Menu Close

7/7/2022

Γιατί τιμούμε τη Θεοτόκο;

Η Καινή Διαθήκη λέγει πολύ λίγα για την Παναγία, τη Μητέρα του Χριστού. Μόνον δύο από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και Λουκάς, μιλούν για την γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ, αναφέρουν τη μητέρα Του και περιγράφουν τις περιστάσεις. Ο Μάρκος δεν αναφέρει καθόλου την Παναγία. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη η Παναγία εμφανίζεται μόνον δύο φορές: στην πολύ αρχή, στην ιστορία του γάμου στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου παρεμβαίνει στον Υιό της εκ μέρους του αρχιοινοχόου όταν τελείωσε το κρασί (Ιων. 2, 1-11) καθώς και στο τέλος του Ευαγγελίου όπου εμφανίζεται ξανά να στέκεται δίπλα στον Σταυρό, κάτω από τον σταυρωμένο Υιό της. Οι Πράξεις των Αποστόλων (το πρώτο μισό των οποίων περιγράφει τη ζωή στην πρώτη Χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων) αναφέρουν την Παναγία μόνο μια φορά, στο πρώτο κεφάλαιο, λέγοντας ότι οι μαθητές του Χριστού συνάζονταν σε προσευχή «σὺν γυναιξὶ καὶ Μαριὰμ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ» (Πραξ. 1, 14). Σε κανένα από τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης, σε καμία από τις επιστολές του απ. Παύλου ή των άλλων αποστόλων δεν αναφέρεται κάτι γι’ αυτήν.

Αυτοί που βλέπουν με σκεπτικισμό τον τεράστιο και θεμελιώδη ρόλο που παίζει η ευλάβεια προς την Θεοτόκο στην ζωή της Εκκλησίας, προβάλλουν ως κύριο επιχείρημα αυτή τη σχετική σιγή της Καινής Διαθήκης. Βλέπουν αυτή την ευλάβεια ως κάτι το «εισαχθέν» και ξένο προς το αρχικό πνεύμα και τη διδασκαλία του Χριστιανισμού. Αυτό ήταν και το επιχείρημα των Προτεσταντών του δέκατου έκτου αιώνα, που συνεπέραναν ότι η προσκύνηση και η ευλάβεια που εκδηλώνεται προς την Θεοτόκο είναι καθαρή ειδωλολατρία, δίχως κανένα θεμέλιο στην Αγία Γραφή. «Η Εκκλησία σας», μας κατηγορούν ακόμη, ¨γιορτάζει τα γενέθλια της Θεοτόκου, τα εισόδια στο Ναό, την Κοίμησή της. Κανένα όμως από αυτά τα γεγονότα δεν αναφέρεται στην αγία Γραφή, στη Βίβλο, στην Καινή Διαθήκη, κι έτσι όλες αυτές οι γιορτές είναι ανθρώπινες επινοήσεις που έχουν μολύνει την αρχική καθαρότητα και απλότητα της Χριστιανικής διδασκαλίας».

Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή πρόκληση, κι έτσι αρχίζουμε εδώ την προσπάθεια μας να εξηγήσουμε το περιεχόμενο και το νόημα της ευλάβειας που δείχνει η Εκκλησία και κάθε Χριστιανός χωριστά στην Παναγία. Πρώτα όμως πρέπει να πούμε κάποια λόγια σχετικά με τη γενική προσέγγιση του συνόλου των θρησκευτικών φαινομένων, επειδή πάντοτε υπήρχαν δύο προσεγγίσεις. Η μία θα μπορούσε να ονομαστεί εξωτερική προσέγγιση και η άλλη εκ των έσω.

