Menu Close

Στη Γέννηση του Χριστού Γ΄

Ευκολότερο είναι στο θνητό άνθρωπο να βυθομετρήσει τη θάλασσα ή να υπολογίσει το ύψος του έναστρου στερεώματος, παρά να μετρήσει το ύψος και το βάθος της θείας σοφίας και πρόνοιας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό κι είναι πολύ περισσότεροι εκείνοι που επιδίδονται στην πρώτη μέτρηση παρά στη δεύτερη. Είναι περισσότεροι εκείνοι που εξετάζουν τα μάτια, παρά εκείνοι που ερευνούν το πνεύμα. Αυτό που ερευνούν τα μάτια μοιάζει πιο σπουδαίο, στην πραγματικότητα όμως αυτά που ερευνά κι εξετάζει το πνεύμα είναι ασύγκριτα πιο βαθιά, πιο μεγάλα και πιο πλατιά, «τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾶ καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. Β΄, 10).

Στη Γέννηση του Χριστού Γ΄

Το βάθος της θεϊκής σοφίας στο ξεκίνημα του παλιού κόσμου ήταν μεγάλο και θαυμαστό. Δεν ήταν όμως όπως το ξεκίνημα του νέου κόσμου, με τη γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Πάρτε σαν παράδειγμα την ανέκφραστη σοφία με την οποία αναφέρουν τη γέννηση του Κυρίου μας οι δυο ευαγγελιστές, ο Ματθαίος κι ο Λουκάς. Αυτό που συναντάμε και στους τέσσερις ευαγγελιστές είναι το γεγονός ότι, αν κι ο καθένας τους παρουσιάζει ένα αξιοθαύμαστο σύνολο, όμως συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, όπως τ’ αστέρια κι οι εποχές αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. Όπως η ανατολή δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη δύση κι ο βορράς χωρίς το νότο, έτσι κι ο ένας ευαγγελιστής δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το δεύτερο ή οι δυο χωρίς τον τρίτο ή κι οι τρεις μαζί χωρίς τον τέταρτο. Όπως κι οι τέσσερις άκρες της γης αποκαλύπτουν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τη δόξα και τη μεγαλοσύνη του ζώντος ενός και Τριαδικού Θεού, έτσι κι οι τέσσερις ευαγγελιστές, με τον τρόπο του ο καθένας, αποκαλύπτουν τη δόξα και τη μεγαλοσύνη του Σωτήρα Χριστού.

Κάποιοι άνθρωποι, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους, αναπαύονται περισσότερο στην Ανατολή, εκεί βρίσκουν και την υγεία τους. Άλλοι πάλι αναπαύονται στη Δύση κι άλλοι ακόμα στο Βορρά ή στο Νότο. Σ’ εκείνον που δεν βρίσκει την ειρήνη και την υγεία του σε κανέναν από τους τέσσερις ορίζοντες, συνηθίζουμε να λέμε πως δε φταίει η γη, αλλά μάλλον ο ίδιος. Έτσι μερικοί άνθρωποι, ανάλογα με την πνευματική ισορροπία τους αλλά και τη διάθεσή τους, αναπαύονται περισσότερο κι ωφελούνται όταν διαβάζουν το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, άλλοι πάλι όταν διαβάζουν το ευαγγέλιο του Μάρκου, του Λουκά ή του Ιωάννη. Σ’ εκείνον που δεν αναπαύεται και δε βρίσκει ωφέλεια από κανένα ευαγγέλιο λέμε πως δε φταίνε οι ευαγγελιστές γι’ αυτό, μα ο ίδιος. Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς πως για τον άνθρωπο αυτόν δεν υπάρχει φάρμακο, ούτε θεραπεία. Ο Δημιουργός του ανθρώπου είναι πάνσοφος, πανεύσπλαχνος. Γνωρίζει τη διαφορετικότητα και την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης μας γι’ αυτό οικονόμησε να ’χουμε τέσσερις ευαγγελιστές, ώστε ο καθένας μας, ανάλογα με την πνευματική του φύση, να κάνει κτήμα του ένα από τα τέσσερα ευαγγέλια πιο γρήγορα και πιο εύκολα, ώστε το ευαγγέλιο αυτό να γίνει το κλειδί για την ανάγνωση και των άλλων ευαγγελίων.

