούν και να πέσουν κάτω. Αυτό έπαθες (λοιπόν) και συ τώρα. Και αυτό, διότι έδειξες, ότι επιθυμούσες διά μιας να φονεύσεις τον διάβολο. Όμως έχε θάρρος· νομίζω ότι έχεις ανάγκη από λίγη νήψη (επαγρύπνηση), και τότε δε θα μείνει ούτε ίχνος από εκείνο το τραύμα, μάλλον δε, με τη χάρη του Θεού θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του εχθρού,[5] Ας μη σε προβληματίζει (ενοχλεί) το γεγονός, ότι συνάντησες εμπόδια, ως προς αυτό, από την αρχή.

Γιατί είδε ο εχθρός και μάλιστα με οξυδέρκεια διέβλεψε την αρετή της ψυχής σου, και συμπέρανε μετά από πολλές ενδείξεις, ότι θα εξελιχθείς σ’ ένα γενναίο αντίπαλό του. Και γιατί γνώριζε ότι με την τόση και τέτοιου είδους σπουδή που έδειξες αμέσως εναντίον του, εάν έμενε άπρακτος μέχρι τέλους, εύκολα θα τον νικούσες. Γι’ αυτό έμεινε άγρυπνος, έσπευσε, ύψωσε το ανάστημά του εναντίον σου, μάλλον όμως εναντίον του εαυτού του, εάν θελήσεις να τον αντιμετωπίσεις τελικά με γενναιότητα. Γιατί, ποιος δεν θαύμασε την ταχεία και ειλικρινή και θερμή μεταστροφή σου στο αγαθό; Παρέβλεψες την απόλαυση των εδεσμάτων και περιφρόνησες τα πολυτελή ενδύματα. Καταπάτησες κάθε ίχνος υπερηφάνειας και όλη η προσπάθειά σου (η μέριμνά σου) για την κοσμική σοφία μεταβλήθηκε σε μελέτη των θείων λόγων. Όλες οι ημέρες σου περνούσαν με αναγνώσεις (των θείων λόγων), όλες δε οι νύκτες είχαν καταναλωθεί σε προσευχές. Δεν σε απασχόλησαν τότε θέματα της ευγενικής σου καταγωγής, ούτε οι αναμνήσεις του πλούτου. Θεωρούσες δε ανώτερο από κάθε άλλη ευγένεια, το να αγκαλιάζεις γόνατα και να τρέχεις στα πόδια των αδελφών. Αυτά (όμως) λύπησαν τον πονηρό. Αυτά τον εξήγειραν σε σφοδρή εναντίον σου μάχη. Αλλά (ευτυχώς) που δεν σε πλήγωσε ανεπανόρθωτα.

Εάν μεν λοιπόν μετά από πολύ χρόνο ασκήσεως, μετά από συνεχείς νηστείες και την χαμευνία και όλη την άλλη σου άσκηση σε κατέβαλε, ούτε και τότε (ακόμη) έπρεπε να απελπισθείς. Ίσως έλεγε όμως κανείς, ότι η ζημιά είναι σημαντική, επειδή η ήττα ήλθε μετά από πολλούς κόπους και ιδρώτες και νίκες. Επειδή όμως αυτό έγινε πριν ακόμη αποδυθείς σε μεγάλο κατ’ αυτού αγώνα, τόσο μόνο κατόρθωσε (ο πονηρός), όσο του να σε ετοιμάσει καλύτερα για τον πόλεμο εναντίον του. Γιατί ο δεινός πειρατής σου επετέθηκε μόλις ήδη αναχωρούσες και όχι όταν επέστρεφες και μετέφερες όλο το εμπόρευμα της αρετής. Και όπως ακριβώς, όταν επιχειρήσει κανείς να φονεύσει λιοντάρι, αφού του προκαλέσει μόνον εκδορές στο δέρμα, εκείνο μεν καθόλου δεν το βλάπτει, μάλλον δε χειρότερα το εξαγριώνει εναντίον του και το κάνει ασφαλέστερο και δύσκολα να θηρευτεί στο εξής, έτσι λοιπόν και ο κοινός μας εχθρός, ο διάβολος αφού επιχείρησε να σου ανοίξει βαθιά πληγή, ως προς αυτό μεν απέτυχε, εσένα δε, σε έκαμε στο εξής να επαγρυπνείς και να νήφεις περισσότερο.

