Menu Close

1/10/2019

Γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴν προσευχή

α΄. Οἱ βοσκοί, ὅπου θὰ δοῦν τὸ χορτάρι πιὸ μεγάλο, ἐκεῖ πᾶνε διαρκῶς τὰ πρόβατα, καὶ δὲν τὰ διώχνουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ κοπάδια τοὺς μέχρι ποὺ νὰ τὸ κουρέψουν ὅλο. Τὸ ἴδιο κάνομε κι᾽ ἐμεῖς καὶ τέταρτη μέρα σήμερα βόσκομε τὸ ποίμνιο αὐτὸ στὸν τρόπο τῆς μετάνοιας, κι᾿ οὔτε γιὰ σήμερα σκεπτόμαστε νὰ τὸ πάρωμε ἀπὸ ἐκεῖ. Διότι βλέπομε πὼς ὑπάρχει ἀκόμα ἄφθονη βοσκὴ καὶ πολλὴ εὐχαρίστησὴ κι᾿ ὠφέλεια μαζί.

Διότι τὰ φυλλώματα τῶν δέντρων ποὺ γίνονται στέγες γιὰ τὰ πρόβατα κατὰ τὸ μεσημέρι, δὲν τὰ ἀναπαύουν τόσο, καὶ δὲν τοὺς χαρίζουν τόσο ποθητὴ κι᾽ εὐχάριστη σκιά, καὶ δὲν τὰ ἀποκοιμίζουν μὲ τόση εὐχαρίστησῃ, ὅπως ἡ ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀναπαύει καὶ δροσίζει τὶς πονεμένες ψυχὲς καὶ τὶς κυριευμένες ἀπὸ τὴ λύπη. Παίρνει τὴ δύναμη καὶ τὴ φωτιὰ τοῦ πόνου καὶ χαρίζει παρηγοριά, ἀπὸ κάϑε σκιὰ γλυκύτερη καὶ πιὸ εὐχάριστη. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριευθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νικηθῆ καὶ καταπέση, ἔπειτα τὸν κατατρώει ἡ συνείδηση, κι᾿ ὅπως ἀδιάκοπα θυμᾶται τὴν ἁμαρτία, πνίγεται στὴν περίσσια λύπη καὶ τὴν κάθε μέρα κατακαίεται Τότε, κι᾿ ἂς τὸν παρηγοροῦν πολλοί, ἐκεῖνος δὲν παρηγοριέται, μὰ ὅταν μπῆ στὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀκούση ὅτι καὶ ἅγιοι πολλοὶ ἁμάρτησαν, ἀλλὰ μετανόησαν καὶ γύρισαν πάλι στὴν πρώτη τοὺς καλὴ κατάσταση, τότε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβη φεύγει παρηγορημένος. Κι᾿ ἐνῶ πολλὲς φορές, ὅταν ἁμαρτήσωμε δὲν μποροῦμε νὰ φανερώσωμε τὸ παράπτωμά μας στοὺς ἀνθρώπους γιατὶ ντρεπόμαστε καὶ κοκκινίζομε, μὰ κι᾿ ὅταν τὸ φανερώσωμε καμμιὰ ὠφέλεια σπουδαία δὲν ἔχομε, ὅμως ὁ Θεὸς παρακαλῇ κι᾿ ἀγγίζη τὴν καρδιά μας, γρήγορα θ᾽ ἀποδιωχτῆ κάθε σατανικὴ λύπη. Γι᾿ αὐτὸ κι᾽ εἶναι γραμμένα γιὰ μᾶς στὴ Γραφὴ τὰ παραπτώματα τῶν δικαίων, ὥστε καὶ οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ κερδίζουν ἀπ᾽ αὐτὰ πάρα πολύ. Διότι αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει δὲ φτάνει στὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, ὅταν δῆ ὅτι καὶ ἄλλος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία κι᾿ ὅμως μπόρεσε νὰ σηκωθῆ ἀπ᾽ αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀκολου θεῖ τὴν ἀρετή, θὰ εἶναι πιὸ πρόθυμος καὶ πιὸ σίγουρος. Διότι, ὅταν θὰ δῆ πολλούς, πολὺ καλύτερους ἀπὸ αὐτόν νὰ ἔχουν καταπέσει, θὰ φρονιματισθῆ ἀπὸ τὸ φόβο γιὰ τὸ δικό τους πέσιμο, θὰ ἀγωνίζεται πάντοτε, καὶ θὰ φροντίση πολὺ νὰ ἐξασφαλίση τὸν ἑαυτό του. Κι᾿ ἔτσι, κι᾿ αὐτὸς ποὺ κατορθώνει νὰ ζῇ στὴν ἀρετή, θὰ κρατηθῆ σταθερὰ σ᾽ αὐτήν, κι᾽ αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει θ᾽ ἀπαλλαχτῆ ἀπ᾽ τὴν ἀπελπισία καὶ θὰ γυρίση γρήγορα ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἔπεσε. Διότι ὅταν εἴμαστε λυπημένοι καὶ μᾶς παρηγορῆ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ φανοῦμε γιὰ λίγο ὅτι παρηγοριόμαστε, πέφτομε πάλι στὴν ἴδια στενοχώρια. Μὰ ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς παρακινῆ μὲ ἄλλους ποὺ ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν καὶ σώθηκαν, μᾶς κάνει φανερὴ τὴν ἀγαθότητά του, γιὰ νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς θὰ σωθοῦμε κι᾽ ἐμεῖς καὶ νὰ δεχτοῦμε ἔτσι μαρτυρημένη καὶ σίγουρη τὴν παρηγορία. Ὅπως λοιπὸν στὶς περιστάσεις τῶν ἁμαρτημάτων, ἔτσι καὶ στοὺς καιροὺς ποὺ κινδυνευομε, οἱ παλιὲς ἱστορίες τῆς Γραφῆς προσφέρουν φάρμακο κατάλληλο σ᾽ ὅλους τοὺς ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ προσέχουν. Καὶ εἴτε μᾶς πάρουν ὅ,τι ἔχομε, εἴτε μᾶς βλάψουν συκοφάντες, εἴτε φυλακές, εἴτε βασανιστήρια, εἴτε κάποιο ἄλλο δεινὸ μᾶς εὕρη, θὰ μπορέσωμε νὰ ἔρθωμε γρήγορα στὸν ἑαυτό μας ὅταν δοῦμε τὸ παράδειγμα τῶν δικαίων ποὺ ἔπαθαν τὰ ἴδια κι᾿ ὅμως ἔδειξαν ὑπομονή. Γιατὶ στὶς σωματικὲς ἀσθένειες, τὸ νὰ παρατηρῆ κανεὶς αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν, αὐτὸ κάνει χειρότερὴ τὴν πάθηση τοῦ ἄρρωστου, πολλὲς φορὲς καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη, τὴν προκαλεῖ ὅπως ὅταν εἶδαν μερικοὶ ἄρρωστους στὰ μάτια, κόλλησαν τὸ νόσημα καὶ μόνο ποὺ τὸ εἶδαν. Μὰ στὴν ψυχὴ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο, κι᾿ ὅταν ἔχωμε ἀδιάκοπα στὴ σκέψη μας ἐκείνους ποὺ τὰ ἔπαθαν αὐτά, αὐτὸ μᾶς ἐλαφρώνει τὴ λύπη γιὰ τὴ δική μας στενοχώρια. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος παρηγορεῖ μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅσους εἶναι πιστοί φέρνοντας γιὰ παράδειγμα ὄχι μόνο τοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν ἀλλὰ κι᾿᾿ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Ὅπῶς ὅταν ἔγραφε στοὺς Ἑβραίους ποὺ ἦταν νὰ νικηθοῦν καὶ νὰ καταστραφοῦν ἀπὸ τὶς θλίψεις, φέρνει γιὰ παράδειγμα τοὺς ἁγίους ἄνδρες, τὸν Δανιήλ, τοὺς τρεῖς παῖδες, τὸν Ἠλία, τὸν Ἑλισσαῖο, λέγοντας ὅτι «Ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ξέφυγαν τὸν κίνδυνο τοῦ μαχαιριοῦ, λιθοβολήθηκαν, δοκίμασαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μαστίγια, κι᾽ ἀκόμα δεσμὰ καὶ φυλακή· γύρισαν παντοῦ ντυμένοι προβιὲς καὶ δέρματα ἀπὸ αἶγες, μὲ στερήσεις,. μὲ στενοχώριες, μὲ κακουχίες, ἐκεῖνοι ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἄξιζε ὅσο αὐτοί. Ἡ συμμετοχὴ στὰ πάθη τῶν ἄλλων, προσφέρει παρηγοριὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν. Κι᾿ ὅπως τὸ νὰ πάθη κάποιο κακὸ ἕνας καὶ μόνο αὐτός, ἡ λύπη του εἶναι ἀπαρηγόρητη, ἔτσι, τὸ νὰ βρῆς ἕναν ἄλλο ποὺ νὰ ὑποφέρη τὰ ἴδια δεινὰ τὰ δικά σου, αὐτὸ κάνει ἐλαφρότερο τὸν πόνο τῆς πληγῆς.

β΄. Γιὰ νὰ μὴ χανόμαστε λοιπὸν ἀπ᾽ ὅλα ὅσα μᾶς φαίνονται ἐνοχλητικά, ἂς προσέχωμε σὲ ὅσα διηγεῖται ἡ Γραφή. Ἔτσι θὰ πάρωμε ἀφορμὴ γιὰ πολλὴ ὑπομονή, γιατὶ δὲ θὰ μᾶς παρηγορῆ μόνο νὰ βλέπωμε ὅτι τὰ ἴδια ἔπαθαν κι ἄλλοι, ἀλλὰ καὶ γιατὶ θὰ μάθωμε πῶς ν᾿ ἀπαλλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ μᾶς βρίσκουν, κι᾿ ὅταν μᾶς ἀφήσουν τὰ δεινὰ νὰ μὴ μένωμε στὴν ἴδια κατάσταση πάλι, κι᾿ οὔτε στὴν ἀμέλεια νὰ πέφτωμε, οὔτε στὴν ἀπελπισία νὰ φτάνωμε. Γιατὶ τὸ νὰ ντρεπόμαστε καὶ νὰ γινόμαστε ταπεινοὶ καὶ τὸ νὰ φανερώνωμε πολλὴν εὐλάβεια ὅταν δυστυχοῦμε, αὐτό δὲν εἶναι σπουδαῖο· κι᾿ αὐτὸ κάνουν οἱ δοκιμασίες, ἀναγκάζουν κι᾿ αὐτοὺς ἀκόμα ποὺ ἔχουν πέτρινη καρδιὰ νὰ τὸ παθαίνουν αὐτό, νὰ λυποῦνται· μὰ ἡ εὐλαβικὴ ψυχή, ποὺ ἔχει ἀδιάκοπα μπροστά της τὸν Θεό, κι᾿ ἀφοῦ πιὰ ἀπαλλαχτῆ ἀπ᾽ τὶς δοκιμασίες, ἔχει τὴ δύναμη νὰ μὴν ξεχνάη τὸν Θεὸ ποτέ· πράγμα