Menu Close

Ἀθανάσης Διάκος

Ἆσμα Πρῶτον
Ἡ παραμονή

»Ἀναίβα, Μῆτρε στοῦ βουνοῦ κατάκορφα τὴ ράχη,
Πᾶρε τὸ μάτι τἀητοῦ καὶ τἀλαφιοῦ τὸ πόδι
Καὶ τὴν ἀγρύπνια τοῦ λαγοῦ, καὶ στῆσε καραοῦλι.
Κι᾿ ἂν ʾδῇς χιλιάδαις τὸν ἐχθρό, ἄλογα καὶ πεζούρα,
Μὲ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶ, τὸν ὕπνο μὴ μοῦ κόψῃς,
Στάσου, πολέμα μοναχός. Κι᾿ ἂν ʾδῇς μὲς στὸ φουσάτο
Νὰ πηλαλάῃ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα Βρυώνη,
Πέτα, ροβόλα, κρᾶξε με… Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου.»

Ἄστραψε ἀπ᾿ ἄγρια χαρὰ τὸ μέτωπο τοῦ κλέφτη,
Ἐβρόντησαν τὰ χαϊμαλιά, ἀνέμισε ἡ φλοκάτη,
Ἔλαμψε ὁ Μῆτρος μία στιγμὴ κ᾿ ἐσβύστηκε σὰν ἄστρο.
Ὁ Διάκος τὸν συντρόφεψε γιὰ λίγο μὲ τὸ μάτι
Κ᾿ ὕστερα πέφτει κατὰ γῆς γονατιστὸς στὴν πέτρα:

»Ἀδέρφια, παλληκάρια μου! Ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου
Καὶ γονατίσετε μ᾿ ἐμέ. Ὁ κόσμος στὴ χαρά του
Εἶν᾿ ἀνθοστόλιστη ἐκκλησιά, κ᾿ ἐδῶ μας παραστέκει
Ἐκεῖνος ποῦ τὴν ἔχτισε, γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦμε».

Ἤτανε νύχτα. Τὰ βουνά, οἱ λαγκαδιαῖς, τὰ δέντρα,
Οἱ βρύσαις, τ᾿ ἀγριολούλουδα, ὁ οὐρανός, τ᾿ ἀγέρι,
Στέκουν βουβὰ ν᾿ ἀκούσουνε, τὴν προσευχὴ τοῦ Διάκου.

*

»Ὅταν ἡ μαύρ᾿ ἡ μάνα μου, ἐμπρὸς σὲ μιὰν εἰκόνα,
Πλάστη μου, μ᾿ ἐγονάτιζε μὲ σταυρωτὰ τὰ χέρια,
Καὶ μὤλεγε νὰ δεηθῶ γιὰ κειοὺς ποὺ τὸ χειμῶνα
Σὰ λύκοι ἐτρέχαν στὰ βουνά, μὲ χιόνια, μ᾿ ἀγριοκαίρια
Γιὰ νὰ μὴ ζοῦνε στὸ ζυγό, ἔνοιωθα τὴ φωνή μου
Νὰ ξεψυχάει στὰ χείλη μου, ἐσπάραζε ἡ καρδιά μου,
Μοῦ ἐτρέμανε τὰ γόνατα, σὰν νἄθελε ἡ ψυχή μου
Νὰ φύγῃ μὲ τὴ δέηση ἀπὸ τὰ σωθικά μου.»

»Ὕστερα μὤλεγε κρυφὰ νὰ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη
Νὰ μ᾿ ἀξιώσῃς μιὰ φορὰ ἕνα σπαθὶ νὰ ζώσω
Καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ ὁ θάνατος νὰ μ᾿ εὕρῃ, νὰ μὲ πάρῃ
Πρὶν πολεμήσω ἐλεύθερος, γιὰ σὲ πρὶν τὸ ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Ἄκουσες τὴν εὐχή μου
Μοῦ φύτεψες μὲς στὴν καρδιὰ ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα,
Ἔδωκες μιὰν ἀχτίδα σου, ἀθέρα στὸ σπαθί μου
Καὶ μοὖπες, τώρα πέθανε γιὰ μέ, γιὰ τὴν πατρίδα.»

»Ἕτοιμος εἶμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαῖς ἀκόμα
Καὶ σβυόνται τ᾿ ἄστρα σου γιὰ μέ. Γιὰ μὲ θὰ σκοτειδιάσῃ
Τὤμορφο γλυκοχάραμα. Θὰ μοῦ κλειστῇ τὸ στόμα
Ποῦ ἐκελαδοῦσε στὰ βουνά, στὴ ῥεμματιά, στὴ βρύση,
Θὰ μαραθοῦν τὰ πεῦκά μου. Ἀραχιασμέν᾿ ἡ λύρα
Ποῦ μοὖταν ἀδερφοποιτὴ κι᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐμὲ στὴ φτέρη
Ἀγκαλιασμένη ἐπλάγιαζε, τώρα θὰ μείνη στεῖρα
Καὶ ʾς τἄψυχο κουφάρι της θὰ νὰ βογγάῃ τ᾿ ἀγέρι.»