2. Πραγματικά πολύ ολισθηρό πράγμα είναι η ανθρώπινή φύση και εύκολα πλανάται, εύκολα όμως και αποχωρεί από την πλάνη. Και όπως γρήγορα πίπτει, έτσι και γρήγορα εγείρεται. Γιατί και ο μακάριος εκείνος άνθρωπος, τον Δαβίδ[6] λέγω τον εκλεκτό βασιλέα και προφήτη ενώ είχε ήδη πολλά κατορθώσει, δεν ξέφυγε από τις ανθρώπινες αδυναμίες, αλλά ξένη γυναίκα επιθύμησε και δεν σταμάτησε έως εδώ, γιατί έπραξε μεν τη μοιχεία,[7] ένεκα της επιθυμίας του, διέπραξε δε και φόνο[8] εξ αιτίας (αυτής) της μοιχείας. Αλλά, επειδή δύο φορές πληγώθηκε, δεν επιχείρησε. να πληγωθεί και τρίτη, αλλά αμέσως έτρεξε στο γιατρό και, άρχισε θεραπεία με τα κατάλληλα φάρμακα. Ποια δε είναι αυτά; Νηστεία, δάκρυα, θρήνοι, συνεχείς προσευχές, συχνή εξομολόγηση της αμαρτίας.[9] Και έτσι με αυτά τα φάρμακα, κατέστησε τον Θεό ευμενή απέναντί του και αυτός επανήλθε στην προηγούμενη αξία του. Μετά δε τη μοιχεία και το φόνο η ειδωλολατρία του υιού (πέτυχε) κάπως να επισκιάσει τη μνήμη του πατέρα. Γιατί ο υιός του, του οποίου το όνομα ήταν Σολομών!,[10] έπεσε στην ίδια παγίδα, στην οποία (είχε πέσει) και ο πατέρας του, και γενόμενος υπηρέτης του θελήματος των γυναικών απομακρύνθηκε από τη ζωή των πατέρων του. Βλέπεις πόσο κακό είναι το να μη εγκρατεύεται κανείς από τις σαρκικές ηδονές, αλλά να ανατρέπει την τάξη της φύσεως, και ενώ είναι άνδρας, να γίνεται δούλος γυναικών; Απ’ αυτόν λοιπόν τον Σολομώντα ήταν δίκαιο να αφαιρεθεί όλο το βασίλειο!,[11] αλλά για την θεοσέβεια του πατέρα του, ο Θεός επέτρεψε να έχει το ένα έχτο αυτού.

Εάν μεν λοιπόν η ενασχόλησή σου ήταν η ρητορική και κατόπιν την παραμελούσες, θα σου υπενθυμίσω τα δικαστήρια και το βήμα και τις δάφνες τους και την ελευθερία να παρουσιάζεσαι δημόσια, θα σε παρακαλούσα να επιστρέψεις και να εργαστείς γι’ αυτά. Επειδή όμως αγωνιζόμαστε για τη Βασιλεία των ουρανών και καθόλου δεν μας ενδιαφέρουν τα επίγεια, σου υπενθυμίζω άλλο δικαστήριο και βήμα φοβερό και φρικτό. «Γιατί όλοι εμείς πρέπει να παρουσιαστούμε έμπροσθεν του βήματος του Χριστού».[12] Και τότε θα καθίσει επάνω σ’ αυτό κριτής Αυτός, που τώρα αθετείται από σένα. Τι θα πούμε τότε, πες μου; Και τι θα απολογηθούμε εάν επιμένουμε να παραβαίνουμε τις εντολές του; Τι θα πούμε λοιπόν; Θα προφασισθούμε ότι ασχολούμεθα με κοσμικές φροντίδες;

Αυτός όμως μας πρόφθασε και είπε: «Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, εάν κερδίσει όλο τον κόσμο, την δε ψυχή αυτού ζημιωθεί;[13]». Αλλά θα δικαιολογηθούμε ίσως ότι άλλοι μας εξαπάτησαν; Ούτε όμως τον Αδάμ ωφέλησε το ότι πρόβαλε ως δικαιολογία τη γυναίκα του λέγοντας, «η γυναίκα, την οποίαν έδωσες να είναι μαζί μου, αυτή με εξαπάτησε»,[14] Αλλ’ ούτε και την γυναίκα ωφέλησε, η οποία πρόβαλε ως δικαιολογία την πονηρία του όφεως.

Είναι φοβερό, Θεόδωρε, εκείνο το δικαστήριο, το οποίον ούτε κατηγόρους χρειάζεται, ούτε μάρτυρες περιμένει. Διότι «όλα είναι γυμνά και τελείως ξεσκεπασμένα»[15] έμπροσθεν του Δικαστού. Και ο καθένας θα είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τις πράξεις του, αλλά και για τις ενθυμήσεις των σκέψεών του. Διότι εκείνος ο Δικαστής είναι κριτής ενθυμήσεων και εννοιών καρδιάς.[16]