ποὺ πάθαιναν οἱ Ἰουδαῖοι πάντα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης τοὺς σατύριζε καὶ ἔλεγε· Ὅταν τοὺς θανάτωνε, τότε τὸν ζητοῦσαν καὶ μετανοοὔσαν, κι ἀπὸ πολὺ πρωῒ γύριζαν κοντά του. Κι᾿ ὁ Μωϋσῆς ποὺ τὸ ἤξερε αὐτὸ καλά, πάντοτε τοὺς συμβούλευε κι᾿ ἔλεγε, Ἀφοῦ φᾶς καὶ πιῆς καὶ χορτάσης, πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, μήπως λησμονήσης τὸν Κύριο τὸν Θεό σου. Αὐτὸ πραγματικὰ κι᾽ ἔγινε· Διότι ἔφαγε, λέει, ὁ Ἰακώβ, καὶ στηρίχθηκε, καὶ πάχυνε καὶ κλώτσησε ὁ ἀγαπημένος. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ θαυμάζωμε τοὺς ἁγίους ὅτι στὴν ἴδια τὴ μεγάλη θλίψη τους ἦταν τόσο εὐλαβικοὶ καὶ πιστοί, ἀλλὰ ὅτι, κι᾿ ὅταν πέρασε ἡ τρικυμία κι᾿ ἦρθε ἡ γαλήνη, ἐκεῖνοι ἔμειναν στὴν ἴδια καλωσύνη καὶ προθυμία. Καὶ πρέπει νὰ θαυμάζωμε πολὺ ἐκεῖνο τὸ ἄλογο ποὺ χωρὶς χαλινάρι, μπορεῖ νὰ βαδίζη μὲ κανονικὸ ρυθμό, μὰ ὅταν προχωρῆ κανονικὰ γιατὶ τὸ ὑποχρεώνει τὸ φίμωτρο καὶ τὸ χαλινάρι, τότε δὲν εἶναι νὰ τὸ θαυμάζης· γιατὶ δὲν πρέπει ν᾿ ἀποδώσωμε τὸ καλό του βάδισμα στὴν καλωσύνη τοῦ ζώου, ἀλλὰ στὸ χαλινάρι ποὺ τὸ πιέζει. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν ψυχή, ὅτι δὲν εἶναι τίποτα σπουδαῖο νὰ εἶναι ἤρεμη ὅταν ὑπάρχη ὁ φόβος, μὰ ὅταν περάσουν οἱ δοκιμασίες καὶ βγάλη κάποιος τὸ χαλινάρι τοῦ φόβου, τότε δεῖξε μου τὴ βαθιὰ πίστη τῆς ψυχῆς κι᾿ ὅλη τὴν καλὴ τακτική της. Ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως, θέλοντας νὰ κατηγορήσω τοὺς Ἰουδαίους, κατηγορήσω τὸ δικό μας βίο· κι᾽ ἐμεῖς, ὅταν βασανιζόμασταν ἀπὸ πείνα κι᾿ ἀρρώστια καὶ χαλάζι κι᾿ ἀναβροχιὰ καὶ πυρκαϊὲς καὶ ἐχθρικὴ ἐπανάσταση, δὲν βλέπαμε ποὺ ἦταν τότε ἀσφυχτικὰ γεμάτη ἡ ἐκκλῃσία ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ μαζεύονταν; Κι᾽ ἧταν ἡ πίστη μας μεγάλη τότε κι᾽ ἡ περιφρόνηση τῶν ὑλικῶν πραγμάτων, κι᾿ οὔτε πόθος γιὰ χρήματα, οὔτε ἐπιθυμία γιὰ δόξα, οὔτε διάθεση κι᾿ ἀφοσίωση στὴν ἀκολασία, οὔτε κανένας ἄλλος πονηρὸς λογισμὸς τότε μᾶς ἐνοχλοῦσε, ἀλλὰ ριχτήκατε ὅλοι στὴν εὐσέβεια, μὲ προσευχὲς καὶ δάκρυα. Καὶ ὁ πόρνος τότε φάνηκε φρόνιμος, κι᾿ ὁ μνησίκακος ζητοῦσε συμφιλίωση, ὁ πλεονέκτης συγκινιότανε γιὰ ἐλεημοσύνη, αὐτὸς ποὺ εἶχε ὀργὴ καὶ θράσος ἄλλασε καὶ γινόταν ταπεινὸς καὶ πράος. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς σκόρπισε τὸ θυμό του ἐκεῖνο, κι᾿ ἔπαψε τὴν τρικυμία κι᾿ ὕστερ᾽ ἀπὸ τόσα κύματα ἔφερε τὴ γαλήνη, τότε γυρίσαμε πάλι στὶς πρῶτες μας συνήθειες. Ἂν καὶ δὲν ἔπαυα τότε βέβαια, πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς δοκιμασίας νὰ σᾶς τὰ λέω αὐτὰ καὶ νὰ σᾶς κάνω ἀπὸ πρὶν ὑπεύθυνους, ὅμως τίποτα δὲν κερδίζαμε, ἀλλὰ σὰν ὄνειρο καὶ σκιὰ ποὺ πέρασε, ἔτσι τὰ διώξατε ὅλα μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν ψυχή σας. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν φοβᾶμαι τώρα πιὸ πολὺ ἀπὸ τότε, κι᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγα τότε, τώρα τὸ φοβᾶμαι πιὸ πολύ, μήπως δηλαδὴ ρίξωμε πάνω μας χειρότερα κακὰ ἀπὸ τὰ προηγούμενα, καὶ πληγωθοῦμε τότε ἀγιάτρευτα ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι ὅταν κάποιος ἀδιάκοπα ἁμαρτάνη καὶ ὁ Θεὸς τὸν συγχωρνᾷ, κι᾽᾽ ἔπειτα τίποτα δὲν κερδίζει ἀπὸ τὴν ἀνεξικακία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος αὐτός γιὰ νὰ ἀπαλλαχτῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτὸν τὸν ἀφήνει ὁ Θεὸς ὕστερα νὰ φτάση στὰ μεγαλύτερα κακά καὶ δίχως νὰ τὸ θέλη, γιὰ νὰ τὸν συντρίψη τέλεια, καὶ νὰ μὴν τοῦ δώση πιὰ προθεσμία γιὰ μετάνοια, πράγμα ποὺ ἔγινε καὶ στὸν Φαραώ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὕστερ᾽ ἀπὸ μιά, καὶ δεύτερη, καὶ τρίτη, καὶ τέταρτη, καὶ τὶς ἑπόμενες πληγές, πολλὴ μακροθυμία χάρηκε ἀπὸ τὸν Θεό, κι᾿ ὅμως σὲ τίποτα δὲν τοῦ χρησίμεψε, χτυπήθηκε ὕστερα κι᾽ ἀφανίστηκε, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν πόλη. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἔπαϑαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν νὰ τοὺς ἀφανίση καὶ νὰ τοὺς ἐρημώση ὁριστικά, τοὺς ἔλεγε. Πόσες φορὲς θέλησα νὰ μαζέψω τὰ παιδιά σου, καὶ δὲν τὸ θελήσατε. Νὰ τώρα, ἀφήνεται ἡ γενιά σας ἔρημη. Φοβᾶμαι λοιπὸν μήπως πάϑωμε κι᾽ ἐμεῖς τὰ ἴδια, διότι οὔτε τὰ δικὰ μας δεινά μᾶς φρονιματίζουν, οὔτε τὰ ξένα. Καὶ δὲν τὰ λέω αὐτὰ σ᾽ ἐσᾶς μόνο ποὺ βρίσκεστε ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ἐκείνους ποὺ παράτησαν τὴν καθημερινή τους προθυμία, καὶ ξέχασαν τὶς προηγούμενες θλίψεις· σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔπαψα νὰ χτυπιέμαι γι᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ λέω ὅτι ἂν καὶ πέρασαν οἱ δοκιμασίες, πρέπει νὰ μένη στὶς ψυχές μας ἡ ἀνάμνησή τους, γιὰ νὰ θυμόμαστε ἀδιάκοπα τὴν εὐεργεσία καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε πάντοτε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς τὴν ἔδωσε.

γ΄. Αὐτὰ ἔλεγα καὶ τότε, καὶ τώρα σᾶς τὰ λέω πάλι, καὶ ἀπὸ ἐσᾶς νὰ τὰ ἀκούσουν ἐκεῖνοι· ἂς μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους, ποὺ οὔτε οἱ θλίψεις τοὺς ἀφάνισαν, οὔτε ἡ ἄνεση τοὺς ἔκαμε πιὸ χαύνους, πράγμα ποὺ τὸ παθαίνομε τώρα πολλοὶ ἄνθρωποι, καὶ μοιάζομε μὲ τὰ ἐλαφρὰ πλοῖα ποὺ ἀπὸ παντοῦ τὰ χτυποῦν τὰ κύματα καὶ τὰ βουλιάζουν. Γιατὶ ἡ φτώχεια ἦρθε πολλὲς φορὲς καὶ μᾶς βούλιαξε καὶ στὸ βυθὸ μᾶς ἔφερε, κι᾽ ὁ πλοῦτος ποὺ μᾶς βρῆκε, πάλι μᾶς φύσηξε τὰ μυαλὰ καὶ στὴ χειρότερη ἀδιαφορία μᾶς ἔριξε. Γι᾽ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, νὰ τ᾿ ἀφήσωμε ὅλα καὶ νὰ ρυθμίσωμε τὶς ψυχὲς μας καϑένας ἀπὸ μᾶς, ἔτσι ποὺ νὰ σωθοῦμε· ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι σὲ καλὴ κατάσταση, ὅποῖο κακὸ μᾶς βρῆ, εἴτε στέρηση, εἴτε ἀσθένεια, εἴτε συκοφαντία, εἴτε ληστεία, εἴτε ὅποιο ἄλλο κακό, θὰ εἶναι ὑποφερτὸ κι᾿ ἀλαφρό, ἀφοῦ θὰ εἶναι αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ κι᾽ ἀφοῦ θὰ ἐλπίζωμε σ᾽ ἐκεῖνον. Καθὼς κι᾽ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν στέκη καλὰ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τότε κι᾿ ἄν τρέχη ἄφθονος ὁ πλοῦτος, κι᾿ ἂν ἔχη κανεὶς παιδιά, κι᾿ ἂν χαίρεται κανεὶς ἀμέτρητα τὰ ἀγαθά, θὰ δοκιμάση ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πολλὲς στενοχωρίες καὶ φροντίδες. Μὴν ἀποζητοῦμε λοιπὸν τὸν πλοῦτο, μὴν ἀποφεύγωμε τὴ φτώχεια, ἀλλὰ πρὶν ἀπ᾽ ὅλα καθένας μας ἂς φροντίζη τὴν ψυχή του, κι᾿ ἂς τὴν κάνωμε ἄξια καὶ γιὰ νὰ κερδίση αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ νὰ φύγη ἀπ᾽ αὐτήν στὴν ἄλλη. Γιατί, λίγο ἀκόμη, κι᾽ ὁ καθένας μας θὰ δοκιμασθῆ, ὅταν ὅλοι θὰ παρασταϑοῦμε στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ντυμένοι