Menu Close

17/10/2023

Η Αγάπη και το Κακό

Αν η αγάπη είναι το παν, τότε αποτελεί την αιτία της υπάρξεως των όντων και το κριτήριο της συμπεριφοράς τους. Η αλήθεια αυτή ισχύει και αντίστροφα. Όπου δεν υπάρχει ίχνος αγάπης, εκεί η ύπαρξη μεταβάλλεται σε ανυπαρξία και η συμπεριφορά τη φυσικά, καθίσταται μηδενική. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η παντελής απουσία αγάπης σημαίνει και την παντελή έλλειψη κοινωνίας. Η παντελής ο όμως έλλειψη κοινωνίας υποδηλώνει και την παντελή απουσία συνοχής της υπάρξεως με τον ίδιο τον εαυτό της, πράγμα που σημαίνει την ολοσχερή αυτοδιάλυση της υπάρξεως, με άλλα λόγια την ανυπαρξία. Το συμπέρασμα αυτό εξηγεί και βεβαιώνει την αδυναμία υπάρξεως όντος αντίθετου με τον Θεό, δηλαδή την απουσία δυνατότητας υπάρξεως δυαρχίας. Έτσι η έννοια «κακό» ως έννοια ισοδύναμα αντίθετη με το «καλό», όταν κάτω από τον όρο «καλό» νοείται ο Θεός, είναι δίχως οντολογικό περιεχόμενο. Απλά ειπωμένο: το κακό δεν έχει ύπαρξη. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί κανείς να το αντιληφθεί αναλογιζόμενος και τον τρόπο παραγωγής του όρου «κακό», όπως άλλωστε και του όρου «καλό». Και οι δύο αυτοί όροι, όπως και κάθε άλλος φιλοσοφικός όρος, είναι προϊόντα λογικής αφαιρέσεως από τα επιμέρους όντα που στη συνέχεια ανάγονται σε γενικευμένες έννοιες, οι οποίες βέβαια δεν ανταποκρίνονται πιά σε μορφές υπάρξεως.

Από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα βγαίνει επίσης το συμπέρασμα ότι τα όντα που υπάρχουν υφίστανται χάρη στην παρουσία της αγάπης. Ο ισχυρισμός αυτός οδηγεί αυτομάτως στο ερώτημα για την ύπαρξη του διαβόλου. Εφόσον η ύπαρξη προϋποθέτει την παρουσία της αγάπης, τότε ο διάβολος πρέπει να αγαπά. Όσο κι αν το συμπέρασμα αυτό φαίνεται αντιφατικό, και άρα παράλογο, είναι στη βάση του σωστό. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να γίνει η διευκρίνιση ότι ο διάβολος δεν ταυτίζεται, όπως πολλοί το νομίζουν, με το κακό. Αν ήταν έτσι, τότε, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν θα υπήρχε. Εφόσον όμως υπάρχει, πρέπει να διαθέτει το στοιχείο εκείνο που τον διατηρεί στην ύπαρξη, δηλαδή την αγάπη. Στην κλασική θεολογική γλώσσα γίνεται, σε σχέση με τον διάβολο, η διάκριση μεταξύ φύσεως και προθέσεως. Τούτο σημαίνει ότι ο διάβολος από τη φύση του είναι καλός, επειδή είναι δημιούργημα του Θεού. Κακός είναι από την πρόθεσή του, δηλαδή από τον τρόπο ενεργείας του. Με βάση τη θεολογία της αγάπης πρέπει να ειπωθεί ότι ο διάβολος, αλλά και κάθε αμαρτωλός άνθρωπος, έστω και ο πιο μεγάλος, όταν κινείται για να κάνει το κακό -κι ο διάβολος μόνο προς αυτή την κατεύθυνση ενεργεί- έχει ως κριτήριο το συμφέρον του, δηλαδή μια μορφή αγάπης, έστω και διάστροφης, που στρέφεται προς τον εαυτό του. Μορφή αγάπης, της ίδιας βέβαια κατηγορίας, είναι και η «κοινωνικότητα» που εκδηλώνουν τα πονηρά πνεύματα μεταξύ τους -το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους- με τη συνεργασία και σύμπραξή τους στο να πράξουν και να προξενήσουν κακό.

Ηλίας Βουλγαράκης, Σχεδίασμα για την αγάπη, επιμέλεια Εύη Βουλγαράκη – Πισίνα, Αθήνα, Μαΐστρος, 2004.