Αλλ’ ίσως προβάλλεις την ασθένεια της φύσεως και την αδυναμία, προκειμένου να φέρεις τον ζυγό του Κυρίου; Και ποια απολογία θα είναι αυτή που θα μπορεί να σε σώσει, αφού δεν κατόρθωσες να φέρης «ζυγὸν χρηστόν» και να βαστάσεις «φορτίον ἐλαφρόν».[17] Είναι βαρύ πράγμα και φορτικό η ανάπαυση από τους κόπους; Και τότε πώς μας καλεί σ’ αυτό ο Χριστός λέγοντας. «Ελάτε, σ’ εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι από τα βάσανα της ζωής και εγώ θα σας αναπαύσω (ξεκουράσω). Σηκώστε επάνω σας το ζυγό μου και μάθετε από εμένα πόσο πράος και ταπεινός είμαι στην καρδιά μου, διότι ο ζυγός μου είναι χρηστός και το φορτίο μου ελαφρό».[18] Τι είναι ελαφρότερο, πες μου, από το να απαλλαγεί κανείς από φροντίδες και υποθέσεις και φόβους και κόπους και να βρίσκεται εκτός των κυμάτων του βίου και να γαληνεύει (εφησυχάζει) σε εύδιο λιμένα;

3. Λέγε μου, όμως, τι νομίζεις (τι σου φαίνεται) πως είναι μακαριστό σ’ αυτό τον κόσμο; Ίσως, μου πεις, η εξουσία και ο πλούτος και η ευτυχία μεταξύ των ανθρώπων.

Και τι αθλιότερο από αυτά υπάρχει, όταν αυτά συγκρίνονται προς την ελευθερία των χριστιανών; Διότι ο άρχοντας υπόκειται στο θυμό του δήμου και στις παράλογες ορμές του πλήθους και στο φόβο των ανωτέρων αρχόντων και στις φροντίδες για τους αρχομένους, και έτσι ο χθεσινός άρχοντας γίνεται σήμερα απλός ιδιώτης. Και αυτό συμβαίνει επειδή η ζωή δεν διαφέρει καθόλου από τη θεατρική σκηνή. Αλλ’ όπως εκεί άλλος μεν παίζει το ρόλο του βασιμά, άλλος δε του άρχοντα και άλλος του στρατιώτη, και όταν έλθει η νύχτα, ούτε ο βασιλιάς είναι βασιλιάς, ούτε ο άρχοντας άρχοντας, ούτε ο στρατιώτης στρατιώτης, έτσι και την ημέρα της κρίσεως, ο καθένας θα λάβει την αμοιβή που του αξίζει όχι με βάση την ιδιότητά του, αλλά ανάλογα με τα έργα του.

Αλλά μήπως όμως η δόξα, η οποία εξαφανίζεται «ως άνθος χόρτου»[19] είναι κάτι το τιμητικό; Μήπως ο πλούτος εξ αιτίας του οποίου ταλανίζονται αυτοί που τον κατέχουν; «Γιατί, λέγει, αλίμονο στους πλουσίους»,[20] Και πάλι, «Αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν πεποίθηση στη δύναμή τους και καυχώνται για την αφθονία του πλούτου τους».[21] Ο χριστιανός όμως ουδέποτε γίνεται από άρχοντας ιδιώτης, από πλούσιος φτωχός, από ένδοξος άδοξος, αλλά μένει πλούσιος όταν φτωχεύει και υψώνεται, όταν αγωνίζεται να ταπεινώσει τον εαυτό του. Και αυτή την εξουσία που έχει, δεν μπορεί κανείς να την καταλύσει, ούτε από τους ανθρώπους, αλλ’ ούτε και από τους άρχοντες της εξουσίας του κοσμοκράτορος του σκότους.[22]

Είναι καλό πράγμα ο γάμος, Θεόδωρε, συμφωνώ και εγώ. «Τίμιος, λέγει, ο γάμος και η κοίτη αμίαντος· τους πόρνους δε και τους μοιχούς ο Θεός θα τους κατακρίνει».[23] Για σένα όμως, νομίζω, πως δεν είναι εύκολο να εφαρμόσεις τα του γάμου. Γιατί γι’ αυτόν που έχει ενωθεί με τον ουράνιο Νυμφίο (διά της μοναχικής υποσχέσεως), το να εγκαταλείψει το Νυμφίο και να προσκολληθεί σε μια γυναίκα, αυτό είναι μοιχεία, έστω και αν ήθελες εσύ μυριάκις να το αποκαλείς γάμο. Μάλλον δε και από την μοιχεία τόσο χειρότερο, όσο ανώτερος από τους ανθρώπους είναι ο Θεός. Ας μη σε απατά κανείς λέγοντάς σου, ότι δεν απαγόρευσε ο Θεός το γάμο. Αυτό το γνωρίζω και εγώ. Τον μεν γάμο δεν τον απαγόρευσε, αλλά απαγόρευσε όμως την μοιχεία, πράγμα που επιθυμείς να κάνεις εσύ, εάν θελήσεις, ο μη γένοιτο, να έλθεις ποτέ σε γάμου κοινωνία.

Και γιατί απορείς, αν θεωρείται ο γάμος μοιχεία, όταν αθετείται ο Θεός; Άκουε κάτι που δεν είναι μικρό. Ένας φόνος κάποτε έφερε δικαιοσύνη και η φιλανθρωπία υπήρξε αξιοκατάκριτη περισσότερο από φόνο, επειδή εκείνος μεν έγινε με το θέλημα του Θεού, αυτή δε αντίθετα προς το θέλημά του.

