Menu Close

27/1/2022

Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε, ούτε να δίνουμε θάρρος ποτέ στον εαυτό μας

Το να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτόν σου[1], αγαπητέ μου αδελφέ, είναι τόσο αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, που χωρίς αυτό, να είσαι βέβαιος, ότι, όχι μόνον δεν θα μπορέσεις να πετύχεις τη νίκη που επιθυμείς, αλλ’ ούτε καν να αντισταθείς στο παραμικρό και αυτό, ας τυπωθεί καλά στο νου σου.

Γιατί, εμείς πράγματι, όντας φυσικά διεφθαρμένοι από τη φύση μας από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό μας, η οποία αν και δεν είναι αλήθεια, παρά ένα ψέμα και τίποτα άλλο, εμείς όμως, νομίζουμε με μία απατηλή εντύπωση, πως είμαστε κάποιοι[2]. Αυτό είναι ένα ελάττωμα, που πολύ δύσκολα αναγνωρίζεται, και που δεν αρέσει στο Θεό, ο οποίος αγαπά να έχουμε εμείς μία γνώση χωρίς δόλο γι’ αυτή την βεβαιότατη αλήθεια.

Δηλαδή, να ξέρουμε, ότι κάθε χάρη και αρετή που έχουμε, προέρχεται από αυτόν μόνο, που είναι η πηγή κάθε αγαθού και ότι, από μας, δεν μπορεί να προέλθει κανένα καλό, ούτε κανένας καλός λογισμός, που να του αρέσει. Αν και αυτή η αναγκαιότατη αλήθεια (δηλαδή, το να μη πιστεύουμε στον εαυτόν μας) είναι έργο του θεϊκού του χεριού, που συνηθίζει να το δίνει στους αγαπημένους του φίλους, πότε με εμπνεύσεις και φωτισμούς, πότε με σκληρά μαστιγώματα και θλίψεις, πότε με βίαιους και σχεδόν ανίκητους πειρασμούς, και πότε με άλλα μέσα, που εμείς δεν καταλαβαίνουμε· με όλα αυτά, θέλει να γίνεται και από μέρους μας εκείνο, που ανήκει, και είναι δυνατόν σε μας. Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφέ μου, σου σημειώνω εδώ τέσσερεις τρόπους, με τους οποίους μπορείς, με τη βοήθεια του Θεού, να πετύχεις αυτή την αμφιβολία του εαυτού σου, δηλαδή, το να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον εαυτό σου.

Ο α´ είναι το να γνωρίσεις την μηδαμινότητά σου[3] και να σκεφθείς, ότι από μόνος σου δεν μπορείς να κάνεις κανένα καλό, για το οποίο να γίνεις άξιος της βασιλείας των ουρανών.

Ο β´ το να ζηείς γι’ αυτό πολλές φορές βοήθεια από τον Θεό με θερμές και ταπεινές δεήσεις, επειδή αυτό είναι χάρισμα δικό Του· και αν θέλεις να το πάρεις, πρέπει πρώτα να σκεφθείς τον εαυτό σου, όχι μόνο γυμνό από αυτή τη γνώση του εαυτού σου, αλλά και κατά τα πάντα αδύνατο να την απόκτησεις· έπειτα, να μιλάς με οικειότητα πολλές φορές μπροστά στη μεγαλειότητα του Θεού, και πιστεύω σταθερά, εξ αιτίας του πελάγους της ευσπλαχνίας του, θα σου την δώσει, όταν αυτός γνωρίσει, μην αμφιβάλλεις καθόλου, ότι θα την απολαύσεις.

Ο γ´ τρόπος, είναι το να συνηθίσεις να φοβάσαι πάντα τον εαυτό σου· να φοβάσαι τους αναρίθμητους εχθρούς, στους οποίους, δεν είσαι δυνατός να κάνεις ούτε την παραμικρή αντίσταση, να φοβάσαι τη πολύ δυνατή τους συνήθεια στο να πολεμούν τις πανουργίες, τα στρατηγήματά τους, τις μεταμορφώσεις τους σε αγγέλους φωτός· τα αναρίθμητα τεχνάσματα και παγίδες, που σου στήνουν κρυφά στον ίδιο το δρόμο της αρετής.

Ο δ´ τρόπος είναι, όταν πέσεις σε κανένα ελάττωμα να σκεφθείς καθαρά την απόλυτη αδυναμία σου· επειδή, γι’ αυτό το σκοπό παραχώρησε ο Θεός να πέσεις, για να μάθεις καλύτερα την ασθένεια σου[4] και έτσι να μάθεις, όχι μόνο να περιφρονείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν ένα τίποτα, αλλά και να θέλεις να σε καταφρονούν και οι άλλοι σαν τέτοιου είδους ασθενή. Γιατί χωρίς αυτή την θέληση, δεν είναι δυνατό να γίνει αυτή η ενάρετη δυσπιστία του εαυτού σου, η οποία έχει το θεμέλιό της στην αληθινή ταπείνωση και στην προλεγόμενη έμπρακτη γνώση της δοκιμής.

Οπότε, καθ’ ένας βλέπει πόσο απαραίτητο είναι σ’ εκείνον που θέλει να ενωθεί με το ουράνιο φως, το να γνωρίσει τον εαυτό του, την οποία γνώση συνηθίζει να την δίνει η ευσπλαχνία του Θεού στους υπερήφανους και προληπτικούς, μέσα από τις πτώσεις, αφήνοντάς τους δηλαδή με δίκαιο τρόπο να πέφτουν σε κανένα ελάττωμα (από το οποίο νομίζουν πως ημπορούν να φυλαχτούν) για να γνωρίσουν την αδυναμία τους, και να μη εμπιστεύονται πλέον στον εαυτόν τους καθόλου.

Αλλά αυτό το μέσο, το τόσο άθλιο και αναγκαστικό, δεν συνηθίζει να το μεταχειρίζεται πάντοτε ο Θεός, παρά, όταν τα άλλα μέσα, τα πιο ελεύθερα, όπως είπαμε, δεν προξενούν στον άνθρωπο αυτή την επίγνωση του εαυτού του· γιατί τότε παραχωρεί να πέσει ο άνθρωπος σε σφάλματα τόσο μεγαλύτερα ή μικρότερα, όσο είναι μεγαλύτερη η μικρότερη και η υπερηφάνεια και η υπόληψις, που έχει για τον εαυτό του· ώστε, όπου δεν υπάρχει καμία απολύτως υπόληψις, καθώς συνέβη στην Παρθένο Μαρία, εκεί δεν υπάρχει παρομοίως ούτε και καμία πτώσις· λοιπόν, όταν εσύ πέσεις, τρέξε αμέσως με τον λογισμό στη ταπεινή γνώση του εαυτού σου, και με επίμονη προσευχή ζήτησε από το Θεό να σου δώσει το αληθινό φως, για να γνωρίσεις την μηδαμινότητά σου και να μην δείχνεις εμπιστοσύνη καθόλου στον εαυτόν σου, εάν θέλεις να μη πέσεις πάλι και μάλιστα σε μεγαλύτερη βλάβη και φθορά.

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Ο Αόρατος Πόλεμος, Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, 2015

[1] Ο προφήτης Ιερεμίας καταραμένο ονομάζει και αποστάτη του Θεού, εκείνον που θαρρεύεται και ελπίζει στον εαυτό του λέγοντας: «Τάδε λέγει Κύριος· Ἐπικατάρατος ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον καὶ στηρίσει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῆ ἡ καρδιὰ αὐτοῦ» (ιζ᾿ 5). Αυτό το ρητό ερμηνεύοντας ο μέγας Βασίλειος λέγει ότι για αυτόν, που έχει την ελπίδα αυτού πάνω σε άνθρωπο, φανέρωσε ο προφήτης το να μην ελπίζουμε σε άλλον με το να να στηρίζει τη σάρκα ο βραχίονας αυτού, εφανέρωσε το να ελπίζουμε στον εαυτό μας· και τα δυο δε αυτά τα ονόμασε αποστασία από τον Θεόν (βλ. κατά πλάτος, μβ´). Και με άλλον τρόπο το ρητό αυτό ερμηνεύοντας, συμπεραίνει ότι είναι καταραμένος και αποστάτης, εκείνος, που ελπίζει στον εαυτό του. Γιατί, λέει, ότι όποιος ελπίζει στον άνθρωπο είναι καταραμένος και του Θεού αποστάτης. Βλέπε και εδώ πόσο άριστη είναι η τάξις, που χρησιμοποιεί το βιβλίο αυτό, γιατί αρχίζει τον πόλεμο από την φιλαυτία, η οποία είναι η προκαταρκτική αιτία και η ρίζα και η αρχή όλων των άλλων παθών και κακιών.

