Menu Close

21/5/2020

Η Κόλαση είναι αποτέλεσμα της αγάπης

Στο νου των ανθρώπων η κόλαση έχει πάρει από παλιά μια συγκεκριμένη μορφή, πίσω από την οποία κυριαρχεί η ιδέα ενός Θεού που τιμωρεί. Από την αντίληψη αυτή ξεκίνησε μια αίρεση και διατυπώνεται μια απορία.

Η αίρεση είναι η λεγόμενη «αποκατάσταση των πάντων», δηλαδή η διατύπωση της πίστεως ότι τελικά τόσο οι αμαρτωλοί όσο και ο διάβολος θα λάβουν την άφεση των αμαρτιών τους από τον Θεό και θα επιστρέψουν σε Αυτόν. Πίσω από τον ισχυρισμό αυτόν κρύβεται η αντίληψη ότι η κρίση του Θεού θα λειτουργήσει ως ένα δικαστήριο όπου η κόλαση θα είναι ο τρομακτικός τόπος της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών, στον οποίο θα οδηγούνται με θρήνους και με μεταμέλεια. Με άλλα λόγια, η «αποκατάσταση των πάντων» διατυπώθηκε για να «περισώσει» την αντίφαση ανάμεσα στην αγαθότητα και τη δικαιοσύνη του Θεού.

Η απορία πάλι που διατυπώνεται σχετικά με την κόλαση κινείται προς την ίδια περίπου κατεύθυνση, μόνο που η αφετηρία της βρίσκεται στην ανθρώπινη εμπειρία. Ιδιαίτερα σήμερα που έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, είναι σε πολλούς αδιανόητο ότι είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που αμαρτάνει «ἐν χρόνῳ» να τιμωρείται αιώνια.

Οι παραπάνω αντιλήψεις για την κόλαση δεν είναι αδικαιολόγητες. Στην Εκκλησία μας, πολύ συχνά και για ποιμαντικούς λόγους, διδάχτηκε μια τέτοια αντίληψη για την κόλαση. Ωστόσο, ταυτόχρονα διδάχτηκε, αλλά με χαμηλότερο τόνο της φωνής, ότι η πραγματική κόλαση είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό.

Το όλο πρόβλημα ξεκινάει από το νόημα που δίνει κανείς στην αμαρτία. Αν είναι παράβαση εντολής, τότε εισέρχεται ο άνθρωπος σε μια νομική σχέση με τον Θεό, όπου τελικά η κόλαση για τον παραβάτη είναι το φυσιολογικό επακόλουθο. Αν όμως η αμαρτία είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στη διαπροσωπική σχέση, με άλλα λόγια ένας τραυματισμός της αγάπης, τότε η τιμωρία δεν είναι κάτι που έρχεται απ’ έξω, αλλά αποτελεί το φυσικό εσωτερικό επακόλουθο της αμαρτίας.

Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι ο Θεός που τιμωρεί αλλά η παραχάραξη της αγάπης που ενέθεσε στο πλάσμα Του, αίτιος για την οποία είναι μόνο το ίδιο το πλάσμα, το οποίο, στην περίπτωση του ανθρώπου, μπορεί να μετανοήσει. Τούτο σημαίνει ότι, αν τιμωρείται από την αμαρτία του, αποδέχεται την τιμωρία. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή σε καθεμιά συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να λογίζεται ο Θεός ως ο αίτιος της τιμωρίας, εκτός πια αν αναχθεί η ερώτηση στην αιτία που δημιούργησε έτσι τα πλάσματα, ώστε να τιμωρούνται τα ίδια από την παραχάραξη της αγάπης. Το ερώτημα όμως αυτό μετάγει το θέμα σε μια άλλη κατηγορία εννοιών, που δεν έχει στην παράγραφο αυτή θέση για να απαντηθεί.

Αλλά η αγάπη ως τιμωρία δεν λειτουργεί μόνο αρνητικά, δηλαδή ως αποτέλεσμα της παραφθοράς της, αλλά και θετικά, με την έννοια του πόνου που ασκεί στον αμαρτωλό η αμείωτη προσφορά σε αυτόν της αγάπης του Θεού.

Ας δούμε το θέμα πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση πρώτα του διαβόλου. Ο διάβολος, ζητώντας να επιτύχει μια κατακτητική ισοθεΐα, έφτασε σε τέτοιο βαθύ τραυματισμό της αγάπης, ώστε ξέπεσε όχι μόνο από την κοινωνία με τον Θεό αλλά και από την κοινωνία με τα άλλα πονηρά πνεύματα, για να καταλήξει τελικά σε μια τραγική μορφή μοναξιάς που τον αλλοτριώνει από την ίδια του την ύπαρξη, με άλλα λόγια τον κάνει να ζει έξω από τον προορισμό του, δηλαδή τραγικά.

Η τραγικότητα αυτή του διαβόλου επιτείνεται κι από το γεγονός ότι, ζητώντας μια αυτοεπιβεβαίωση της υπάρξεώς του, με άλλα λόγια ένα νόημα γι’ αυτήν, εντείνει την κακοποιό του δραστηριότητα, ενώ ταυτόχρονα νιώθει ότι τελικά οι ενέργειές του αυτές είναι μάταιες, εφόσον η αγάπη δεν συντρίβεται. Έτσι ο διάβολος περιάγεται σε μια κατάσταση όμοια με το ψυχόγραμμα του κομπλεξικού, ο οποίος, σαν άλλος Σίσυφος, μάταια προσπαθεί να κορεσθεί.

