Menu Close

20/10/2022

Η Κοινωνία της Αγάπης

Η Κοινωνία των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, όπως ερμηνεύτηκε στα ανθρώπινα μέτρα με την αποκάλυψη της ενανθρωπήσεως του Υιού, αποτελεί το πρότυπο της κοινωνίας. Η τελειότητά της κοινωνίας αυτής οφείλεται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η πληρότητα της αγάπης των προσώπων και ο δεύτερος η αναμεταξύ τους ανταπόκριση της αγάπης αυτής. Στην περίπτωση αυτή η αγάπη οδηγεί στην τέλεια ενότητα που είναι η μονάδα, με την ταυτόχρονη διατήρηση καθενός από τα πρόσωπα που συμβάλλονται.

Η «εξίσωση» αυτή της αγάπης, όπου τα τρία πρόσωπα αποτελούν έναν Θεό και ταυτόχρονα ο ένας Θεός αποτελείται από τρία πρόσωπα, όσο κι αν «αποδεικνύεται» με τη «λογική» της αγάπης, δεν παύει να είναι για τον άνθρωπο ένα μεγάλο μυστήριο.

Το μεγάλο αυτό μυστήριο, χωρίς να πάψει να παραμένει μυστήριο, προσέγγισε περισσότερο τον άνθρωπο με την ενανθρώπηση. Η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο όχι πια ως ενέργεια αλλά στην υπαρκτική της μορφή, δηλαδή στο πρόσωπο του Υιού, κατευθύνθηκε προς την «ἐπικατάρατο» γη των «ἀκανθῶν καὶ τῶν τριβόλων» για να εγκαταστήσει σε αυτή την «καινή» δημιουργία του νέου Αδάμ και να μεταπλάσει τον χώρο της βιοτής του σε πνευματικό παράδεισο. Ο Υιός ως πλήρωμα αγάπης, με τη σύμπραξη και των δύο άλλων προσώπων της Αγίας Τριάδας, σαρκώθηκε ως συγκεκριμένος και ιστορικός άνθρωπος Ιησούς, παρακολουθώντας τη σύλληψη, τη γέννηση και την ανάπτυξή του σε άνδρα.

Στο πλήρωμα της αγάπης του Υιού ανταποκρίθηκε η αγάπη, στην πληρότητά της, του ανθρώπου. Η αμοιβαιότητα αυτή της αγάπης δημιούργησε μια ένωση όχι της τριαδικής τάξεως αλλά κατά την ύψιστη δυνατότητα της ετερογένειας των δύο φύσεων. Ακριβώς γι’ αυτό γίνεται λόγος για Θεάνθρωπο. Η ένωση του Θεού και του ανθρώπου διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά της αγάπης. Και οι δύο φύσεις παραμένουν διακεκριμένες, ταυτόχρονα όμως ενώνονται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Συγχρόνως όμως στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού συνυπάρχουν οι φύσεις του Θεού και του ανθρώπου. Με την ένωση αυτή των δύο φύσεων στον Χριστό μπορεί να ονομαστεί ο Θεάνθρωπος Χριστός, και Θεός και άνθρωπος. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί ότι ο Υιός ενανθρώπησε και ο άνθρωπος θεώθηκε. Με τη διάκριση όμως των δύο φύσεων μπορούμε μεν να πούμε ότι ο άνθρωπος βρίσκεται πλέον μαζί με τον Υιό, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι ο άνθρωπος έγινε τέταρτο μέλος της Αγίας Τριάδας ή να πούμε ότι η Αγία Τριάδα αποτελείται πια από τον Πατέρα, τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε πιο εύκολα να ειπωθεί αν ίσχυε έστω και ως υπόθεση το γεγονός ότι η ενωμένη με τον Υιό ανθρώπινη φύση είχε δημιουργήσει την αυτή σχέση αγαπητικής κοινωνίας και με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, όπως δημιούργησε και με τον Υιό. Αλλά και πάλι δεν θα έπαυε η κοινωνία αυτή του ανθρώπου με καθένα μέλος της Αγίας Τριάδας να μην έφτανε το ύψος της αναμεταξύ τους κοινωνίας των τριών προσώπων, εφόσον ο άνθρωπος θα μετείχε στην κοινωνία αυτή με την αγάπη ως ενέργεια της υπάρξεώς του και όχι με την αγάπη στην υπαρκτική της μορφή που την έχουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Οι παραπάνω συνειρμοί προέρχονται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι μεν ως ύπαρξη δημιούργημα της αγάπης, αλλά την αγάπη δεν την έχει ως τρόπο υπάρξεως (τότε θα η ήταν Θεός) αλλά ως ενέργεια, έστω κι αν η ενέργεια αυτή συγκροτεί την ύπαρξή του.

