Menu Close

Μέγας Βασίλειος, ο ασκητής επίσκοπος

Η μεγάλη σοφία του Μεγ. Βασιλείου σύντομα τον απομάκρυνε από τη φθαρτότητα των ματαίων, των περιττών και δευτερευόντων και τον οδήγησε ελεύθερα στην ευχάριστη αγορά του ευαγγελικού πολύτιμου μαργαρίτη, στην εντρύφηση της ησυχίου ζωής, με την συνεχή μελέτη των θείων λογίων, με την αέναη θερμή δέηση και προσευχή, με την άσκηση και την αγαθή αγωνία του αγώνος.

Η πλούσια μοναχοτρόφος Καππαδοκία και ο μοναχοστόλιστος Πόντος του έδωσαν την αγάπη εκείνη που κεντά τις καρδιές που επιθυμούν την ολόψυχη αφιέρωση στον Θεό. Η παράδοση πάντα επιδρά σημαντικά στις αγνές εφέσεις των ουρανότρωτων ανθρώπων. Ο πατέρας του, Βασίλειος και αυτός, και ιδιαίτερα η γιαγιά του Μακρίνα, θαυμάζονταν για την αρετή τους. Η Μακρίνα ήταν πιστή μαθήτρια του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού. Στους διωγμούς του Μαξιμίνου φιλοξενήθηκε με τον σύζυγό της στα δάση του Πόντου, που έγιναν ακροατές των προσευχών τους.

Η μητέρα του Μ. Βασιλείου, η Εμμέλεια, δεν υστερούσε σε θεοσέβεια και άσκηση. Ήταν θυγατέρα μάρτυρος και αδελφή του επισκόπου Γρηγορίου. Μητέρα εννέα τέκνων· τριών επισκόπων· Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου και Πέτρου και του μοναχού Ναυκρατίου και πέντε θυγατέρων, από τις οποίες διακρίθηκε για την οσιότητά της η Μακρίνα. Αγία οικογένεια!

Ο Μ. Βασίλειος γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια πριν το 330. Λεπτοκαμωμένος από μικρός ασπάσθηκε την ασθένεια και τον πόνο, που τον συνόδευαν πιστά κι αγόγγυστα σε όλη του τη ζωή και δράση. Συχνά παραπονείται για τις πυκνές του ασθένειες και τους δριμείς καππαδοκικούς χειμώνες. Τρεις γυναίκες τον επηρεάζουν αρκετά στη φιλόθεη πορεία του· η γιαγιά του, η μητέρα του κι η αδελφή του. Το ωραίο κτήμα του παρά τον Ίρη ποταμό στον Πόντο είναι ο πρώτος στίβος των ασκητικών παλαισμάτων. Ώρες δοσμένες όλες στην αγάπη του Θεού που ενδυνάμωναν την ψυχή του αυριανού ποιμένος και καθοδηγού.

Μέγας Βασίλειος, ο ασκητής

Στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου μετακομίζει η οικογένεια του Μ. Βασιλείου, συνάπτεται μια ιερή και μακρά φιλία μεταξύ των αγίων Βασιλείου και Γρηγορίου του Θεολόγου, του μεγάλου ασκητού του Πόντου. Στην Αθήνα όπου φοιτούν στο Πανεπιστήμιο δημιουργούν ένα πυρήνα μικρού κοινοβίου, όπου κοινά είναι τα μελετήματα, τα υπάρχοντα, η προσευχή και η ασκητικότητα, γύρω από το ναό, τη σχολή και το κελλί.

Επιστρέφοντας από τις σπουδές στην Αθήνα στην πατρίδα του βρίσκει στο κτήμα τους του Πόντου τη μητέρα του και την αδελφή του να έχουν συστήσει μοναστική αδελφότητα μαζί με άλλες ψυχές και πλησίον τους ν’ ασκητεύει ο αδελφός του Ναυκράτιος. Η αγάπη του Βασιλείου προς τον μοναχικό βίο δεν ήταν πρωτοφανέρωτη. Τώρα μάλλον μεγαλώνει και τον οδηγεί σε γνωστά μοναχικά κέντρα της Συρίας, των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, όπου συνδέεται μ’ ενάρετους μοναχούς. Ενθουσιάζεται περισσότερο από τους όρους του παχωμιανού μοναχισμού.

