Menu Close

Ο Μέγας Βασίλειος

Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 μ.Χ., στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το οικογενειακό του δέντρο είχε να επιδείξει ονόματα λαμπερά, τόσο από κοινωνική άποψη, όσο κι από χριστιανική. Καταγόταν από πλούσιους ευπαίδευτους, αλλ’ ακόμη κι αγίους προγόνους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τελευταίους, την πρώτη θέση κατέχουν ο πάππος του από μητέρα, μάρτυς του Χριστού, κι η γιαγιά από πατέρα η ενάρετη κι ευσεβής Μακρίνα.

Γονείς είχε τον ρήτορα Βασίλειο[1] και τη σεμνή Εμμέλεια. Αλλά και τ’ αδέλφια του Αγίου -εννέα τον αριθμό- ήτανε διαλεχτές μορφές. Πρώτη-πρώτη, η πρωτότοκη Μακρίνα, που δεν βάδισε απλώς στ’ αχνάρια της ομώνυμης γιαγιάς της, αλλ’ αναδείχθηκε περισσότερο. Γιατί, μετά τον ξαφνικό θάνατο του μνηστήρα της, αποφάσισε να δοθεί ολότελα στον θείο Νυμφίο κι αποτραβήχτηκε από την τύρβη του κόσμου για να μονάσει. Κι όπως θα δούμε παρακάτω, αυτή ήτανε που έπεισε τον Βασίλειο να αφιερωθεί στον Χριστό. Ο Ναυκράτιος ύστερα, που πέθανε πρόωρα, είχε προφτάσει να θαμπώσει την κοινωνία της Καισάρειας με μια σπουδαία νομική κατάρτιση και μια εξαιρετική ευφράδεια. Άλλα δύο αδέλφια, ο Γρηγόριος κι ο Πέτρος, τραβήξανε κι αυτά τον δρόμο που είχανε χαράξει η Μακρίνα κι ο Βασίλειος κι αναδείχθηκαν κατόπιν ως επίσκοποι, ο πρώτος Νύσσης κι ο άλλος Σεβαστείας.

Ο Βασίλειος ήρθε στον κόσμο μ’ εύθραυστη υγεία. Αρρώστησε βαριά, νήπιο ακόμη, αλλά γλύτωσε χάρη στον καθαρό αγέρα της εξοχής, όπου τον ανέθρεψε μια ευσεβής παραμάνα.

Μέγας Βασίλειος

Η οικογένεια τότε, για να γλυτώσει το παιδί, αναγκάσθηκε ν’ αφήσει τη μεγαλούπολη και να εγκατασταθεί σε μια όμορφη έπαυλη, στον Πόντο. Εκεί ο Βασίλειος πέρασε τα παιδικά χρόνια.

Σαν μπήκε στην εφηβική ηλικία, τον έστειλαν στην Καισάρεια για να σπουδάσει, κοντά σε ξακουστούς δασκάλους. Η εξυπνάδα και το ήθος του έκαναν ευθύς εντύπωση.

Ο πατέρας του, ευκατάστατος καθώς ήτανε κι άνθρωπος ο ίδιος των γραμμάτων, δεν λυπήθηκε έξοδα για να τον μορφώσει όσο έπαιρνε καλύτερα. Αφού τέλειωσαν οι σπουδές στην Καισάρεια, τον περίμεναν άλλες ανώτερες. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και κατά πάσα πιθανότητα φοίτησε στη σχολή του περιβόητου Λιβανίου.

Ο Λιβάνιος ήτανε ειδωλολάτρης και τέτοιος έμεινε ώσπου πέθανε. Αλλά πόσα δεν χρωστά η Εκκλησία στην Ακαδημία του! Απ’ αυτόν τον δάσκαλο πέρασαν -σαν από μια υπέροχη προπαίδεια- κι’ άλλοι κατοπινοί επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους κι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εκτός από την απέραντη πολυμάθεια, ο φιλόσοφος αυτός είχε και μια παραστατικότητα, μια έκφραση τόσο ζεστή όταν δίδασκε, ώστε συνάρπαζε το ακροατήριο. Συνόδευε την ομιλία του με τόση ηθοποιία, που λες κι ήταν ολάκερος μια ζωντανή λέξη σε κάθε στιγμή. Όταν πήγε σ’ αυτόν ο νεαρός καππαδόκης, ο λαμπρός εκείνος ρήτορας δεν ήτανε παρά πάνω από τριάντα δυο χρονών. Μα είχε πλέον φήμη που απλωνότανε παντού. Το άστρο του μεσουρανούσε σ’ όλη την πολιτισμένη Ανατολή, από την Αθήνα ως τα βάθη της Μικράς Ασίας, κι από το Βυζάντιο ως την Αίγυπτο.

