Menu Close

1/11/2018

Η ελπίδα και η εμπιστοσύνη στον Θεό

Είναι πολύ αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, το να μην εμπιστευόμαστε τον εαυτόν μας, όπως είπαμε· παρόλα αυτά, εάν απελπισθούμε μόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθηση του εαυτού μας, βέβαια, ή τραπούμε σε φυγή, ή θα νικηθούμε, και θα κυριευθούμε από τους εχθρούς. Γι’ αυτό, κοντά στη ολοκληρωτική απάρνηση του εαυτού μας, χρειάζεται ακόμη και η πλήρης ελπίδα και εμπιστοσύνη στο Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν μόνο κάθε καλόν και κάθε βοήθεια και νίκη. Γιατί, καθώς από τον εαυτό μας, όπου είμαστε το τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιμένουμε, παρά γκρεμίσματα και πτώσεις, για τα οποία και πρέπει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας τελείως, κατά αυτό τον τρόπο θα απολαύσουμε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αμέσως μόλις οπλίσουμε την καρδιά μας με μίαν ζωντανή ελπίδα σε αυτόν, ότι θα λάβουμε την βοήθειά του σύμφωνα με εκείνο το ψαλμικό «σ’ αυτόν έλπισε η καρδιά μου και βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9).

Αυτήν την ελπίδα, μαζί και βοήθεια, μπορούμε να πετύχουμε για τέσσερις λόγους.

α) Γιατί την ζητάμε από ένα Θεό, ο οποίος με το να είναι Παντοδύναμος, ό,τι θέλει μπορεί να το κάνει και στη συνέχεια μπορεί να βοηθήσει και μας.

β) Γιατί, την ζητάμε από ένα Θεό ο οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει με πλήρη τελειότητα, και επομένως γνωρίζει όλο εκείνο που ταιριάζει στη σωτηρία μας.

γ) Γιατί ζητάμε αυτή την βοήθεια, από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι ατέλειωτα αγαθός, με μία αγάπη και θέληση που δεν περιγράφεται, είναι πάντα έτοιμος για να δώσει από ώρα σε ώρα, και από στιγμή σε στιγμή, όλη τη βοήθεια που μας χρειάζεται, για την πνευματική και ολοκληρωτική νίκη του εαυτού μας, αμέσως όταν τρέξουμε στην αγκαλιά του με σταθερή ελπίδα.

Και πώς είναι δυνατόν, ο καλός εκείνος Ποιμένας μας, που έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαμένο πρόβατο, με τόσο δυνατές φωνές, που βράχνιασε ο λάρυγγας, που περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικό και ακανθώδη, που έχυσε όλο του το αίμα και έδωσε τη ζωή, πώς είναι δυνατόν, λέω, τώρα που αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και με επιθυμία φωνάζει, και τον παρακαλεί, να μη γυρίσει σε αυτό τους οφθαλμούς του; Πώς μπορεί να μην το ακούσει και να μην το βάλει στους θείους του ώμους, κάνοντας γιορτή με όλους τους Αγγέλους του ουρανού;Και αν ο Θεός μας δεν παύει από το να γυρεύει με μεγάλη επιμέλεια και αγάπη, να βρει κατά την ευαγγελική παραβολή, τη χαμένη δραχμή, τον τυφλό και κωφό αμαρτωλό, πώς γίνεται τώρα να εγκαταλείψει αυτόν, που σαν χαμένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του Ποιμένα; Και ποιος θα πιστέψει ποτέ, πώς ο Θεός, που χτυπάει πάντα την καρδιά του ανθρώπου, επιθυμώντας να μπει μέσα και να δειπνήσει, σύμφωνα με την ιερή Αποκάλυψη,[1] δίνοντας σε αυτόν τα χαρίσματά του, ότι, όταν του ανοίγη την καρδιά ο άνθρωπος και τον προσκαλεί, αυτός θα έπρεπε να κάνει με την θέλησή του τον κωφό και να μη θέλει να μπει;

Ο δ΄ τρόπος για ν’ αποκτήσει κάποιος αυτήν την στο Θεόν ελπίδα και βοήθεια, είναι το να τρέξει με την μνήμη του στην αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα μέρη ας δείχνουν φανερά, ότι δεν έμεινε ποτέ ντροπιασμένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό. «Κοιτάξτε τις αρχαίες γενεές και στοχασθείτε· ποιος εμπιστεύθηκε στον Κύριο και καταντροπιάσθηκε;» (Σειράχ 2,9).[2]

Με τα τέσσαρα λοιπόν αυτά όπλα οπλίσου, αδελφέ μου. Και άρχισε το έργο, και πολέμησε για να νικήσεις· και βέβαια από αυτά θα αποκτήσεις, όχι μόνον την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό, αλλά και την ολοκληρωτική απελπισία στον εαυτό σου, για την οποία δεν παραλείπω να σου υπενθυμίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, ότι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώση της· επειδή, στον άνθρωπο είναι τόσον πολύ προσκολλημένη η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι και τόσο λεπτή, που σχεδόν πάντα ζει κρυφά μέσα στην καρδιά μας, και μας φαίνεται πως δεν έχομε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και έχομε ελπίδα στο Θεό. Οπότε, για να φεύγεις εσύ, όσο μπορείς, αυτή την μάταιη υπόληψη, και να εργάζεσαι με την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό σου και με την ελπίδα στον Θεό, είναι ανάγκη να προπορεύεται η σκέψις της αδυναμίας σου, πιο πριν από την σκέψη της παντοδυναμίας του Θεού, και πάλι αυτές οι δυο μαζί να προπορεύονται πριν από κάθε μας πράξη.

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Ο Αόρατος Πόλεμος, Έκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, 2015

[1] Τα λόγια της Αποκαλύψεως είναι αυτά: «Να, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και κτυπώ. Αν κάποιος ακούσει την φωνή μου και μου ανοίξει την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του κι αυτός μαζί μου» (3, 20).

[2] Για αυτό και ο βασιλεύς Αύγαρος, αφού αναστήλωσε την αχειροποίητη εικόνα του Κυρίου μας, πάνω στην Πόρτα της πόλης Έδεσσα, έγραψε και αυτά τα λόγια σε αυτή «Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ εἰς σὲ ἐλπίζων, οὐκ ἀποτυγχάνει ποτέ» (από τον Συναξαριστή της ις᾿ του Αυγούστου).