Menu Close

26/10/2023

Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον

Αρχίζοντας ο απόστολος Παύλος να γράφει για την μεγάλη αρετή των χριστιανών, την αγάπη δηλαδή, χρησιμοποιεί διάφορες εικόνες χαρισμάτων και προβαίνει σε ανάλογους συσχετισμούς. Αρχικά παραλληλίζει την αγάπη με την γλώσσα, η οποία έχει ανυπολόγιστη αξία για τον άνθρωπο, και συσχετίζει με το αντίστοιχο χάρισμα της πολυγλωσσίας. Δεν είπε εάν μιλώ γλώσσες, αλλ’ «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ». Δηλαδή: Αν μπορώ να μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων. Τι σημαίνει «τῶν ἀνθρώπων»; Δηλαδή όλων των εθνών της Οικουμένης. Ακόμη και σ’ αυτήν την υπερβολή δεν αρκέσθηκε, αλλά βάζει και μια ακόμη επί πλέον, πολύ μεγαλύτερη, για δείξει το μέγεθος της ευθύνης, καθώς συνεχίζει και λέει: «Καὶ τῶν ἀγγέλων». Δηλαδή εάν φθάσω να ομιλώ και τη γλώσσα των αγγέλων. Πρόσεξε, όμως, τι εννοεί ο απόστολος όταν φτάνει να μιλάει για τη γλώσσα των αγγέλων. Μιλάει γι’ αυτήν όχι γιατί θεωρεί ότι οι άγγελοι έχουν σώμα με το ανθρώπινο σαρκικό όργανο της γλώσσας, αλλά έχουν έναν ιδιαίτερο τρόπο και νόμο επικοινωνίας και συνομιλίας μεταξύ τους. Τι εννοεί, λοιπόν, όταν φτάνει σ’ αυτήν την υπερβολή; Και εάν μιλάω έτσι, όπως επικρατεί νόμος να μιλούν μεταξύ τους οι άγγελοι, δεν έχω όμως αγάπη, τότε δεν είμαι τίποτε, αλλ’ επιπλέον είμαι και φορτικός και βαρετός.

Εξάλλου και αλλού, όπως και στο χωρίο: «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων», ο απόστολος των Εθνών χρησιμοποιεί ανθρώπινες εικόνες για τους αγγέλους. Όχι γιατί οι άγγελοι έχουν γόνατα και οστά, μη γένοιτο, αλλά γιατί με την ανθρώπινη αυτή εικόνα θέλει να δείξει και να τονίσει τη συνεχή προσκύνηση του Κυρίου μας από τις επουράνιες (αγίους αγγέλους) και τις επίγειες και τις καταχθόνιες ακόμη δυνάμεις. Έτσι και εδώ αναφέρθηκε στη γλώσσα, όχι για να δηλώσει το σαρκικό όργανο του ανθρώπου, αλλά γιατί θέλει να δείξει σ’ εμάς και να μας χάνει να καταλάβουμε με τον γνωστό σ’ εμάς τρόπο την μεταξύ των αγγέλων συνομιλία.

Και συνεχίζει, αλλά «ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον». Αλλά, δηλαδή, εάν δεν έχω αγάπη για τους άλλους, οι λόγοι μου ακούγονται σαν ήχος χάλκινης καμπάνας ή σαν κυμβάλου αλαλαγμός. Βλέπεις ότι ανύψωσε στον άνθρωπο το χάρισμα και συνάμα του το γκρέμισε και το ταπείνωσε; Γιατί δεν είπε απλώς ότι δεν είμαι τίποτε, αλλ’ ότι έγινα «χαλκὸς ἠχῶν», κάτι δηλαδή αναίσθητο και άψυχο.

Πώς εννοεί ο θείος Παύλος τη φράση «χαλκὸς ἠχῶν»; Ο χαλκός τελικά κάνει θόρυβο, αλλά αυτός ο ήχος είναι άσκοπος και άδικα ενοχλεί, γιατί δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Διότι φαίνομαι ότι αγωνίζομαι τελικά για το τίποτε, συγχρόνως όμως και ενοχλώ και γίνομαι. φορτικός του βαρετός στους γύρω μου. Δεν βλέπεις πως αυτός που δεν έχει αγάπη, μοιάζει με κάτι άψυχο και αναίσθητο; Δεν παρατηρείς ότι αυτός που έχει άδεια την καρδιά του από αγάπη, μοιάζει με την έρημο και δεν προσφέρει τίποτε άλλο παρά θλίψεις και κακουχίες και έναν μεγάλο αριθμό από προβλήματα;

Πράγματι, εκεί όπου απουσιάζει η αγάπη, ο άνθρωπος γίνεται ενοχλητικός, δύστροπος, γεμάτος από παραξενιές και ιδιοτροπίες. Όλα τον ενοχλούν, για κάθε δυσκολία οι άλλοι φταίνε και οτιδήποτε γίνει αντίθετο απ’ αυτό που θέλει, το θεωρεί λάθος. Η δυστροπία γεμίζει την ψυχή του και όλοι εύχονται γι’ αυτόν να βρισκόταν μακριά τους, σε άλλη περιοχή, σε άλλη πόλη.

Στη συνέχεια, για να γίνει ο λόγος δεκτός με ευχαρίστηση, ο απόστολος δε σταματάει στο χάρισμα των γλωσσών, αλλά προχωρεί και στα υπόλοιπα χαρίσματα και κρίνοντας αυτά στερημένα κάθε αξίας χωρίς την αγάπη, τότε παρουσιάζει την εικόνα της. Και, επειδή θέλησε να αυξήσει προοδευτικά τον λόγο, αρχίζει από τα κατώτερα και ανεβαίνει προς τα ανώτερα.

Αυτό το οποίο έθεσε τελευταίο, όταν παρουσίασε την τάξη των χαρισμάτων, δηλαδή το χάρισμα των γλωσσών, αυτό τώρα το αριθμεί πρώτο, γιατί, όπως είπα, ανεβαίνει σιγά – σιγά τη σκάλα των χαρισμάτων.

Ὡς ἄριστος τοῦ Δεσπότου μιμητής,
καὶ αὐτὸν ἐνδεδυμένος ὁ Παῦλος,
εἰλικρινῶς, πᾶσι γέγονε πάντα,
ἵνα τοὺς πάντας κερδήσῃ καὶ σώσῃ λαούς˙
καὶ ἔσωσεν ὡς ἀληϑῶς,
τῷ Χριστῷ σαγηνεύσας τὰ πέρατα.

(Τροπάριο από τον Κανόνα του Αγίου Παύλου)

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ο Ύμνος της Αγάπης, διασκευή-επιμέλεια: πρεσβ. Ηλίας Γ. Διακουμάκος, εκδ. Παρρησία, Μοσχάτο, 2017.