Menu Close

Νέον έτος

Την 1η Ιανουαρίου εόρτασε η Εκκλησία μας την Περιτομή του Χριστού και την μνήμη του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Το διπλό αυτό εορτολογικό περιεχόμενο έχει μία λαμπρή εκπροσώπηση στην ακολουθία της ημέρας. Και δικαίως, γιατί η μεν περιτομή και ονοματοδοσία του Χριστού κατά την ογδόη ημέρα από της γεννήσεώς Του αποτελεί, όπως λέγαμε στην προηγούμενη εκπομπή, την βεβαίωση της σαρκώσεως και της προσλήψεως από τον Λόγο του Θεού της τελείας ανθρώπινης μορφής αναλλοιώτως και της εισόδου Του στον λαό του Θεού. Ο δε μέγας Βασίλειος είναι ο αληθινά μέγας ιεράρχης, που με την αγιότητα του βίου του, τα σοφά του συγγράμματα και την έξοχο δράση του ανεδείχθη Πατήρ και φωστήρ της Εκκλησίας του Χριστού, εφάμιλλο του οποίου δεν εγνώρισε ίσως άλλον ο χριστιανικός κόσμος. Και η δεσποτική εορτή της Περιτομής και η μνήμη του μεγάλου Βασιλείου περιττό να πούμε ότι δεν έχουν καμία σχέση προς την έναρξη του έτους, την πρωτοχρονιά. Η περιτομή ετέθη την 1η Ιανουαρίου, γιατί αυτή είναι η όγδοη ημέρα από τα Χριστούγεννα. Η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 συνέβη ο θάνατος, η κοίμησις επί το χριστιανικότερον, του αγίου Πατρός. Η σύνδεσις του δευτέρου προς την πρωτοχρονιά, τα δώρα, τα γλυκίσματα κ.λπ, έχει καθαρώς λαογραφικό χαρακτήρα.

Η Εκκλησία επισήμως φαίνεται σαν να αγνοεί την αλλαγή του έτους, τις πανηγύρεις και τις εκδηλώσεις που την συνοδεύουν, και σαν να ζει σ’ ένα άλλο δικό της κόσμο, που δεν επηρεάζεται από την αλλοίωση των φθαρτών και ρεόντων χρονικών συστημάτων του πρόσκαιρου αυτού κόσμου. Ομολογουμένως αυτό δεν θα ήταν ασύμφωνο προς τον υπερκόσμιο χαρακτήρα της λατρείας μας. Για τον άναρχο, αιώνιο και ατελεύτητο Θεό, ημέρες, μήνες και έτη δεν υπάρχουν. Χίλια έτη για Εκείνον είναι σαν την χθεσινή ημέρα που πέρασε και σαν ένα τρίωρο νυχτερινής φρουράς, κατά των Ψαλμωδό.[1] Ή, όπως συμπληρώνει ο απόστολος Πέτρος, «μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία».[2] Αυτήν ακριβώς την προσήλωση και την δουλική προσκόλληση στα «ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα» των κοσμικών υπολογισμών καταδικάζει και ο απόστολος Παύλος γράφοντας στους Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς. Φοβοῦμαι ὑμᾶς μὴ πως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς».[3]

Νέον έτος

Χωρίς όμως η Εκκλησία να αρνηθεί τον υπερκόσμιο χαρακτήρα της λατρείας της και χωρίς να δουλωθεί στους καιρούς του κόσμου τούτου, ήταν επόμενο και να μην μπορεί να παραβλέψει την διάκριση καιρών και ενιαυτών. Δεν είναι μόνο θείος οργανισμός, αλλά και ανθρώπινος. Δεν είναι μόνο υπερκόσμιος, αλλά και εγκόσμιος. Τέλειος τύπος συγκερασμού των δύο αυτών στοιχείων, της εδόθη από τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Όπως εκείνος ήταν «τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν Θεότητα καὶ ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», όπως οι δύο φύσεις ηνώθησαν στον Θεάνθρωπο Χριστό αρμονικά και αχώριστα, έτσι ακριβώς και η Εκκλησία, κατά το πρότυπο της κεφαλής της, διεμορφώθη σε θεανθρώπινο οργανισμό. Και η λατρεία της ακριβώς συνεκέρασε το θείο και το ανθρώπινο ατρέπτως και αχωρίστως και όπως δε ακριβώς η θεία φύσις στον Χριστό προσέλαβε και θέωσε και την ανθρώπινη, έτσι και η λατρεία της Εκκλησίας προσέλαβε και εξαγίασε τα σχήματα του κόσμου τούτου. Τα εξεχριστιάνισε, τα εθέωσε. Δεν τα απέρριψε ούτε τα συνέτριψε, όπως και ο Χριστός δεν απέρριψε ούτε κατέκαυσε με το πυρ της Θεότητος το οστράκινο σκεύος της ανθρωπίνης σαρκός που περιεβλήθει.