Ο Βασίλειος έμεινε στη βασιλεύουσα κάμποσο διάστημα. Αρκετά πια προχωρημένος στη λιγοπάτητη περιοχή των γνώσεων, δεν είχε άλλο να κάνει παρά να συμπληρώσει τον κύκλο του καταρτισμού του μ’ ένα ταξίδι στην πατρίδα του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Η Αθήνα τότε ήτανε πεσμένη σε παρακμή. Εν τούτοις το πνεύμα δεν είχε σβηστεί ολότελα σ’ αυτή. Είχε ένα πανεπιστήμιο, που συγκέντρωνε σπουδαστές απ’ όλη την οικουμένη.

Όταν ο Βασίλειος βρέθηκε εκεί, δοκίμασε ένα πολύ στενάχωρο αίσθημα. Το ποιόν των νέων που σπούδαζαν στην Αθήνα ήτανε πολύ διεφθαρμένο. Περισσότερο ασχολούντανε με καυγάδες κι ακολασίες παρά με τη σοφία. Κι ήταν έτοιμος να φύγει, αν ανάμεσα σ’ αυτούς δεν γνώριζε ένα συμπατριώτη του: Τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Οι δυο μέλλοντες άγιοι συνδέθηκαν παρευθύς μ’ αδελφική φιλία. Κάθισε, λοιπόν, ο Βασίλειος στην Αθήνα, και με δίψα πολλή, πλούτισε τέσσερα ολάκερα χρόνια τον νου του από τη δεξαμενή κάθε επιστήμης. Μαζί με τη φιλοσοφία και τη ρητορική, σπούδασε επίσης αστρονομία, μαθηματικά κι ιατρική.

Αυτή την περίοδο μας τη ζωγραφίζει με παθητικά χρώματα ο Γρηγόριος στον επιτάφιο λόγο που έγραψε αργότερα, όταν ο Βασίλειος πέθανε: «Δεν ξέραμε -λέγει- παρά μονάχα δυο δρόμους: εκείνον που μας οδηγούσε στη σχολή κι’ εκείνον που μας έφερνε στην εκκλησία… Ήμαστε μια ψυχή σε δυο σώματα. Και στην πρόοδό μας δεν ζηλεύαμε ποτέ ο ένας τον άλλον. Ο ένας έδινε πάντα την πρώτη θέση στον άλλο. Κι είχαμε κοινό σκοπό την αρετή».

Έτσι περνούσανε οι μέρες γι’ αυτό το χριστόδετο ζευγάρι των αυριανών φωστήρων της Ορθοδοξίας, στην Αθήνα. Με την επίδοση που σημείωναν στα μαθήματα, με την άμεμπτη κι αγνή συμπεριφορά που δείχνανε, δεν έμειναν απαρατήρητοι. Έλκυαν κάθε καλοπροαίρετο συμφοιτητή. Η συντροφιά τους γινότανε πολύπληθη. Μα κι οι δάσκαλοι τούς ξεχώριζαν από τον σωρό των διεφθαρμένων και μέτριων συναδέλφων.

Στον κύκλο αυτόν δεν άργησε να συγκαταλεχθεί κι ένας πρίγκηπας: ο Ιουλιανός, που αργότερα θα γινότανε αυτοκράτορας και θα κατεδίωκε με φανατισμό τη χριστιανική θρησκεία. Είχε λεπτούς τρόπους, πνευματώδη ομιλία κι αγαπούσε πολύ τη μελέτη. Μα όλα αυτά δεν εμπόδισαν τους δυο φίλους να μαντέψουνε τον ύπουλο χαρακτήρα και τη νοσηρή νοοτροπία του. Και ποτέ δεν συνδέθηκαν βαθύτερα.