Η θεϊκή σοφία φαίνεται καθαρά στη δομή και την απόδοση των ευαγγελικών διδαχών. Και για να φανεί αυτό με περισσότερη σαφήνεια, θα εξετάσουμε σήμερα ένα γεγονός, τη γέννηση του Χριστού, όπως το περιγράφουν δυο ευαγγελιστές: ο Ματθαίος κι ο Λουκάς. Και οι δυό ευαγγελιστές είχαν πάνω απ’ όλα το ίδιο θεόπνευστο καθήκον: να φανερώσουν στους πιστούς δύο διαφορετικά και αλληλοσυμπληρούμενα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, που παλιά κοσμούσαν τον προπάτορά μας Αδάμ στον παράδεισο. Και τα δυο τα έχασε ο Αδάμ με το που έπεσε στη σατανική αμαρτία. Μολονότι και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά μοιάζουν να συγκρούονται μεταξύ τους, συμπληρώνουν θαυμαστά το ένα το άλλο, όπως το φως του ήλιου από ψηλά συνδέεται με τα άνθη του αγρού που αναπτύσσονται από κάτω. Το ένα από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η βασιλική ελευθερία και το άλλο η υιική υπακοή. Το καθένα από τα χαρακτηριστικά αυτά προϋποθέτει το άλλο. Το ένα ελευθερώνει το άλλο από τους περιορισμούς, ή και μπορεί να εμποδίσει το άλλο και να το καταστρέψει. Και τα δυο είναι σαν τα δίδυμα, γεννήθηκαν μαζί, ζουν αλλά και πεθαίνουν μαζί. Η απροϋπόθετη υπακοή συμβαδίζει με την απεριόριστη ελευθερία, η περιορισμένη υπακοή με την περιορισμένη ελευθερία. Η ανυπακοή είναι εντελώς ξένη στην ελευθερία. Οι άγιοι ευαγγελιστές τα ισορροπούν και τα δυο αυτά. Από τη μια δείχνουν καθαρά στους ανθρώπους τη βασιλική ελευθερία του Θεανθρώπου κι από την άλλη την ταπεινή υπακοή Του.

Ο Λουκάς μιλάει για το Ρωμαίο Καίσαρα, τον Αύγουστο, και τους ποιμένες της Βηθλεέμ. Ο Ματθαίος δεν τους αναφέρει καθόλου αυτούς. Αντίθετα, αυτός μιλάει για τον Ηρώδη, το βασιλιά της Ιουδαίας, και τους μάγους εξ Ανατολών, ενώ ο Λουκάς αυτούς δεν τους αναφέρει καθόλου. Τί σημαίνει αυτό; Μήπως ότι υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια; Όχι. Δεν υπάρχει ούτε έλλειψη ούτε ατέλεια. Σημαίνει μάλλον τη διασταύρωση δύο πηγών που συμπληρώνουν και τελειοποιούν η μια την άλλη. Θα ρωτήσει κάποιος όμως: Αν δεν αλληλοσυμπληρώνονταν, θα μπορούσε ν’ αναφέρει ο Λουκάς το Ρωμαίο Καίσαρα μαζί με τους μάγους της Ανατολής κι ο Ματθαίος το βασιλιά Ηρώδη μαζί με τους ποιμένες; Από μια πρώτη άποψη αυτό φαίνεται πιθανό. Τότε κι οι δυο ευαγγελιστές θα συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον και η διήγησή τους δε θα ’χανε τίποτα ούτε από την ομορφιά της διήγησης ούτε από την εσωτερική συνοχή. Δε θα μπορούσαν οι ποιμένες να πληροφορήσουν το βασιλιά Ηρώδη και τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ ότι ο νέος Βασιλιάς γεννήθηκε στον κόσμο, όπως κι οι μάγοι; Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, ο Ηρώδης θα είχε σίγουρα διαπράξει το έγκλημα εναντίον των δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων. Θα λέγαμε επίσης: Δε θα ’ταν συνετό ν’ αναφερθεί ο Καίσαρας Αύγουστος μαζί με τους μάγους εξ Ανατολών κι όχι με τους ποιμένες της Βηθλεέμ; Όχι. Γιατί όπως οι ποιμένες ήταν απλοί και δε θα ’χαν καμιά επίδραση στον Καίσαρα, έτσι θα γινόταν και με τους μάγους που εμφανίστηκαν ξαφνικά στη Βηθλεέμ κι έπειτα εξαφανίστηκαν ξανά, όπως τους οδήγησε ο αστέρας.