Την εφαρμογή των ανωτέρω ευρίσκομε και στο εορτολόγιο της Εκκλησίας. Όταν ακούστηκε στον κόσμο το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και συνεκροτήθει η Εκκλησία, δεν εφρόντισε να εφεύρει κανένα νέο ημερολόγιο, ούτε να επινοήσει νέες υπερκόσμιες χρονικές υποδιαιρέσεις. Στα μέρη όπου διεδόθει βρήκε πολλά συστήματα καταμέτρησης του χρόνου, διάφορα ημερολόγια. Τα υιοθέτησε και τα εξεχριστιάνισε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είδαμε στην αναδρομή που εκάμαμε κατά καιρούς στο λειτουργικό έτος. Τις ιερές ημέρες των ημερολογίων των Εβραίων και των ειδωλολατρών δεν τις κατήργησε· τις εβάπτισε εις Χριστόν και τις ενέδυσε τον Χριστόν, όπως και τους Εβραίους και τους ειδωλολάτρες. Η 14η τοι Νισάν, το Πάσχα των Εβραίων, η ανάμνηση της διαβάσεως της Ερυθράς Θαλάσσης, έγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις του Χριστού και όλων ημών μαζί Του εκ του θανάτου εις την ζωήν. Η εορτή της παραδόσεως του Νόμου και του θερισμού, η Πεντηκοστή, έγινε εορτή της καθόδου του αγίου Πνεύματος και της ενάρξεως του πνευματικού θερισμού. Το Σάββατο, η εβδομαδιαία εορτή της κατάπαυσης των έργων, έγινε Κυριακή, η εβδομαδιαία εορτή της αναστάσεως. Η 25η Δεκεμβρίου, ειδωλολατρική εορτή της γεννήσεως του ήλιου, έγινε εορτή της γεννήσεως του ηλίου της δικαιοσύνης, του Χριστού, κ.ο.κ.

Και η πρώτη του έτους; Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο πολύπλοκα, γι’ αυτό και η ιστορία του εκχριστιανισμού της πρωτοχρονιάς είναι μακρά και ανώμαλος. Ίσως όμως γι’ αυτό έχει και περισσότερο ενδιαφέρον. Δεν θα παρακολουθήσουμε όλον αυτόν τον λαβύρινθο. Και μόνο μία ματιά στο πλήθος και στην ποικιλία των ημερολογίων, που βρήκε ο Χριστιανισμός κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του, είναι ικανή να μας δημιουργήσει την εντύπωση βιβλικής Βαβέλ. Σχεδόν κάθε πόλις και περιοχή είχε το δικό της ημερολόγιο, που πολλές φορές και αυτό διεκρίνετο σε παλαιό και σε νέο. Αυτό κυρίως οφείλετο στην έλλειψη σταθερού κριτηρίου για τη μέτρηση του χρόνου, φυσικά και στην διάσπαση των λαών της γης. Ο ήλιος και η σελήνη και τα φυσικά φαινόμενα έδιδαν σε όλους τους λαούς τα μέτρα της διαιρέσεως του χρόνου. Το γράφει και η Γένεσις: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς».[4] Αλλ’ από του σημείου αυτού μέχρι του να υπάρξει κοινός τρόπος καταμέτρησης του χρόνου η απόστασις είναι μεγάλη. Το ηλιακό και το σεληνιακό έτος, η εναλλαγή των εποχών του έτους και των φάσεων της σελήνης, δεν μας δίνουν το ίδιο μέτρο. Ούτε ήταν εύκολος, ιδίως με τις αστρονομικές γνώσεις της εποχής, ο υπολογισμός με απόλυτη ακρίβεια της διάρκειας των περιόδων αυτών. Ας προστεθεί σ’ αυτά και η παράλογη πολλές φορές, ιδίως σε τέτοιου είδους θέματα, συντηρητικότης των ανθρώπων, που προτιμούν να μένουν προσκολλημένοι σε μία παλαιά, αποδεδειγμένως εσφαλμένη, μορφή, από φόβο προς το νέο και το άγνωστο. Ειδικότερα για την εκλογή της ημέρας της ενάρξεως του έτους το κριτήριο ήταν ακόμη περισσότερο ασταθές, ανάλογα με τις προϋποθέσεις που επικρατούσαν. Αν δηλαδή θα ελαμβάνετο ως αρχή το ηλιοστάσιο και ποιο από τα δύο, το θερινό ή το χειμερινό, αν η ισημερία και ποια από τις δύο, η εαρινή ή η φθινοπωρινή, αν οι εποχές του έτους και ποια από τις τέσσαρες, αν καμία θρησκευτική εορτή ή κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Όλοι αυτοί οι σταθμοί χρησιμοποιούνται ως αφετηρία του έτους στα επιμέρους τοπικά ημερολόγιο. Πολλές φορές έχουμε στο ίδιο ημερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά και νεωτέρα, θρησκευτική και πολιτική, κ.λπ.

