Menu Close

3/9/2019

Στην ανάπαυσή σου

Δεῦτε ὑμεῖς… καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον.
Μάρκου 6,31

Θα ήθελα να σε συναντήσω, Κύριε, όχι μόνο μέσα στη δουλειά της ημέρας, αλλά και στις ώρες της αναπαύσεώς μου. Της αναπαύσεώς μου; Θα ήταν πιο σωστό, πιο σύμφωνο με την πρόθεσή μου και με τη γενική γραμμή αυτών των σκέψεων να πω: της αναπαύσεώς σου.

Κύριε, δεν μπορώ να βρω στο Ευαγγέλιό σου φράσεις, οι οποίες να αναφέρονται σ’ αυτό που εμείς ονομάζουμε ανάπαυση, αναψυχή, διακοπές. Φαίνεται να ζητάς από τους μαθητές σου μια διαρκή προσοχή, ένα μόχθο σχεδόν αδιάκοπο. Θυμάμαι την απόχρωση θλιμμένης ειρωνείας, που χαρακτήριζε τα λόγια σου, για την ανάπαυση που έγινε σε μια τόσο ακατάλληλη ώρα -είναι η περίπτωση των μαθητών σου που αποκοιμήθηκαν στον κήπο των ελαιών: «Καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26,45). Κύριε, τόσο συχνά μένω νωθρός, μισοκοιμισμένος, σε μια στιγμή που θα με ήθελες δίπλα σου.

Εν τούτοις, μια φορά, μια μόνο φορά, το Ευαγγέλιο σε παρουσιάζει να προσκαλείς τους αποστόλους σου να ξεκουρασθούν. Επιστρέφουν από ιεραποστολή. Σου δίνουν αναφορά του έργου των. Γύρω τους πηγαινοέρχοντα: τόσοι άνθρωποι, ώστε οι απόστολοί σου «οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν» (Μαρκ. 6,31). Τότε, λοιπόν, τους λες: «δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ᾽ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον» (Μαρκ. 6,31).

Τί μπορούσε να είναι, τί θα έπρεπε να είναι η ανάπαυση του μαθητού -η ανάπαυσή μου; Η ανάπαυσή μας, όπως και όλες μας οι πράξεις και ενέργειες, πρέπει να βρίσκει τη θεμελίωσή της, τη μεταμόρφωση και την ευλογία της στις δικές σου πράξεις και ενέργειες. Η ανάπαυσή μας πρέπει να είναι μια συμμετοχή στην ανάπαυσή σου. Τί είδους, λοιπόν, ήταν η ανάπαυσή σου;

Σε όλα, Κύριε, μιμείσαι τον Πατέρα. Αν θα θέλαμε να μάθουμε τί ακριβώς ήταν η ανάπαυσή σου θα έπρεπε να ρωτήσουμε: υπάρχει ανάπαυση του Θεού; Και σε τί συνίσταται η ανάπαυση αυτή;

Η Αγία Γραφή μας απαντά. Μας περιγράφει την ανάπαυση του Θεού. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν… Καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρα τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ… Καὶ ηὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ» (Γεν. 1.34· 2,2-3).

Αυτό το κείμενο δείχνει με μιαν έξοχη σαφήνεια ποια είναι η ανάπαυση του Θεού, ποια είναι η ανάπαυση του Υιού του Θεού και Υιού του Ανθρώπου. Δείχνει με ποιες προϋποθέσεις ο Θεός ευλογεί την ανάπαυση των ανθρώπων. «Ὁ γὰρ εἰσελθὼν εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ καὶ αὐτὸς κατέπαυσεν ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὥσπερ ἀπὸ τῶν ἰδίων ὁ Θεός. Σπουδάσωμεν οὖν εἰσελθεῖν εἰς ἐκείνην τὴν κατάπανυσιν» (Εβρ. 4,10-14).

Η ανάπαυση του Δημιουργού είναι συνδεδεμένη με την πραγματοποίηση της θείας θελήσεως, με την τελείωση του έργου. Ο Θεός αναπαύεται διότι το παν έχει γίνει και έχει γίνει καλά.

Και συ, Κύριε, είχες το δικαίωμα να αναπαυθείς διότι έβλεπες το έργο σου να πραγματοποιείται και να τελειούται. Η σωτηρία έμπαινε στις ψυχές, ερχόταν να εγκατασταθεί στον κόσμο.

Και οι μαθητές σου επίσης είχαν το δικαίωμα να αναπαυθούν. Διότι είχαν ήδη εκπληρώσει την πρώτη τους αποστολή. Είχαν κηρύξει τη μετάνοια, είχαν εκδιώξει τους δαίμονες, είχαν θεραπεύσει τους ασθενείς. Επέστρεψαν πλημμυρισμένοι από χαρά. Εξέφρασες την επιδοκιμασία σου για το έργο τους λέγοντας: «Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» (Λουκ. 10,18). Όπως ο Δημιουργός, όπως συ ο ίδιος, μπορούσαν πια και οι μαθητές σου να αναπαυθούν βλέποντας ότι το έργο τους ήταν καλό.

