Menu Close

2/10/2018

Γιατί φοβόμαστε τον θάνατο

Θέλεις όμως να σου πω και άλλη αιτία για την οποία φοβούμαστε τον θάνατο; Δε ζούμε ενάρετη ζωή, ούτε έχουμε καθαρή συνείδηση. Γιατί αν συνέβαινε αυτό, το να ζούμε δηλαδή ενάρετη ζωή και να έχουμε καθαρή συνείδηση, τίποτε δε θα μας φόβιζε, ούτε ο θάνατος, ούτε απώλεια χρημάτων, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο. Απόδειξέ μου ότι μπορώ να έχω πεποίθηση ότι θα κληρονομήσω τη Βασιλεία των ουρανών και, αν θέλεις, σφάξε με σήμερα, και θα σου χρωστώ χάρη για τη σφαγή μου, επειδή θα με στείλεις γρήγορα σ’ εκείνα τα αγαθά. Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα, θα πεις ίσως. Τι είναι αυτά που λες; Πες μου. Φοβάσαι να πεθάνεις άδικα; Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιος είναι τόσο άθλιος και ταλαίπωρος, ώστε ενώ είναι δυνατόν να πεθάνει άδικα, εκείνος προτιμά να πεθάνει δίκαια.

Αν δηλαδή πρέπει να φοβούμαστε τον θάνατο, πρέπει να φοβούμαστε εκείνον που επέρχεται δίκαια· ενώ εκείνος που πεθαίνει άδικα, σ’ αυτό ακριβώς μοιάζει με όλους τους Αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ εκείνους που ευαρέστησαν τον Θεό, υπέστησαν θάνατο άδικο. Και πρώτος ο Άβελ, ο οποίος δεν σφάχτηκε επειδή υπέπεσε σε σφάλμα απέναντι του αδελφού του ή επειδή λύπησε τον Κάιν, αλλά επειδή τίμησε τον Θεό. Και ο Θεός παρεχώρησε να συμβεί ο φόνος αυτός επειδή αγαπούσε τον Άβελ ή επειδή τον μισούσε; Είναι ολοφάνερο ότι το έκανε γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του φτιάξει λαμπρότερο στεφάνι εξαιτίας της άδικης εκείνης σφαγής του.

Βλέπεις ότι δεν πρέπει να φοβάσαι το να πεθάνεις άδικα, αλλά το να πεθάνεις έχοντας το βάρος πολλών αμαρτιών; Ο Άβελ πέθανε άδικα, ενώ ο Κάιν ζούσε αναστενάζοντας και τρέμοντας διαρκώς. Ποιός από τους δύο ήταν μακαριότερος; Πες μου· εκείνος που έπαψε να ζει, αλλά είχε κερδίσει τη δικαιοσύνη, ή εκείνος που εξακολουθούσε να ζει μες στην αμαρτία; Εκείνος που πέθανε άδικα ή εκείνος που τιμωρούνταν δίκαια; Και ποιο έγκλημα είναι χειρότερο απ’ τον φόνο; Πες μου. Κι όμως, το έγκλημα μπόρεσε κάποτε να δημιουργήσει δικαιοσύνη για κείνον που το διέπραξε. Και πώς συνέβη αυτό; Ακούστε:

Κάποτε[1] οι Μαδιανίτες, θέλησαν να κάνουν τον Θεό εχθρό των Ιουδαίων, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να τους νικήσουν, αν δηλαδή τους στερούσαν από τη βοήθεια του Κυρίου. Αφού λοιπόν στόλισαν μερικές κοπέλες, τις έβαλαν να σταθούν μπροστά στο στρατόπεδο των Ιουδαίων, και μ’ αυτόν τον τρόπο τους δελέασαν και τους παρέσυραν στην πορνεία. Όταν είδε το συμβάν αυτό ο Φινεές, αφού άρπαξε ένα ξίφος και βρήκε δύο Ιουδαίους να πορνεύουν, τους σκότωσε τη στιγμή που διέπρατταν την αμαρτία, όχι γιατί μισούσε τους φονευθέντες, αλλά για να σώσει τους υπόλοιπους. Και αυτή η πράξη ήταν φόνος, το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι έγινε αιτία της σωτηρίας εκείνων που υπήρχε κίνδυνος να παρασυρθούν στην αμαρτία. Φόνευσε δύο και έσωσε πολλές χιλιάδες. Και όπως οι γιατροί, όταν αποκόπτουν τα σαπισμένα μέλη, σώζουν ολόκληρο το σώμα, το ίδιο έκανε και ο Φινεές· γι’ αυτό και ο φόνος που διέπραξε θεωρήθηκε πράξη δικαιοσύνης.

