Menu Close

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ι)

Μάρκ. 2, 1-12

Υπάρχει μια βαθιά εσωτερική σύνδεση μεταξύ των δύο ευαγγελικών περικοπών που διαβάσαμε σήμερα. Η πρώτη περικοπή, η κυριακάτικη, αφορά στην ιστορία της θεραπείας του παραλυτικού, και η δεύτερη, αυτή που διαβάσαμε σε ανάμνηση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά από το ευαγγέλιο του Ιωάννη (10, 9-16), αφορά στα λόγια του Χριστού: «Εγώ είναι ο καλός ποιμένας. Ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων». Η σύνδεση των δύο περικοπών μεταξύ τους σχετίζεται με τη φύση της συγχώρησης.

 Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ι)

Γνωρίζουμε ότι η συγχώρησή μας από το Θεό συνδέεται με την ιστορία της ζωής, του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού. Η Κυριακή της συγχώρησης, ως έναρξη της Μ. Σαρακοστής, προεικονίζει τη Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα. Στο Μυστικό Δείπνο, ο ίδιος ο Χριστός με τα ίδια Του τα λόγια συσχετίζει το θάνατό Του στο Σταυρό με τη «άφεση των αμαρτιών». Όμως ποια είναι η λειτουργία όλων αυτών; Με ποιο τρόπο ο θάνατος του Χριστού επιδρά και συνεπώς προσφέρει συγχώρηση των δικών μας αμαρτημάτων; Και πώς συνδέεται αυτό με την εμπειρία της συγχώρησης των άλλων από μας, ή της δικής μας συγχώρησης από τους άλλους;

Η ιστορία της θεραπείας του παραλυτικού σχετίζεται με την προσφορά τη ζωής. Διότι μπορεί ο παραλυτικός να μην ήταν νεκρός, αλλά δεν μπορούσε ωστόσο να ζήσει ολοκληρωτικά τη ζωή: έπρεπε το κρεβάτι όπου κείτονταν να μεταφερθεί από τέσσερις φίλους του, προκειμένου να φτάσει στο Χριστό. Ο Ιησούς καθιστώντας τον υγιή του δίνει πληρότητα ζωής, ζωή που ο παραλυτικός δεν είχε πριν. Όμως ο Χριστός του συγχωρεί και τις αμαρτίες: «Παιδί μου σου συγχωρούνται οι αμαρτίες». Κι είναι ξεκάθαρο πως πρέπει να αντιληφθούμε τη σωματική του θεραπεία, την ανάστασή του (που αποτελεί από μόνη της μια εικόνα της Ανάστασης) σε στενή σχέση με τη συγχώρηση των αμαρτιών του. Όχι μόνο διότι με τις δύο αυτές πράξεις ο Χριστός αποστόμωσε τους αντιπάλους Του, αλλά και πολύ περισσότερο διότι οι δύο αυτές πράξεις αποτελούν αντανακλάσεις της αγάπης και της δύναμης του Θεού. Συνθέτουν και οι δύο το δώρο της νέας ζωής.

Και σ’ αυτό το σημείο είναι που το απόσπασμα του Μάρκου πλησιάζει, αυτό του Ιωάννη, όπου ο Χριστός εμφανίζεται να λέει πως ήρθε για να δώσει ζωή στο ποίμνιό Του: «Εγώ ήρθα για να έχει το ποίμνιό μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια». Εδώ, ωστόσο, το δώρο της ζωής συσχετίζεται με την αυτοθυσία, με την αυτοδωρεά: «Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας. Ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων». Για να αντιληφθεί κανείς τη σύνδεση μεταξύ των δύο περικοπών πρέπει να καταλάβει τον τρόπο που ο Θεός μας συγχωρεί μέσα από το θάνατο του Χριστού στο Σταυρό.