Γι’ αυτό καταλογίστηκε δικαιοσύνη υπέρ του Φινεές[24] το ότι δηλαδή λόγχισε την πορνευόμενη γυναίκα και τον πορνεύοντα μαζί της. Τον δε Σαούλ,[25] εκείνος ο άγιος του Θεού άνθρωπος ο Σαμουήλ,[26] παρ’ όλο που πενθούσε και παρακαλούσε και έκλαψε όλες τις νύχτες, δεν κατόρθωσε όμως να τον απαλλάξει από την καταδίκη, την οποία αποφάσισε γι’ αυτόν ο Θεός, επειδή παρά την θέληση του Θεού έσωσε τον βασιλιά των αλλοφύλων, ο οποίος έπρεπε να φονευθεί. Εάν λοιπόν η πράξη της φιλανθρωπίας καταδίκασε περισσότερο από το φόνο, επειδή δεν τηρήθηκε η εντολή του Θεού, γιατί απορείς, εάν ο γάμος καταδικάζεται περισσότερο της μοιχείας, εφ’ όσον αθετείται ο Χριστός; Διότι, όπως είπα και στην αρχή, εάν ήσουν απλός ιδιώτης, κανείς δε θα σε μεμφόταν για παράλειψη στρατιωτικής υπηρεσίας. Τώρα όμως δεν είσαι καθόλου κύριος του εαυτού σου, διότι υπηρετείς ως στρατιώτης ένα τέτοιο βασιλιά. Άλλωστε εάν «η γυναίκα δεν εξουσιάζει η ιδία το σώμα της, αλλά ο άνδρας της»,[27] πόσο μάλλον δεν δύνανται να είναι κύριοι των σωμάτων τους οι ζώντες για το Χριστό. Αυτός όμως που έχει περιφρονηθεί τώρα από σένα, γνώριζε καλά, ότι αυτός ο ίδιος θα είναι τότε Δικαστής.

Αυτόν να σκέπτεσαι εξ ολοκλήρου, και τον ποταμό του πυρός. «Ποταμός, λέγει, πυρός έρεε έμπροσθεν αυτού».[28] Και ακόμη. Εάν παραδοθεί κανείς στο πυρ από κείνον, δεν μπορεί να περιμένει τέλος της κολάσεως.

Αλλά οι παράλογες ηδονές του βίου τούτου, καθόλου δεν διαφέρουν από τις σκιές και τα όνειρα. Διότι πριν ακόμη ολοκληρωθεί η αμαρτία, σβήνει η ηδονή. Οι τιμωρίες όμως που θα επιβληθούν γι’ αυτές δεν έχουν τέλος. Και το μεν ευχάριστο είναι σύντομο, το δε λυπηρό αιώνιο. Τι είναι λοιπόν βέβαιο στον παρόντα κόσμο, λέγε μου. Μήπως είναι ο πλούτος, ο οποίος δεν παραμένει πολλές φορές ούτε μέχρι την δύση του ηλίου στα χέρια του κατόχου του; Μήπως είναι η δόξα; Άκουε όμως κάποιον δίκαιο, ο οποίος λέγει: «Η ζωή μου είναι ελαφρότερη του δρομέα»,[29] Όπως λοιπόν οι δρομείς πριν ακόμη σταματήσουν, πηδούν εκ νέου, έτσι και ο πλούτος πριν ακόμη να σταθεροποιηθεί πετά και εξαφανίζεται. Τίποτε δεν είναι τιμιότερο από την ψυχή. Και αυτό το γνωρίζουν και εκείνοι, που έφθασαν ως το έσχατο τέρμα της κακίας. Διότι τίποτε δεν είναι αντάξιο της ψυχής, όπως είπε και κάποιος από τους θύραθεν ποιητές.

Γνωρίζω ότι έγινες πολύ αδύναμος αγωνιζόμενος κατά του πονηρού. Γνωρίζω ότι βρίσκεσαι στο μέσον της καμίνου των ηδονών. Εάν όμως πεις στον εχθρό, ότι δε λατρεύω πλέον τις ηδονές σου, και τη ρίζα όλων των κακών σου δεν προσκυνώ, εάν στρέψεις προς τα άνω το βλέμμα, θα εκτινάξει και πάλι την φλόγα ο Σωτήρας Χριστός, και εκείνους μεν που σε εξώθησαν στη φωτιά θα τους κατακαύσει,[30] σ’ εσένα δε που βρίσκεσαι στο μέσον της καμίνου θα στείλει νεφέλη και δροσιά και πνοή συριστική, ώστε η φωτιά να μην αγγίξει καν τους λογισμούς σου και τη συνείδησή σου. Πρόσεξε όμως να μη κατακαύσεις τον εαυτό σου. Διότι πολλές φορές οχυρωμένες πόλεις δεν κατόρθωσαν οι πολιορκητές να τις κυριεύσουν με όπλα και μηχανές απ’ έξω, η προδοσία όμως ενός ή δύο πολιτών που κατοικούσαν μέσα σ’ αυτές, χωρίς κόπους τις παρέδωσε στους εχθρούς. Και τώρα εάν κανείς από τους λογισμούς σου δε σε προδώσει, τότε, και αν ακόμη άπειρα τεχνάσματά προσκομίσει απ’ έξω ο εχθρός μάταια θα τα φέρει.