Μια μέρα ο Βασίλειος ανακοίνωσε στον Γρηγόριο κάτι που επρόκειτο να λυπήσει όλους. Δεν είχε πια να πάρει τίποτ’ άλλο από το θησαυροφυλάκιο των γνώσεων που είχε ανοίξει σ’ αυτόν ανεπιφύλακτα η Αθήνα. Είχε συνάξει ό,τι χρειαζότανε. Όλο εκείνο το υλικό από την αρχαία φιλολογία και τις επιστήμες που θαυμάζουμε στα συγγράμματά του τόσο ωραία ανακατωμένο με το χρυσάφι του Ευαγγελίου. Η νοσταλγία της πατρίδας εξ άλλου τον έσερνε ακατανίκητη.

Η είδηση πως επρόκειτο να φύγει, αναστάτωσε όλο το πανεπιστήμιο. Όλοι τον θερμοπαρακαλούσανε ν’ αναβάλει την αναχώρηση. Η σχολή του προσέφερε μάλιστα και την έδρα της ρητορικής, για να τον κάνει να ματαιώσει οριστικά την αναχώρηση. Μα εκείνος ήταν ανένδοτος. Ο θαυμασμός κι η στοργή δεν τον εμπόδισαν να πραγματοποιήσει την απόφαση που είχε πάρει.

Φτάνοντας στην Καισάρεια, βρέθηκε μπροστά σε δυο τάφους. Η γιαγιά του κι ο πατέρας του είχανε πεθάνει. Τ’ αρχοντικό τους ήτανε αδειανό. Για ν’ αναθρέψει τα μικρότερα παιδιά, η Εμμέλεια είχε πάει στα περίχωρα της Νεοκαισάρειας. Εκεί, στην ίδια αγροικία, όπου κι αυτός είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια, η εξαίρετη εκείνη μητέρα είχε αφοσιωθεί στα παιδιά της, μακριά από τις χαρές και τον θόρυβο του κόσμου. Και βοηθό πολύτιμο είχε την πρωτότοκη Μακρίνα, που γνοιαζότανε και τη διαχείριση της περιουσίας.

Αφού κάθισε λίγο κοντά τους για να ξεκουραστεί, ο Βασίλειος γύρισε ύστερα στην Καισάρεια, όπου έκαμε τον δικηγόρο. Μια πρωτόφαντη επιτυχία στεφάνωσε παρευθύς τις αγορεύσεις του. Γρήγορα εκτιμήθηκε, αιχμαλώτισε την κοινή γνώμη. Μια σταδιοδρομία σπαρμένη με ρόδα άρχιζε.

Εν τούτοις δεν ήτανε καθόλου ευχαριστημένος. Άκουγε μια εσωτερική φωνή που σκέπαζε τις επευφημίες του πλήθους. Κι η φωνή αυτή του έλεγε, πως ήτανε προορισμένος για άλλο στάδιο. Άνθρωποι σαν τον Βασίλειο δεν μπορούν να δούνε στη δόξα του κόσμου τίποτε περισσότερο από μια σκιά. Ένοιωθε πως όσα χαρίσματα είχε, τα χρωστούσε σε Κάποιον! Καταλάβαινε πως όλη εκείνη η εξέλιξη που του χαμογελούσε, δεν ήτανε παρά λάσπη και καπνός. Τι λοιπόν; Θα έμενε ένας πραγματευτής λέξεων, ένας ταχυδακτυλουργός φράσεων; Αυτή η ωραία ψυχή, αυτή η αστραφτερή διάνοια, αυτή η ευαίσθητη και θεόπαθη καρδιά θα υποδουλωνότανε σε χωμάτινες επιδιώξεις;

Το Πάσχα πλησίαζε. Το κατανυχτικό μισοσκόταδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τον καλούσε σε μια άλλη προετοιμασία, σε μια άλλη εκλογή. Ήτανε πια καιρός να βάλει τα χέρια πάνω στ’ άροτρο. Να βαφτιστεί και ν’ αφιερωθεί στον Χριστό. Τάχα τι άλλο ονειρευόταν και ποθούσε ανέκαθεν;

Οι τελευταίοι δισταγμοί -δισταγμοί που οφείλονταν όχι σε έλλειψη ζήλου αλλά σε ταπείνωση μεγάλη- κατανικήθηκαν από τις επιστολές της Μακρίνα;. Τα γράμματα αυτά, που έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο, έσπρωξαν τον Βασίλειο να πάρει την απόφαση. Δεν ήτανε απλές προτροπές. Είχανε πίσω κι ένα φωτεινό παράδειγμα. Γιατί η Μακρίνα, με την Εμμέλεια και τον νεαρό Πέτρο, είχαν μεταβάλει ένα χτήμα τους σε μοναστήρι και κόψει πλέον κάθε δεσμό με τον κόσμο.

