Menu Close

20/9/2022

Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γης

Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γης (Μτ. 6, 10). Εδώ είναι το τρίτο αίτημα της Κυριακής Προσευχής.

Από όλα τα αιτήματα τούτο φαίνεται να είναι το απλούστερο και πλέον κατανοητό. Πράγματι, αν κάποιος πιστεύει στον Θεό, θα θεωρούσε κανείς ότι υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού και το αποδέχεται, ότι επιθυμεί να γίνεται αποδεχτό γύρο του παντού, στη γη, όπως υποθετικά είναι στον ουρανό. Στην πράξη όμως είναι το πιο δύσκολο αίτημα.

Θα πρέπει να πω ότι ακριβώς αυτό το αίτημα, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, είναι το έσχατο μέτρο της πιστής, το ζύγι με το οποίο κάποιος μπορεί να διακρίνει, στον εαυτό του πρώτα απ’ όλα, τη βαθιά από την επιπόλαια πιστή, τη βαθιά θρησκευτικότητα από μια εσφαλμένη μορφή της. Γιατί; Επειδή, βεβαία, ο πιο φλογερός πιστός πολύ συχνά, αν όχι πάντα, επιθυμεί, προσδοκά και ζητάει από τον Θεό που ισχυρίζεται ότι πιστεύει να του εκπληρώνει ακριβώς το δικό του θέλημα και όχι το θέλημα του Θεού. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι το ίδιο το Ευαγγέλιο, η περιγραφή της ζωής του Χριστού.

Από την αρχή δεν ακολουθούν τον Χριστό ανώνυμα πλήθη ανθρώπων; Και δεν τον ακολουθούν γιατί εκπληρώνει το δικό τους θέλημα; Θεραπεύει, βοηθάει, παρηγορεί… Παρ’ όλα αυτά, μόλις αρχίσει να μιλάει για το ουσιώδες, για το γεγονός ότι κανείς πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό του αν θέλει να τον ακολουθήσει, για την ανάγκη να αγαπάει τους εχθρούς του και να θυσιάζει τη ζωή του για τους αδελφούς του, μόλις η διδαχή Του γίνει δύσκολη, υψηλή, κλήση για θυσία, ζήτηση για το αδύνατο, με άλλα λόγια μόλις ο Χριστός αρχίσει και διδάσκει τι είναι το θέλημα του Θεού, οι άνθρωποι αμέσως Τον εγκαταλείπουν και, επιπλέον, στρέφονται εναντίον Του με θυμό και μίσος. Αυτές οι τρομαχτικές κραυγές του όχλου στο σταυρό, «σταύροσων, σταύροσων αυτόν» (Λκ. 23,21), δεν προκύπτουν διότι ο Χριστός δεν εκπλήρωσε το θέλημα του λαού;

Εκείνοι ήθελαν μόνο βοήθεια και γιατρειά, ενώ Αυτός μιλούσε για αγάπη και συγχωρητικότητα. Ήθελαν να τους ελευθερώσει από τους εχθρούς τους και να τους χαρίσει τη νίκη εναντίον τους, ενώ Αυτός μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού. Ήθελαν να τηρεί της παραδόσεις και τα έθιμα τους, ενώ Αυτός τα αψήφησε, τρώγοντας και πίνοντας μαζί με τελώνες, αμαρτωλούς και πόρνες. Η ρίζα και η αιτία της προδοσίας του Ιούδα δεν έγκειται ακριβώς σ’ αυτή την απογοήτευση από τον Χριστό; Ο Ιούδας λογάριαζε πως ο Χριστός θα εκπλήρωνε το θέλημα του, μα ο Χριστός θεληματικά παρέδωσε τον εαυτό Του στην καταδίκη και το θάνατο.

Όλα αυτά περιγράφονται στα Ευαγγέλια . Και κατά συνέπεια, στις δυο χιλιετίες του χριστιανισμό που ακολούθησαν, δεν είμαστε μάρτυρες του ίδιου δράματος; Τι επιθυμούμε όλοι μαζί και ο καθένας προσωπικά από τον Χριστό; Ας το παραδεχτούμε: την εκπλήρωση του θελήματός μας Θέλουμε ο Θεός να εξασφαλίσει τη χαρά μας. Θέλουμε να νικήσει τους εχθρούς μας. Θέλουμε να πραγματώσει τα όνειρά μας και να μας θεώρει ευγενείς και κάλους. Κι όταν ο Θεός παραλείπει να κάνει το θέλημά μας είμαστε απογοητευμένοι και αναστατωμένοι, και έτοιμοι ξανά και ξανά να Τον εγκαταλείψουμε και να Τον αρνηθούμε.

Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου – αλλά στην πραγματικότητα σκεφτόμαστε «γενηθήτω τὸ θέλημά μας», κι έτσι αυτό το τρίτο αίτημα της Κυριακής Προσευχής συνιστά πρώτα απ’ όλα ένα είδος καταδίκης για μας, μια κρίση της πίστης μας,

Επιθυμούμε στ’ αλήθεια αυτό που έρχεται από τον Θεό; Επιθυμούμε στ’ αλήθεια να αποδεχτούμε αυτή τη δύσκολη, υψηλή, αυτή τη φαινομενικά αδύνατη απαίτηση του Ευαγγελίου; Κι αυτό το αίτημα γίνεται επίσης ένα κριτήριο επαλήθευσης των σκοπών και των κατευθύνσεών μας στη ζωή: τι είναι αυτό που θέλω, τι είναι που αποτελεί την κύρια και ύψιστη αξία της ζωής μου, που είναι ο θησαυρός για τον οποίο ο Χριστός είπε ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (Μτ. 6, 21);

Εάν η ιστορία των θρησκευμάτων, εάν η ιστορία του χριστιανισμού είναι γεμάτη με προδοσίες, τότε αυτές οι προδοσίες δεν εντοπίζονται τόσο στις αμαρτίες και τις αποτυχίες των ανθρώπων – εφόσον ο αμαρτωλός μπορεί πάντα να μετανοήσει, η αποτυχία μπορεί πάντα να διορθωθεί, ο πόνος να αποκατασταθεί. Όχι, η χειρότερη προδοσία βρίσκεται μάλλον σε αυτή τη μόνιμη υποκατάσταση του θελήματος του Θεού από το δικό μας θέλημα, το ίδιον θέλημά μας. Αναφορικά με αυτή την προδοσία ακόμα και ο εγωισμός μας καθίσταται θρησκεία, τέτοια που ν’ αξίζει τις κατηγορίες που δέχεται από τους εχθρούς της. Γίνεται ψευδο-θρησκεία, και δεν υπάρχει τίποτα φοβερότερο πάνω στη γη από την ψευδο-θρησκεία. Γιατί ακριβώς η ψευδο-θρησκεία είναι που θανάτωσε τον Χριστό.

Αυτοί που θεωρούσαν τον εαυτό τους βαθύτατα θρησκευόμενο είναι που Τον καταδίκασαν σε θάνατο και Τον σταύρωσαν, που Τον χλεύασαν και επιδίωξαν την καταστροφή Του. Κάποιοι απ’ αυτούς διέβλεπαν στη θρησκεία ένα είδος εθνικής αποθέωσης για το οποίο ο Χριστός ήταν ο επικίνδυνος επαναστάτης που μιλούσε για την αγάπη προς τους εχθρούς. Άλλοι είδαν στη θρησκεία μόνο το στοιχεία του θαύματος και της δύναμης˙ γι’ αυτούς ο ματωμένος και ανήμπορος Χριστός, ο κρεμασμένος στον σταυρό, ήταν ένα όνειδος για τη θρησκεία. Ενώ άλλοι ακόμα απογοητεύτηκαν απ’ Αυτόν γιατί δίδαξε πράγματα που δεν ήθελαν ν’ ακούν. Κι έτσι μέχρι σήμερα οι άνθρωποι εξακολουθούν να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία αυτού του αιτήματος, γενηθήτω τὸ θέλημά Σου.

Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου. Αυτό σημαίνει κατ’ αρχάς: δώσε μου δύναμη και βοήθησέ με να κατανοήσω ποιο είναι το θέλημά Σου, βοήθησε με να ξεπεράσω τα όρια της δικής μου λογικής, της καρδιάς μου, του δικού μου θελήματος, ώστε να διακρίνω τα μονοπάτια Σου, έστω κι αν δεν είναι ξεκάθαρα στην αρχή. Βοήθησέ με να δεχτώ αυτό που είναι δύσκολο και φαινομενικά ασήκωτο ή αδύνατο στο θέλημά Σου. Βοήθησέ με, μ’ άλλα λόγια, να επιθυμώ ό,τι επιθυμείς Εσύ.

Κι εδώ αρχίζει η στενή οδός για την οποία γίνεται λόγος από τον Χριστό. Δεν προλαβαίνουμε ν’ αρχίσουμε να επιθυμούμε αυτό το θείο θέλημα, αυτή την υψηλή και δύσκολη κλήση, και οι άνθρωποι αμέσως απομακρύνονται από μας, οι φίλοι μας μας προδίδουν, και απομένουμε μόνοι, διωγμένοι και εξοστρακισμένοι. Αλλά αυτό είναι πάντα σημάδι ότι κάποιος αποδέχτηκε το θέλημα του Θεού, και συνιστά πάντα υπόσχεση ότι η στενή και δύσκολη οδός στεφανώνεται με νίκη – όχι κάποια παροδική ανθρώπινη νίκη, αλλά νίκη που έρχεται από τον Θεό.

Αλεξάντερ Σμέμαν, Πάτερ ημών, μετάφραση Ιωάννης Λάππας, Αθήνα, Μαΐστρος, 2003.