4. Με τη χάρη του Θεού είναι πολλοί και μεγάλοι εκείνοι που συμπάσχουν μαζί σου, που σε προπονούν στο στάδιο των πνευματικών αγώνων και τρέμουν κυριολεκτικά για την ψυχή σου, όπως ο άγιος του Θεού άνθρωπος, ο Βαλέριος, ο κατά πάντα τιμιότατος αδελφός του Φλωρέντιος, ο σοφός με την κατά Θεόν σοφία[31] Πορφύριος, και άλλοι πολλοί. Όλοι αυτοί θρηνούν καθημερινά για σένα και δεν έπαυσαν να προσεύχονται (συνέχεια). Θα είχαν δε επιτύχει από καιρό αυτά που ζητούν (προσευχόμενοι), εάν και συ είχες απομακρυνθεί έστω και λίγο από τα χέρια του εχθρού. Πώς λοιπόν να μη είναι παράλογο, οι άλλοι μεν να μην απελπίζονται ούτε και τώρα για τη σωτηρία σου και να εύχονται να αποκτήσουν εξ ολοκλήρου (πάλι) το μέλος της αδελφότητός τους και συ, επειδή έπεσες μία φορά, να μη θέλεις να σηκωθείς, αλλά να (εξακολουθείς) να μένεις πεσμένος κάτω και σχεδόν να βοάς προς τον εχθρό, «πράξε, κτύπα, μη λυπηθείς τίποτε. «Μήπως αυτός που έπεσε δεν πρέπει (αμέσως) να σηκωθεί;[32]». Αυτό το λέγει ο θείος λόγος. Συ όμως αντιμάχεσαι προς αυτόν και αντιλέγεις. Διότι να απελπισθεί κάποιος που έχει πέσει, δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά, ότι αυτός που έπεσε δεν μπορεί να σηκωθεί.

Παρακαλώ, μην αδικήσεις τον εαυτό σου, Θεόδωρε. Μη μας γεμίσεις με τόση οδύνη. Δεν τα λέγω αυτά τώρα που δεν είσαι ακόμη είκοσι ετών, αλλά και στα έσχατα γηρατειά αν είχες υποστεί αυτή την πτώση, αφού είχες κατορθώσει πολλά και είχες ζήσει κατά Χριστόν όλη σου τη ζωή,[33] ούτε και τότε θα ήταν φρόνιμο να απελπιστείς, αλλά να φέρεις στη σκέψη σου το ληστή που δικαιώθηκε επάνω στο σταυρό,[34] και τους εργάτες της ενδεκάτης ώρας,[35] οι οποίοι έλαβαν το μισθό όλης της ημέρας. Όπως δε, δεν είναι καλό να απελπίζονται, εκείνοι που έπεσαν στο έσχατο τέρμα, εάν σκέπτονται με σωφροσύνη, έτσι δεν είναι ασφαλές να τρέφονται με αυτή την ελπίδα και να λέγουν, ότι τώρα μεν ας απολαύσουμε τα ευχάριστα (τα τερπνά) του βίου, μετά δε, αφού κοπιάσουμε λίγο, τότε θα λάβουμε την αμοιβή όλου του χρόνου. Διότι θυμάμαι. που έλεγες πολλές φορές, ότι πολλοί σε παρέσυραν με λόγια πονηρά, όταν φοιτούσες στις σχολές.

Τι λοιπόν; Εάν στο σύντομο αυτό χρόνο δεν τελείωσα καλά τον βίο, πώς θα απέλθω (θα πάω) προς αυτόν που είπε: «Μην αργής να επιστρέψεις στον Κύριο, και μη αναβάλλεις από ημέρα σε ημέρα».[36] Απόκτησε και πάλι αυτό το λογισμό και να φοβάσαι τον κλέφτη.[37] Διότι ο Χριστός έτσι καλεί (ονομάζει) την έξοδό μας από τον παρόντα κόσμο, επειδή δεν γνωρίζουμε πότε θα γίνει. Σκέψου τις φροντίδες του βίου, τις προσωπικές και τις κοινές, τους φόβους των αρχόντων, το φθόνο των πολιτών, τον κίνδυνο που υπάρχει επάνω από τα κεφάλια μας πολλές φορές μέχρις εσχάτων, τους κόπους, τις ταλαιπωρίες, τις δουλοπρεπείς κολακείες, που δεν ταιριάζουν και σ’ αυτούς ακόμη τους αξιοπρεπείς δούλους, και ότι ο καρπός αυτών των πόνων τελειώνει εδώ. Τι φοβερότερο από αυτό θα ήταν δυνατόν να υπάρξει; Πολλοί μάλιστα συνέβη να μην απολαύσουν ούτε εκείνα που με πολύ κόπο απέκτησαν, αλλά αφού ξόδεψαν τη νεότητά τους σε κόπους και κινδύνους, και όταν πίστεψαν ότι θα απολάμβαναν πλέον τους κόπους τους, έφυγαν για την άλλη ζωή, χωρίς να πάρουν τίποτε μαζί τους. Και όχι άδικα. Διότι, εάν κανείς, μετά από πολλούς κινδύνους τους οποίους υπέμεινε και πολλούς πολέμους που έκαμε, μόλις και μετά δυσκολίας μπορεί με παρρησία να ιδεί τον επίγειο βασιλιά, πώς θα μπορέσει να ατενίσει με παρρησία τον ουράνιο, αφού σε όλη του τη ζωή έζησε και υπηρέτησε άλλο βασιλιά;