Δεν ανέβαλε πια. Το βράδυ του Μεγάλου κατέβηκε στ’ αγιασμένα νερά του βαπτίσματος. Και πλημμυρισμένος από ανείπωτη χαρά, έβαλε το πόδι στην τεθλιμμένη αλλά τόσο ένδοξη οδό, που ανεβάζει τον άνθρωπο στον ουρανό. Σκόρπισε το μερίδιό του από την πατρική περιουσία στους φτωχούς και πήγε στην έρημο της Αιγύπτου, για να μαθητέψει κοντά στους ξακουστούς ασκητάδες της. Ύστερα από ένα χρόνο γύρισε κοντά στη μητέρα και την αδελφή του κι έφτιαξε σκήτη απέναντι από το δικό τους μοναστήρι.

Το τοπίο, όπου εμόναζε, μας το περιγράφει ο ίδιος σ’ ένα γράμμα προς τον Γρηγόριο. Από πάνω ορθωνόταν ένα δασωμένο βουνό. Μπροστά απλωνότανε κάμπος σαν πάνανθο χαλί. Κι ένα ποτάμι έκοβε στα δυο αυτό το χαλί. Η ανάσα της γης μοσκοβολούσε. Μυριάδες πουλιά, κρυμμένα στις φυλλωσιές, κελαηδούσανε ακατάπαυστα. Κανένας διαβάτης δεν πέρναγε από κει. Κάπου-κάπου μονάχα ξέπεφτε κανένας κυνηγός. Κι ο γλυκύτερος καρπός που έδρεπε ο Βασίλειος μέσα σ’ κείνη την παραδεισένια μοναξιά, ήτανε η ησυχία.

Η σκληραγωγία όπου υποβαλλότανε ήτανε αφάνταστη. Ελάχιστη τροφή τον συντηρούσε στη ζωή. Πλάγιαζε κατάχαμα. Κι είχε καλοκαίρι-χειμώνα το ίδιο ρούχο. «Δεν υπήρχε πλέον απάνω του σάρκα κι αίμα» μας πληροφορεί ο Γρηγόριος, που, θελγμένος από τις επιστολές του φίλου του, πήγε τέλος να τον συντροφέψει και να μοιρασθούν μαζί τις άγιες χάρες της άσκησης.

Ανάμεσα στ’ άλλα, ασχολούνταν εκεί με τη μελέτη του Ωριγένη. Μάζεψαν μάλιστα από τον ωκεανό των συγγραμμάτων τού μεγάλου εκείνου δασκάλου της Εκκλησίας τα ωραιότερα μαργαριτάρια κι έφτιαξαν μια συλλογή που την τιτλοφόρησαν «Φιλοκαλία». Επίσης, οδηγημένοι από το Άγιο Πνεύμα, και με την πείρα που είχαν στο μεταξύ, έγραψαν τους περίφημους μοναστικούς κανόνες, που επρόκειτο να καθιερωθούν σ’ όλη την Ορθοδοξία.

Μα η αλησμόνητη εκείνη περίοδος έκλεισε κάποτε απότομα. Ήρθε στιγμή, που η Εκκλησία χρειάσθηκε τον Βασίλειο. Κι εκείνος αναγκάσθηκε να βγει από την άγια μοναξιά, όπου έλπιζε να ζήσει για πάντα.

Το σκάφος της Εκκλησίας χειμαζότανε μέσα στη μανιασμένη φουρτούνα της αίρεσης. Η κακοδοξία του Αρείου ολοένα κι επικρατούσε. Ακόμα κι ο αυτοκράτορας Ουάλης, ακόμα κι επίσκοποι πολλοί, είχανε παγιδευτεί σ’ αυτή. Ο Ουάλης, φανατικά προσηλωμένος στην αίρεση, πάσχιζε να την επιβάλει με τη βία. Κι ο λαός, μένοντας αφώτιστος, ήτανε εύκολη λεία του ψεύδους. Ο Σατανάς, μετασχηματισμένος σε «άγγελο φωτός», αλώνιζε τις ψυχές.

