Menu Close

23/7/2020

Η θεολογία της λατρείας

«Το σημαντικότερο πράγμα», λέγει ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, «είναι να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό με τον νου στην καρδιά, και να συνεχίσουμε να στεκόμαστε μπροστά Του ακατάπαυστα ημέρα και νύχτα, μέχρι το τέλος της ζωής μας».[1]

Στον συνοπτικό αλλά εμπνευσμένο αυτόν ορισμό της λατρείας, ο άγιος Θεοφάνης υπογραμμίζει τρία πράγματα:

– πρώτον, η βασική ουσία της λατρείας είναι: να στέκεσαι μπροστά στον Θεό.

– δεύτερον, οι λειτουργίες με τις οποίες ο άνθρωπος προσφέρει τη λατρεία: με τον νου στην καρδιά.

– τρίτον, ο χρόνος ο κατάλληλος για τη λατρεία: ακατάπαυστα ημέρα και νύχτα, μέχρι το τέλος της ζωής μας.

Στέκοντας μπροστά στον Θεό

Κατ’ αρχάς, για να λατρεύσει κάποιος ή να προσευχηθεί, πρέπει να σταθεί μπροστά στον Θεό. Ας εξετάσουμε την ευρύτητα του ορισμού του αγίου Θεοφάνη. Προσευχή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη να ζητάμε κάτι από τον Θεό· δεν χρειάζεται καν να χρησιμοποιούμε λέξεις, επειδή συχνά η βαθύτερη και πιο δυνατή απ’ όλες τις προσευχές είναι απλώς να περιμένουμε τον Θεό σιωπηλά. Αλλά είτε λατρεύουμε με λέξεις, μέσω συμβολικών και μυσταγωγικών πράξεων, είτε σιωπηλά, πάντα η βασική στάση μας είναι η ίδια: στεκόμαστε μπροστά στον Θεό.

Στέκοντας μπροστά στον Θεό: τούτο σημαίνει πως η λατρεία είναι μια συνάντηση μεταξύ προσώπων. Ο σκοπός της λατρείας δεν είναι απλώς να προκληθούν συναισθήματα και να δημιουργηθούν ορθές ηθικές στάσεις, αλλά να εισέλθουμε σε μια άμεση και προσωπική σχέση με τον Τριαδικό Θεό. «Όπως ένας φίλος μιλά με τον φίλο του», γράφει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «μιλάμε με τον Θεό, και με τόλμη στεκόμαστε μπροστά σ’ Εκείνον που κατοικεί σε φως απρόσιτο».[2] Εδώ ο άγιος Συμεών υποδεικνύει εν συντομία τους δύο πόλους της χριστιανικής λατρείας, τις δύο αντιτιθέμενες όψεις αυτής της προσωπικής σχέσης: ο Θεός «κατοικεί σε φως απρόσιτο», ενώ εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να Τον πλησιάσουμε «με τόλμη» και να του μιλήσουμε «όπως ένας φίλος μιλά στον φίλο του». Ο Θεός είναι πέρα από την ύπαρξη, άπειρα απόμακρος, ακατάληπτος, «ὅλως Ἕτερος», mysterium tremendum et fascinans. Όμως αυτός, ο υπερβατικός Θεός είναι συγχρόνως ένας Θεός της προσωπικής αγάπης, εξαιρετικά κοντά, γύρω μας και μέσα μας, «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν» (προσευχή στο Άγιο Πνεύμα).

Στη λατρεία, λοιπόν, ο χριστιανός στέκεται μπροστά στον Θεό με μια διπλή στάση, έχοντας συνείδηση της «εγγύτητας αλλά και της ετερότητας του Αιώνιου», για να χρησιμοποιήσω τη φράση μιας αγγλικανής συγγραφέως, που είχε μια βαθιά αγάπη για την Ορθοδοξία, της Evelyn Underhill.[3] Ο πιστός, καθώς προσεύχεται, νιώθει ταυτόχρονα το έλεος και την κρίση του Θεού, την καλοσύνη και την αυστηρότητά Του (Ψαλμ. 100 [101]. 1· Ρωμ. 11,22). Μέχρι τέλους της επίγειας ζωής μας στεκόμαστε πάντα ανάμεσα στη βεβαιότητα και στο δέος· κατά τον άγιο Αμβρόσιο, στάρετς της Όπτινα, «ανάμεσα στην ελπίδα και στον φόβο». Αυτή η διπλή στάση είναι εντυπωσιακά εμφανής στις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες με τον καλύτερο τρόπο πετυχαίνουν να συνδυάσουν τις δύο ιδιότητες, του μυστηρίου και της έλλειψης τυπικότητας· για να αναφερθούμε ακόμη μια φορά στην Evelyn Underhill, «… με τόσο βαθιά αίσθηση του Υπερβατικού, αλλά και με τόσο παιδική εμπιστοσύνη στην προσέγγισή του».[4]