5. Θέλεις να σου αναφέρω και τις φροντίδες της οικογένειας, όσες έχει για τη γυναίκα του, τα παιδιά και τους υπηρέτες; Επώδυνο είναι να μην αποκτήσει παιδιά, αλλά επίσης επώδυνο και να αποκτήσει. Το μεν πρώτο φανερώνει ότι άδικα ήλθε στο γάμο, το δε δεύτερο, ότι υπομένει πικρή δουλεία. Αρρώστησε το παιδί, ο φόβος είναι μεγάλος. Έφυγε για την άλλη ζωή νήπιο, το πένθος είναι απαρηγόρητο. Και για τα διάφορα στάδια της ηλικίας των παιδιών διαφορετικές είναι οι φροντίδες γι’ αυτά, και πολλοί οι φόβοι και οι κόποι. Είναι φοβερό να λάβει κανείς γυναίκα φτωχότερη απ’ αυτόν, φοβερό είναι επίσης να λάβει και πιο πλούσια. Διότι το μεν ένα ζημιώνει τον άνδρα στην περιουσία, το δε άλλο στην ελευθερία του και στην ιδιότητά του ως κυρίου της οικογένειας. Τι να πει κανείς και για τις μοχθηρίες των υπηρετών; Ζωή είναι λοιπόν αυτή, Θεόδωρε, να χωρίζεται μία ψυχή σε τόσα μέρη, να υπηρετεί τόσους, να ζει για τόσους, και για τον εαυτό της ποτέ; Αλλά τίποτε από αυτά δεν υπάρχει στην δική μας ζωή, φίλε Θεόδωρε, και ως προς αυτό σε τον ίδιο επικαλούμαι ως μάρτυρα. Διότι, όταν για λίγο χρόνο (που έζησες στο ασκητήριο) προσπάθησες να απαλλαγείς από τα κύματα του βίου, γνωρίζεις πόση ευφροσύνη και χαρά απολάμβανες.

Γιατί δεν είναι, δεν είναι ελεύθερος κανείς, παρά μόνον εκείνος που ζει για το Χριστό. Αυτός έχει ανεβεί υπεράνω όλων των κακών. Όταν (λοιπόν) κάποιος δε θέλει να βλάψει ο ίδιος τον εαυτό του, κανείς άλλος ποτέ δε θα κατορθώσει να πράξη τούτο, αλλ’ είναι απρόσβλητος. Αυτός δεν υποφέρει από λύπη για την απώλεια των χρημάτων. Και αυτό διότι έμαθε ότι «τίποτε δε φέραμε στον κόσμο αυτό. Είναι λοιπόν φανερό ότι τίποτε δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε μαζί μας και κατά την έξοδό μας απ’ αυτόν».[38] Αυτός, (ο άνθρωπος του Χριστού), δεν κατατρώγεται από τον πόθο της τιμής και της δόξας. Διότι έμαθε ότι «το πολίτευμά μας υπάρχει στον ουρανό».[39] Δεν λυπάται όταν κάποιος τον υβρίζει, ούτε παροξύνεται με τα χτυπήματα. Για το χριστιανό υπάρχει μία και μόνη συμφορά, το να προσκρούσει στο θέλημα του Θεού.[40] Όλα τα άλλα, όπως η απώλεια χρημάτων, η στέρηση της πατρίδας, και ο κίνδυνος υπέρ των εσχάτων, ούτε καν (όλα αυτά) μπορούν να θεωρηθούν ως δεινά. Και αυτό που φοβούνται όλοι, δηλ. την μετάβαση από τον παρόντα στον άλλο κόσμο, για το χριστιανό αυτή η μετάβαση είναι ευχάριστη περισσότερο ακόμη και από τη ζωή. Διότι, όπως όταν παρατηρεί κάποιος τη θάλασσα ανεβασμένος σε υψηλό βράχο και βλέπει ότι από τους ταξιδεύοντες σ’ αυτή, άλλοι μεν καταποντίζονται από τα κύματα, άλλοι δε προσαράσσουν σε σκοπέλους, άλλοι πάλι κατευθύνονται αλλού και άλλοι να μεταφέρονται σαν να είναι δέσμιοι της φοράς του ανέμου, και πολλοί επίσης να καταποντίζονται, πολλοί δε να φέρονται επάνω σε μία σανίδα ή επάνω σε ένα αντικείμενο του πλοίου, και οι μεν αντί πλοίου και πηδαλίου να χρησιμοποιούν μόνο τα χέρια τους και άλλοι να επιπλέουν νεκροί, και όλα αυτά που βλέπει να μοιάζουν με μια πολύμορφη και πολυπρόσωπη συμφορά, έτσι ακριβώς και αυτός που υπηρετεί το Χριστό,[41] χωρίζει τον εαυτό του από την ταραχή και τα κύματα της ζωής και κάθεται πλέον σε ασφαλή και υψηλό τόπο. Γιατί, τι ασφαλέστερο και υψηλότερο (υπάρχει) από του να έχει κανείς μία και μόνη φροντίδα, (δηλαδή) πώς να αρέσει στο Θεό;[42]

