Menu Close

Ἐνθουσιασμὸς

Εἰς τὴν Ἑλλάδα! Εἰς τὴν Ἑλλάδα!
Λεβέντες γειά σας! πέρα καὶ πέρα,
ἀνάγκη εἶνε μὲ γρηγοράδα
νʾ ἀναχωρήσω πρὶν φύγʾ ἡ μέρα.
Τὸ αἷμα πρέπει ναί, τῶν δημίων
παντοῦ νὰ τρέξῃ νὰ ξεχειλίσῃ
τὰ χρόνια φτάνουν τῶν μαρτυρίων
τὸ αἷμα φτάνει ὁπώχουν χύσει.
Φτάνʾ ἡ Ἑλλάδα ἡ δοξασμένη
σήμερʾ ἀκόμα, σκλάβα νὰ μένῃ.

***

Εἰς τὴν Ἑλλάδα λοιπόν, ὦ φίλοι,
γλυκὸ ἀγέρι, νὰ μᾶς βοηθήσῃ
τὸ κάθε πλοῖο νὰ προσεγγίσῃ
εἰς τὴ φιλόξενη παραλία
γιὰ τὴν Ἐκδίκηση, τὴν ἁγία,
γιὰ τὴ Θεά μας τὴν Λευτερία!
Ἕνα τουρμπάνι στὸ μετωπό μου
μία χαντζάρα εἰς τὸ πλευρό μου,
τὸ ἄσπρο ἄτι νὰ μοῦ σελλώσουν
καὶ τὰ σπιρούνια νὰ μοῦ στυλώσουν.
Κιʾ ἐμπρός, ὦ φίλοι, γιὰ τὴν Ἑλλάδα
νὰ ʾτοιμαστοῦμε μὲ γρηγοράδα.

***

Πότε θὰ φύγω;… Πῶς; τὸ βραδάκι;
αὔριον ἴσως ἀργὰ θὰ φθάσω.
Ἄλογα… ὅπλα… κιʾ ἕν καραβάκι
νὰ περιμένῃ στὴ Μασσαλία
ἕνα καράβι στὴν παραλία
ἢ φτερὰ μᾶλλον γιὰ νὰ προφτάσω.
Ἀπὸ τʾ ἀρχαῖα Συντάγματά μας
ὀλίγα λείψανα θὰ ὁδηγήσουμε
ἀπὸ τʾ ἀρχαῖα Συντάγματά μας.
Κιʾ ἐν τούτοις νοιώθω σἂν ἀντικρύσουμε
αὐτοὺς τοὺς Τούρκους κιʾ ἔβγουν μπροστά μας
καὶ τοὺς Πασσάδες ποὺ τυραννοῦν
σἂν τὰ ζαρκάδια θὰ πηλαλοῦν
καὶ θὰ κρυβῶνται! Ὦ! Τί χαρά μας!

***

Καθείς, Φαβιέρε, θὰ σὲ παινέσῃ!
Τοὺς ἄνδρας φέρε ἐμπρὸς στὴ μάχη
γιατὶ Σὺ ἔμεινες εἰς τὴν θέσι
ἐκεῖ ποὺ λείψανε Βασιλεῖς
καὶ ἀγναντεύουν ἀπὸ τὴ ῥάχη
τὰς ἀγωνίας μιανῆς φυλῆς.

***

Ὦ! Καπετάνιε! Εἰς τὸ στρατό τους
οἱ ξανθοὶ Γάλλοι θὰ σὲ ἰδοῦνε.
Σʾ ἔκλεξαν ὅλοι γιὰ Ἀρχηγό τους
κιʾ ὅλοι θὰ σʾ ἔχουν, ἀστέρα, Ἥλιο.
Στοὺς Νεοέλληνας ἡ μορφή σου
τὴν ὄψιν δείχνει παληοῦ Ρωμαίου
καὶ εἰς τὸ χέρι σου τὸ τραχύ σου
βαστᾶς τὴν τύχη ἑνὸς γενναίου
λαοῦ ποὺ δόξασε τὴν ὑφήλιο.

***

Ἀπὸ τὸν ὕπνο σας τιναχθῆτε
γλυκὰ ντουφέκια καὶ ἀκουστῆτε
πέρα ὡς πέρα… Βροντᾶτε πάλι
νὰ ἀντηχήση, ναί, ἡ βοή σας
παντοῦ, στὰ βράχια καὶ στʾ ἀκρογυάλι
ὅπου οἱ μάχες καὶ ἡ Πατρίς σας.

***

Καὶ σεῖς, ὦ μπόμπες, κανόνια, σφαῖρες
(μουσικὴ θεία καὶ ζηλεμένη)
ποὺ ἡ πατρίς μας ἡ δοξασμένη
ἐκεὶ σᾶς στέλνει, ἐμπρός, τὶς μέρες
τοῦ μαρτυρίου γιά συντομεῦτε
καὶ τὴ σκλαβιά της για λιγοστεῦτε!

***

Ξυπνῆστε ἄτια μου ἀτσαλένια,
ποὺ ἡ γῆς τρέμει στὸ βαδισμά τους˙
Σπαθιὰ ξυπνῆστε μαλαματένια
ὅπου τοὺς μέλλει καὶ τὰ θηκάρια
γιὰ νὰ βαφτοῦνε μὲ αἵματά τους.
Ξυπνῆστε ὅπλα ἐξακουσμένα
καὶ ἀπὸ σφαῖρες, ναί, χορτασμένα.
Καὶ ἂς τὸ σκούξουν τὰ παλληκάρια!

***

Τὴ μάχη θέλω νὰ θεωρήσω
καὶ σʾ ἕνα λόφο μπρὸς νὰ καθίσω.
Θέλω νὰ βλέπω οἱ σταυρωτῆδες
εἰς τʾ ἄλογά τους ποὖναι καβάλλα
καὶ πῶς θὰ τρέχουν, φευγιό, πηλάλα.

***

Τὰ πάντα θέλω νὰ συνταράξω
καὶ εὶς τὸ χέρι σπαθὶ νʾ ἀδράξω
ποὺ οἱ Σπαχῆδες μόνον φοροῦνε
Μὲ τὸν ἀέρα Τούρκων κεφάλια
νὰ ρίψω κάτου… Νὰ κυλισθοῦνε
μὲ τὸν ἀέρα, νὰ χωρισθοῦνε.

***

Ἐμπρός, ὦ φίλοι! Τὶ καρτερᾶτε;
Εἰς τὸ καράβι μέσα ἐμβᾶτε
ἀνδρεῖοι Γάλλοι ἐξακουσμένοι.
Κιʾ ἐμπρός, ὦ φίλοι, γιὰ τὴν Ἑλλάδα
νὰ ʾτοιμασθοῦμε μὲ γρηγοράδα
γιατί… ἡ Δόξα μᾶς περιμένει.

1827

Ἐνθουσιασμὸς

Victor Hugo, Ύμνοι προς τους ήρωας της ελληνικής παλιγγενεσίας του 1821, μετάφρασις Ανδρέου Καφετζοπούλου, Εκδοτικός οίκος Δημητράκου, Εν Αθήναις, [χ.χ.].