Menu Close

Στρατιωτικοί Ιερείς στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας

Αντί προλόγου

Μία από τις άγνωστες -εν πολλοίς- πτυχές της ανεκτίμητης προσφοράς της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Ελληνικό Έθνος είναι η αποφασιστική συμβολή των στρατιωτικών ιερέων στην επιτυχία του αγώνα της Παλιγγενεσίας. Πρόκειται για τη μεγαλειώδη πατριωτική προσφορά ορθοδόξων κληρικών, που, ως διορισμένοι ή εθελοντές στρατιωτικοί ιερείς, βρέθηκαν στα πεδία των μαχών, στο πλευρό των μαχόμενων Ελλήνων. Διακρίνονται δε σαφώς από τους ιερείς εκείνους που έλαβαν τα άρματα και αγωνίστηκαν ως μαχητές εναντίον των Τούρκων.

Η παρουσία στρατιωτικών ιερέων στον αγώνα του ’21

Η παρουσία στρατιωτικών ιερέων στον αγώνα του ’21 μαρτυρείται και χρονολογείται από την έναρξη της Επαναστάσεως.

Ήδη στην πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου θεσμοθετείται και επισήμως, με το ψήφισμα της 9ης Απριλίου 1822, θέση ιερέα για κάθε χιλιαρχία του νεοσύστατου τακτικού στρατού. Βάσει του κανονισμού ονομάζεται Αξιωματικός και εντάσσεται στο επιτελείο της μονάδος, ανάμεσα στο γραμματέα, τον ιατρό και το φροντιστή, με προσδιοριζόμενο μάλιστα μηνιαίο μισθό, ύψους 120 γροσίων.[1] Στην πρώτη δε αναλυτική ονομαστική κατάσταση των αξιωματικών ενός Συντάγματος Πεζικού καταχωρείται, ανάμεσα στους «Γενικούς Αξιωματικούς» και το όνομα του ιερέα Νικολάου.[2]

Στρατιωτικοί Ιερείς

Αλλά και εκτός του τακτικού στρατού, στα στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων Οπλαρχηγών, είχαν ενταχθεί εθελοντές στρατιωτικοί ιερείς που προσέφεραν, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, αμισθί, τις πολύτομες υπηρεσίες τους. Στο ιδιαίτερο σώμα του Θ. Κολοκοτρώνη υπηρετούσαν οι ιερείς «Παπά Ζαφειρόπουλος, Οικονόμος από Λάστα και Οικονόμος Βελισάριος»,[3][4] ενώ στρατιωτικοί ιερείς συνόδευαν και τα στρατεύματα του Γ. Καραϊσκάκη,[5] του Μάρκου Μπότσαρη,[6] του Παπαφλέσσα[7] και το Ιόνιο στρατιωτικό σώμα.[8]

Στρατιωτικοί ιερείς υπηρετούσαν επίσης και στις πολεμικές μοίρες των Ελλήνων Ναυάρχων, όπως του Αλεξάνδρου Δημ. Κριεζή, όπου είχε διορισθεί ο Παπά Σωφρόνιος Σκλίας[9] και στη μοίρα του Τομπάζη και του διαδόχου του Ανδρέα Μιαούλη,[10] όπου υπηρετούσε, ως ιερέας του στόλου, ο Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος, ο οποίος συχνά δεχόταν τις θερμές ευχαριστίες του αρχιναυάρχου «διὰ τὸν ἀποστολικὸν ζήλον, ὃν ἀνάπτυσε κατὰ τὰς ἐκδρομάς».[11]

Το έργο και η προσφορά τους

Η αποστολή των στρατιωτικών ιερέων στον αγώνα του ’21 -όπως και σε όλους τους αγώνες του Έθνους[12]– ήταν αμιγώς πνευματική. Μένοντας συνεπείς στον ιερό χαρακτήρα του λειτουργήματός τους, δεν χρησιμοποίησαν όπλα κατά των εχθρών. Είναι χαρακτηριστική στο σημείο αυτό η μαρτυρία του Αρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη, στρατιωτικού ιερέα καθ’ όλη την περίοδο του αγώνα του ’21 και στη συνέχεια μονίμου στρατιωτικού ιερέα στο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Σε ανέκδοτη αναφορά του, της 13ης Δεκεμβρίου 1837, υπεραμύνεται του πνευματικού χαρακτήρα της αποστολής του, σε αντιδιαστολή προς αυτόν του ιερέα μαχητή, ακόμα και επί των οικονομικών του απολαβών και της ιεραρχικής του εξελίξεως. Τονίζει δε συγκεκριμένως ότι «ἂν ἐνηγκάλιζον ἰδίαις χερσὶ τὰ ὅπλα ἐξ ἀρχῆς ἤθελον χαίρει ἀνώτερον βαθμὸν καθὼς ἄλλοι. Πλὴν δὲν εἶναι νομίζω εὐκαταφρόνητον ὅτι ἐφύλαξα τὸ Ἱερατικὸν ἐπάγγελμα, καὶ ἐβοήθησα τὸν στρατὸν λόγῳ καὶ ἔργῳ πραγματικῶς, χρηματίσας μάλιστα εἰς πολλὰ Σώματα ὡς διδάσκαλος ἄνευ τινὸς ἐπιμισθίου».[13]