Στα λειτουργικά κείμενα της χριστιανικής Ανατολής, αυτά τα αντιτιθέμενα αισθήματα της ελπίδας και του φόβου, της εμπιστοσύνης και του δέους, στέκονται συνεχώς πλάι-πλάι. Τα Τίμια Δώρα είναι «τα ζωηφόρα και φοβερά μυστήρια». Καλώντας τον λαό να πλησιάσει το άγιο ποτήριο, ο ιερέας λέγει: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης, προσέλθετε» – ο φόβος και η εμπιστοσύνη της αγάπης πηγαίνουν χέρι-χέρι. Σε μια ευχή της «ακολουθίας της Θείας Μεταλήψεως» που αποδίδεται στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, λέμε:

Χαίρων τε καὶ τρέμων ἅμα,
τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνω,
χόρτος ὤν, καί, ξένον θαῦμα!
δροσιζόμενος ἀφράστως,
ὥσπερουν ἡ βάτος πάλαι,
ἡ ἀφλέκτως καιομένη.

«Χαίρων τε καὶ τρέμων ἅμα»: αυτή ακριβώς πρέπει να είναι η στάση μας καθώς στεκόμαστε μπροστά στον Θεό. Η λατρεία μας πρέπει να χαρακτηρίζεται από μία ζωηρή αίσθηση σεβασμού και κατάνυξης, γιατί είναι φοβερό να πέσει κάποιος στα χέρια του ζωντανού Θεού (Εβρ. 10,31), όπως και από ένα αίσθημα οικειότητας και στοργικής απλότητας, γιατί ο ζωντανός τούτος Θεός είναι ο αδελφός και ο φίλος μας. Καθώς λατρεύουμε, είμαστε δούλοι μπροστά στον θρόνο του Βασιλέα των Ουρανών, αλλά και παιδιά που χαίρονται που βρίσκονται στο σπίτι του πατέρα τους. Τα δάκρυα που χύνουμε καθώς πλησιάζουμε τη Θεία Κοινωνία είναι συγχρόνως δάκρυα μετανοίας, καθώς σκεφτόμαστε την αναξιότητά μας –«χόρτος ὤν»- και δάκρυα χαράς, καθώς συλλογιζόμαστε τη φιλεύσπλαχνη συμπόνια του Θεού. «Τοῖς γὰρ γευσαμένοις ἐκείνης τῆς δωρεᾶς», διατείνονται οι Ομιλίες του Μακαρίου, «τὰ ἀμφότερα σύνεστι, χαρὰ καὶ παράκλησις, τρόμος καὶ φόβος καὶ πένθος».[5] Και τα δύο αυτά συναισθήματα πρέπει να χαρακτηρίζουν ταυτόχρονα τη λατρεία μας, αν είναι να στεκόμαστε σωστά μπροστά στη θεία Παρουσία.

Με τον νου στην καρδιά

Έπειτα, το να προσευχόμαστε και να λατρεύουμε σημαίνει να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό με τον νου στην καρδιά. Εδώ, ωστόσο, χρειάζεται προσοχή. Όταν ο άγιος Θεοφάνης -και η ορθόδοξη Παράδοση γενικά- χρησιμοποιούν αυτές τις δύο λέξεις, «νους» και «καρδιά», τις χρησιμοποιούν από μία άποψη σημαντικά διαφορετική από αυτήν που συνήθως τις αποδίδουμε στη σύγχρονη Δύση. Με τον όρο «νους» δεν εννοείται μόνο η πρωταρχική, η λογική Λειτουργία του μυαλού, με τη δύναμη της επαγωγικής σκέψης, αλλά επίσης, και πολύ πιο ουσιαστικά, η δύναμη να συλλαμβάνεται η θρησκευτική αλήθεια μέσα από την άμεση διαίσθηση και το στοχαστικό όραμα. Δεν σημαίνει πως αποκηρύσσεται η λογική ή καταστέλλεται, επειδή είναι κι αυτή μια ικανότητα που μας δόθηκε από τον Θεό, αλλά δεν είναι η κύρια ή η ύψιστη ικανότητα που κατέχουμε, και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στη λατρεία μας όπου αυτή υπερβαίνεται.