Έτσι στην Ρώμη κατά το παλαιό ημερολόγιο του Νουμά Πομπηλίου αρχή του έτους ήταν η 1η Μαρτίου, του πρώτου μηνός της ανοίξεως. Από αυτό το ημερολόγιο διατηρούνται ακόμη τα ονόματα του εβδόμου, ογδόου, ενάτου και δεκάτου του μηνός (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, και Δεκέμβριος), καίτοι κατά το νεότερο ημερολόγιο η αρίθμηση τους είναι διαφορετική. Ο Ιούλιος Καίσαρ μεταρρύθμισε το ημερολόγιο του Νουμά το έτος 45 π.Χ. (Ιουλιανόν ημερολόγιον) και πρώτη του έτους καθορίσθει η 1η Ιανουαρίου. Η ημέρα αυτή εορτάζετο από τους εθνικούς με μεγάλη επισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχερά παιχνίδια, μέθες και όργια. Μερικά από τα έθιμα αυτά επιβίωσαν και στις χριστιανικές κοινωνίες, παρά την αντίδραση των Πατέρων και τις απαγορεύσεις των Συνόδων. Η 1η Ιανουαρίου πάντως παρέμεινε ως πρώτη του έτους στη Δύση και μετά την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού, αν και σε ορισμένα μέρη της ως πρώτη του έτους εθεωρείτο η 1η Μαρτίου, η παλαιά πρωτοχρονιά, τα Χριστούγεννα, ο Ευαγγελισμός ή το Πάσχα.

Στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα ημερολόγια και περισσότερες πρωτοχρονιές. Οι Εβραίοι ως πρώτο μήνα θεωρούσαν τον σεληνιακό μήνα Νισάν, τον πρώτο της ανοίξεως κατά την πανσέληνο του οποίου (14 Νισάν) εόρταζαν το Πάσχα. Αργότερα ως πρώτο μήνα όρισαν τον Τισρί, τον πρώτο σεληνιακό μήνα του Φθινοπώρου. Επί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπήρχαν οι δύο πρωτοχρονιές, η 1η του Νισάν και η 1η του Τισρί.