»Ὅλα τ᾿ ἀφίνω μὲ χαρά, χωρὶς ν᾿ ἀναστενάξω.
Καὶ τὤχω περηφάνεια μου, ποῦ ἐδιάλεξες ἐμένα
Αὐτὴν τὴν ἔρμη τὴν πορειὰ μὲ τὸ κορμὶ νὰ φράξω.
Εὐχαριστῶ σε, Πλάστη μου! Δὲ θὰ χαθοῦν σπαρμένα
Καὶ δὲ θὰ μείνουν ἄκαρπα τ᾿ ἄχαρα κόκκαλά μου.
Εὐλόγησε τηνε τὴ γῆ, ὁποῦ θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσῃ
Καὶ στοίχειωσε κάθε κλονὶ ἀπὸ τὰ χώματά μου
Νὰ γένῃ ἀδιάβατο βουνὸ τὸ μνῆμα τοῦ Θανάση.»

»Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε τὴν αὐριανὴ τὴ μέρα!
Θὰ μᾶς θυμᾶτ᾿ ἡ Ἀρβανιτιὰ καὶ θὰ τὴν τρώγ᾿ ἡ ζήλια.
Θὰ χλημητᾶνε τ᾿ ἄλογα, θὰ καῖνε τὸν ἀγέρα
Μὲ τ᾿ ἄγρια τὰ χνῶτα τοὺς Γκέγκικα καρυοφύλλια,
Θὰ γένουν πάλαι τὰ Θερμιὰ λαίμαργη καταβόθρα…
Χιλιάδες ἦρθαν θερισταὶ καὶ χάρος ὀργοτόμος,
Μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πῶς δὲ θὰ μείνη λώθρα
᾿Σ αὐτὴν τὴ δύστυχη τὴ γῆ, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος»…

»Κ᾿ ἐμεῖς θὰ πᾶμε μὲ χαρὰ ᾿ς αὐτὸν τὸν κατάῤῥάχτη.
Ἐπάνωθέ μας θἆσαι Σύ, καὶ τὰ πατήματά μας
Θὰ νἄχουνε γιὰ στήριγμα τὴ φοβερή τη στάχτη,
Πὤμεινε σπίθ᾿ ἀκοίμητη βαθειὰ στὰ σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ στὴ Δύση
Πῶς δὲν ἀπονεκρώθηκε καὶ πὼς θ᾿ ἀνθοβολήσῃ
Τώρα μὲ τὰ Μαγιάπριλα ἡ δουλωμένη χώρα.
Εὐλογημέν᾿ ἡ ὥρα!»

*

Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
Κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ…
Χαρὰ ʾς τὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!

*

Πλαγιάζει ὁ λειονταρόψυχος! Τὰ νειάτα, τὴ θωριά του
Τ᾿ ἀστέρια βλέπουν μὲ χαρὰ καὶ κάπου κάπου ἀφίνουν
Κρυφὰ τὸ θόλο τ᾿ οὐρανοῦ γιὰ νὰ διαβοῦν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του καὶ τὸν σφιχταγκαλιάζει
ʾΣτὸν κόρφο της ἡ ἄνοιξη, σὰν νἄτανε παιδί της.
Χαρούμενα τὰ λούλουδα φιλοῦν τὸ μέτωπό του.
Χάνει μὲ μιᾶς τὴν ἀσκημιὰ καὶ τὴν ταπεινοσύνη
Ὁ ἔρμος ὁ ἀζώηρος, ἡ ποταπὴ ἡ λαψάνα,
Γλυκαίνει τὸ χαμαίδρυο, ʾς τοῦ χαμαιλειοῦ τὴ ῥίζα
Ἀποκοιμιέται ὁ θάνατος καὶ τὸ περιπλοκάδι,
Ποῦ πάντα κρύβεται δειλὸ καὶ τ᾿ ἄπλερο κορμί του
Ἀλλοῦ στυλόνει τὸ φτωχό, δυναμωμένο τώρα
Τρελλό, περηφανεύεται καὶ θέλει νὰ κλαρώσῃ
᾿Σ τʾ ἀνδρειωμένο μέτωπο γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ πὼς ἦταν
Στὴ φοβερὴ παραμονὴ μία τρίχ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιά του.

*

Πλαγιάζει ὁ λειονταρόψυχος! Τοῦ ὕπνου του οἱ ὥραις
Ὅσο κι᾿ ἂν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θὰ γένουν
Ν᾿ ἀποστομώσουν τὸ θολό, τ᾿ ἀγριωμένο κῦμα
Τοῦ χρόνου ποῦ μᾶς ἔπνιξε. Μ᾿ ἐκείνην τὴν ῥανίδα
Πὤσταξ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του, θὰ ξεπλυθῇ ἡ μαυράδα
Ποὺ ἐλέρονε τῆς μοίρας μας τὸ νεκρικὸ δεφτέρι.
Ὁ Διάκος στὸ κρεββάτι του, ζωσμένος τὴ φλοκάτη
Σὰν ἀητὸς μὲς τὴ φωλειά, ὀλάκερο ἕνα γένος
Ἔκλωθ᾿ ἐκείνην τὴν βραδειά. Ὅταν προβάλ᾿ ἡ μέρα
Θὰ νἄβγουν τ᾿ ἀητόπουλα μὲ τροχισμένα νύχια
Μὲ θεριεμένα τὰ φτερά, ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κυνήγι…
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Ἀξίωσέ μας ὅλους
Πρὶν μᾶς σκεπάσῃ ἡ μαύρη γῆ, ςʾ τὰ δουλωμένα πλάγια
Νὰ κοιμηθοῦμε μιὰ νυχτιὰ τὸν ὕπνο τοῦ Θανάση!

Ἀθανάσης Διάκος

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αθανάσης Διάκος, Αστραπόγιαννος, Τύποις Χ. Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, Αθήναι, 1867.