Ανάλογη προσοχή απαιτείται όταν ερμηνεύουμε τη λέξη «καρδιά». Όταν ο άγιος Θεοφάνης -και η ορθόδοξη πνευματική Παράδοση γενικά- μιλούν για την καρδιά, αντιλαμβάνονται τη λέξη υπό τη σημιτική και βιβλική έννοια, η οποία δεν υποδηλώνει μόνο τα συναισθήματα και τις ευαισθησίες, αλλά το πρωταρχικό κέντρο της ανθρώπινης οντότητας. Η καρδιά δηλώνει τον βαθύ εαυτό. Είναι η έδρα της σοφίας και της κατανόησης, ο τόπος όπου παίρνουμε τις ηθικές αποφάσεις, το εσωτερικό ιερό στο οποίο βιώνουμε τη θεία Χάρη και την ενοικούσα παρουσία της Αγίας Τριάδος. Δηλώνει το ανθρώπινο πρόσωπο ως «πνευματικό υποκείμενο», δημιουργημένο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.[6]

Το να μιλάμε, λοιπόν, όπως ο άγιος Θεοφάνης, για τη στάση μας μπροστά στον Θεό «με τον νου στην καρδιά», σημαίνει πως πρέπει να Τον λατρεύουμε με το σύνολο της ανθρώπινης οντότητάς μας. Οι λογικές ικανότητες δεν απορρίπτονται σε καμιά περίπτωση, επειδή είμαστε λογικά πλάσματα -ο άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αποκαλεί «λογικά πρόβατα»[7]– και επομένως η λατρεία μας πρέπει να είναι «λογική λατρεία» (Ρωμ. 12, 1). Παρομοίως, δεν πρέπει να αποκλείονται τα συναισθήματα και οι ευαισθησίες μας από τη λατρεία, γιατί κι αυτά αποτελούν κομμάτι της οντότητάς μας. Την προσευχή μας πρέπει να εμπνέει ο έρως, ο έντονος και διακαής πόθος για τον Θεό, ώστε η λατρεία μας να γίνεται αληθινά μια έκφραση «ερωτικής έκστασης», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.[8] Αλλά ο λόγος και ο έρως, δηλαδή η λογική, τα συναισθήματα και οι ευαισθησίες, πρέπει να συνδυαστούν με τα άλλα στρώματα της προσωπικότητάς μας, και όλα μαζί να ενσωματωθούν σε μια ζωντανή ενότητα, στο επίπεδο του βαθέος εαυτού (ταμείου) της καρδιάς. Η εμπειρία του Θεού, για να αναφέρω πάλι την Evelyn Underhill, «διαχέεται από το πεδίο της συνείδησης, για να μεταμορφώσει και να φέρει στη συνολική πράξη της λατρείας τα βαθιά ενστικτώδη επίπεδα του νου».[9] Η λατρεία μας πρέπει να εμπεριέχει τα πάντα.

«Με τον νου στην καρδιά». Σ’ αυτή, λοιπόν, την «ολοκληρωτική πράξη λατρείας», πρέπει να στεκόμαστε μπροστά στον Θεό με ολόκληρο το είναι μας: ασφαλώς, με τον ενσυνείδητο νου μας, αλλά και με όλες τις πτυχές του εσώτερου εαυτού που πλησιάζουν το ασυνείδητο· με τα ενστικτώδη αισθήματά μας, με την αίσθηση της αισθητικής που έχουμε, καθώς και με την ικανότητα της διαισθητικής κατανόησης και της άμεσης πνευματικής εγρήγορσης, όπως παρατηρήσαμε, που υπερβαίνουν κατά πολύ την επαγωγική λογική. Όλα παίζουν ρόλο στην προσευχή μας. Το ίδιο και η φυσική και υλική σύστασή μας, το σώμα μας. «Και η σάρκα μεταμορφώνεται», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς· «εξυψώνεται με την ψυχή, συμμετέχει μαζί με την ψυχή στο Θείο, και έτσι γίνεται και η ίδια κτήμα και ενδιαίτημα του Θεού».[10]

Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η «ολοκληρωτική πράξη»; Στη λατρεία μας χρησιμοποιούμε, κατ’ αρχάς λέξεις, και αυτές οι λέξεις φέρουν μια έννοια, την οποία συλλαμβάνει ο λογικός νους. Όμως στην πράξη της λατρείας εμπεριέχεται κάτι που βρίσκεται πολύ πέρα από την κατά κυριολεξία έννοια των λέξεων. Πέρα και κάτω από την κυριολεκτική έννοιά τους, οι συγκεκριμένες συλλαβές και φράσεις είναι πλούσιες σε συσχετίσεις και υποστρώματα, κατέχοντας μια κρυμμένη δύναμη και μια ποίηση δική τους. Έτσι στην προσευχή μας δεν χρησιμοποιούμε τις λέξεις κατά την κυριολεκτική τους μόνο έννοια, αλλά και για την ομορφιά τους· μέσα από τις ποιητικές εικόνες -ακόμα κι όταν τα κείμενα είναι ρυθμικά πεζά κι όχι ομοιοκατάληκτες στροφές- προσδίδουμε στις λέξεις μια νέα διάσταση νοήματος. Επί πλέον, λατρεύουμε όχι μόνο μέσω των λέξεων, αλλά με μια μεγάλη ποικιλία άλλων τρόπων: με τη μουσική, με τη λαμπρότητα των ιερατικών αμφίων, με τα χρώματα και τις σειρές των αγίων εικόνων, με τη διάρθρωση του ιερού χώρου και τον σχεδιασμό του ναού, με τις συμβολικές χειρονομίες όπως το σημείο του σταυρού, την προσφορά θυμιάματος ή το άναμμα κεριών, και με τη χρησιμοποίηση όλων των μεγάλων «αρχετύπων»», όλων των βασικών συστατικών της ανθρώπινης ζωής, όπως το νερό, το κρασί και το ψωμί, η φωτιά και το λάδι.

Με τη χρήση των λέξεων κατά κυριολεξία προσεγγίζουμε τη λογική σκέψη. Μέσω της ποίησης και της μουσικής, της τέχνης, των συμβόλων και της τελετουργικής πράξης, προσεγγίζουμε τα άλλα στρώματα της ανθρώπινης προσωπικότητας. Κάθε όψη της λατρείας είναι εξίσου ουσιαστική. Αν τα λόγια μας δεν έχουν κυριολεκτική έννοια -ή αν τα απαγγέλουμε ή ψάλλουμε με τρόπο που να καθίστανται ακατανόητα-, τότε η λατρεία μας θα εκφυλιστεί σε μαγεία και δεισιδαιμονία, και δεν θα είναι πλέον αντάξια λογικών προβάτων. Αν, από την άλλη μεριά, η λατρεία μας διεξάγεται αποκλειστικά μέσω των λέξεων, που ερμηνεύονται κυριολεκτικά και ορθολογικά, μπορεί να είναι μια αληθινή λατρεία του μυαλού, αλλά δεν θα είναι λατρεία του νου μέσα στην καρδιά. Μπορεί να είναι εξαιρετικά σαφής, λογική και συστηματική, αλλά θα υπολείπεται από το να είναι προσευχή ολόκληρης της οντότητάς μας. Αυτό είναι ένα σημείο το οποίο οι μεταρρυθμιστές της Λειτουργίας στη Δύση τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 συχνά δεν το έλαβαν υπόψη τους. Υποτίμησαν την αίσθηση του μυστηρίου· διότι χωρίς την αίσθηση του μυστηρίου δεν είμαστε αληθινοί άνθρωποι. Η λατρεία είναι κάτι περισσότερο από μια μορφή διακήρυξης μέσω του προφορικού λόγου, και η λειτουργική σύναξη είναι κάτι περισσότερο από μια δημόσια συνάντηση με ομιλίες και ανακοινώσεις.

Συχνά υποστηρίζεται ότι τα σύμβολα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή χριστιανική λατρεία, και το είδος της ομορφιάς που φανερώνει, έχουν ξεπεραστεί και είναι άσχετα προς τον σύγχρονο κόσμο. Αυτά τα σύμβολα, όπως υποστηρίζεται, προέρχονται από έναν αγροτικό τρόπο ζωής, και σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι κατάλληλα για το αστικό και βιομηχανικό περιβάλλον. Γιατί πρέπει να λατρεύουμε τον Θεό με ένα κερί ή ένα θυμιατό στο χέρι, και όχι με ένα στηθοσκόπιο ή με ένα κομπρεσέρ; Δεν περιορίζουμε έτσι τη λατρεία μας σε ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, αποκλείοντας τους υπόλοιπους; Ένας ορθόδοξος θα απαντούσε πως οι πράξεις και τα σύμβολα που χρησιμοποιούμε στη λατρεία κατέχουν μια παγκόσμια σημασία. Αν και η θεία Λειτουργία έχει επηρεαστεί εξωτερικά από τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές συμβάσεις συγκεκριμένων εποχών -για παράδειγμα, από την εθιμοτυπία της βυζαντινής Αυλής- ωστόσο στην εσωτερική ουσία της υπερβαίνει αυτούς τους περιορισμούς και απευθύνεται στη θεμελιώδη κατάσταση του ανθρώπου, του αρχαίου και του σύγχρονου, του ανατολικού και του δυτικού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην προσευχή της χρησιμοποιεί τις θεμελιώδεις πραγματικότητες της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το ψωμί και το νερό, το φως και τη φωτιά. Αν οι άνθρωποι σε ένα αστικό και τεχνολογικό περιβάλλον δεν θεωρούν πλέον σημαντικές αυτές τις θεμελιώδεις πραγματικότητες, τούτο δεν συνιστά μια μομφή για την πλαστότητα και το ουτοπικό του σύγχρονου «πολιτισμού»; Ίσως αυτό που χρειάζεται δεν είναι τόσο μια αλλαγή των συμβόλων αλλά μια αλλαγή μέσα μας, μια κάθαρση των θυρών της αντίληψής μας.

