Menu Close

12/10/2021

Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου

Το δεύτερο αίτημα της Κυριακής Προσευχής είναι: ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου. Όπως και με το πρώτο αίτημα, πρέπει να ρωτήσουμε ποιο νόημα αποδίδει σ’ αυτά τα λόγια ένας πιστός χριστιανός, σε τι κατευθύνει τη συνείδησή του, την ελπίδα του, την επιθυμία του. Φοβούμαι ότι, όπως και με το πρώτο αίτημα, τούτο το ερώτημα είναι εξίσου δύσκολο να απαντηθεί.

Στις απαρχές του χριστιανισμού, το νόημα αυτού του αιτήματος ήταν απλό, ή ακριβέστερα μπορεί να πει κανείς ότι ενσάρκωνε και εξέφραζε το ουσιώδες της χριστιανικής πίστης και αγάπης. Γιατί αρκεί να διαβάσεις τα ευαγγέλια μια φορά, για να πεισθείς ότι η διδασκαλία για τη Βασιλεία του Θεού βρίσκεται στην ίδια την καρδιά του κηρύγματος και της διδασκαλίας του Χριστού. Ο Χριστός ήρθε να κηρύξει το ευαγγέλιο της Βασιλείας, λέγοντας: μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Μτ., 4, 17). Σχεδόν όλες οι παραβολές του Χριστού αφορούν τη βασιλεία. Ο Χριστός τη συγκρίνει με το θησαυρό για τον οποίο ο άνθρωπος πουλά όλα τα υπάρχοντά του· με το σπόρο απ’ όπου φυτρώνει ένα τεράστιο δέντρο· με το προζύμι που ζυμώνει όλο το ζυμάρι.

Παντού ακούμε αυτή τη μυστική αλλά και δελεαστική υπόσχεση, αυτή την αναγγελία, αυτή την πρόσκληση στη βασιλεία του Θεού. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (Μτ. 6, 33), ώστε να γίνετε υἱοὶ τῆς βασιλείας (Μτ. 13, 38). Έτσι, το πιο εκπληκτικό γεγονός στη μακρά ιστορία του χριστιανισμού είναι ίσως ότι η καρδιά και το κεντρικό νόημα, ο ίδιος ο πυρήνας του ευαγγελικού μηνύματος μας παρουσιάζεται τώρα ως ένα νέο αίνιγμα, που η απάντησή του χάθηκε στην πορεία. Αλλά πώς πρέπει να προσευχόμαστε για τη βασιλεία του Θεού, πώς πρέπει να λέμε στον Θεό και τον εαυτό μας ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, αν στην πραγματικότητα αυτές οι λέξεις μας διαφεύγουν;

Η δυσκολία εδώ έγκειται στο γεγονός ότι το ίδιο το Ευαγγέλιο φαίνεται να προσδίδει στη βασιλεία μια διπλή σημασία. Από τη μια πλευρά φαίνεται να αναφέρεται στο μέλλον, στο τέλος, στο επέκεινα· φαίνεται να αναφέρεται σ᾽ αυτό για το οποίο οι αντίπαλοί του, οι άθεοι, πάντοτε εγκαλούσαν το χριστιανισμό – ότι ο χριστιανισμός παρουσιάζεται να έχει ως κέντρο βάρους του κάποιον άλλο, αόρατο κόσμο πέραν του τάφου, και συνεπώς παραμένει ασυγκίνητος από το κακό και την αδικία σ᾽ αυτό τον κόσμο, ότι ο χριστιανισμός είναι απλώς μια θρησκεία ενός άλλου κόσμου. Αν είν’ έτσι τα πράγματα, τότε το αίτημα ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου είναι προσευχή υπέρ της συντέλειας του κόσμου, υπέρ της εξαφάνισής του, προσευχή ειδικά για την επίσπευση ακριβώς αυτού του απόμακρου κόσμου πέραν του τάφου.

