Menu Close

24/1/2023

Η μεγάλη καρδιά

Είχε μια καρδιά μεγάλη που χωρούσε όλο τον κόσμο, όπως είχε και πνεύμα καθαρό και πλούσιο, τόσο που έβλεπε με την ευρύτητά του τα πάντα και προ πάντων τον αμαρτωλό. Ποτέ δεν έβλεπε επιφανειακά μια περίπτωση, όσο κι αν ήταν φαινομενικά τραγική. Έστω και αν είχε σοβαρότητα μεγάλη.

Δεν μπορούσαν βέβαια να συλλάβουν το φωτισμένο σκεπτικό του τότε που έκρινε την κάθε περίπτωση με πνεύμα διαφορετικό. «Ακούστε, αδελφοί, τον αμαρτωλό τον ξεχωρίζουμε από την αμαρτία και την αμαρτία την κρίνουμε ανάλογα και με την φύση του αμαρτωλού. Όχι ανάλογα με την ιδιότητά του, αλλά σύμφωνα με τη φύση του, με την πίστη του, με τη μόρφωσή του. Δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διέπραξε το αμάρτημά του. Βλέπουμε πρώτα και κυρίως τη συμμετοχή του στην αμαρτία. Αν συμμετέχει συνειδητά, μπορεί να συμμετέχει από απροσεξία, ή από λάθος να έκανε κάποιο κακό». Αυτά έλεγε μετά από τη στάση του έναντι ενός αμαρτωλού, τον οποίο όμως ήθελε κυρίως να σώσει και που έπρεπε να δει το έγκλημά του με τρόπο ιδιαίτερο και διαφορετικό από τον συνηθισμένο.

Είχε καταφύγει στη Μονή ένας Ιερομόναχος Ευφρόσυνος, που ήταν μεν αδελφός μιας Μονής, έμενε όμως στον κόσμο και εφημέρευε. Χωρίς να το θέλει έκανε, ένα φόνο, ήταν όμως άνθρωπος κάποιου ηγεμόνα ο φονευθείς. Βεβαίως είχε βάλει το χέρι του ο πονηρός. Οργίστηκε όμως ο ηγεμόνας, τον συνέλαβαν και τον έβαλαν φυλακή. Του εδήμευσαν και την περιουσία με αποτέλεσμα να μείνει φτωχός και να χρεωθεί κατά τρόπο, που να μη μπορεί να βγει από τη δύσκολη αυτή θέση με κανένα τρόπο. Όταν έμαθε την ταλαιπωρία του, σκεπτόμενος και το κακό που έγινε στην περιοχή της Εκκλησίας με την περιπέτειά του αυτή και με τις οφειλές του, τον κάλεσε να πάει στο Μοναστήρι και πρώτα-πρώτα ζήτησε να μάθει πώς ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα. Και σε λίγο, είχε μάθει τα πάντα.

– Βλέπεις αδελφέ; Μπορεί να μη συμμετέχεις με τη θέλησή σου στον φόνο αυτό, δεν έχεις όμως εσύ θέση στον κόσμο. Εσύ, είσαι Ιερομόναχος. Υποσχέθηκες μια μέρα, παντοτινή παραμονή στο Μοναστήρι και εμμονή στην Αγγελική πολιτεία. Δεν το έκανες. Δεν είχες λόγο. Η θέση σου όμως, με όσους λόγους και αν είχες, είναι στο Μοναστήρι.

– Το σκέφτηκα, Γέροντα, πολύ καλά. Ήδη, αν και δεν μου ρίχνουν ευθύνη οι κανόνες, αισθάνομαι κι εγώ την ενοχή μου, από την παραμονή μου στον κόσμο, και από το γεγονός πως έχω φορτωθεί έναν φόνο. Σας βεβαιώνω πως με κρατάει κάτι στον κόσμο ακόμα. Οι αδελφές μου και το χρέος μου, που έχουν αντίκτυπο αυτά σε πολλά.

– Φτάνει ως εκεί. Θ’ αναλάβω εγώ τα χρέη σου, ακριβώς διότι βλέπω τη μετάνοιά σου, για τη φυγή σου από το Μοναστήρι, και, όπως μετά τη συγγνώμη σβήνουν τα αμαρτήματά σου, θα σβηστούν και τα χρέη σου από μένα. Θα τα οφείλεις όμως στον ουρανό. Και την ευγνωμοσύνη σου θα την εξοφλήσεις από το Μοναστήρι σου με την άσκησή σου και με τη μετάνοιά σου.