Τα περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ημερολόγια της Ανατολής, όπως της Μικράς Ασίας και της Εφέσου, της Κρήτης, της Κύπρου, της Βιθυνίας και της Ηλιουπόλεως της Συρίας, είχαν ως πρωτοχρονιά την ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας, την 24η Σεπτεμβρίου, ή την πλησιεστέρα προς αυτήν αρχή νέου μηνός, δηλαδή την 1η Οκτωβρίου, όπως τα ημερολόγια της Αντιόχειας και της Σελεύκειας της Συρίας. Η 23η Σεπτεμβρίου εν τω μεταξύ έγινε η εθνική εορτή του ρωμαϊκού κράτους γιατί ήταν η γενέθλιος ημέρα του Οκταβιανού Αυγούστου. Στην 23η λοιπόν του Σεπτεμβρίου μετετέθη από την 24η η πρώτη του έτους. Η 23η Σεπτεμβρίου ορίσθει το 312 μ.Χ. ως αρχή της Ινδίκτου ή της Ινδικτιώνος, δηλαδή της περιόδου του περί φόρου ρωμαϊκού διατάγματος, που ίσχυε για 15 έτη. Ίνδικτος βραδύτερον κατήντησε να σημαίνει και την περίοδο ενός έτους, αρχή δε της Ινδίκτου την πρωτοχρονιά. Αυτήν την πρωτοχρονιά της 23ης Σεπτεμβρίου εδέχθη κατά πρώτον και εξεχριστιάνισε και η Εκκλησία της Ανατολής. Σε αυτήν ετέθη το πρώτο γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας, η σύλληψη του Βαπτιστού. Από αυτήν ή την μετά από αυτήν Δευτέρα, άρχιζε η κατά συνέχειαν ανάγνωσις του Ευαγγελίου, από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, που εκτός από την σύλληψη του Βαπτιστού, μας αφηγείται και άλλα γεγονότα της αρχής της ιστορίας της Καινής Διαθήκης, που δεν μας διέσωσαν οι άλλοι ευαγγελιστές, όπως τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την επίσκεψη στην Ελισάβετ και την γέννηση του Προδρόμου. Το έτος 462 μ.Χ. μετετέθη η πρώτη του έτους στην 1η Σεπτεμβρίου για πρακτικούς λόγους και για να συμπίπτει πρώτη του έτους και πρώτη του μηνός. Η ημέρα αυτή ήταν στο εξής η αρχή της Ινδίκτου, η πρωτοχρονιά, καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο. Και αυτή καθηγιάσθη από την Εκκλησία.

Η ακολουθία της 1ης Σεπτεμβρίου, που περιέχεται σήμερα στα λειτουργικά μας βιβλία, αναφέρεται κατά μέγα μέρος στην πρώτη του έτους. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της λειτουργίας ελήφθη πάλι από τον ευαγγελιστή Λουκά, που περιγράφει την πρώτη δημόσια εμφάνιση του Κυρίου στη συναγωγή της Ναζαρέτ και το πρώτο Του κήρυγμα για τον «ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν».[5] Το τυπικό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του Ι΄ αιώνα προβλέπει λιτανεία «εἰς τὸν φόρον» και το Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης του ΙΕ΄ αιώνος λιτανεία ανά την πόλιν και αγιασμό υδάτων. Το τελευταίο αυτό μας διασώζει και τις αιτήσεις της εκτενούς, που ελέγοντο από τον αρχιερέα ή στο τέλος της λιτανείας: «Ὑπὲρ τῆς οἰκουμενικὴς καταστάσεως καὶ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…», «Ὑπὲρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ συντριβῆναι τὸν Σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ ἄσειστον καὶ ἄφλεκτον καὶ ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τὴν πόλιν ταύτην καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν…».