Σε σχέση με τούτο, ο ορθόδοξος ίσως αισθανθεί κάπως ενθαρρυμένος με τον σημερινό ενθουσιασμό της Δύσης για τις εικόνες. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός «σύγχρονων» ανδρών και γυναικών, αν και παραμένουν συνολικά έξω από οποιαδήποτε συμμετοχή σε εκκλησίες και δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται καθόλου για τις σύγχρονες λειτουργικές μεταρρυθμίσεις, προσελκύονται έντονα από τις ορθόδοξες εικόνες. Ας μη βιαστούμε να απορρίψουμε αυτή την έλξη ως συναισθηματική και επιπόλαιη. Δεν αποτελεί ένα περίεργο παράδοξο ότι, σε μια εποχή τεχνολογίας και εκκοσμίκευσης, οι άνθρωποι αισθάνονται πως έλκονται από μια μορφή τέχνης που είναι κατ’ εξοχήν πνευματική και θεολογική; Θα αισθάνονταν να παρασύρονται με τον ίδιο τρόπο αν η τέχνη της εικόνας είχε «εκσυγχρονισθεί»;

Είναι εξαιρετικά σημαντικό για έναν ορθόδοξο η πράξη της λατρείας να εκφράζει τη χαρά και την ομορφιά της Βασιλείας των Ουρανών. Χωρίς τη διάσταση της ομορφιάς, η λατρεία μας ποτέ δεν θα πετύχει να γίνει προσευχή με την πληρέστερη έννοια του όρου, προσευχή της καρδιάς καθώς και του λογικού νου. Η χαρά και η ομορφιά της Βασιλείας δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατάλληλα, με αφηρημένα επιχειρήματα και λογικές επεξηγήσεις· πρέπει να βιωθεί, και όχι να συζητηθεί. Και είναι πάνω απ’ όλα μέσω συμβολικών και τελετουργικών πράξεων -με το θυμίαμα, με το άναμμα ενός καντηλιού ή ενός κεριού μπροστά σε μια εικόνα- που αυτή η ζωντανή εμπειρία καθίσταται δυνατή. Οι απλές αυτές χειρονομίες εκφράζουν, πολύ καλύτερα από οποιεσδήποτε λέξεις, ολόκληρη τη στάση μας απέναντι στον Θεό, όλη μας την αγάπη και τη λατρεία· και χωρίς τέτοιες πράξεις η λατρεία μας θα είχε φτωχύνει αξιοθρήνητα.

Γιατί προσφέρουμε θυμίαμα ή ανάβουμε κεριά; Γιατί κάνουμε μετάνοιες ή το σημείο του σταυρού; Αν επιχειρήσουμε μια λεκτική εξήγηση, γνωρίζουμε πολύ καλά πως τούτο θα περιλαμβάνει μόνο ένα μικρό μέρος της αλήθειας. Και αυτός, ακριβώς, είναι ο λόγος για τη συμβολική πράξη. Αν ο ποιητής μπορούσε να εκφράσει με καθαρή πρόζα ό,τι είπε με την ποίησή του, αν ο καλλιτέχνης ή ο μουσικός μπορούσαν να εκφράσουν με λόγια ό,τι είπαν με το χρώμα ή τον ήχο, τότε δεν θα υπήρχε καμιά, ανάγκη για το ποίημα, την εικόνα ή τη μουσική συμφωνία. Καθένα υπάρχει, επειδή εκφράζει κάτι που δεν μπορεί να εκφραστεί με κάποιον άλλο τρόπο. Έτσι συμβαίνει και στη λατρεία. Αν ήταν δυνατόν να πούμε με λόγια γιατί καίμε κεριά και θυμίαμα, τότε θα ήμασταν ευχαριστημένοι με τη λεκτική εξήγηση και θα εγκαταλείπαμε εντελώς τη συμβολική πράξη. Ολόκληρη η αξία του συμβόλου στη λατρεία είναι πως εκφράζει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί μόνο με τον προφορικό λόγο, ότι φτάνει σ’ ένα μέρος της ύπαρξής μας το οποίο δεν μπορεί να προσεγγιστεί με λογικά επιχειρήματα. Το σύμβολο είναι από τη μια μεριά απλούστερο και πιο άμεσα προσιτό από μια λεκτική ερμηνεία, και από την άλλη διεισδύει βαθύτερα στην καρδιά της πραγματικότητας.