Είδες, Θεόδωρε, τα ναυάγια που υφίστανται αυτοί που ταξιδεύουν σ’ αυτή την θάλασσα; Γι’ αυτό σε παρακαλώ, απόφευγε το πέλαγος, απόφευγε τα κύματα και ανέβα σε τόπο υψηλό, από όπου τίποτε δεν είναι δυνατόν να σε παρασύρει στην συμφορά. Υπάρχει ανάσταση, Θεόδωρε, υπάρχει κρίση, μας περιμένει φοβερό κριτήριο, όταν εξέλθουμε από τον παρόντα βίο. «Όλοι εμείς πρέπει να σταθούμε στο βήμα του Χριστού».[43] Δεν έχει εξαγγελθεί μάταια η απειλή της γέεννας, δεν έχουν ετοιμασθεί άσκοπα τόσα αγαθά. Σκιά, και της σκιάς ευτελέστερα είναι τα πράγματα αυτού του βίου, γεμάτα μεν με πολλούς φόβους, με πολλούς δε κινδύνους, και με την χείριστη δουλεία. Μη λοιπόν χάσης και εκείνον και τούτο τον κόσμο. Ενώ είναι δυνατόν, εάν ήθελες, να κερδίσεις και τους δύο. Ότι δε και στον παρόντα κόσμο θα έχουν ωφέλεια (κέρδος) όσοι ζουν κατά Χριστόν, αυτό το διδάσκει και ο απόστολος Παύλος και λέγει. «Εγώ δε, φροντίζω για σας».[44] Και πάλι «Τούτο δε το λέγω προς το συμφέρον σας».[45] Βλέπεις λοιπόν, Θεόδωρε, ότι και εδώ είναι ανώτερος από τον έγγαμο αυτός που μεριμνά τα του Κυρίου;[46] Δεν είναι δυνατόν όταν μεταβεί κανείς εκεί να μετανοήσει. Κανένας αθλητής όταν αποχωρήσουν οι συναθλητές του και διαλυθούν οι θεατές δεν μπορεί να αρχίσει πάλι τον αγώνα. Αυτά να σκέπτεσαι πάντοτε και έτσι θα συντρίψεις το οξύτατο μαχαίρι του εχθρού, με το οποίο φονεύει πολλούς. Και αυτό το μαχαίρι του είναι η απόγνωση, η οποία όσους νικά τους αποκόπτει από την ελπίδα. Αυτό το όπλο του εχθρού είναι ισχυρό και όσους συλλάβει δεν τους εξουσιάζει (με άλλο τρόπο) παρά μόνο με αυτό το δεσμό, τον οποίον, εάν θέλουμε, με τη χάρη του Θεού, μπορούμε τάχιστα να τον διαρρήξουμε.