Εγώ όμως, Κύριε; Εγώ, που η ζωή μου είναι αμαρτία; Ρίχνω μια ματιά σ’ αυτό που έκανα από τη στιγμή της γεννήσεώς μου μέχρι τώρα και νοιώθω ότι δεν μπορώ να σταθώ μπροστά σου. Με κάλεσες να δουλέψω μαζί σου. Κι εγώ τι έκανα; Η ζωή μου αν και φωτίζεται από τη λάμψη του ελέους και της στοργής σου, τί άλλο είναι παρά μια μακρά, μια συνεχής απιστία; Πώς, λοιπόν, να έχω μερίδιο στην ανάπαυσή σου; Μου φαίνεται ότι διαβάζω την ίδια μου την καταδίκη στα λόγια που υπό την έμπνευσή σου έγραψε ο ψαλμωδός και επανέλαβε αργότερα η προς Εβραίους επιστολή: «Καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου· ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου» (Εβρ. 3,10-11).

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ανάπαυσή σου είναι κάτι απηγορευμένο για μένα, κάτι κλειστό, όπως ακριβώς ήταν κλειστός ο κήπος της Εδέμ στον Αδάμ και την Εύα μετά την πτώση. Γονατίζω βαθειά εμπρός σου και εξομολογούμαι ταπεινά: Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθω στην ανάπαυσή σου.

Όμως, συνεχίζοντας τη μελέτη της ίδιας θεόπνευστης προς Εβραίους επιστολής, διαβάζω: «ἐπεὶ οὖν ἀπολείπεταί τινας εἰσελθεῖν εἰς αὐτήν, καὶ οἱ πρότερον εὐαγγελισθέντες οὐκ εἰσῆλθον δι᾽ ἀπείθειαν, πάλιν τινὰ ὁρίζει ἡμέραν, σήμερον, λέγων» (Εβρ. 4,6-7). Τούτο το σήμερον, μπορεί να γίνει τη στιγμή αυτή ένα σήμερον για μένα. Αν χθες η απιστία μου, που εκδηλώθηκε σε συγκεκριμένες πράξεις, με εμπόδισε να εισέλθω στην ανάπαυσή σου, σήμερα, απαρνούμενος αυτό που ήμουν χθες, καταφεύγοντας για μια ακόμη φορά σε σένα, προσφέροντας τον εαυτό μου σε σένα, θα βρω την ανάπαυση, για την οποία είπες: «δεῦτε πρός με… ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾽ ὑμᾶς… καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11,28-29).

Κύριε, αν το προσωπικό μου έργο υπήρξε ένα μηδενικό ή κάτι το κακό, πάντως μπορώ να συμμετάσχω στην ανάπαυση του Δημιουργού και στην ανάπαυση του Σωτήρος μου, βλέποντας πόσο καλό, πόσο απέραντα καλό υπήρξε το έργο τους. «Καὶ ᾄδουσι τὴν ᾠδὴν Μωϋσέως… καὶ τὴν ᾠδὴν τοῦ ᾿Ἀρνίου λέγοντες· μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ» (Αποκ. 15,3).

Να μπορούσα να περάσω έτσι τις ώρες της αναπαύσεώς μου, τις μέρες της αναπαύσεώς μου, και τις μέρες που σου είναι ιδιαίτερα αφιερωμένες! Αλλοίμονο όμως! Είμαι τόσο μακριά απ’ αυτό! Τί κάνω συνήθως τις μέρες αυτές; Τί κάνω! Τί να πω για τις θλιβερές, για τις άθλιές μου ψυχαγωγίες!

Κύριε, το πρόβλημα του εξαγιασμού της ψυχαγωγίας μου μόνο από σένα, κοντά σε σένα, μπορεί να λυθεί. Η ανάπαυσή μου θα γίνει ένα τραγούδι μόνο αν συ είσαι η ανάπαυσή μου. Θα σε συναντήσω στην ανάπαυσή μου αν εισέλθω στην ανάπαυσή σου. Είσαι το πλήρωμα της χαράς της έβδομης ημέρας. Αύξησε μέσα μου την ευγνωμοσύνη, έτσι ώστε με κάθε μου ανάπαυση, με κάθε αναψυχή, με τις διακοπές μου, να πραγματοποιώ μια είσοδο στην ανάπαυση του Δημιουργού που με έπλασε και με διατηρεί στη ζωή. Μια είσοδο στην ανάπαυση του Αρνίου που με σώζει και με συγχωρεί. Κοντά τους, εν Αυτοίς, θα βρω τη μέγιστη, την τέλεια ανάπαυση, διότι το έργο της αγάπης τους υπήρξε υπέρτατο και πλήρες. Κύριε, ας είναι η ανάπαυσή μου μια συμμετοχή στην ανάπαυση την δική σου και των αποστόλων σου δίπλα στην όχθη της λίμνης της Γεννησαρέτ. «Εἰσερχόμεθα γὰρ εἰς τὴν κατάπαυσιν οἱ πιστεύσαντες, καθὼς εἴρηκεν…» (Εβρ. 4,3).

Ενός μοναχού της Ανατολής (Lev Gillet), Παρουσία Χριστού, Εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1998