Τριαντάχρονος περίπου και χειροτονημένος διάκονος αναχωρεί για τη φίλη έρημο, μοιράζοντας ανοιχτόκαρδα το πιο μεγάλο μέρος της μεγάλης περιουσίας που είχε, στους φίλους και αδελφούς του φτωχούς. Ο Πόντος γίνεται ο αγαπητός χώρος των αγωνισμάτων του. Αγρυπνεί, προσεύχεται, μελετά, γράφει, συνομιλεί με τον συνασκητή του Γρηγόριο και θέτει τις βάσεις ενός καλά οργανωμένου μοναχικού βίου, δίχως ασκητικές ακρότητες και υπερβολές. Ως πρεσβύτερος επιστρέφει στην Καισάρεια, δίχως ποτέ να λησμονά την άσκηση και να εκφράζεται τολμηρά επαινετικά για τον μοναχισμό. Ο επίσκοπος Ευσέβιος φαίνεται να είναι δυσαρεστημένος και γι’ αυτή τη στάση του Βασιλείου. Ο Βασίλειος δεν αργεί και δεν φοβάται να επιστρέψει στον ουρανογείτονα Πόντο, όπου θεμελιώνει καλά τον μοναχισμό.

Μετά τον θάνατο του Ευσεβίου ο Βασίλειος εκλέγεται επίσκοπος το 370. Με μόνο πλούτο την αρετή του ενδιαφέρεται με τρυφερότητα στοργικού πατρός για τους φτωχούς, ανυπεράσπιστους, αναγκεμένους και καταφρονεμένους της επαρχίας του. Στις αντορθόδοξες αντιλήψεις της κρατικής εξουσίας δεν χάνει το θάρρος του άφοβα να δηλώσει τα ορθά και πρέποντα. Ως ασκητής επίσκοπος, ακτήμων και μονοχίτων, με μόνη περιουσία πλέον λίγα βιβλία, δεν τον κάμπτει η απειλή της εξορίας, των τιμωριών και των κινδύνων, αφού όλος έχει αφεθεί στον θεό. Με τη σοφία, διάκριση και γνώση που κατείχε αντιμετώπισε και τους πολλούς αιρετικούς.

Γνωστό έργο του Μ. Βασιλείου, έκφραση ζωηρή της αγάπης του προς τον Θεό και τον άνθρωπο, ήταν η δημιουργία της περίφημης Βασιλειάδος. Μια πολιτεία παρά την πολιτεία που η αγάπη κυριαρχούσε. Οι ανήμποροι φτωχοί, τα ορφανά, οι γέροντες, οι ασθενείς, οι άστεγοι, οι πεινασμένοι έβρισκαν ένδυμα, τροφή, στέγη, φάρμακα και κυρίως προστασία και αγάπη. Μεταξύ των αφιλοκερδώς υπηρετούντων στα βασιλειανά ιδρύματα ήταν και αρκετοί μοναχοί.

Ο πάντα ασκητικός και πάντα ασθενικός επίσκοπος δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται νυχθήμερα για τους πιστούς, στους οποίους αφιερώθηκε και οι οποίοι του αφοσιώθηκαν. Προσευχόμενος ο ασκητής επίσκοπος των ορέων και των πόλεων ανεπαύθη μέσα από τους πόνους των ασθενειών του μόλις 48 ετών γύρω από ένα πλήθος που θρηνούσε από ολόθερμη ευγνωμοσύνη.

Ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίσθηκε ως τέλειος μεταξύ των τελείων. Πλούσιος στη σοφία και την αρετή, ασκητής επίσκοπος, φιλάνθρωπος, συγγραφεύς, ιεραπόστολος, ιεροκήρυκας, πανεπιστήμων, ομολογητής, ταπεινός, πραγματικά μεγάλος. Πρακτικός, φιλοσοφημένος κι ακριβής ο λόγος του, καθάριος, λαγαρός και χαριτωμένος. Η συλλογή των ασκητικών του συγγραμμάτων είναι λαμπρή από κάθε άποψη. Αποτελείται από 13 αξιόλογα βιβλία, που απετέλεσαν αγαπητή δίαιτα των μοναχών.

Στα βασιλειανά ασκητικά κείμενα με τρόπο αριστοτεχνικό φανερώνεται η αγιογραφική βάση του μοναχισμού. Βασική προϋπόθεση της μοναχικής αφιερώσεως ο Μ. Βασίλειος θέτει την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, της οποίας αγάπης τίποτε δεν υπάρχει ωραιότερο και κατόπιν της υπακοής, ως ασφαλούς οδού προς την ταπείνωση και την τελείωση και της εγκράτειας. Η επιθυμία του ανθρώπου να ολοκληρωθεί στην αγάπη και στην αρετή οδηγεί στην πρόθυμη αφοσίωση στον Θεό.