Στο καθαρά πρακτικό επίπεδο, όλη η ομορφιά και ο συμβολισμός στη λατρεία μας είναι περιττά και άχρηστα. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε ψεκαστήρες κατά της κακοσμίας αντί θυμιάματος, και φωτισμό νέον αντί κεριών. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα πρακτικό και χρηστικό ζώο, και εκείνοι που βλέπουν βαθύτερα στην ανθρώπινη φύση, θα αντιληφθούν γρήγορα πόσο χρειαζόμαστε αυτή την «άχρηστη» ομορφιά. Όπως πολύ σωστά είπε ο πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν:

Η Λειτουργία είναι, πριν απ’ όλα, η χαρμόσυνη σύναξη εκείνων που θέλουν να συναντήσουν τον αναστάντα Κύριο και να εισέλθουν μαζί Του στη νυφική παστάδα. Αυτή η χαρά της προσδοκίας και η προσδοκία της χαράς είναι που εκφράζονται με την ψαλμωδία και το τυπικό, τα άμφια και το θυμίαμα, σε όλη εκείνη την «ομορφιά» της Λειτουργίας, η οποία πολύ συχνά κατηγορήθηκε ως περιττή, ακόμα και αμαρτωλή.

Είναι πράγματι περιττή, γιατί βρισκόμαστε πέρα από την κατηγορία της «αναγκαιότητας». Η ομορφιά δεν είναι ποτέ «απαραίτητη», «λειτουργική» ή «χρήσιμη». Και όταν, περιμένοντας κάποιον που αγαπάμε, βάζουμε ένα όμορφο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι και το διακοσμούμε με κεριά και λουλούδια, δεν το κάνουμε από ανάγκη, αλλά από αγάπη. Και η Εκκλησία είναι αγάπη, προσδοκία και χαρά. Είναι ο ουρανός επί γης, σύμφωνα με την ορθόδοξη Παράδοσή μας. Είναι η χαρά της ανακτημένης παιδικότητας, εκείνη η ελεύθερη, η άνευ όρων και ανιδιοτελής χαρά, που από μόνη της είναι ικανή να μεταμορφώσει τον κόσμο. Στην ώριμη, σοβαρή μας ευσέβεια, ζητάμε ορισμούς και δικαιώσεις που ριζώνουν στον φόβο. Φόβος για διαφθορά, απόκλιση, «ειδωλολατρικές επιρροές», και τα τοιαύτα. Αλλά «ὁ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ» (Α΄ Ιωάν. 4, 18). Όσο οι χριστιανοί θα αγαπούν τη Βασιλεία του Θεού, και δεν θα τη συζητούν μόνο, θα την «εκπροσωπούν» και θα την κάνουν γνωστή με την τέχνη και την ομορφιά. Και ο ιερουργός του μυστηρίου της χαράς θα εμφανιστεί μ’ ένα όμορφο φελόνιο, επειδή ενδύεται τη δόξα της Βασιλείας, επειδή ακόμη και με τη μορφή του ανθρώπου ο Θεός εμφανίζεται εν δόξη. Στο μυστήριο της Ευχαριστίας είναι παρών ο Χριστός και, όπως συνέβη με τον Μωυσή μπροστά στον Θεό, μας επικαλύπτει η δόξα Του.[11]

«Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», είπε ο Ντοστογιέφσκι. Αποτελεί πρωταρχική λειτουργία της λατρείας να καθιστά φανερή τη σώζουσα δύναμη αυτής της θείας ομορφιάς. Όταν η ορθόδοξη πίστη κέρδισε τους απεσταλμένους του πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, εκείνο που τους προσηλύτισε δεν ήταν οι λέξεις, μήτε τα λογικά επιχειρήματα, αλλά η ομορφιά της θείας Λειτουργίας που παρακολούθησαν στην Κωνσταντινούπολη: «δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνη την ομορφιά», είπαν όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους.[12] «Σε τι συνίσταται η προσευχή σου;» ρώτησε ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού μια από τις εξομολογούμενές του· κι εκείνη απάντησε: «Στο να θεωρώ την ομορφιά του Θεού, και να ευφραίνομαι για την ομορφιά που έχει».[13] Αυτή είναι η φύση της λατρείας. Να προσευχόμαστε και να λατρεύουμε σημαίνει να αντιλαμβανόμαστε την πνευματική ομορφιά της Ουράνιας Βασιλείας· να την εκφράζουμε με λέξεις, μέσα από την ποίηση και τη μουσική, μέσα από την τέχνη και τις συμβολικές πράξεις, και μέσα από ολόκληρη τη ζωή μας· και με τον τρόπο αυτό να απλώνουμε τη θεία ομορφιά στον κόσμο γύρω μας, μετασχηματίζοντας και μεταμορφώνοντας την πεσμένη κτίση.

Ακατάπαυστα ημέρα και νύχτα

Μένει το τρίτο σημείο στον ορισμό του αγίου Θεοφάνη: λατρεία σημαίνει να στέκεται κανείς μπροστά στον Θεό ακατάπαυστα ημέρα και νύχτα, μέχρι το τέλος της ζωής του. «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» επιμένει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Θεσ. 5, 17). Η προσευχή και η λατρεία δεν πρέπει να είναι μόνο μια δραστηριότητα ανάμεσα σε άλλες, αλλά η δραστηριότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας. Ό,τι κάνουμε, γίνεται μπροστά στα μάτια του Θεού: το να στεκόμαστε λοιπόν μπροστά στον Θεό, δεν πρέπει να περιορίζεται σε συγκεκριμένες ώρες και τόπους, στις περιπτώσεις μόνο που λέμε «την προσευχή μας» στο σπίτι ή όταν «πηγαίνουμε στην εκκλησία», αλλά πρέπει να γίνει μια στάση που να περιέχει τα πάντα, που να αγκαλιάζει κάθε αντικείμενο και κάθε στιγμή. Πρέπει να επιδιώκουμε να κάνουμε όλη την ύπαρξή μας μια συνεχή πράξη λατρείας, μια αδιάκοπη δοξολογία.

Τίποτα δεν πρέπει να απορρίπτεται ως αθεράπευτα κοσμικό, που να μην μπορεί να μετατραπεί σε λατρεία. «Χριστιανός», παρατηρεί σωστά ο πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν, «είναι εκείνος ο οποίος, όπου κι αν κοιτάξει. βρίσκει τον Χριστό, και ευφραίνεται μ’ Αυτόν».[14] Σύμφωνα μ’ έναν αρχαίο «Λόγο για τον Χριστό», «σηκώστε την πέτρα, και εκεί θα Με βρείτε, σκίστε το ξύλο, και Είμαι εκεί».[15] «Μπορείτε να λάβετε μεγάλη χαρά από τα έργα των πατέρων σας;» ρωτά ο Θωμάς Traherne. «Είναι Εκείνος σε κάθε πράγμα. Μερικά πράγματα εξωτερικά είναι μικρά, και τραχιά και συνηθισμένα, αλλά θυμάμαι τον καιρό που στα παιδικά μου μάτια η σκόνη των δρόμων ήταν πολύτιμη όσο ο χρυσός, και τώρα είναι πιο πολύτιμα στο μάτι της λογικής».[16] Να λατρεύουμε τον Θεό σημαίνει να Τον βλέπου με σε κάθε πράγμα, να αγκαλιάζουμε ολόκληρο τον κόσμο και να τον επιστρέφουμε στον Θεό με χαρά.