Όταν κατά τους νεότερους χρόνους η ρωμαϊκή πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου ήρθε και στην Ανατολή, η Εκκλησία για διάφορους λόγους δεν είχε πια την δύναμη να την αφομοιώσει και να την εκχριστιανίσει. Έμεινε προσκολλημένη στη μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στην αρχή της Ινδίκτου, την 1η Σεπτεμβρίου, σε μία ημέρα που δεν ήταν πια πρωτοχρονιά. Κατά την 1η Ιανουαρίου ακούγονται σήμερα στους ναούς μας λόγοι για την πρώτη του έτους κατά το κήρυγμα -και αυτό είναι μέρος της θείας λατρείας- και στο τέλος της λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ανάμικτη με δέηση για την ευλογία του νέου χρόνου, που έχει εισαχθεί κάπως εμβαλωματικά στο κατά τα άλλα άσχετο προς την πρώτη του έτους λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας. Ένα απαράμιλλου όμως κάλλους υμνογραφικό υλικό μένει ανεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω από τα ερείπια της παλαιάς πρωτοχρονιάς, της 1ης Σεπτεμβρίου. Από αυτό θα ανασύρουμε μερικά εκλεκτά τροπάρια: Το ιδιόμελο του πλ. β΄ ήχου, ποίημα του υμνογράφου Βυζαντίου, που ψάλλεται στο «Καὶ νῦν» των στιχηρών του εσπερινού· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Το πρώτο κάθισμα του πλ. δ΄ ήχου, προσόμοιον του «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον»· «Ὁ καιροὺς καρποφόρους…». Το πρώτο εξαποστειλάριο «Θεὲ θεῶν καὶ Κύριε…». Και τέλος το δεύτερο στιχηρό των αίνων, ιδιόμελο του δ΄ ήχου, ποίημα Ιωάννου μοναχού· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστὲ ὁ Θεός…». Και τα τέσσαρα αυτά τροπάρια, όπως και όλα τα άλλα της ημέρας εκείνης, είναι γεμάτα εμπιστοσύνη προς τον Θεό, τον δημιουργό και προνοητή του παντός· στα χέρια Του αφήνουν τους πόθους και τους φόβους του λαού Του· ζητούν να χαρίσει ο Θεός στον κόσμο Του την ειρήνη, να κατευθύνει τα έργα των χειρών των δούλων Του, να δώσει άφεσιν αμαρτιών και ευκαιρίες δοξολογίας του ονόματός Του και να ευλογήσει «τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του. Τί άλλα καλλίτερα και πληρέστερα αιτήματα θα μπορούσε να απευθύνει ο άνθρωπος στον Θεό κατά την ανατολή του νέου έτους;

«Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος,
ἄναρχε Λόγε καὶ Υἱέ,
ὁ πάντων ὁρατῶν καὶ ἀοράτων
συμπαντουργὸς καὶ συνδημιουργός,
τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ εὐλόγησον,
φυλάττων ἐν εἰρήνῃ
τῶν ὀρθοδόξων τὰ πλήθη,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου
καὶ πάντων τῶν Ἁγίων σου».

«Ὁ καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετούς
οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπὶ γῆς
καὶ νῦν προσδεχόμενος
τὰς αἰτήσεις τῶν δούλων σου,
ἀπὸ πάσης λύτρωσαι
ἀνάγκης τὴν πόλιν σου·
οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ γάρ σου
εἰς πάντα τὰ ἔργα σου.
Ὅθεν τὰς εἰσόδους
εὐλογῶν καὶ ἐξόδους,
τὰ ἔργα κατεύθυνον
ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν
καὶ πταισμάτων τὴν ἄφεσιν
δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός·
σὺ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ σύμπαντα,
ὡς δυνατὸς,
εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες».

Θεὲ θεῶν καὶ Κύριε,
τρισυπόστατε φύσις,
ἀπρόσιτε ἀΐδιε,
ἄκτιστε καὶ τῶν ὅλων
δημιουργὲ, παντοκράτορ,
σοὶ προσπίπτομεν πάντες
καὶ σὲ καθικετεύομεν·
Τὸ παρόν ἔτος τοῦτο,
ὡς ἀγαθός,
εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ
τους βασιλεῖς καὶ ἅπαντα
τὸν λαόν σου, οἰκτίρμον».

Ἡ βασιλεία σου, Χριστὲ ὁ Θεός,
βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων
καὶ ἡ δεσποτεία σου
ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ·
πάντα γὰρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας,
καιροὺς ἡμῖν καὶ χρόνους προθέμενος·
διὸ εὐχαριστοῦντες κατὰ πάντα
καὶ διὰ πάντα βοῶμεν·
Εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ
τῆς χρηστότητός σου
καὶ καταξίωσον ἡμᾶς
ἀκατακρίτως βοᾶν σοι·
Κύριε δόξα σοι».

(2 Ιανουαρίου 1971)

[1] Ψαλμ. 89, 4.

[2] Β΄ Πέτρ. 3, 8.

[3] Γαλάτ. 4, 10.

[4] Γενέσ. 1, 14

[5] Λουκ. 4, 16 εξ.

Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1997