Ας μην κλαίμε λοιπόν αδιάκριτα όσους πεθαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν με το βάρος πολλών αμαρτιών. Αυτοί είναι άξιοι θρήνων και οδυρμών. Γιατί ποιά ελπίδα υπάρχει γι’ αυτούς, όταν φύγουν με το βάρος πολλών αμαρτιών, εκεί όπου είναι αδύνατον να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Γιατί όσο καιρό βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχαν πολλές ελπίδες για να μετανοήσουν και να γίνουν καλύτεροι· αν όμως πάνε στον άδη, όπου δεν είναι δυνατόν να κερδίσει κανείς τίποτε με τη μετάνοιά του, πώς δεν είναι άξιοι πολλών θρήνων; «Στον άδη -λέει η Γραφή- ποιος μπορεί να μετανοήσει».[2]

Ας κλαίμε λοιπόν εκείνους που φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο γεμάτοι αμαρτίες· γι’ αυτό δε σας εμποδίζω. Ας τους κλαίμε όμως όχι με τρόπο ανάρμοστο κι απρεπή, με το να τραβάμε δηλαδή τα μαλλιά μας και να γυμνώνουμε τους βραχίονές μας και να αλλάζει όψη το πρόσωπό μας, αλλά αφήνοντας το δάκρυ μας να κυλά ήσυχα από τα βάθη της ψυχής μας· αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί εκείνος που πενθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο τον αποθανόντα, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσει να μην πέσει κι ο ίδιος στα ίδια αμαρτήματα. Κι όταν πάλι δεις κάποιον νεκρό να οδηγείται στην τελευταία του κατοικία δια μέσου της αγοράς, να τον ακολουθούν τα ορφανά και η χήρα του και να οδύρονται, και οι υπηρέτες του να τον θρηνούν, κι οι φίλοι του να είναι λυπημένοι, συλλογίσου ότι τα πράγματα του παρόντος κόσμου δεν έχουν καμιά αξία και ότι σε τίποτε δε διαφέρουν από τις σκιές και τα όνειρα, Κοίταξε τα σπίτια των μεγάλων και σπουδαίων που έπεσαν σας ερείπια· σκέψου πόση δύναμη είχαν και τώρα δεν διατηρείται ούτε η ανάμνησή τους. Γι’ αυτό λέει η Γραφή: «Πολλοί εξουσιαστές, όταν έχασαν τη δύναμή τους κάθισαν στο χώμα, ενώ εκείνος, τον οποίο κανείς δε φανταζόταν, φόρεσε το στέμμα».[3] Δε σου είναι αρκετά αυτά; Συλλογίσου τότε, πριν από τον θάνατο, όταν κοιμάσαι, ποια είναι η αξία σου. Μήπως κι ένα ζωύφιο δεν έχει τη δύναμη να σε θανατώσει; Πολλές φορές δηλαδή συνέβη σε πολλούς κάποιο ζωύφιο που έπεσε πάνω του από την οροφή του δωματίου τους, ή το μάτι να τους βγάλει ή να γίνει αιτία κάποιου άλλου κακού γι’ αυτούς.

Αυτά να συλλογίζεσαι διαρκώς, κι ούτε την ωραιότητα της ανθρωπίνης όψεως να θαυμάζεις, ούτε τον ίσιο κι όμορφο λαιμό, ούτε το πολυτελέστατο ένδυμα και τα άλογα και τους υπηρέτες. Ένα πράγμα μόνο να συλλογίζεσαι· πού τελειώνουν όλα αυτά.

[Λόγος περί θανάτου]

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Λόγοι περί μοίρας και προνοίας, περί θανάτου, και περί της μελλούσης κρίσεως, μετάφραση Ευάγγελος Γ. Καρακοβούνης, 1η έκδ., Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1998

[1] Πρβλ. Αριθμ. κεφ. 9.

[2] Ψαλμ. 6, 6.

[3] Σοφ. Σειρ. 11, 5.