Menu Close

26/5/2022

Το παράδειγμα του Χριστού

Η ζωή της προσευχής του Χριστού είναι ένα παράδειγμα τόσο για τον κληρικό όσο και για το λαϊκό. Στην έναρξη του έργου του Χριστού ο Μάρκος σημειώνει ότι: «Πρωί, ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο.» (Μάρκ. 1, 35). Καθώς προχωρούσε το έργο Του, ο Λουκάς αναφέρει: «Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ.» (Λουκ. 6, 12). Η μεταμόρφωσή Του έγινε στο Θαβώρ, όταν είχε ανεβεί σ’ αυτό το βουνό με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη για να προσευχηθεί (Λουκ. 9, 38). Και καθώς η αποστολή Του έφθανε στο απόγειό της, ο Ιούδας ήξερε που θα ευρίσκετο ο Χριστός, γιατί επήγε έξω «κατὰ τὸ ἔθος» στο όρος των ελαιών για να προσευχηθεί (Λουκ. 22, 39). Το παράδειγμα του Χριστού βέβαια είναι βαρύ. Ωστόσο η συνήθεια της καθιερωμένης ώρας για προσευχή έχει μεγάλη αξία.

«Οὐδὲν γὰρ εὐχῆς ἴσον· καὶ γὰρ τὰ ἀδύνατα αὕτη ποιεῖ δυνατὰ, καὶ τὰ δύσκολα ῥᾴδια, καὶ τὰ δυσχερῆ εὐθέα καθίστησι. Ταύτην καὶ ὁ μακάριος ∆αυῒδ κατώρθου· διὸ καὶ ἔλεγεν· “Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνησά σε ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου”. Εἰ δὲ βασιλεὺς ἀνὴρ μυρίαις βαπτιζόμενος φροντίσι, καὶ πανταχόθεν περιελκόμενος, τοσαυτάκις τῆς ἡμέρας παρεκάλει τὸν Θεὸν, τινὰ ἂν ἔχοιμεν ἀπολογίαν ἢ συγγνώμην ἡμεῖς, τοσαύτην σχολὴν ἄγοντες, καὶ μὴ συνεχῶς αὐτὸν ἱκετεύοντες, καὶ ταῦτα τοσοῦτον μέλλοντες καρποῦσθαι κέρδος; Ἀμήχανον γὰρ, ἀμήχανον, ἄνθρωπον μετὰ τῆς προσηκούσης προθυμίας εὐχόμενον, καὶ παρακαλοῦντα τὸν Θεὸν συνεχῶς, ἁμαρτεῖν ποτέ. Καὶ πῶς, ἐγὼ λέγω. Ὁ διαθερμάνας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, καὶ τὴν ψυχὴν ἀναστήσας, καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἑαυτὸν μετοικίσας, καὶ οὕτω τὸν ∆εσπότην τὸν ἑαυτοῦ καλέσας, καὶ τῶν ἁμαρτημάτων ἀναμνησθεὶς, καὶ περὶ τῆς συγχωρήσεως τούτων αὐτῷ διαλεχθεὶς, καὶ παρακαλέσας ἵλεων γενέσθαι καὶ ἥμερον, ἀπὸ τῆς ἐν τοῖς λόγοις τούτοις διατριβῆς πᾶσαν ἀποτίθεται βιωτικὴν φροντίδα, καὶ πτεροῦται, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν ὑψηλότερος γίνεται· κἂν ἐχθρὸν ἴδῃ μετὰ τὴν εὐχὴν, οὐκ ἔτι ὡς ἐχθρὸν ὄψεται· κἂν γυναῖκα εὔμορφον, οὐ κατακλασθήσεται πρὸς τὴν ὄψιν, τοῦ πυρὸς τοῦ κατὰ τὴν εὐχὴν ἔνδον μένοντος, καὶ πάντα ἄτοπον λογισμὸν διωθουμένου…

Τοῦτο δὴ καὶ σὺ ποίησον· στέναξον πικρῶς, ἀναμνήσθητι τῶν ἁμαρτημάτων τῶν σῶν, ἀνάβλεψον εἰς τὸν οὐρανὸν, εἰπὲ κατὰ διάνοιαν· Ἐλέησόν με, ὁ Θεὸς, καὶ ἀπήρτισταί σου ἡ εὐχή. Ὁ γὰρ εἰπὼν, Ἐλέησον, ἐξομολόγησιν ἐπεδείξατο, καὶ τῶν οἰκείων ἁμαρτημάτων ἐπέγνω· τῶν γὰρ ἡμαρτηκότων ἐστὶ τὸ ἐλεεῖσθαι. Ὁ εἰπὼν, Ἐλέησόν με, συγχώρησιν ἔλαβε τῶν πεπλημμελημένων· ὁ γὰρ ἐλεηθεὶς οὐ κολάζεται. Ὁ εἰπὼν, Ἐλέησόν με, βασιλείας ἔτυχεν οὐρανῶν· ὃν γὰρ ὁ Θεὸς ἐλεήσει, οὐ κολάσεως ἀπαλλάττει μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀξιοῖ».[1]