μὲ τὶς πράξεις τὶς δικές μας, καὶ θὰ βλέπωμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια ἀπ᾽ τὸ ἕνα μέρος τὰ δάκρυα τῶν ὀρφανῶν, ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλο τὶς ἀνήθικες πράξεις μας ποὺ μ᾽ αὐτὲς μολύναμε τὶς ψυχές μας, τοὺς στεναγμοὺς τῶν χηρῶν, τὴν κακοποίηση τῶν ἀδυνάτων, τὶς ἀδικίες ἀπέναντι στοὺς φτωχούς. Κι᾿ ὄχι μόνο αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἄπρεπο ἐπράξαμε νοερά, γιατὶ ἐκεῖνος εἶναι, Τῶν σκέψεών μας δικαστής καὶ στὶς ἰδέες μας κριτής καὶ πάλι, Ἐκεῖνος ἐρευνᾶ καρδιὲς καὶ νεφρά καί, Ἐκεῖνος πληρώνει τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα τον. Μὰ ὁ λόγος μου αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται στὴν κοινωνία, ἀλλὰ καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔστησαν τὰ καλύβια τους στὰ ὄρη γιὰ χάρη τοῦ μοναχικοῦ βίου, διότι κι᾿ αὐτοὶ δὲν ὀφείλουν μόνο τὰ σώματά τους νὰ φυλάγουν ἀπὸ τὸ μολυσμὸ τῆς πορνείας, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή τοὺς ἀπὸ κάθε σατανικὴ πλεονεξία. Γιατὶ βέβαια δὲν μιλάει μόνο στὶς γυναῖκες ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄνδρες καὶ σ᾽ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὅταν λέη πὼς ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ἁγνός, πρέπει νὰ εἶναι καθαρὸς καὶ στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα καὶ πάλι, Κάμετε τὰ σώματά σας σὰν ἁγνὴ παρθένα, καὶ πῶς ἀγνή; Νὰ μὴν ἔχη κηλίδα ἢ ρυτίδα. Ἐπειδὴ κι᾽ ἐκεῖνες οἱ παρθένες ποὺ εἶχαν τὰ λυχνάρια τους, ἦταν παρθένες στὸ σῶμα μὰ δὲν ἦταν ἁγνὲς στὴν καρδιά, ἀλλὰ ἂν καὶ δὲν τὶς εἶχε καταστρέψει ἄνδρας, ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων τὶς εἴχε καταστρέψει. Τὸ σῶμα τοὺς ἦταν καθαρό, μὰ ἡ ψυχή τοὺς ἦταν γεμάτη μὲ πολλὴ διαφθορά, ἀφοῦ εἴχαν βρεῖ τόπο σ᾽ αὐτὴν πονηροὶ λογισμοὶ καὶ τῆς φιλαργυρίας, καὶ τῆς ἀσπλαχνίας, καὶ ὀργῆς, καὶ φθόνου, καὶ τεμπελιᾶς, καὶ ἀμέλειας, καὶ ὑπερηφάνειας, ποὺ ὅλα αὐτὰ καταστρέφουν τὴ σεμνότητα τῆς παρθενίας τους. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Παῦλος ἔλεγε· Γιὰ νὰ εἶναι ἡ παρθένος ἁγία[1] καὶ στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα· κι᾽ ἀλλοῦ πάλι, Γιὰ νὰ σᾶς παρουσιάσω παρθένα ἁγνὴ στὸν Χριστό. Γιατὶ καϑὼς τὸ σῶμα καταστρέφεται ἀπὸ τὴ μοιχεία, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ μολύνεται ἀπὸ τοὺς σατανικοὺς λογισμούς, ἀπὸ χαλασμένες ἰδέες, ἀπὸ ἄπρεπα νοήματα. Κι᾽ αὐτὸς ποὺ λέει, εἶμαι ἁγνὸς στὸ σῶμα, μὰ ἡ ψυχή του φθονεῖ τὸν ἀδελφό του, αὐτὸς δὲν εἶναι ἁγνός· τὴν ἁγνότητά του ἦρθε ὁ φθόνος καὶ τοῦ τὴ χάλασε. Κι᾽ ὁ φιλόδοξος πάλι, δὲν εἶναι ἁγνός· τὴν ἁγνότητά του ὁ ἔρωτας τῆς δόξας τοῦ τὴν κατάστρεψε, γιατὶ ἦρθε τὸ πάθος καὶ χάλασε τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς του. Κι᾿ αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, αὐτὸς εἶναι μᾶλλον φονιὰς παρὰ ἁγνός, καὶ μ᾽ ἕνα λόγο, καθένας χάνει τὴν ἁγνότητά του ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος ποὺ τὸν κυριεύει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἔδιωξε μακριὰ ὅλες αὐτὲς τὶς σατανικὲς συνήθειες καὶ προστάζει νὰ εἴμαστε ἁγνοὶ ἔτσι, ποὺ μὴν παραδεχόμαστε κανένα λογισμὸ ἑνάντιο στὴν ψυχή μας, μὲ τὴ θέλησή μας.