Ολ’ αυτά όμως είναι απλοί ανθρώπινοι συλλογισμοί, που τους κάνει ο ασταθής και αδύναμος ανθρώπινος νους. Αν ακολουθήσουμε το βαθύ και μυστηριώδη τρόπο που σκέφτονται και γράφουν οι δυο ευαγγελιστές για τη γέννηση του Σωτήρα μας, θα κατανοήσουμε ότι αυτός είναι ο μόνος σωστός τρόπος σχετικά με όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διήγηση. Είναι ο μοναδικός τρόπος. Ο Καίσαρας Αύγουστος έπρεπε ν’ αναφερθεί στο ευαγγέλιο και μάλιστα σ’ εκείνο το κεφάλαιο του ευαγγελίου όπου αναφέρονται κι οι ποιμένες της Βηθλεέμ. Ο Ηρώδης έπρεπε ν’ αναφερθεί στο ευαγγέλιο και στο κεφάλαιο εκείνο όπου αναφέρονται κι οι μάγοι από την Ανατολή. Για ποιο λόγο; Για να φανερώσουν με όσο το δυνατό σαφέστερο τρόπο την αντίθεση μεταξύ των ανθρώπων αυτών υπέρ ή κατά του Χριστού, υπέρ ή κατά της αληθινής θεϊκής σοφίας.

***

Λέει ο άγιος απόστολος Παύλος: «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά» (Α΄ Κορ. α΄, 27). Εκείνη την εποχή, κατά τ’ ανθρώπινα μέτρα, δυνατότερος άντρας από τον Καίσαρα Αύγουστο δεν υπήρχε στον κόσμο. Πιο αδύνατοι, πιο φτωχοί και πιο άγνωστοι άνθρωποι από τους ποιμένες της φτωχής και άσημης Βηθλεέμ πάλι δεν υπήρχαν. Ο Κύριος Ιησούς γεννήθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς τους αδύνατους, φτωχούς κι άγνωστους στα μάτια του κόσμου. Κι η γέννησή Του αποκαλύφτηκε σ’ αυτούς πρώτα. Κι αυτοί ήταν που πρώτοι ύμνησαν τη δόξα Του. Ο παντοδύναμος Καίσαρας Αύγουστος πέθανε σωματικά αδύναμος, παραμένοντας ως το θάνατό του στη σκιά της αυταπάτης. Από την άλλη μεριά τώρα δεν υπήρχε έθνος στον κόσμο που να λογάριαζε τον εαυτό του σοφότερο, από εκείνο που εξουσίαζε ο βασιλιάς Ηρώδης. Οι Ιουδαίοι καταφρονούσαν τους άλλους λαούς, τους λογάριαζαν κατώτερούς τους, ανόητους. Οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ κι οι γραμματείς πίστευαν πως αυτοί μόνο κατείχαν την αλήθεια, πως αυτοί μόνο κρατούσαν τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών. Κι όμως αυτοί παράμειναν τυφλοί, δεν είδαν τίποτα, ενώ οι εθνικοί που αυτοί περιφρονούσαν μπήκαν μαζί με το Χριστό στις ανοιχτές πύλες του ουρανού.

Έτσι αντιμετωπίζουμε το παράδοξο αυτό γεγονός. Όταν ο Ηρώδης άκουσε για το νεογέννητο Βασιλιά των βασιλέων βιάστηκε να τον σκοτώσει. Οι σοφοί συμβουλάτορές του κι οι υπερήφανοι νουνεχείς της Ιερουσαλήμ δεν το λογάριασαν απαραίτητο να κάνουν το δίωρο ταξίδι μέχρι τη Βηθλεέμ για να δούν Εκείνον που περίμεναν σαράντα γενιές από τον Αβραάμ. Οι αστρολόγοι από την Ανατολή όμως, μ’ όλο που ανήκαν σε έθνος ειδωλολατρικό, ταξίδεψαν μήνες ολόκληρους για να προσκυνήσουν το βασιλιά Χριστό. Έτσι επαληθεύονται τα λόγια του μεγάλου προφήτη Ησαία: «Ἐμφανὴς ἐγενήθην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν. εἶπα· ἰδοὺ εἰμι τῷ ἔθνει, οἵ οὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα. ἐξεπέτασα τὰς χεῖρας μου ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἵ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ, ἀλλʾ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ησ. ξε’ 1-2).