Ανυπεράσπιστη η Ορθοδοξία, χρειαζόταν ανθρώπους να πολεμήσουνε γι’ αυτή. Ο επίσκοπος Ευσέβιος κάλεσε τον Βασίλειο στην Καισάρεια. Τον χειροτόνησε και τον πήρε σαν βοηθό. Από τους ουράνιους ενατενισμούς ο Βασίλειος κατέβηκε στον στίβο των αγώνων. Ήτανε ακριβώς εκείνος που έλειπε. Ο άφοβος και πάνοπλος μαχητής που σε τίποτε δεν θα υποχωρούσε, που θάπεφτε ακάθεκτος εναντίον της πλάνης και θα τη διέλυνε με τη λάμψη του λόγου και με τη φλόγα του ηρωισμού. Χρυσή μέλισσα της Εκκλησίας -όπως τον λέει ένα τροπάρι- κατατραυμάτισε με το κεντρί του θείου λόγου τη βλασφημία και θησαύρισε στους πιστούς τον γλυκασμό της αλήθειας.

Ιερέας και, μετά τον θάνατο του Ευσεβίου, επίσκοπος Καισαρείας, δεν λογάριασε κόπους για ν’ ανταποκριθεί στην καινούργια κλήση. Καθημερινά μιλούσε στον λαό. Με τη σάλπιγγα του κηρύγματος γκρέμισε τα τείχη της νοητής Ιεριχώ: της αίρεσης. Κι οικοδόμησε ξανά το ορθόδοξο πλήρωμα.

Οι ομιλίες του Βασιλείου δεν ήσαν ποτέ πρόχειρες. Αγρυπνούσε νύχτες ολάκερες για να τις ετοιμάσει. Φλογερές, αλλά και μελετημένες, είναι αριστουργήματα σύνθεσης και μορφής. Μας φαίνονται, σαν τις διαβάζουμε, σαν κεντήματα με λεπτά σχέδια. Ο Μέγας Φώτιος λέγει πως η φράση του Βασιλείου είναι πάντα άψογη.

Αλλά η αίρεση δεν στηριζότανε μονάχα στην απάτη. Φορούσε την αυτοκρατορική αλουργίδα, και το πέλμα της πίεζε τους πιστούς. Η Ορθοδοξία, κάτω από το βάρος των απειλών και των διώξεων, κόντευε να πάθει καθίζηση σ’ αναρίθμητες συνειδήσεις.

Εκεί όμως που αντί μαλακό χώμα συνάντησε τον βράχο, ήταν στην περίπτωση του ιεράρχη της Καισάρειας.

Κανένας άλλος δεν στάθηκε τόσο δυνατός σ’ εκείνη τη δεινή περίσταση, όσο αυτός. Όταν ο ύπαρχος Μόδεστος, σταλμένος από τον Ουάλη, ήρθε στην Καισάρεια και τον φώναξε σε απολογία εκείνος -μας διηγείται ο Γρηγόριος στον Επιτάφιο- πήγε όχι σαν σε δικαστήριο, αλλά σαν σε γιορτή. Ο Μόδεστος τον δέχτηκε με σηκωμένο φρύδι, παγερός. Κι όταν άνοιξε το στόμα, μπήκε αμέσως στην ουσία δίχως αβρές προεισαγωγές. Έσυρε μπροστά στα μάτια του Αγίου όλα τα φόβητρα. Αν δεν προσχωρούσε στην αίρεση, τον περίμενε δήμευση της περιουσίας, εξορία, βασανιστήρια, ακόμη κι ο θάνατος.

-Δεν φοβάμαι τίποτε απ’ αυτά, αποκρίθηκε εκείνος. Εμείς οι ποιμένες της Εκκλησίας είμαστε οι πραότεροι άνθρωποι, αλλά σαν κινδυνεύει η πίστη δεν ξέρουμε τι θα πει υποχώρηση. Δεν έχω άλλο βιός να μου πάρεις από τα τρίχινα αυτά ράκη που φοράω και λίγα βιβλία. Η εξορία δεν με πτοεί, πάροικος είμαι σε τούτον τον κόσμο. Τα βασανιστήρια δεν θα προλάβω να τα αισθανθώ· με το πρώτο χτύπημα η αδύνατη σάρκα θα υποκύψει. Όσο για τον θάνατο, αυτός είναι για μένα ευεργέτημα, γιατί βιάζομαι να βρεθώ μια ώρα αρχύτερα, κοντά στον Κύριό μου.