Κάποτε είχε έλθει στην Μονή ένας Τούρκος οικογενειάρχης από την Εύβοια γυμνός και πεινασμένος. «Καταφεύγω, Γέροντα στην αγάπη σου και στην επιείκειά σου. Βέβαια είμαι αγαρηνός. Έχω όμως ανάγκη κι εγώ από την αγάπη σου». Τον συμπάθησε ο Γεροδαβίδ βλέποντας την καρδιά του και τον κράτησε να συνέλθει. Τον έντυσε με καινούργια ρούχα και παπούτσια και τον φόρτωσε με πολλά τρόφιμα, για το σπίτι του, για την γυναίκα του και τα παιδιά του. Οι Μοναχοί παραξενεύτηκαν. Ήξεραν πως οι τούρκοι για τον Γέροντα ήταν τύραννοι. «Όχι οι τούρκοι παιδιά μου. Το κράτος τους. Η πολιτεία, η τουρκιά. Κι έπειτα αυτός ειδικά ο τούρκος ήλθε στη Μονή μας και έμεινε. Πίστεψε στην αγάπη μας, που είναι χριστιανική. Γιατί να τον απογοητεύσουμε; Ας είναι η ελεημοσύνη μας μια προσευχή για τον εχθρό μας».

Είναι αναρίθμητα και ανεκδιήγητα τα περιστατικά που μαρτυράνε την αγάπη του και την καρδιά του.

Υπάρχει περιστατικό ωραιότατο που διέσωσε ο βιογράφος του και η παράδοση. Λέγω ωραιότατο, διότι μαρτυρείται και δι’ αυτού η καρδιά του και το μεγαλείο του. Ένας νέος πλούσιος ήλθε στο Μοναστήρι και μαγεύτηκε από την αγιότητα των αδελφών και κυρίως από τα αισθήματα τα καλά του Γέροντα Δαβίδ. Αυτός ο νέος παρέμεινε και έλαβε το όνομα Σάββας. Προτού να καρεί Μοναχός όμως, έβαλε μετάνοια στο Γέροντα και του είπε.

– Γέροντα από την ώρα της κουράς η περιουσία μου όλη θ’ ανήκει στη Μονή μας. Έχω όμως να κάμω μια παράκλησή μου. Αν έχω την ευλογία σας, μόνο τότε θα την πραγματοποιήσω.

– Ακούω το αίτημά σου παιδί μου.

– Σ’ ένα εξοχικό μέρος κοντά στη Μονή του Αγίου Νικολάου του Γαλατάκη, στο μέσο των δύο Μοναστηριών, υπάρχει και πωλείται ένας ωραίος και γόνιμος, πλούσιος κήπος. Να μ’ ευλογήσετε να τον αγοράσω και να τον αφιερώσω στη Μονή. Να λένε αυτόν τον κήπο τον χάρισε στη Μονή ο Μοναχός…

– «Σάββας». Αυτό θα είναι τ’ όνομά σου κατά τη μεθαυριανή κουρά σου.

Αγοράστηκε ο κήπος και ήταν στην κυριότητα της Μονής. Επί 35 ολόκληρα χρόνια πήγαινε συχνά και ο Σάββας και τον καμάρωνε, και αν ήταν καιρός για καλλιέργεια, τον καλλιεργούσε. Σ’ αυτήν εκεί την περιοχή είχαν ένα μικρό κηπάκι και οι Μοναχοί του Αγίου Νικολάου του Γαλατάκη. Μετά από 35 χρόνια, δύο Μοναχοί της Μονής αυτής, ένας Παχώμιος και ένας Θεόληπτος, το έκαναν κατοχή για τον εαυτό τους. Κινήθηκαν από πνεύμα πλεονεξίας και παρασύρθηκαν.

Ο Γέροντας το έμαθε αυτό. Δεν θύμωσε, δεν καταράστηκε, δεν έδειξε με τίποτα την αγανάκτησή του, παρ’ ότι σκανδαλίστηκε. Παρ’ ότι στερήθηκε η Μονή του των καρπών του πλουσίου αυτού κήπου. Μετά από καιρό η Μονή του Αγίου Νικολάου του Γαλατάκη κινδύνεψε να καταστραφεί από ληστές που ελυμαίνοντο την περιοχή. Και έπαθαν πολλά, και οι ζημιές ήταν μεγάλες στο Μοναστήρι. Χωρίς πολλή σκέψη βοήθησε όσο μπορούσε αυτή τη Μονή και έστειλε πολλά χρήματα με μια σύσταση «Να χτίσετε μ’ αυτά τα χρήματα ένα φρούριο δίπλα στη θάλασσα».

Δεν τους είχε πει ποτέ τίποτε για τον κήπο. Το είχαν ξεχάσει. Φαίνεται όμως πως δεν το είχε ξεχάσει ο Θεός και ήθελε να τους εξιλεώσει. Και έστειλε αρρώστιες και τους ταλαιπώρησε επί πολύ. Και αυτοί οι Μοναχοί βασανίστηκαν περισσότερο από τους άλλους. Είχαν σαπίσει οι σάρκες τους. Αξιώθηκαν όμως να λάβουν από τον Άγιο τη συγγνώμη.

Επίσκοπος Θεόφιλος Καναβός, Το παιδί του Προδρόμου, Όσιος Δαυίδ ο εν Ευβοία, Εύβοια, 1997