6. Γνωρίζω, (Θεόδωρε), ότι έχω ξεπεράσει τα όρια της επιστολής, και σου ζητώ συγνώμη. Αυτό δεν το έκαμα θεληματικά, αλλά αναγκαζόμενος από τη λύπη και την αγάπη μου, ένεκα της οποίας επίεσα τον εαυτό μου να σου γράψει αυτή την επιστολή, ενώ πολλοί με εμπόδιζαν και μου έλεγαν: «Παύσαι να ματαιοπονείς και να σπείρεις επάνω στις πέτρες».[47] Αυτά μου έλεγαν πολλοί. Εγώ όμως δεν άκουσα κανένα. Και είπα στον εαυτό μου, υπάρχει ελπίδα, Θεού θέλοντος, να ωφελήσει σε κάτι αυτό το γράμμα. Εάν όμως συμβεί αυτό που απευχόμαστε, τουλάχιστον κανείς δε θα μπορεί να με κατηγορήσει ότι σιώπησα. Και δεν θα είμαστε χειρότεροι απ’ αυτούς που ταξιδεύουν στη θάλασσα, οι οποίοι όταν ιδούν τους ομοτέχνους τους, των οποίων το πλοίο έχει διαλυθεί από τη βία των κυμάτων και των ανέμων, να φέρονται επάνω στις σανίδες, αμέσως κατεβάζουν τα ιστία και ρίχνουν τις άγκυρες και αφού εισέλθουν σε ακάτιον, επιχειρούν να σώσουν άγνωστους ανθρώπους, τους οποίους αναγνωρίζουν μόνον από τη συμφορά τους. Εάν, οι ναυαγοί δεν θέλουν τη σωτηρία τους, κανείς δε θα μπορέσει να κατηγορήσει εκείνους που προσπάθησαν να τους σώσουν. Αυτά από εμάς. Πιστεύουμε δε, ότι με τη χάρη του Θεού, θα ανταποκριθείς και συ προς αυτά και θα σε ξαναδούμε να διαπρέπεις στην πνευματική αγέλη του Χριστού,[48] Είθε (μακάρι), αγαπητέ μου, με τις ευχές των Αγίων να σε δεχθούμε και πάλι, πολύ σύντομα, υγιαίνοντα την αληθινή υγεία. Εάν υπάρχει εκ μέρους σου κάποιος λόγος να μας πεις κάτι και δεν μας έχεις λησμονήσει εντελώς, έχουμε την αξίωση να μας στείλεις απάντηση. Διότι πολύ θα μας ευφράνει η επιστολή σου. Η δε τελειότητά σου, εάν ακόμη περισσότερο μπορεί να κατανοήσει αυτά, τότε και εμάς θα ωφελήσει και αν μας γράψει και αν προσεύχεται. Σου ευχόμεθα να υγιαίνεις εν Κυρίω. Αμήν.

Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Λόγοι παραινετικοί προς αποφυγήν της απογνώσεως, μετάφραση Γεωργία Κουνάβη, 2η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2004.

[1] Για το πρωτότυπο κείμενο στην αρχαία ελληνική γλώσσα βλ. J. Dumortier, Jean Chrysostome, Α΄ Théodore, Sourcés Chrétiennes, τόμ. 117, σσ. 46-78, Paris 1966. (J.-P. Migne, Patrologia Graeca, τόμ. 47, στ. 309-316).

[2] Πρβλ. Β΄ Τιμ. 2,3.

[3] Πρβλ. Β΄ Τίτ. 2,5.

[4] Πρβλ. Ιακ. 1,12· Α΄ Πέτρ. 5,4· Πράξ. 2,10.

[5] Πρβλ. Γεν. 3,15.

[6] Πρβλ. Β΄ Βασ. 11 εξ.

[7] Πρβλ. Β΄ Βασ. 11,3-5.

[8] Πρβλ. Β΄ Βασ. 11,14-17.

[9] Πρβλ. Ψαλμ. 50,4.5.7.11.

[10] Πρβλ. Γ΄ Βασ. 11,1-10.

[11] Πρβλ. Γ΄ Βασ. 11,11-13.

[12] Β΄ Κορ. 5,10.

[13] Ματθ. 16,26.

[14] Γεν. 3,12-13.

[15] Εβρ. 4,13.

[16] Πρβλ. Εβρ. 4,12. Ιερ. 11,20.

[17] Πρβλ. Ματθ. 11,28-30

[18] Ενθ’ Ανωτ.

[19] Ησ. 40,6· Α΄ Πέτρ. 1,24.

[20] Λουκ. 6,24.

[21] Πρβλ. Ψαλμ.48,7· Ματθ. 23,12.

[22] Πρβλ. Εφεσ. 6,12.

[23] Εβρ. 13,4.

[24] Πρβλ. Αριθ. 25,7-8.

[25] Πρβλ. Α΄ Βασ. 15,7-26.

[26] Ενθ’ ανωτ.

[27] Α΄ Κορ. 7,4.

[28] Δαν. 7,10.

[29] Ιωβ. 9,25.

[30] Πρβλ. Δαν. 3,22. 49-50.

[31] Πρβλ. Α΄ Κορ. 1,24.

[32] Ιερ. 8,4.

[33] Πρβλ. Β΄ Τιμ. 3,12.

[34] Πρβλ. Λουκ. 23,43

[35] Πρβλ. Ματθ. 20,9.

[36] Πρβλ. Σ.Σειρ. 5,7.

[37] Πρβλ. Ματθ. 24,43.

[38] Α΄ Τιμ. 6,7.

[39] Φιλιπ. 3,20.

[40] Πρβλ. Φιλπ. 1,21.

[41] Πρβλ. Β΄ Τιμ. 2,3.

[42] Πρβλ. Α΄ Κορ. 7,32.

[43] Ρωμ. 14,10.

[44] Α΄ Κορ. 7,28.

[45] Α΄ Κορ. 7,35.

[46] Πρβλ. Α΄ Κορ. 7,32. 34.

[47] Πρβλ. Ματθ. 13,5.

[48] Πρβλ. Ιωάν. 10,16.