Οι στρατιωτικοί ιερείς, ακολουθώντας σ’ όλες τις μάχες, τους κινδύνους και τις κακουχίες τα στρατεύματα, ιερουργούσαν, εξομολογούσαν, κοινωνούσαν και παραμυθούσαν τους αγωνιζόμενους αδελφούς. Κυρίως όμως προκινδύνευαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Με το θυσιαστικό παράδειγμά τους, ακόμη και με το αίμα τους[14] συνέβαλαν αποφασιστικά στην ενίσχυση του φρονήματος των ανδρών και στη νικηφόρα έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων.

«Κατὰ πᾶσαν πρωΐαν καὶ ἐσπέραν ἐψαλλον τὴν ἁγίαν παράκλησιν»[15] προσευχόμενοι υπέρ ευοδώσεως του αγώνος. Προ των μαχών «μὲ ἐνθουσιαστικοὺς λόγους κατὰ πολὺ ἐνεψύχωναν τὸν στρατόν, κηρύσσοντες τὸν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος λόγον».[16] Τελούσαν τη Θεία Λειτουργία και μετέδιδαν τον Άρτο της ζωής, οπλίζοντας τους άνδρες με πρωτοχριστιανικό φρόνημα για να αψηφούν τους κινδύνους και το θάνατο.

Κατά δε τη διάρκεια των μαχών ευρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του πυρός «ἐνθαρρύνωντες τοὺς στρατιώτας»,[17] όπως στο χαρακτηριστικό παράδειγμα του περιώνυμου Φλεσάκου, ο οποίος «εἰς τὰς μάχας πάντοτε ἐκράτει εἰς τὰς χεῖράς του τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἐπήγαινεν ἐμπρός. Εἰς τὰς Πάτρας δὲ κατὰ τὴν περίφημον μάχην τῆς 9ης Μαρτίου οἱ Τοῦρκοι ἐκυνήγησαν καὶ αὐτὸν, ὅστις καταδιωκόμενος ἔρριψε τὴν εἰκόνα ἐντὸς μιᾶς βάτου, καὶ εἶπεν εἰς αὐτὴν, ὅτι ἂν δὲν δυναμώσῃ τοὺς Ἕλληνας νὰ νικήσουν τοὺς Τούρκους δὲ τὴν παίρνει πάλιν, εἰπών «πήγαινε καὶ σὺ μὲ τοὺς Τούρκους». Ἐντὸς ὀλίγου οἱ Ἕλληνες ἐνίκησαν, καὶ τοῦτο ἐθεωρήθη ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν ὡς θαῦμα τῆς Παναγίας».[18]

Άλλοτε «ἔψαλλον παρακλήσεις, δεόμενοι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσῃ τοὺς Ἕλληνας νὰ νικήσουν τὸν ἐχθρόν» κατά το παράδειγμα του προμνημονευθέντος Παπά Ζαφειρόπουλου, ο οποίος «εἰς τὴν κατὰ τοῦ Δράμαλη μάχην ἦτον εἰς τὴν ἰδίαν θέσιν, ὅπου ἐστέκετο καὶ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ διεύθυνεν αὐτὴν, καὶ ἐκεῖ ἔψαλλε παράκλησιν, δεόμενος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσῃ τοὺς Ἕλληνας νὰ νικήσουν τὸν ἰσχυρὸν Δράμαλην».[19]

Τέλος προέπεμπαν τους εοιμοθάνατους αγωνιστές στην αγήρατω ζωή της αμαράντου δόξης προσφέροντάς τους τα τελευταία πνευματικά εφόδια, όπως συνέβη και με τον μεγάλο οπλαρχηγό Γ. Καραϊσκάκη. Ο κορυφαίος πολέμαρχος του Γένους, μετά από θανάσιμο τραυματισμό, λίγες ώρες πριν το θάνατό του, κάλεσε τον πνευματικό του, «ἕνα τῶν ἱερέων τοῦ στρατοπέδου, ἐξωμολογήθη, ὡς ἀληθὴς καὶ θεοσεβὴς χριστιανός, ἐζήτησε συγχώρησιν παρὰ τῶν περιεστώτων καὶ ἐκοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων».[20]

Αντί επιλόγου

Η ανεκτίμητη προσφορά και η καθοριστική συμβολή των στρατιωτικών ιερέων στην ευόδωση του αγώνα του ’21 έχει αποτυπωθεί, με εύγλωττο τρόπο και στη μαρτυρία ενός από τους αυτόπτες μάρτυρες των ηρωικών αγώνων και θυσιών του υπέρ της ανεξαρτησίας του Έθνους. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμά της ως κατακλείδα της επιγραμματικής αυτής αναφοράς μας στους στρατιωτικούς ιερείς του αγώνα της εθνικής μας παλιγγενεσίας.