δ΄. Λοιπόν, τί νὰ λέμε γι᾿ αὐτά; πῶς θὰ ἐλεηθοῦμε; πῶς θὰ σωθοῦμε; Ἐγὼ λέω, ἄς ἔχωμε πάντοτε τὴν προσευχὴ στὴν καρδιά μας καὶ τοὺς καρπούς της, δηλαδὴ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν πραότητα. Μάθετε, λέει, ἀπὸ μένα, ὅ τι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά, καὶ θὰ βρῆτε ἀνάπαυση στὶς ψυχὲς σας. Καὶ ὁ Δαυΐδ πάλι λέει, Θυσία γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ νοιώθει συντριβή· καρδιὰ ποὺ νοιώθει συντριβὴ καὶ ταπείνωση, ὁ Θεὸς δὲ θὰ τὴν ἐξουθενώση. Γιατὶ ὁ Θεὸς τίποτα δὲν παραδέχεται τόσο, ὅσο τὴν ἤρεμη ψυχὴ καὶ τὴν ταπεινὴ καὶ καλόγνωμη. Πρόσεχε λοιπὸν κι᾿ ἐσύ, ἀδελφέ μου, ὅταν δῆς κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενες νὰ ᾽ρχεται καὶ νὰ σ᾽ ἐνοχλῆ, μὴν καταφύγης στοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴν ἐλπίσης σὲ πρόσκαιρη βοήθεια, ἀλλὰ παράτησέ τοὺς ὅλους καὶ τρέξε μὲ τὴ σκέψη σου σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ γιατρεύει τὶς ψυχές. Γιατὶ ἐκεῖνος μόνο μπορεῖ νὰ θεραπεύη τὴν καρδιά μας, ἐκεῖνος ποὺ μόνος του ἔπλασε τὶς καρδιές μας καὶ ποὺ γνωρίζει ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐκεῖνος ἔχει τὴ δύναμη νὰ μπῆ μὲς στὴ συνείδησή μας καὶ ν᾿ ἀγγίξη τὴ σκέψη μας, καὶ νὰ παρηγορήσῃ τὴν ψυχή μας. Κι᾿ ἂν ἂν ἐκεῖνος παρηγορήσῃ τὶς καρδιές μας, ὅ,τι κι᾿ ἂν κάμουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι περιττὰ κι᾿ ἀνώφελα. Ὅπως κι᾿ ὅταν πάλι μᾶς παρηγορήσῃ καὶ μᾶς γλυκάνη ὁ Θεός, τότε κι᾿ ἂν μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ χίλια δυὸ κακά, σὲ τίποτα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ μᾶς βλάψουν· ὅταν ἐκεῖνος στερεώσῃ τὴν καρδιά μας, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κλονίση.

Ἀγαπητοί μου, ἀφοῦ τὰ ξέρομε αὐτά, νὰ καταφεύγωμε πάντοτε στὸν Θεό, ἐκεῖνον ποὺ καὶ θέλει, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὶς συμφορές. Διότι ὅταν πρόκειται νὰ παρακαλέσωμε ἀνθρώπους, τότε εἶναι ἀνάγκη καὶ θυρωροὺς νὰ συναντήσωμε πρωτύτερα, καὶ παράσιτους καὶ κόλακες νὰ παρακαλέσωμε, καὶ μακρινὸ δρόμο νὰ βαδίσωμε. Μὰ ὅταν πρόκειται περὶ τοῦ Θεοῦ, δὲν χρειάζεται τίποτα τέτοιο, ἀλλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν παρακαλέση χωρὶς μεσίτη, χωρὶς χρήματα χωρὶς δαπάνη παραδέχεται τὴ δέησή μας, ἀρκεῖ μόνο νὰ φωνάξωμε μὲ τὴν καρδιά μας καὶ νὰ προσφέρωμε δάκρυα καὶ θα ᾽ρθη ἀμέσως νὰ μᾶς παρασταθῆ. Κι᾿ ἐνῶ πολλὲς φορὲς φοβηθήκαμε νὰ παρακαλέσωμε ἄνθρωπο, μὴν παραυρίσκεται ἐκεῖ κάποιος ἐχθρός, ἢ φίλος, ἢ κάποιος ἀντίδικος κι᾿ ἀκούση τὸ ζήτημα καὶ παραστήση τὰ λόγια μας διαφορετικά, καὶ καταστρέψη τὸ δίκιο μας, ὅμως ὅταν πρόκειται γιὰ τὸν Θεό, δὲ γίνεται νὰ ὑποθέσης τίποτα τέτοιο. Ὅταν θέλης, λέει, νὰ μὲ παρακαλέσης, ἔλα σ᾽ ἐμένα μόνος σου, χωρὶς νὰ εἶναι κανένας ἄλλος παρών, δηλαδή, μὲ τὴν καρδιά σου φώναξέ μου οὔτε τὰ χείλη μὴν κουνᾶς. Νὰ μπῆς, λέει, στὸ ἰδιαίτερο δωμάτιό σου κλεῖσε καλὰ τὴν πόρτα σου, καὶ προσευχήσον στὸν Πατέρα σου ποὺ εἴναι στὰ κρυφά καὶ ὁ Πατέρας σου ποὺ βλέπει στὰ κρυφά, θάσοῦ τὸ πληρώση στὰ φανερά. Πρόσεξε πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ τιμή· ὅταν μὲ παρακαλῆς, λέει, κανεὶς νὰ μὴ σὲ βλέπη· κι᾿ ὅταν ἐγὼ σὲ τιμῶ, φέρνω ὅλο τὸν κόσμο νὰ δῆ τὴν εὐεργεσία. Ἔτσι νὰ κάνωμε λοιπόν, καὶ νὰ μὴν προσευχόμαστε γιὰ ἐπίδειξη, οὔτε ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς μας, κι᾿ οὔτε νὰ δείχνωμε στὸν Θεὸ τὸν τρόπο, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσῃ. Γιατὶ ἀφοῦ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνηγοροῦν καὶ ρητορεύουν στὰ κοσμικὰ δικαστήρια, τοὺς λέμε μόνο τὰ ζητήματά μας καὶ ἀφήνομε σ᾽ αὐτοὺς νὰ βροῦν τὸν τρόπο ποὺ θὰ μᾶς ὑπερασπίσουν, κι᾽ ὅπως θέλουν νὰ ἐνεργήσουν τὴν ὑπόθεσή μας, ἔτσι πρέπει νὰ κάνωμε στὸν Θεὸ καὶ πολὺ περισσότερο. Εἶπες σ᾽ ἐκεῖνον τὸ ζήτημά σου, εἶπες αὐτὰ ποὺ ἔπαθες; Μὴν τοῦ λὲς πιὰ καὶ τὸ πῶς νὰ σὲ βοηθήση, γιατὶ ἐκεῖνος γνωρίζει ἀκριβῶς τὸ συμφέρον σον. Κι᾽ ὅμως εἶναι πολλοὶ ποὺ γιὰ προσευχὴ ἀπαγγέλλουν χιλιάδες στίχους καὶ λένε· Κύριε, δῶσε μου σωματικὴ ὑγεία, διπλασίασέ μου ὅσα ἔχω, προστάτεψέ με ἀπὸ τὸν ἐχθρό μου· κι᾿ αὐτὸ εἶναι μεγάλη ἀνοησία. Πρέπει νὰ τ᾽ ἀφήνωμε αὐτὰ καὶ νὰ παρακαλοῦμε μόνο ὅπως ὁ τελώνης ποὺ ἔλεγε: Θεέ μου, σπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό· κι᾽ αὐτὸς ξέρει μετὰ πῶς θὰ μᾶς βοηθήση. Διότι, Ζητᾶτε πρῶτα, λέει, τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κι᾽ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς δοθοῦν μαζί. Ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητοί, ἂς σκεπτόμαστε μὲ πόνο καὶ ταπείνωση, ἃς χτυπᾶμε τὸ στῆθος μας σὰν τὸν τελώνη, καὶ θὰ πετύχωμε ἐκεῖνα ποὺ ζητᾶμε· ἀλλὰ ὅταν προσευχόμαστε γεμάτοι θυμὸ καὶ ὀργή, εἴμαστε ἀπέναντι στὸν Θεὸ συχαμεροὶ καὶ μισητοί. Ἂς νοιώσωμε συντριβὴ στὴ σκέψη μας κι᾿ ἂς ταπεινώσωμε τὶς ψυχὲς μας, κι᾿ ἂς προσευχόμαστε καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ μᾶς λύπησαν. Διότι ὅταν θέλης νὰ κερδίσης τὸν δικαστὴ γιὰ νὰ βοηθήση τὴν ψυχή σου, καὶ νὰ τὸν πάρης μὲ τὸ μέρος σου, ποτὲ μὴν τὸν παρακαλῆς ἐνάντια σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ σὲ λύπησε. Γιατὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ δικαστῆ εἶναι τέτοιος· περισσότερο παραδέχεται καὶ δίνει ὅ,τι τοῦ ζητήσουν, σ᾿ ἐκείνους ποὺ προσεύχονται γιὰ χάρη τῶν ἐχθρῶν τους, σ᾽ ἐκείνους ποὺ δὲν κρατοῦν κακία, ποὺ δὲν σηκώνονται ἐνάντια στοὺς ἐχθροὺς των. Κι᾽ ὅσο τὸ κάνουν αὐτό, τόσο ὁ Θεὸς τοὺς πολεμᾷ, ἂν δὲν ἀλλάξουν γνώμη καὶ μετανοήσουν.

ε΄. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, ὅταν μᾶς προσβάλη κάποιος, μὴν ἀγανακτήσωμε καὶ στενοχωρηθοῦμε ἀμέσως, ἀλλὰ νὰ σκετττόμαστε μὲ πίστη καὶ νὰ δείχνωμε εὐχαρίστηση, καὶ νὰ προσμένωμε τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου. Καὶ μήπως δὲν μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώση τὰ ἀγαθά του καὶ πρὶν νὰ τὰ ζητήσωμε; μήπως δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς χαρίση ἀνώδυνη ζωὴ καὶ ἀπὸ κάθε θλίψη ἀπαλλαγμένη; Ἀλλὰ καὶ τὰ δυὸ ἀπὸ ἀγάπη πατρικὴ τὰ δίνει. Γιατὶ δηλαδὴ ἐπιτρέπει νὰ ἔχωμε τὴ θλίψη καὶ δὲ μᾶς γλυτώνει γρήγορα ἀπ᾽ αὐτήν; Γιατί; νὰ μένωμε πάντοτε κοντά του προσμένοντας τὴ βοήθειά του, καὶ γιὰ νὰ καταφεύγωμε σ᾽ ἐκεῖνον, καὶ νὰ τὸν καλοῦμε ἀδιάκοπα νὰ μᾶς βοηθήση. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ σκοπὸ εἶναι οἱ πόνοι στὸ σῶμα, γι᾿ αὐτὸ οἱ κακὲς σοδειές, γι αὐτὸ οἱ στερήσεις, ὥστε ἀπὸ αὐτὲς τὶς στενοχώριες νὰ κρεμόμαστε πάντοτε ἀπὸ ἐκεῖνον, κι᾽ ἔτσι, μὲ τὶς πρόσκαιρες αὐτὲς θλίψεις, νὰ κληρονομήσωμε τὴν αἰώνια ζωή. Ὥστε λοιπὸν καὶ γι᾿ αὐτὰ ὀφείλομε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ποὺ γιατρεύει καὶ σώζει τὶς ψυχές μας μὲ πολλοὺς τρόπους. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι βέβαια ἂν τύχη καὶ μᾶς εὐεργετήσουν, κι᾿ ἔπειτα τοὺς λυπήσωμε σὲ κάτι λίγο, δίχως νὰ τὸ θέλωμε, ἀμέσως μᾶς ντροπιάζουν καὶ λένε πὼς μᾶς εὐεργέτησαν, ὥστε πολλοὶ νὰ καταριῶνται τὸν ἑαυτό τους, γιατὶ νὰ εὐεργετηθοῦν ἀπὸ αὐτούς. Μὰ ὁ Θεὸς δὲν κάνει ἔτσι, ἀλλὰ ὅταν τὸν περιφρονοῦν καὶ τὸν ὑβρίζουν μετὰ τὶς εὐεργεσίες του, ἀκόμη καὶ ἀπολογιέται καὶ παραπονιέται σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν ὑβρίζουν, κι᾽ ἔτσι λέει: Λαέ μου, τί σοῦ ἔκαμα; Αὐτοὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν λένε Θεό, κι᾽ ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε νὰ τοὺς ὀνομάζη λαό του. Αὐτοὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν κυριαρχία του, ἐκεῖνος δὲν τοὺς ἀπαρνιόταν, ἀλλὰ τοὺς θεωροῦσε δικούς του καὶ τοὺς τραβοῦσε κοντά του λέγοντας· Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα; Μήπως σοῦ ἔγινα φορτικός, λέει, ἢ βαρετὸς καὶ ἐνοχλητικός; Ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πῆς οὔτε αὐτό· γιατὶ κι᾿ αὐτὸ νὰ ἦταν, καὶ πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ μ᾽ ἀρνηθῆς. Γιατὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ γυιὸς ποὺ δὲν τὸν παιδαγωγεῖ ὁ πατέρας του; Κι᾽ ὅμως οὔτε αὐτὸ δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ πῆτε. Κι᾽ ἀλλοῦ πάλι λέει: Τί παράπτωμα βρῆκαν σ᾽ ἐμένα οἱ πατέρες σας; Μεγάλο καὶ θαυμαστὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε, γιατὶ αὐτὸ ποὺ λέει σημαίνει· Τί κακὸ ἔκαμα; Ὁ Θεὸς λέει στοὺς ἀνθρώπους, Τί κακὸ ἔκαμα; πράγμα ποὺ οὔτε οἱ δοῦλοι δὲν ἀνέχονται νὰ τὸ πῇ ὁ κύριός τους. Καὶ δὲ λέει, Τί κακὸ ἕκαμα σ᾽ ἐσᾶς, ἀλλά, στοὺς πατέρες σας. Μὰ οὔτε αὐτό, λέει, δὲ μπορεῖτε νὰ τὸ πῆτε, ὅτι κρατᾶτε ἔχθρα πατρικὴ σ᾽ ἐμένα, γιατὶ οὔτε τοὺς προγόνους σας ἄφησα νὰ ἔχουν παράπονο γιὰ τὴν πρόνοιά μου, γιὰ μικρὴ ἢ μεγάλη ἀδιαφορία. Καὶ δὲν εἴπε μόνο, Τί εἶχαν οἱ πατέρες σας, ἀλλά, Τί βρῆκαν; Πολλὰ ζήτησαν, πολλὰ πέρασαν σὲ τόσα χρόνια ποὺ ἦταν στὴν ἐξουσία μου, ὅμως δὲ μοῦ βρῆκαν παράπτωμα. Γιὰ ὅλα αὐτὰ λοιπόν, πάντοτε σ᾽ ἐκεῖνον νὰ καταφεύγωμε, καὶ σὲ κάθε μας λύπη νὰ ζητοῦμε τὴν παρηγορία του, σὲ κάθε συμφορά μας τὴ λύτρωσή του, τὸ ἔλεός του, σὲ κάθε δοκιμασία τὴ βοήθειά του. Διότι ὅποιο κι᾿ ἂν εἶναι τὸ κακό, ὅσο μεγάλη κι᾽ ἂν εἶναι ἡ συμφορά, ὅλα μπορεῖ καὶ νὰ τὰ διαλύση καὶ νὰ τὰ διώξη, κι᾿ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀσφάλεια καὶ δύναμη καὶ φήμη καλή, καὶ ὑγεία τοῦ σώματος καὶ πίστη τῆς ψυχῆς, καὶ ἐλπίδες καλές, καὶ τὸ νὰ μὴν πέφτωμε γρήγορα στὴν ἁμαρτία, ἡ ἀγαθότητά του θὰ μᾶς τὸ δώσῃ. Νὰ μὴ γογγύζωμε λοιπὸν σὰν τοὺς ἀχάριστους δούλους, καὶ νὰ μὴν κατηγοροῦμε τὸν Κύριό μας, ἀλλὰ γιὰ ὅλα νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, κι᾿ ἕνα μόνο νὰ θεωροῦμε κακό, τὸ νὰ ἁμαρτάνωμε σ᾽ ἐκεῖνον. Κι᾽ ὅταν φερθοῦμε ἔτσι στὸν Θεό, οὔτε ἀσθένεια, οὔτε φτώχεια, οὔτε προσβολή, οὔτε ἀφορία καρπῶν, οὔτε ἄλλο κανένα ἀπ᾽ ὅσα θεωροῦνται θλιβερὰ θὰ μᾶς βρῆ, ἀλλὰ θὰ χαιρόμαστε πάντοτε καθαρὴ κι᾽ ἀγνὴ εὐχαρίστηση, καὶ τὰ ἀγαϑὰ τῆς ἄλλης ζωῆς θ᾽ ἀξιωθοῦμε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἂς εἶναι ἡ δόξα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, (1967) Έργα. Τόμος πρώτος Ηθικά και Κοινωνικά, εκδ. Ο λόγος, Αθήνα.

[1] Μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ἀφοσιωμένη», «καθαρή».