[2] Το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος, που γεννιέται μεν από την φιλαυτία, γεννά δε αυτά πάλι και γίνεται ρίζα και αρχή και αιτία όλων των άλλων παθών, τόσο δε λεπτό και κρυφό πάθος είναι η οίησις αυτή, σε τρόπο που, για την πολλή λεπτότητά του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι που το έχουν, όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Γιατί, την πρώτη εκείνη πόρτα του νου, από την οποία πρόκειται να μπει η χάρις του Θεού και να κατοικήσει στον άνθρωπον, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπει, η οποία δίκαια αναχωρεί· γιατί πως μπορεί να έρθει η χάρις να φωτίσει ή να βοηθήσει τον άνθρωπο εκείνο, που νομίζει πως είναι κάτι μεγάλο; πως είναι σοφός; και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια; ο Κύριος να μας λυτρώσει από τέτοιο εωσφορικό πάθος και αρρώστια, αυτούς που έχουν το πάθος αυτό της περηφανίας· την βασανίζει ο Θεός με τον προφήτη, λέγοντας· «Αλοίμονο σ’ εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί» (Ησ. 5,21)· και ο Απόστολος μας παραγγέλνει αυτό· «Μην έχετε την ψευδαίσθηση ότι είσθε σοφοί» (Ρωμ. 12,16)· και ο Σολομώντας «Μη νομίζεις σοφό τον εαυτό σου» (Παρ. 3,7).

[3] Γι’ αυτό λέει ο θείος Χρυσόστομος, ότι όποιος νομίζει τον εαυτό του ότι δεν είναι τίποτα, εκείνος περισσότερο από όλους γνωρίζει τον εαυτόν του· «οὗτος μάλιστα ἐστὶν ὁ ἑαυτὸν εἰδώς, ὁ μηδὲν ἑαυτὸν εἶναι νομίζων». Ο δε θείος Μάξιμος «Ἀρετῆς ὄρος ἐστίν, ἡ τῆς ἀνθρωπινῆς ἀσθενείας κατ᾿ ἐπίγνωσιν πρὸς τὴν θείαν δύναμιν ἕνωσις» (κεφ. οθ΄ της Ι΄ εκατονταδ. Φιλοκαλ.). Ο δε Πέτρος ο Δαμασκηνός· «οὐδὲν κρειττον τοῦ γνῶναι τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν καὶ ἀγνωσίαν, οὐδὲ χεῖρον τοῦ ταύτην ἁγνοεῖν» (Φιλοκ. σελ. 611. Περὶ τοῦ μὴ ἀπογινώσκειν).

[4] Όχι μόνον όταν πέσει κάποιος σε κανένα αμάρτημα, αλλά και όταν πέσει σε διάφορες δυστυχίες, περιστάσεις και θλίψεις, και μάλιστα σε ασθένειες σωματικές και πολυχρονίους, πρέπει να γνωρίζει την ταπεινή γνώση του εαυτού του και της αδυναμίας του, και να ταπεινώνεται, γιατί γι’ αυτό το σκοπό παραχωρούνται από το Θεό να μας έρχονται όλοι απλά οι πειρασμοί οι από του διαβόλου, οι από των ανθρώπων και οι από της φύσεως. Οπότε και ο Απόστολος αυτό το σκοπό σκεπτόμενος, έλεγε ότι γι’ αυτό και μόνο αυτό ακολούθησαν οι στην Ασία θανατηφόροι πειρασμοί. «Ἀλλ’ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ, τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς» (Β´ Κορ. α´ 9). Και για να πω με συντομία όποιος θέλει να γνωρίσει την ασθένειά του στην πράξη, ας παρατηρήσει, όχι πολύ χρόνο, αλλά μιας μόνο ημέρας τους λογισμούς και τα λόγια και τα έργα, που σκέφθηκε και μίλησε και έκανε και βρίσκοντας ότι οι περισσότεροί του λογισμοί και τα λόγια και τα έργα είναι λανθασμένα, στραβά, ανόητα και κακά, από την δοκιμή αυτή θα καταλάβει πόσο είναι ασθενής ο εαυτός του και από την κατανόηση αυτή και την αληθινή γνώση, οπωσδήποτε θα ταπεινωθεί, και στο εξής δεν θα ελπίζει στον εαυτό του. Όχι λιγότερο από αυτά που είπαμε πιο πάνω, θα μας φέρει στην επίγνωση της ασθένειάς μας, η υλική αρχή του είναι μας, δηλαδή, όταν σκεφτούμε πως το είναι μας,…