«Προκειμένου περὶ πίστεως καὶ πατρίδος, πυρίκαυστα ῥίπτουσι (σ.σ. οι ιερείς) τὰ λεγόμενα βεράτια αὑτῶν, ἀποξενοῦνται οἰκειοθελῶς πάσης ὑπερτιμήσεως καὶ ἁρμοδιότητος πολιτικῆς, καὶ ἀντὶ ἱκετῶν ταπεινῶν πρὸς τυράννους μετασχηματίζονται εἰς μαχητάς σταυροφόρους, ἀλλὰ πιστοὺς σταυροφόρους, κατὰ τῶν τυράννων. Ὅ,τι ἄλλοτε ηὔχοντο ἐν τῷ ναῷ «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου», τούτου γίγνονται ἤδη ἡ προθυμοτέρα ἐκτέλεσις ἐν τοῖς πεδίοις τοῦ Ἄρεως, πανταχοῦ συγκινδυνεύοντες περὶ τῶν ὅλων, πανταχοῦ μαρτυροῦντες ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος, καὶ πανταχοῦ ἐκπροσωποῦντες τὴν ἐκκλησίαν, εὐλογοῦσαν τοὺς μαχομένους καὶ ἁγιάζουσαν τοὺς πίπτοντας ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων».[21]

[1] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1821-1823, Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, τόμος πρώτος Α΄, έκδοσις Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήναι 1971, σελ. 37-38.

[2] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τόμος Α΄, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δ. Α. Μαυρομάτη, 1857, σελ. 271-271.

[3] Πρόκειται περί του, εκ της πρεσβυτέρας αδελφής του, γαμβρού του Παλαιών Πατρών Γερμανού με το επώνυμο Διογενίδης. Βλ. Παλαιών Πατρών Γερμανού, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Βεργίνα, Δεκέμβριος 1996, σελ. 8.

[4] Φωτίου Χρυσανθακόπουλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, τόμος Α΄, εκδόσεις Βεργίνα, Δεκέμβριος 1996, σελ. 261-264.

[5] Χρήστου Βυζαντίου, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών, Αθήναι 1956, σελ. 193.

[6] F.C.H. Pougueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μεταφρασθείσα υπό Ξενοφώντος Ζυγούρα, τόμος Δ΄, εν Αθήναις, 1891, σελ. 125-126.

[7] F.C.H. Pougueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μεταφρασθείσα υπό του Ιωάννου Θ. Ζαφειρόπουλου, τόμος Τρίτος, εν Αθήναις, 1890, σελ. 116.

[8] Ιωάννου Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος τρίτος, Αθήναι 1860, σελ. 303, 305.

[9] Αντωνίου Α. Μιαούλη, Συνοπτική ιστορία των υπέρ της ελευθερίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος γενομένων ναυμαχιών, εκδόσεις Βεργίνα, Δεκέμβριος 1996, σελ. 108, 118, 121.

[10] F.C.H. Pougueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μεταφρασθείσα υπό του Ιωάννου Θ. Ζαφειρόπουλου, τόμος Τρίτος, εν Αθήναις, 1890, σελ. 260.

[11] F.C.H. Pougueville, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, μεταφρασθείσα υπό του Ξενοφώντος Ζυγούρα, τόμος Δεύτερος, εν Αθήναις, 1890, σελ. 276.

[12] Βλέπε σχετικά, Αρχιμ. Μελετίου Κουράκλη, Η συμβολή των στρατιωτικών ιερέων στους αγώνες του Έθνους, Τρίπολη 1999.

[13] ΓΑΚ/Στρατιωτικοί Ιερείς/Φ.218, α/α εγγράφου 162. Σχετικά με το κεφαλαιώδες θέμα της θέσης των κληρικών στον πόλεμο, βλ. Κωνσταντίνου Ν. Καλλίνικου, Χριστιανισμός και Πόλεμος, 1919 και ιδίως το κεφάλαιο Ο Πόλεμος και ο Χριστιανικός Κλήρος, σελ. 32-76.

[14] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, τόμος τρίτος, Αθήναι, 1972, σελ. 58-59.

[15] Ιωάννου Φιλήμονος, ένθα ανωτ. Σελ. 305.

[16] Φωτίου Χρυσανθακόπουλου ή Φωτάκου, Βίοι Πελοποννήσιων ανδρών, εκδοσεις Βεργίνα, Δεκέμβριος 1996, σελ. 229.

[17] Αυτόθι, σελ. 233.

[18] Αυτόθι, σελ. 233.

[19] Αυτόθι, σελ. 97-98.

[20] Χρήστου Βυζαντίου, ένθα ανωτ. σελ. 193.

[21] Ιωάννου Φιλήμονος, ένθα ανωτ. σελ. 29-30.

Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Κουράκλης, Στρατιωτικοί Ιερείς στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, Στρατιωτική Επιθεώρηση, τευχ. 2, 2001