Αλλά τότε γιατί λέει ο Χριστός ότι η βασιλεία έφτασε, και στις ερωτήσεις των μαθητών του απαντάει ότι, η βασιλεία είναι ανάμεσά τους και εντός τους; Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη βασιλεία απλώς με όρους ενός αλλιώτικου, μελλοντικού κόσμου που θα έρθει μετά από ένα καταστροφικό τέλος και τον εκμηδενισμό του γήινου κόσμου;

Εδώ είναι που προσεγγίζουμε το κεντρικό ζήτημα. Διότι αν πάψαμε να κατανοούμε το ευαγγέλιο της βασιλείας και δεν γνωρίζουμε πλέον πως να προσευχόμαστε όταν λέμε τα λόγια της Κυριακής Προσευχής ἐλθέτω η βασιλεία Σου, αυτό συμβαίνει διότι δεν τα ακούμε πια στην πληρότητά τους. Πάντοτε ξεκινάμε με τον εαυτό μας, με ερωτήματα για τον εαυτό μας, μια και ακόμα και ο καλούμενος «πιστός» πολύ συχνά ενδιαφέρεται για τη θρησκεία στο βαθμό που αυτή απαντά σε ερωτήσεις που αφορούν τον ίδιο: είναι αθάνατη η ψυχή μου, τελειώνουν τα πάντα με το θάνατο ή υπάρχει τυχόν κάτι εκεί, πέρα από αυτό το φοβερό και μυστηριώδες άλμα στο άγνωστο;

Όμως το Ευαγγέλιο δεν μιλά για τέτοια πράγματα. Ονομάζει «βασιλεία» τη συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό, τον Θεό που είναι η πληρότητα της ζωής και η ίδια η ζωή κάθε ζωής, που είναι φως, αγάπη, γνώση, σοφία, αιωνιότητα. Μας λέει ότι η βασιλεία έρχεται και αρχίζει όταν κανείς συναντιέται με τον Θεό, τον αναγνωρίζει και προσφέρει τον εαυτό του σ’ Αυτόν με αγάπη και χαρά. Λέει ότι η βασιλεία του Θεού έρχεται όταν η ζωή μου είναι γεμάτη ως επάνω με αυτό το φως, με αυτή τη γνώση, με αυτή τη χαρά. Και τελικά λέει για το πρόσωπο που βίωσε αυτή τη συνάντηση και γέμισε τη ζωή του με αυτή τη θεία ζωή ότι τα πάντα, ακόμα κι ο θάνατός του, αποκαλύπτονται κάτω από νέο φως, γιατί αυτό που συναντά, αυτό με το οποίο γεμίζει τη ζωή του εδώ και τώρα, σήμερα, είναι η ίδια η αιωνιότητα, που είναι ο ίδιος ο Θεός.

Πράγματι, για τι προσευχόμαστε όταν προφέρουμε αυτές τις απολύτως μοναδικές λέξεις ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου; Πάνω απ’ όλα, φυσικά, προσευχόμαστε ώστε η συνάντηση να λάβει χώρα τώρα, εδώ, στις παροντικές συνθήκες, ώστε στην εγκόσμια και δύσκολη ζωή μου να μπορέσω τυχόν να ακούσω τα λόγια «η βασιλεία είναι κοντά σου», και η ζωή μου να γεμίσει με τη δύναμη και το φως της βασιλείας, με τη δύναμη και το φως της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. Επιπλέον επιθυμούμε ολόκληρος ο κόσμος, που ολοφάνερα παραμένει μέσα στο κακό και στη λαχτάρα, στο φόβο και την πάλη, να δει, και να λάβει αυτό το φως, που εισήλθε στον κόσμο κάπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν, όταν στις παρυφές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ακούστηκε εκείνη η μοναχική αλλά στιβαρή φωνή: μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανών (Μτ. 3,2). Προσευχόμαστε ακόμα να μας βοηθήσει ο Θεός να μην προδώσουμε αυτή τη βασιλεία, να μην απομακρυνόμαστε από κοντά της, να μη βυθιστούμε στο αδηφάγο σκοτάδι και, τελικά, να έρθει ἐν δόξῃ η βασιλεία του Θεού, όπως λέει ο Χριστός.

Ναι, ο χριστιανισμός πάντοτε περιλαμβάνει την προσδοκία του μέλλοντος, την προσδοκία του αγαπημένου, την ελπίδα για την τελική αποκάλυψη σε γη και ουρανό: ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν (Α΄ Κορ. 15, 28), ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου. Κατά μια έννοια δεν είναι καν προσευχή, είναι μάλλον ο χτύπος της καρδιάς του καθενός που τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τον είδε, ένιωσε, αγάπησε το φως και τη χαρά της βασιλείας του Θεού και που γνωρίζει ότι είναι η αρχή, η ικανοποίηση και η εκπλήρωση για καθετί που ζει.

Αλεξάντερ Σμέμαν, Πάτερ ημών, μετάφραση Ιωάννης Λάππας, Αθήνα, Μαΐστρος, 2003.