Αρκετά των ασκητικών έργων του Μ. Βασιλείου συντάχθηκαν στην εράσμια ησυχία του Πόντου. Όπως έλεγε σύγχρονος Αγιορείτης Γέροντας· οι καλύτεροι θεολόγοι είναι τα βραχάκια της ερήμου! Εκεί λοιπόν στην ήρεμη ηρεμία, στην κηρύττουσα σιωπή, στο βίωμα, τη δέηση, την προσευχή, στο δάκρυ, στον βράχο, στο σπήλαιο, στα δάση του Πόντου, από το θεοκίνητο χέρι του γονυκλινούς Βασιλείου τέθηκαν οι οργανωτικές βάσεις ενός φιλάνθρωπου όσο φιλόθεου μοναχικού βίου που κατέστη αγιότεκνος και αγιοτρόφος. Στα πρώτα αυτά έργα του συνεργάτη είχε ο Βασίλειος τον συνασκητή του Γρηγόριο. Αργότερα βασιλειανοί μοναχοί, που κατοικούσαν στους τόπους των πρώτων αγώνων του, δέχθηκαν τους μοναχικούς του όρους, υποδείξεις και υποτυπώσεις.

Γενικώς τ’ ασκητικά βασιλειανά συγγράμματα, αρκετά των οποίων μεταφράσθηκαν σε αρκετές γλώσσες, ερμηνεύθηκαν κι απετέλεσαν αφορμή συγγραφής αξιόλογων εργασιών. Αναμφισβήτητα και δίκαια άσκησαν σημαντική επίδραση στην πορεία του μοναχισμού και των θεσμών του, οι οποίοι δυστυχώς πάντοτε και ακόμη και από αυτούς που πρέπει δεν είναι γνωστοί. Ο συγγραφέας τους ως μοναχός μεστός βιωμάτων και ασκητικών κατορθωμάτων διακρίνεται για την υψηλή πνευματική του καλλιέργεια, τη βαθυστόχαστη γνώση, τη θεοφώτιστη διάκριση, την ακρίβεια των αισθημάτων του, τη γλυκύτατη κι ευγενική φιλανθρωπία και φιλαδελφία του. Ο ερημίτης του Πόντου Βασίλειος κυρίως επαινεί, αγαπά και τιμά το κοινόβιο, το οποίο θεωρεί ασφαλέστερο για την άσκηση της αρετής της αγάπης και της ταπεινοφροσύνης. Ο μοναχισμός βέβαια γνώρισε και διατήρησε πολλές οδούς προς την τελειότητα κι όλες ανέδειξαν οσίους. Τις βάσεις του Μ. Βασιλείου ιδιαίτερα ασπάσθηκαν οι όσιοι Βενέδικτος, Θεόδωρος ο Στουδίτης και Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Τ’ αθωνικά κοινόβια κινούνται στους όρους του βασιλειανού μοναχισμού μέχρι σήμερα που ανθούν.

Ο Μ. Βασίλειος, όπως ασφαλώς όλοι οι άγιοι πατέρες, έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα, έπασχε τα θεία, δεν έκανε τον συγγραφέα, έγραφε από ανάγκη και μέσα από το βίωμα. Γράφει σ’ επιστολή του προς τον φίλο του Γρηγόριο τον Θεολόγο από τον Πόντο: Ο Θεός μου έδειξε τόπο που είναι στις προτιμήσεις μου για να βλέπω μπροστά μου στην πραγματικότητα αυτό που φανταζόμουνα… Για μένα ο γλυκύτερος καρπός του τόπου είναι η ησυχία, όχι γιατί απλά είναι απαλλαγμένος από τους θορύβους της πόλεως, αλλά γιατί δεν ελκύει κανένα…

Σε άλλη επιστολή του προς τον ίδιο θα γράψει: Ο νους του ανθρώπου όταν περισπάται από πολλές κοσμικές φροντίδες είναι αδύναμος ν’ αντικρύσει την αλήθεια… Αναχώρηση από τον κόσμο δεν σημαίνει απλά σωματική μετακίνηση από αυτόν, αλλ’ απομάκρυνση της ψυχής από την αγάπη προς το σώμα, τόσο ώστε να γίνει δίχως πόλη, δίχως σπίτι, δίχως φίλους, δίχως κτήματα, δίχως περιουσία, δίχως μέσα συντηρήσεως, δίχως επιχειρήσεις, δίχως κοινωνικές συναναστροφές, αμαθής κατά τα κοσμικά, έτοιμος να δεχθεί στην καρδιά του εντυπώσεις που γεννώνται από τη θεία διδασκαλία.