Η προσευχή και η λατρεία, λοιπόν, συνεχίζονται «ακατάπαυστα ημέρα και νύχτα», υπό την έννοια πως αποτελούν μέρος της ύπαρξής μας, όχι κάτι που κάνουμε ή λέμε ή σκεφτόμαστε, αλλά κάτι που είμαστε. «Μνημονευτέον γὰρ Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». λέγει ο άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός!.[17] Η προσευχή για μας είναι πιο ουσιαστική, ένα τμήμα του εαυτού μας πιο αναπόσπαστο απ’ τον ρυθμό της αναπνοής ή τον παλμό της καρδιάς μας. Δημιουργηθήκαμε για να προσευχόμαστε. Η προσευχή είναι η αληθινή φύση μας, και το καθετί πρέπει να μετατραπεί σε προσευχή. «Στον απέραντο καθεδρικό ναό που είναι ο κόσμος του Θεού», γράφει ο Παύλος Ευδοκίμωφ, «κάθε άνθρωπος, είτε μορφωμένος είτε χειρώναξ, καλείται να ενεργεί ως ιερέας ολόκληρης της ζωής του — παίρνοντας καθετί το ανθρώπινο και μετατρέποντάς το σε προσφορά και δοξαστικό ύμνο».[18] Και αλλού ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί: «Στις κατακόμβες, η πιο συχνή εικόνα είναι η μορφή της Δεομένης, της Orans. Αυτή αντιπροσωπεύει τη μόνη αληθινή στάση της ανθρώπινης ψυχής. Δεν αρκεί να λέμε προσευχές: πρέπει να γίνουμε οι ίδιοι προσευχή, να είμαστε προσευχή, μια προσευχή ένσαρκη. Δεν αρκεί να έχουμε στιγμές που να δοξολογούμε. Όλη η ζωή, κάθε πράξη, κάθε χειρονομία, ακόμη και το χαμόγελο στο πρόσωπο του ανθρώπου, πρέπει να γίνει ένας ύμνος λατρείας, μια προσφορά, μια προσευχή. Πρέπει να προσφέρουμε όχι ό,τι έχουμε, αλλά ό,τι είμαστε».[19]

Κάλλιστος Ware, Η εντός ημών βασιλεία, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, 3η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2000.

[1] Παρατίθεται στο βιβλίο του Ηγουμένου Χαρίτωνος, The Art of Prayer, 63.

[2] Θεολογικά, Γνωστικά και Πρακτικά Κεφάλαια, 2, 9: ed. Darrouzès, 73-74 tr. McGuckin, 65.

[3] Worship (London: Nisbet, 1936), 263.

[4] Worship, 263.

[5] Λόγοι (Συλλογή Β) 33.2.1: ed. Berthold, 2:29.

[6] Για τη σημασία των όρων «νους» και «καρδιά», βλ. το γλωσσάριο στη Philokalia, 1:361· επίσης Kallistos Ware, “Prayer in Evagrius of Pontus and the Macarian Homilies”, στο Ralph Waller και Benedicta Ward (eds.), An Introduction to Christian Spirituality (London: SPCK, 1999), 14-30.

[7] Παιδαγωγός, βιβλίο 3, «Ύμνος στον Σωτήρα Χριστό», γραμμή 29. Αλλά ο όρος λογικός, όταν εφαρμόζεται στο ανθρώπινο πρόσωπο, δεν πρέπει να κατανοείται πως αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στις ορθολογικές ικανότητές μας. Υποδηλώνει όλες τις πνευματικές δυνάμεις μέσα μας που αντανακλούν τον θείο Λόγο, και, ανάμεσα στα άλλα, περιλαμβάνει και το σώμα· όταν ο απόστολος Παύλος μιλά για λογική λατρεία, στην πραγματικότητα αναφέρεται άμεσα στο σώμα.

[8] First Century on Theology 39, tr. Philokalia, 2:122. Αλλά «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται»: αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Ρωμαίοις 7 (ένα κείμενο που μπορεί να ερμηνευθεί με αρκετά διαφορετικούς τρόπους: βλ. Charles Williams, The Descent of the Dove [London: Faber, 1950], 46).

[9] Worship, 249.

[10] Τριάδες ὑπὲρ τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων, 1.2.9: ed. Meyendorff 1:93· Philokalia, 4:339.

[11] A. Schmemann, For the Life of the World: Sacraments and Orthodoxy (Crestwood, NY: St Vladimir’s Seminary Press, 1988), 29-30. [Ελληνική μετάφραση, Για να ζήσει ο Κόσμος, μτφρ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, εκδ. Δόμος].

[12] The Russian Primary Chronicle, tr. Cross and Sherbowitz-Wetzor, 111.

[13] E. Underhill, Worship, 5.

[14] For the Life of the World, 113.

[15] Από το [Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά (P. Oxy, 1), στο J.K. Elliott, The Apocryphal New Testament (Oxford: Clarendon Press, 1958), 1:13-14.

[16] The Centuries 1, 25: ed. H.M. Marfoliouth, Thomas Traherne: Centuries, Poems, and Thanksgivings (Oxford: Clarendon Press, 1958), 1:13-14.

[17] Λόγος 27, 4 (Theological Oration 1,4) (PG 36, 16B).

[18] “Le sacerdoce universel des laïcs dans la tradition orientale”, στο L.A. Elchinger (ed.), L’ Église en dialogue (Paris, 1962), 39-40.

[19] The Sacrament of Love. The Nuptial Mystery in the Light of the Orthodox Tradition (Crestwood, NY: St Vladimir’s Seminary Press, 1985), 62.