Το χειρότερο όμως για τον διάβολο είναι η αδιάπτωτη αγάπη του Θεού που εκδηλώνεται προς αυτόν, εφόσον ο διάβολος ήταν και εξακολουθεί να είναι δημιούργημά του. Η αγάπη του Θεού είναι για τον διάβολο η πραγματική κόλασή του. Τρεις λόγοι συντρέχουν γι’ αυτό. Ο πρώτος είναι ότι ο διάβολος χρωστάει την ύπαρξή του και την τωρινή διατήρησή του στη ζωή σε Αυτόν τον οποίο πολεμά. Ο δεύτερος είναι η αίσθηση από μέρους του της ματαιότητας της ανταρσίας του εναντίον του Θεού, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Θεός εξακολουθεί να τον αγαπά. Η αγάπη αυτή του Θεού, που ποτέ δεν ανεστάλη, μαρτυρεί κατά τον πιο πειστικό τρόπο ότι η ανταρσία του διαβόλου δεν έθιξε στο παραμικρό τον Θεό. Ο τρίτος λόγος, που σχετίζεται με τον προηγούμενο, θα λέγαμε ότι είναι το μαρτυρικό ανεξόφλητο χρέος του διάβολου απέναντι στον Θεό. Αν ο Θεός υπέστελλε απέναντι στον διάβολο την αγάπη Του, ως είδος τιμωρίας, τότε ο διάβολος θα είχε ένα είδος ικανοποιήσεως ότι για την παράβασή του δέχτηκε μια κάποια ποινή, πράγμα που θα τον έκανε να νιώθει ότι κατά κάποιον τρόπο εξόφλησε το χρέος του. Το γεγονός όμως ότι ο Θεός δεν ανέστειλε την αγάπη Του, η παρουσία της, δημιουργεί αυτό το βαρύ ανεξόφλητο χρέος, που, χρησιμοποιώντας την αγιογραφική ρήση, θυμίζει το πυρ της κολάσεως: «Ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» (Ρωμ. 12, 20).

Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη λεγομένη κόλαση, στην οποία θα οδηγηθούν οι αμαρτωλοί κατά τα έσχατα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η κόλαση δεν είναι κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, αλλά κάτι που αρχίζει από το παρόν, μια και η αμαρτία είναι και δημιουργεί κόλαση. Διαφορετικά μένει άλυτο το περίφημο ερώτημα που ξεκινά από την Παλαιά Διαθήκη «τί ὅτι ἡ ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται» (Ιερεμ. 12, 1), γιατί από την άλλη, με την παραπάνω διατύπωση, δημιουργείται η εντύπωση ότι η αμαρτία δεν αποτελεί εξ ορισμού τραγωδία.

Η κόλαση που ζει εδώ ο άνθρωπος της αμαρτίας σχετίζεται με το ποσοστό της παραχαράξεως της αγάπης από μέρους του. Συνίσταται δε η κόλαση αυτή στη λίγη ή πολλή αδυναμία του να κοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, με το περιβάλλον του και με τον ίδιο τον εαυτό του. Η μοναξιά του είναι μια μορφή πνευματικού θανάτου. Και ζει το θάνατο αυτόν όσο χρόνο αρνείται να μετανοήσει, δηλαδή να γυρίσει ξανά στο χώρο της αγάπης.

Στα έσχατα οι αμαρτωλοί, ανάλογα με την κοινωνία που είχαν από εδώ με τον Θεό, θα τοποθετηθούν σε αντίστοιχη θέση απέναντί του. Ανάλογα με την απόσταση που θα διαλέξουν οι ίδιοι για να τοποθετηθούν απέναντι στον Θεό θα είναι και η κόλασή τους. Η κόλασή τους με αυτό θα προσαυξάνει από την αγάπη του Θεού, που δεν θα πάψει ποτέ να χορηγείται.

Στον νέο και αιώνιο αυτόν τρόπο ζωής των αμαρτωλών, οι αμαρτωλοί δεν θα νιώθουν αδικημένοι, γιατί οι ίδιοι και από μόνοι τους θα διαλέξουν τη θέση τους απέναντι στον Θεό. Ταυτόχρονα όμως δεν θα υπάρχει και μετάνοια, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδιανόητο να έχουν υποστεί εσωτερική αλλαγή και ταυτόχρονα να αποστασιοποιούνται από τον Θεό. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει μεταμέλεια. Η μεταμέλεια όμως αυτή δεν θα οδηγεί στη μετάνοια, γιατί δεν θα συνδέεται με την αναθεώρηση των κινήτρων τους αλλά των πράξεών τους. Δηλαδή θα ήθελαν να μην είχαν κάνει τις πράξεις που έκαναν, χωρίς ωστόσο να απορρίπτουν το κίνητρο που τους οδήγησε σε αυτές.[1]

Ηλίας Βουλγαράκης, Σχεδίασμα για την αγάπη, επιμέλεια Εύη Βουλγαράκη – Πισίνα, Αθήνα, Μαΐστρος, 2004.

[1] Η μεταμέλεια είναι μια τυπική συντριβή μπροστά στα ορατά αποτελέσματα της αμαρτίας, δεν συνιστά όμως ένα θετικό βήμα αλλαγής του νου και υπέρβασης της αμαρτωλής διάθεσης. Νιώθει κανείς δυσάρεστα και θλίβεται (μεταμέλεια), αλλά δεν έχει τη διάθεση και την ενεργητικότητα να επαναπροσδιοριστεί ριζικά (μετάνοια). (Σ.τ.Ε.)