Ο Μ. Βασίλειος συχνά επαναλαμβάνει και τονίζει ιδιαίτερα στις εκατοντάδες των επιστολών του ότι αρχή καθάρσεως της ψυχής είναι η ησυχία, όπου εκεί ο νους συγκεντρώνεται στον εαυτό του και δεν διαχέεται και ανεβαίνει προς την έννοια του Θεού, κι ενοικεί ο Θεός στον άνθρωπο με το να τον έχει ιδρυμένο μέσα του με τη μνήμη του.

Είναι γεγονός ότι η ησυχία διδάσκει και ότι ο μοναχισμός είναι μία κοινωνία αγάπης ομοφρονούντων ανθρώπων εκτός κοινωνίας. Όπως παρατηρούμε και σε άλλους ασκητικούς πατέρες υπάρχει μέσα σ’ αυτή την ιδιότυπη ευαγγελική κοινωνία ένα άλλο πνεύμα, μιας λεπτής και ανώτερης ευγένειας, μιας άγνωστης υποχωρητικότητας, ανεκτικότητος και αλληλεγγύης. Ο Μ. Βασίλειος σε μία επιστολή του απευθυνόμενος σε μοναχούς δεν νομίζουμε ότι δεν διδάσκει και καθοδηγεί όλους τους πιστούς. Να μη φέρεται κανείς με αμάθεια στις συζητήσεις, να ρωτά αλλά χωρίς διάθεση εριστικότητος, να μη διακόπτει τον συνομιλητή του όταν λέει κάτι ωφέλιμο, ούτε να θέλει να παρεμβάλει επιδεικτικά τη γνώμη του, τηρώντας το ζύγιασμα λόγου και ακοής, να διδάσκεται δίχως να ντρέπεται και δίχως να φθονεί, να ’χει μέτριο τόνο στη φωνή, να προσέχει καλά κάτι πριν το πει, να είναι ευπροσήγορος και γλυκομίλητος, να μη γίνεταιευχάριστος με τους αστεϊσμούς, αλλά να διατηρεί τη χάρη με την ευγενική παραίνεση, να μην είναι τραχύς ποτέ, ακόμη κι αν πρέπει να επιτιμήσει, με τη μετριοφροσύνη και ταπεινοφροσύνη θα γίνει ευπρόσδεκτος. Το ταπεινό φρόνημα έχει χαμηλό βλέμμα, αλλά δίχως επιτήδευση, το βάδισμα ούτε νωθρό, ούτε πομπώδες.

Το ενδιαφέρον του Μ. Βασιλείου περιλαμβάνει τις μοναχές, τις κοινότητές τους και τα διάφορα προβλήματά τους. Γράφει προς μία παρθένο που είχε μια πτώση: «Θυμήσου τις αθόρυβες ημέρες, τις φωτισμένες νύχτες, τις πνευματικές ωδές, την αρμονική ψαλμωδία, τις άγιες προσευχές, την καθαρότητα του κελλιού, την εγκράτεια της τραπέζης και την αμόλυντη άνοδο», για να την κάνει να νοσταλγήσει την πρώτη αφιέρωσή της. Ο μεγάλος πατήρ δεν διστάζει να γίνει και αυστηρός προς μοναχές και μοναχούς όταν παρατηρεί να παρεκτρέπονται από την ισάγγελη πολιτεία και την πρόοδό της. Το ανύστακτο ενδιαφέρον του εξαπλώνεται φυσικά προς όλους τους πιστούς, στα προβλήματα των οποίων σκύβει με προσοχή κι αγάπη και δίνει λύσεις φωτισμένες.