Η κοινωνία αυτή της αγάπης ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο έφερε έναν νέο τρόπο ζωής, ουσιαστικά πολύ ανώτερο από αυτόν που από καιρό ήταν για τον άνθρωπο ξεχασμένος, δηλαδή στον παράδεισο. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο παλαιός Αδάμ, έστω κι αν ακόμα θα έφτανε στο πλήρωμα της αγάπης, δηλαδή στο «καθ᾽ ὁμοίωσιν», θα απείχε πολύ από τον νέο Αδάμ, γιατί στην αγαπητική ένωσή του με τον Θεό θα μετείχε, από την πλευρά του Θεού, η ενέργειά Του και όχι η ίδια Του η ύπαρξη, όπως στον νέο Αδάμ.

Ο νέος αυτός τρόπος ζωής που επιδήμησε στους ανθρώπους με τον Χριστό, με άλλα λόγια αυτή η ίδια η αγάπη ως ύπαρξη και ως ενέργεια που πολιτεύθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους, έφερε μια τόσο νέα αντίληψη για τον ίδιο τον άνθρωπο και τη ζωή, ώστε οι άνθρωποι που είχαν την ευκαιρία να τη γνωρίσουν ξαναβρήκαν το νόημα της υπάρξεώς τους και αποζήτησαν να τη βιώσουν. Αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας τους ήταν να αποδεχτούν την κοινωνία που τους προσφερόταν από τον Χριστό, με συνέπεια να αποκαταστήσουν ταυτόχρονα και την κοινωνία τους με τον Θεό, αναμεταξύ τους και με όλη την κτίση. Η κοινωνία αυτή της αμοιβαίας αγάπης υπήρξε τόσο στενή, ώστε να δημιουργήσουν μαζί με τον Χριστό, αλλά και μεταξύ τους, μια νέα μορφή ενότητας, την Εκκλησία. Η κοινωνία πάλι της Εκκλησίας με τον Χριστό, ως τον Υιό που ενανθρώπησε, οδήγησε ταυτόχρονα και στην κοινωνία της με τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.

Η Εκκλησία ως υπαρκτή και ιστορική εμπειρία κοινωνίας αγάπης που τη βίωσαν τα μέλη της σε «παροξυσμό» μαζί με τον Χριστό, τον Θεό και ολόκληρη την κτίση παραστάθηκε και απεικονίστηκε άλλοτε ως «νύμφη Χριστού», άλλοτε ως «σώμα Χριστού», άλλοτε πάλι ως «λαός Θεού», «ποίμνη», «οίκος», «οικοδομή», «άμπελος» κ.λπ., όπου καθεμιά από τις εικόνες αυτές εκφράζει διαφορετικές πλευρές του μυστηρίου της Εκκλησίας. Είναι δε η Εκκλησία μυστήριο γιατί και σε αυτή ενεργεί η υπερβατική αγάπη του Θεού.

Ωστόσο, η Εκκλησία ως το μυστήριο της κοινωνίας της αγάπης διαφέρει από το πρώτο και κύριο μυστήριο της ενώσεως Θεού και ανθρώπου στο πρόσωπό του Θεανθρώπου Χριστού. Η διαφορά ο οφείλεται στο γεγονός ότι, εφόσον η Εκκλησία συνιστά την κοινωνία Θεού και ανθρώπου (με τη συλλογική ε έννοια του όρου), περιλαμβάνει από τη μια μεριά τον Χριστό ως πρόσωπο και από την άλλη τον κόσμο που πιστεύει σε Αυτόν. Ταυτόχρονα όμως περιλαμβάνει την κοινωνία των ανθρώπων αναμεταξύ τους. Τούτο σημαίνει ότι στην Εκκλησία υπάρχουν τρεις κατηγορίες ενώσεως. Η πρώτη είναι η ένωση που δημιουργείται από τη συνάντηση της αγάπης ως υποστάσεως του Υιού με την αγάπη ως ενέργεια του ανθρώπου. Η δεύτερη είναι η ένωση που δημιουργείται από τη συνάντηση της αγάπης ως ενεργείας του Τριαδικού Θεού και του Χριστού με την αγάπη των πιστών προς τον Χριστό και την Αγία Τριάδα. Και η τρίτη είναι η ένωση που απορρέει από την αμοιβαία αγάπη των μελών της Εκκλησίας.

Ηλίας Βουλγαράκης, Σχεδίασμα για την αγάπη, επιμέλεια Εύη Βουλγαράκη – Πισίνα, Αθήνα, Μαΐστρος, 2004.