Κι’ όταν ο Μόδεστος απόρησε μπροστά σε τόση παρρησία και παρατήρησε πως δεν είχε ακούσει να μιλάει έτσι επίσκοπος, πήρε αυτή την ήρεμη απάντηση:

-Φαίνεται πως δεν βρέθηκες ως τώρα μπροστά σ’ αληθινό επίσκοπο.

Και πραγματικά, ο Βασίλειος στάθηκε ο πιο αληθινός επίσκοπος. Δεν περιορίσθηκε μονάχα στο να καταρτίζει πνευματικά το ποίμνιο. Είδε και τις υλικές ανάγκες που υπήρχανε σ’ αυτό. κανένα ποιμένας δεν ενδιαφέρθηκε τόσο καίρια για τη φτωχολογιά. Ένας άλλο άγιος είχε γράψει πως οι φτωχοί είναι ο πλούτος της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος τόννοιωθε βαθιά.

Το κολοσσιαίο φιλανθρωπικό έργο που ανάπτυξε, είναι η πιο περίτρανη απόδειξη. «Ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν», είπε ο Κύριος. Η καρδιά του ήτανε πάντα στραμμένη στους φτωχούς, στους αρρώστους, στα ορφανά, στις χήρες, στους απόκληρους. Καμιά έγνοια, καμιά θλίψη, κανένας κόπος δεν ήτανε πολύς γι αυτόν όταν επρόκειτο να τους συντρέξει.

Κάποια χρονιά έπεσε στην Καισάρεια μεγάλη πείνα. Τότε, μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες, παρουσιάσθηκε η αφορμή για να σχηματισθεί συστηματικότερα η κοινωνική εργασία του. Μάζεψε όλα τα θύματα του λιμού και τα περίθαλψε ανακαλύπτοντας με χίλια δυο μέσα τρόφιμα και φάρμακα. Έτσι, από το πρόχειρο εκείνο στρατόπεδο κοινωνικής μέριμνας, πήρε σάρκα και οστά, με τον καιρό, η ονομαστή «Βασιλειάς», σωστή ακρόπολη του ελέους, που στεφάνωσε το άλλο πνευματικό έργο του. Η ακρόπολη αυτή αποτελούνταν από τους πιο ποικίλους ναούς της φιλανθρωπίας: πτωχοκομεία, νοσηλευτήρια, ξενώνες, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.λ.π.

Η διακονία του Βασιλείου είχε πάρει πια το αποκορύφωμά της. Ήτανε τώρα πενήντα χρονών. Σχετικά νέος ακόμα. Μα ο οργανισμός του είχε ραγίσει ανεπανόρθωτα. Η υπερκόπωση τον τσάκισε. Κι έπεσε στο κρεβάτι ξαφνικά, με δυνατό πυρετό.

Όταν μαθεύτηκε η αρρώστια του ιεράρχη, τα πλήθη μαζεύθηκαν γύρω από την επισκοπή. Ένας ολάκερος λαός παραστάθηκε στις τελευταίες ώρες του Βασιλείου, μη ξεκολλώντας από κει. Στις εκκλησίες άρχισαν αγρυπνίες. Όλη η Καισάρεια αγωνιούσε και προσευχότανε.

Μα ο Χριστός ήτανε πλέον ανυπόμονος. Είχε φτάσει ο καιρός, αυτό το δέντρο που ίσκιωσε κι έθρεψε τόσους και τόσους χριστιανούς, να μεταφυτευθεί στο αιώνιο περιβόλι των ουρανών.

Ο Βασίλειος, διηγούνται, άφησε τον κόσμο προφέροντας τα λόγια του Χριστού: «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα».

Μ’ αυτή την ισόθεη φράση τέλειωσε την εποποιία της ζωής του, την 1 Ιανουαρίου του 379 μ.Χ.

[1] Εκείνο τον καιρό συνηθιζότανε να παίρνει ο γυιός τ’ όνομα του πατέρα.

Βασίλειος Πέντζας, Ο Μέγας Βασίλειος, Περιοδικό Κιβωτός, τόμος έτους 1952, σελ. 8-12.