Την εποχή του Μ. Βασιλείου ένα κύριο χαρακτηριστικό των μοναχών ήταν το ενθουσιαστικό στοιχείο, που πλούσια υπήρχε και σε όλους τους χριστιανούς των προηγουμένων αιώνων. Ο Βασίλειος προσπαθεί να επαναφέρει στον χριστιανικό κόσμο την ιερότητα του ενθουσιασμού από τις ανθηρές μοναστικές κοινότητες, ανδρικές και γυναικείες, και από τον χώρο των ασκητών θαυμάζει τους οσίους Αντώνιο και Παχώμιο και συνδυάζει το πνεύμα τους αρμονικά. Επιθυμεί δια του τρόπου της ζωής των μοναχών να εμπνεύσει στον λαό την ευαγγελική ζωή και να επαναφέρει την Εκκλησία στη ζωηρότητα της πλουσιόδωρης αγιοπνευματικής χάρης των αποστολικών χρόνων. Στο βασιλειανό κοινόβιο βασιλεύει η αίγλη και το θαύμα της πρώτης Εκκλησίας με την ακτημοσύνη, την κοινοκτημοσύνη, την αλληλοκατανόηση, την αγαστή συνεργασία και κοινωνία. Με τη χάρη του Χριστού οι ασκούμενοι καθαίρονται, φωτίζονται και θεώνονται, έτσι ώστε μέσα σε αυτό το ειρηνικό πέλαγος της ελευθερίας, που προέρχεται από την ταπείνωση και την αγάπη, να φανερώνεται η χαρά της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, σε μία κοινωνία ομοζύγων, ομοφρόνων, ομονοούντων και υμνούντων τον αληθινό Θεό, τον ελθόντα, τον ερχόμενο, τον προσδοκώμενο πάντοτε και τώρα.

Η τοποθέτηση του Μ. Βασιλέιου υπέρ του κοινοβίου είναι ασφαλώς σαφής και συχνά τονίζεται στις γραφές του. Τον ερημίτη θεωρεί δύσκολα να επιτυγχάνει τις ευαγγελικές προτροπές και να έχει πολλούς κινδύνους στη μόνωση. Απευθυνόμενος στον ασκητή λέγει: Ποιου θα νίψεις τα πόδια; Ποιον θα υπηρετήσεις; Ποιου θα είσαι τελευταίος όταν ζεις μόνος; Βέβαια τ’ ασκητικά έργα απαντούν ότι η θεωρία, η προσευχή, η ταπείνωση, η υπομονή η εμπειρία και η συνεχής άσκηση του ασκητού τον διατηρεί στην κατάσταση εκείνη της απαθείας και της ευλογημένης χάριτος. Στα τέλη του βίου του ο ερημίτης του Πόντου Βασίλειος δέχθηκε, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες της ασκητικής ζωής, την αξία της.

Γενικώς αυτό που παρατηρείται στη ζωή και τα έργα του Μ. βασιλείου είναι η βαθιά γνώση του μέτρου, η κατοχή της αρετής της διακρίσεως, ο ευγενής και νηφάλιος τρόπος ακόμη κι όταν γίνεται αυστηρός, η γνώση της Αγίας Γραφής, η δύναμη καταδύσεως στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και η ανάλυση των δυνατοτήτων, εφέσεων και διαθέσεών της. Μιλά με χάρη για το πλουσιόδωρο της λιτότητος, για το υπερήφανο της αντιλογίας, το απερίσπαστο της σεμνότητος, το επίμεμπτο της αδιακρισίας, το ασυνεπές της ανυπακοής, το περιφρονητικό της απείθειας και ασέβειας.

Στο σταθερά επαινούμενο βασιλειανό κοινόβιο, κατά τις ασκητικές διατάξεις του, κεντρική θέση έχει η ζωή της προσευχής, η τήρηση της καθαρότητος του νου από περιττούς λογισμούς, η πρέπουσα μόνο τιμή στο σώμα, η διατήρηση του αβάτου, η διακριτική εγκράτεια, η αποφυγή της αργίας, η ασχολία μόνο με τα αναγκαία, η προσοχή στις συναντήσεις και στις εξόδους από τον τόπο της ασκήσεως, το αφιλόδοξο σε όλες τις πράξεις, το απαραίτητο και μόνο των λόγων, ο στολισμός των αρετών. Και καταλήγει ο θεοφόρος πατήρ: Κανένας τρόπο ζωής μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορεί να βρεθεί πιο λαμπρός και μεγάλος και πιο ωραίος από αυτόν τον κατά Θεό βίο.

Σήμερα που καλλιεργείται ένα φιλομόναχο πνεύμα στις χριστιανικές κοινότητες χρειάζεται διάκριση, μελέτη και προσοχή. Ο Μ. Βασίλειος σοφά μετέφερε την ασκητική έρημο στην πόλη, όντας ο ίδιος πάντα ασκητής, και ως μοναχός και ως πρεσβύτερος και ως επίσκοπος.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, Μέγας Βασίλειος, ο ασκητής επίσκοπος, Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, αριθ. 1, 1-15 Ιανουαρίου 1997