Menu Close

3/12/2020

Δια την πολλή αγάπη του αθώου

Δύο νέοι μοναχοί κατέβηκαν στην πόλη να πουλήσουν τα πανέρια τους. Χωρίστηκαν για λίγο και στο διάστημα αυτό ο ένας έπεσε σε μεγάλο σαρκικό αμάρτημα. Ύστερα, σκοτισμένος από την απόγνωση, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να γυρίσει πίσω στην έρημο.

– Πήγαινε μόνος. Εγώ θα μείνω εδώ, είπε στον άλλον μόλις συναντήθηκαν.

– Γιατί, αδελφέ μου, τι σου συμβαίνει; τον ερωτούσε με καλοσύνη εκείνος, χωρίς να υποπτεύεται την αιτία.

– Ε, να λοιπόν, αφού επιμένεις να μάθεις, όταν χωριστήκαμε, επήγα σε γυναίκα. Τώρα έχασα πια την ψυχή μου. Τι να κάνω στην έρημο;

Ο αγνός νέος ταράχτηκε στο άκουσμα της αμαρτίας που είχε πέσει ο αδελφός του. Δεν το έδειξε όμως. Για να γλιτώσει μάλιστα από τ’ αρπαχτικά νύχια της απελπισίας, προσποιήθηκε πως είχε πάθει το ίδιο κι αυτός.

– Ας πάμε πίσω στην έρημο, αδελφέ, του είπε με δάκρυα στα μάτια, και ας κοπιάσουμε κι οι δυο μαζί. Ο Θεός σαν φιλάνθρωπος πατέρας θα ιδεί τη μετάνοιά μας και θα μας συγχωρήσει.

Μ’ αυτά και άλλα λόγια παρηγορητικά τον έπεισε να τον ακολουθήσει. Όταν ανέβηκαν στη σκήτη εξομολογήθηκαν μαζί και κανονίστηκαν αυστηρά από τους πατέρες.

Έναν ολόκληρο χρόνο μετανοούσε κι αγωνιζόταν ο αθώος για χάρη του ενόχου, παίρνοντας επάνω του όλη την ντροπή μιας σοβαρής αμαρτίας, που δεν είχε ούτε καν διανοηθεί. Ο Θεός εδέχθη την προσφορά του και τον ικανοποίησε μ’ αυτόν τον τρόπο:

Μια νύχτα, ενώ προσηύχετο ένας από τους μεγάλους γέροντες εκεί στην σκήτη, άκουσε φωνή να του λέει·

– Δια την πολλή αγάπη του αθώου συγχωρώ τον ένοχο.

Ύστερα απ’ αυτή τη διαβεβαίωση οι πατέρες έλυσαν και τους δύο από το επιτίμιο, χωρίς να μάθουν ποτέ ποιος ήταν ο πραγματικός φταίχτης.

Θεοδώρα Χαμπάκη, Γεροντικόν: σταλαγματιές από την πατερική σοφία, Ορθόδοξος Χριστιανική Αδελφότης “Λυδία”, Θεσσαλονίκη, 1987.