Menu Close

8/2/2022

Καὶ εἰς ἕνα Κύριον, Ἰησοῦν Χριστὸν

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της γεννήσεως του χριστιανισμού, η λέξη ή ο τίτλος Κύριος σήμαινε έναν ηγέτη προικισμένο με θεία εξουσία και δύναμη, που είχε σταλεί από τον Θεό, εν ονόματι του Θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κράτησαν αυτόν τον τίτλο για τους εαυτούς τους, για να υπογραμμίσουν τη θεία πηγή της εξουσίας τους.

Ήταν ακριβώς αυτός ο αυτοκρατορικός τίτλος που οι χριστιανοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν. Μη φοβούμενοι ούτε το θάνατο ούτε το διωγμό, βεβαίωναν πως ο κόσμος έχει ένα μόνο Κύριο, ένα φορέα θείας εξουσίας και πως αυτός ο Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την άρνηση αυτή, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εδίωκε τους χριστιανούς για περισσότερο από διακόσια χρόνια. Όμως ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο η εξήγηση της χριστιανικής πίστεως στον Χριστό ξεκινά με τη λέξη Κύριος.

«Πιστεύω εἰς ἕνα Κύριον, Ἰησοῦν Χριστὸν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν μονογενῆ…». Λέγοντας αυτά τα λόγια βρισκόμαστε αμέσως στην ίδια την καρδιά του χριστιανισμού, στην ιδιαιτερότητα του. Η πίστη στον ένα Θεό είναι θεμελιακή σε όλες τις μεγάλες θρησκείες: στο Ισλάμ, στον Ιουδαϊσμό και σ’ αυτόν τον αλλόκοτο «θεϊσμό» – με άλλα λόγια είναι η αναγνώριση πως η καταγωγή της ζωής προέρχεται από ένα υπερβατικό θείο Ον, αναγνώριση που την μοιράζονται εκατομμύρια άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο και που δεν θεωρούν τον εαυτό τους μέλος οποιασδήποτε ιστορικής ή παραδοσιακής θρησκείας.

Ο χριστιανισμός διαφέρει απ’ όλες αυτές τις θρησκείες στο ότι, ενώ ομολογεί τον καθαρό μονοθεϊσμό, δηλ. την πίστη σε ένα Θεό, έχει οδηγηθεί απ’ αυτήν ακριβώς την πίστη στον Χριστό, στον Άνθρωπο που το όνομά του είναι Ιησούς, που έζησε στην Παλαιστίνη περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν και που η ζωή του -η εμφάνιση, η διδασκαλία και ο θάνατός του- περιγράφεται και καταγράφεται στο βιβλίο που καλείται Ευαγγέλιο (το χαρμόσυνο άγγελμα στα ελληνικά), που συντάχθηκε από τους τέσσερις Ευαγγελιστές: τον Ματθαίο, τον Μάρκο, τον Λουκά και τον Ιωάννη.

Χριστός. Λέγοντας αυτή τη λέξη συνήθως συνδυάζουμε δύο ονόματα: Ιησούς Χριστός και λησμονούμε πως ενώ το πρώτο όνομα -Ιησούς- είναι στην πραγματικότητα ένα ανθρώπινο όνομα κοινότατο στην Παλαιστίνη εκείνη την εποχή, το δεύτερο όνομα -Χριστός- είναι ένας τίτλος που σημαίνει τον «Κεχρισμένο» και αποτελεί μετάφραση του αρχαίου εβραϊκού Μεσσίας. Η προφητεία πως ο Θεός θα στείλει τον Μεσσία στον κόσμο διαπερνά τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτός είναι ο κεχρισμένος, ο Άνθρωπος τον οποίο ο Θεός θα ενδύσει με θεία εξουσία, που θα τον γεμίσει με το Άγιό Του Πνεύμα και που θα τον στείλει για να κηρύξει το θέλημα Του στους ανθρώπους, για να τους σώσει από την αμαρτία και το κακό, για να τους ενώσει παντοτινά με τον εαυτό Του. Όπως ακριβώς οι βασιλιάδες και οι προφήτες χρίονταν με λάδι ως σύμβολο πνευματικής δυνάμεως, έτσι επίσης και αυτός ο θείος αγγελιαφόρος δεν μπορεί παρά να είναι ο Μεσσίας. Η προσμονή του Μεσσία ήταν ιδιαίτερα έντονη ακριβώς κατά τη διάρκεια της εποχής που περιγράφεται στα Ευαγγελία. Η πρώτη ευαγγελική βεβαίωση είναι ακριβώς αυτή: πως ο άνθρωπος Ιησούς, που είχε αρχίσει το κήρυγμα του στην Παλαιστίνη, είναι πράγματι ο Μεσσίας, ο Κεχρισμένος του Θεού, ο Χριστός. Εκείνος που προσδοκούσαν όλοι οι προφήτες, Εκείνος που για τον ερχομό Του προσεύχονταν και που την έλευσή Του διακήρυξαν, έχει έλθει. Ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο Χριστός. Αυτή λοιπόν είναι η αρχή της χριστιανικής πίστεως.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Πιστεύω, Ακρίτας, Αθήνα, 2003