Το να συγχωρείς κάποιον –αν βάλουμε στην άκρη κάθε υποκειμενικό, δικανικό χαρακτήρα του θέματος- σημαίνει να του δίνεις καινούργια ζωή. Δεν είναι μια απλή αποδοχή του άλλου, όπως αυτός είναι, ούτε μια αποδοχή του άλλου, όπως αυτός είναι, ούτε μια αποδοχή των οποιωνδήποτε πράξεών του. Είναι μια ενεργητική επευλόγηση της ζωής του, μια κίνηση έκστασης, ένα δόσιμο του εαυτού. Μπορείς να συγχωρείς και ταυτόχρονα να δείχνεις απροθυμία στη σχέση σου με τον άλλο. Έτσι όμως η συγχώρηση που έδωσες είναι αποσπασματική. Αν κρατάς οτιδήποτε για τον εαυτό σου τη στιγμή της συγχώρησης, βάζεις φραγμούς στη ροή της ζωής· διότι η συγχώρηση είναι η ίδια η ζωή.

Και στο σημείο αυτό είναι που γίνεται εμφανές το γιατί η συγχώρηση του ανθρώπου από το Θεό προϋποθέτει το θάνατο του Χριστού στο Σταυρό. Όχι διότι τα κρίματα του ανθρώπου άξιζαν το θάνατο, κι ο Χριστός κατά συνέπεια δέχτηκε να πεθάνει στη θέση μας υποφέροντας αντί για μας τις συνέπειες των αμαρτιών μας, αλλά διότι η ίδια η συγχώρηση στην πληρότητά της αποτελεί εκ φύσεως το δόσιμο εκείνης της ζωής που μπορεί να υπερβεί το θάνατο της αμαρτίας. Το να δίνεις σε κάποιον το πλήρωμα της ζωής σημαίνει βασικά να πεθαίνεις. Κι ένας αθάνατος Θεός θα μπορούσε να πεθάνει μόνο παίρνοντας σάρκα για χάρη μας. Είναι ο θάνατος του Χριστού στο Σταυρό που δίνει σάρκα στη συγχώρηση του Θεού: ο καλός Ποιμένας που δίνει τη ζωή του «για χάρη των προβάτων».

Όμως αν ο Θεός πρέπει να πεθάνει προκειμένου να ενεργήσει τη συγχώρηση του ανθρώπου, τότε σίγουρα κι εμείς πρέπει με κάποιο τρόπο να πεθάνουμε αν θέλουμε να συγχωρήσουμε αλλήλους. Κι αυτό είναι που βιώνουμε στην πράξη: ο λόγος που βρίσκουμε τη συγχώρηση τόσο δύσκολη, είναι ότι βρίσκουμε σκληρό το θάνατο που προϋποθέτει· βρίσκουμε σκληρό το να βάλουμε στην άκρη, έστω για λίγο, τις έγνοιες εκείνες πάνω στις οποίες έχουμε βασίσει τη ζωή μας, και απλά να ζήσουμε εξ ολοκλήρου για τον άλλον – ας είναι μόνο και για μια στιγμή.

Κι αυτό, παρά το γεγονός, ότι γνωρίζουμε, εκ πείρας πάλι, ότι το να συγχωρείς κάποιον σημαίνει να ξανοίγεσαι στη χάρη του Θεού· σημαίνει να ζεις αφειδώλευτα. Η συγχώρηση είναι εκείνη που είναι κάτι παραπάνω από αφηρημένη έννοια και προϋποθέτει τον ίδιο το θάνατό μας, είναι ένα δώρο ζωής, είναι το άδειασμα του εαυτού μας, η αυτόβουλη δωρεά του ίδιου του εαυτού μας, που αφήνει μέσα μας ένα κενό· ένα κενό που ο Θεός προτίθεται ευχαρίστως να γεμίσει.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν, μεσούσης της Μ. Σαρακοστής, να συνειδητοποιήσουμε μέσα στην ίδια μας τη ζωή, στις μεταξύ μας σχέσεις, αυτό που ο Χριστός μας πρόσφερε πάνω στο Σταυρό: Συγχώρηση. Διότι όπως ακριβώς ο Χριστός συνάντησε τη ζωή μέσα από το θάνατο, έτσι κι εμείς, πεθαίνοντας το θάνατο της συγχώρησης μπορούμε, με τη χάρη του Θεού, να εισέλθουμε στην αιώνια ζωή.

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.