«Διότι τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν προσευχή. Καὶ τὰ ἀδύνατα αὐτὴ τὰ κάνει δυνατά. Καὶ τὰ δύσκολα εὔκολα. Καὶ τὰ δυσκολοκατόρθωτα εὔκολα καὶ ὁμαλά τὰ καθιστᾶ. Αὐτὴν καὶ ὁ μακάριος Δαυῒδ μετεχειρίζετο. Διʾ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: “πολλάκις τῆς ἡμέρας σὲ ἐδοξολόγησα διὰ τὰς δικαίας κρίσεις σου” (Ψαλ. ριη΄ 164).

Ἐὰν δὲ ἕνας βασιλεύς, ποὺ ἐπνίγετο μέσα σὲ ἀναρίθμητες φροντίδες, καὶ ἐσύρετο ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ, πολλάκις κατὰ τὴν ἡμέρα παρεκάλει τὸ Θεό, ποία ἀπολογία ἢ συγγνώμη θὰ ἔχουμε ἐμεῖς, οἱ ὃποῖοι, καίτοι ἔχουμε τόση εὐκαιρία, δὲν ἱκετεύουμε αὐτὸν συνεχῶς, καὶ μάλιστα ἐνῶ τόσο κέρδος ἐξ αὐτοῦ πρόκειται νὰ ἔχουμε; Διότι ἀδύνατον εἰναι, ἀδύνατον, ὃ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πρέπουσα προθυμία προσεύχεται καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ συνεχῶς, νὰ ἁμαρτήσει ποτέ. Καὶ ἰδοὺ διατί. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ θερμάνει καλῶς τὴ διάνοιά του, καὶ τὴν ψυχή του θὰ ἀνυψώσει. Καὶ πρὸς τὸν οὐρανό τὸν ἑαυτό του θὰ μεταφέρει. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν κατάσταση τὸν Κύριό του θὰ ἐπικαλεσθεῖ. Καὶ τὰ ἁμαρτήματά του θὰ ἐνθυμηθεῖ. Καὶ περὶ τῆς συγχωρήσεως τούτων θὰ συνομιλήσει μετ᾽ αὖτοῦ. Καὶ θὰ τὸν παρακαλέσει ἵλεως πρὸς αὐτὸν νὰ φανεῖ καὶ ἐπιεικής. Διὰ τῆς ἀσχολίας μὲ τοὺς λόγους τούτους, κάθε κοσμικὴ φροντίδα ἀποβάλει. Ἀναπτερώνεται καὶ ἀνώτερος τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν γίνεται. Καὶ ἂν δεῖ ἐχθρὸ μετὰ τὴν προσευχή, δὲν τὸν βλέπει πλέον ὡς ἐχθρό. Καὶ ἂν δεῖ γυναίκα ὄμορφη, δὲν θὰ τραυματισθεῖ ψυχικῶς ἐξ αὐτῆς. Ἐπειδὴ ἡ κατὰ τὴν προσευχή ἀναπτυχθεῖσα θερμότης παραμένει μέσα του καὶ ἀπωθεῖ κάθε ἄτοπο διαλογισμό…

Αὐτὸ λοιπὸν καὶ σὺ κάμε. Στέναξε πικρῶς. Ἐνθυμήσου Τὰ ἁμαρτήματά σου. Στρέψε τὰ βλέμματά σου εἰς τὸν οὐρανό. Εἰπὲ νοερῶς “ἐλεησόν με Θεέ μου” καὶ ἔχει γίνει τέλεια ἡ προσευχή σου. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε “ἐλεησον”, ἐξομολόγηση ἐπέδειξε καὶ τὰ ἁμαρτήματά, του ἀνεγνώρισε, ἀφοῦ ὅσοι ἔχουν ἁμαρτήσει ζητοῦν συγχώρηση. Ἐκείνος ποὺ εἶπε “ἐλέησόν με”, συγχώρηση ἔλαβε τῶν πλημμελημάτων, ὁ δὲ ἐλεηθεὶς δὲν τιμωρεῖται. Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε “ἐλέησόν με”, ἔλαβε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ἐκεῖνον ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ἐλεήσει, δὲν τὸν ἀπαλλάσσει μόνον ἐκ τῆς κολάσεως, ἀλλὰ καὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν τὸν ἀξιώνει».

π. Φιλόθεος Φάρος, Κλήρος, η ανεκπλήρωτη υπόσχεση πατρότητος, Ακρίτας, Αθήνα, 1997.

[1] Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος Δ΄ περὶ τῆς Ἄννης, Migne 54, 665-7.