Ο απλούστερος ορισμός της εξωτερικής προσεγγίσεως είναι ότι εξαρτάται εντελώς από αποδείξεις. «Αποδείξτε ότι υπάρχει ο Θεός, αποδείξτε ότι ο Χριστός είναι Θεός, αποδείξτε ότι το ψωμί γίνεται Σώμα Χριστού, αποδείξτε ότι υπάρχει άλλος κόσμος… Απόδειξέ το, και θα σε πιστέψω. Αλλά δεν θα πιστέψω, αν δεν το αποδείξεις». Αρκεί και μόνο να παρατηρήσουμε όλες αυτές τις «αποδείξεις», για να πειστούμε ότι όχι μόνο αυτή η προσέγγιση αδυνατεί να μας οδηγήσει στην ουσία της θρησκείας, αλλά και, με εξαίρεση το σχετικά στενό πεδίο των φυσικών επιστημών, καθόλου δεν ταιριάζει στη ζωή γενικά. Μπορείς να αποδείξεις πως το νερό βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου, αλλά δεν μπορείς να αποδείξεις ότι ο Πούσκιν υπήρξε μια μεγαλοφυία. Είναι δε εξίσου αδύνατο να αποδειχθεί οτιδήποτε αφορά τον εσωτερικό κόσμο και τη ζωή του ανθρώπου, τις χαρές και τις λύπες του, τον θαυμασμό και την πίστη του. Σημειώστε μάλιστα πως ο ίδιος ο Χριστός δεν έκανε καμιά προσπάθεια ν’ αποδείξει οτιδήποτε. Κάλεσε μόνο τους ανθρώπους να δουν, ν’ ακούσουν, να δεχθούν κάτι που δεν μπορούσαν ούτε να δουν, ούτε ν’ ακούσουν, ούτε να δεχθούν, και που, ακόμη και τώρα, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δεν βλέπει, δεν ακούει, και δεν δέχεται. Με άλλα λόγια, όσο πιο βαθιά είναι η αλήθεια, το καλό, η ομορφιά, τόσο λιγότερο μπορεί να αποδειχθεί, έτσι ώστε η προσέγγιση που περιορίζεται μόνο σε αποδείξεις, να γίνεται όλο και λιγότερο αποτελεσματική. Αυτό μας οδηγεί στη μέθοδο που αποκαλέσαμε προηγουμένως «προσέγγιση εκ των έσω».

Αυτή είναι η μέθοδος που όλοι χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή, χωρίς ούτε καν να το γνωρίζουμε. Έτσι, παραδείγματος χάριν, όταν αγαπούμε ένα πρόσωπο, βλέπουμε σ’ αυτό κάτι που ένας άλλος, που δεν το αγαπά, δεν μπορεί να δει. Αποκαλύπτεται σε μας κάτι από το βαθύτερο είναι του, κάτι κρυμμένο από τα εξωτερικά μάτια, αλλά που το ξεσκεπάζει για χάρη μας η αγάπη, η οικειότητα, η προσωπική γνώση. Με το ίδιο τρόπο, στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την ευλάβεια της Εκκλησίας προς την Παναγία, αντί να μετρούμε το πόσες φορές η Παναγία αναφέρεται σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το κείμενο, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο «εκ των έσω». Ας το θέσουμε λοιπόν ως εξής: αν η πίστη μας στον Χριστό δεν γνώριζε τίποτε για τη Μητέρα Του, εκτός ότι αυτή υπήρξε και ονομαζόταν Μαρία, τότε, κι αυτή η στοιχειώδης γνώση θ’ αρκούσε για να τη γνωρίσουμε αληθινά, να κοιτάζουμε την εικόνα της, να βρίσκουμε στη Χριστιανική πίστη, και στις καρδιές μας, όλα όσα έχει δει, ακούσει και γνωρίσει η Εκκλησία, στα δύο χιλιάδες χρόνια της ζωή της. Μας λένε ότι η Βίβλος δεν λέει τίποτε για τη γέννηση ή τον θάνατο της Παναγίας. Αν όμως η Παναγία υπήρξε, θα έπρεπε να έχει γεννηθεί, και θα έπρεπε έχει πεθάνει. Μπορεί η αγάπη μας για τον Χριστό και η πίστη μας σ’ Αυτόν να είναι τόσο χλιαρή, ώστε να μην αισθανόμαστε τι έλαβε χώρα όταν γέννησε η Παναγία, να μην αισθανόμαστε Αυτήν, που σκοπός της ζωής της ήταν να γίνει Μητέρα Του; Αν πιστεύουμε στην απόλυτη, στη θεϊκή μοναδικότητα του Χριστού και του έργου Του, πώς δεν μπορούμε στην περίπτωση αυτή να συγκεντρώσουμε το εσωτερικό, πνευματικό βλέμμα μας στη γυναίκα που Του έδωσε την ανθρώπινη ζωή; Με άλλα λόγια όλη η ευλάβεια προς την Θεοτόκο, όλη μας η αγάπη, όλη μας η γνώση γι’ αυτήν, είναι ένα δώρο που προέρχεται μόνο από την προσωπική εμπειρία, ως καρπός αγάπης. Κι αν θέλουμε να κατανοήσουμε γνήσια την ευλάβεια που δείχνει η Εκκλησία στην Παναγία, τότε διαθέτουμε μόνο μια επιλογή: να προσέλθουμε, να γευτούμε και ν’ αποφασίσουμε μόνοι μας αν όλα αυτά είναι εφεύρεση και μύθος, ή η αλήθεια, η ζωή και η ομορφιά που μας αποκαλύπτουν τη ζωτικότητα, το βάθος και τη χάρη τους.

Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Παναγία: Βίωση της πίστης, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, 1η έκδ. Αθήνα, Ακρίτας, 2000.