Ο Ρωμαίος Καίσαρας από τη μια μεριά κι οι ποιμένες της Βηθλεέμ από την άλλη, παρουσιάζουν μιαν αντίθεση σε κοσμική δύναμη, πλούτο και δόξα. Ο Ηρώδης κι οι γραμματείς της Ιερουσαλήμ από τη μια μεριά κι οι μάγοι της Ανατολής από την άλλη, παρουσιάζουν μια άλλη αντίθεση, που αφορά την κατοχή της αλήθειας, τη γνώση του αληθινού Θεού. Ο Κύριος ευδόκησε να διαλέξει τους φτωχούς και τους ειδωλολάτρες, για να καταισχύνει έτσι τους ισχυρούς και τους υπερήφανους. Προτού τους καταισχύνει ο Κύριος, τον είχαν οι ίδιοι περιφρονήσει με την υπερηφάνεια και την παρακοή τους. Οι μεγαλύτεροι εχθροί του Θεού, που είναι όμως και του εαυτού τους εχθροί, είναι εκείνοι που έπεσαν στην υπερηφάνεια, είτε εξαιτίας του πλούτου τους είτε της δύναμης και της σοφίας τους. Η υπερηφάνεια των ισχυρών και των σοφών σχηματίζει ένα αδιαπέραστο εμπόδιο ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς και το Θεό, είναι η μεγαλύτερη έχθρα εναντίον του Θεού. Ο Θεός βέβαια δεν έχει εχθρούς που να μπορούν να τον βλάψουν, να Του κάνουν κακό. Το να γίνει κάποιος εχθρός του Θεού σημαίνει να γίνει εχθρός του εαυτού του. Το να διαγράψει κανείς το Θεό από τη ζωή του, σημαίνει να διαγραφεί ο ίδιος από τη Βίβλο της Ζωής. Οι υπερήφανοι άνθρωποι που έχουν εγκόσμια δύναμη καθώς κι οι σοφοί επιστήμονες, που νομίζουν πως διέγραψαν το Θεό από τη ζωή τους, στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτ’ άλλο παρά να διαγραφούν οι ίδιοι από τη Βίβλο της Ζωής. Η αυταπάτη τους ότι κατόρθωσαν να εξορίσουν το Θεό από τον κόσμο, ισοδυναμεί με την αυταπάτη των μωρών και ανοήτων που, επειδή κλείνουν τα μάτια τους στον ήλιο, νομίζουν πως τον εξαφάνισαν από τον έναστρο ουρανό.

Ευτυχώς που οι υπερήφανοι άνθρωποι, είτε η υπερηφάνειά τους προέρχεται από εξουσία είτε από γνώση, είναι λίγοι, είναι μειονότητα, γιατί οι φτωχοί άνθρωποι στον κόσμο είναι περισσότεροι από τους πλούσιους, οι αμαθείς είναι περισσότεροι από τους σοφούς. Επομένως μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι υπερήφανοι πλούσιοι της Ρώμης κι οι υπερήφανοι γραμματείς της Ιερουσαλήμ δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια μειονότητα. Οι φτωχοί ποιμένες της Βηθλεέμ όμως κι οι αστρολόγοι από την Ανατολή που επιθυμούσαν κι αναζητούσαν την αλήθεια, αντιπροσώπευαν την πλειονότητα των ανθρώπων την εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός. Κι αυτοί είναι οι απλοϊκοί άνθρωποι, οι «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», οι καλλίτεροι υποψήφιοι για τη βασιλεία των ουρανών. Οι άλλοι είναι εκείνοι που τους είναι πιο δύσκολο να μπουν στη βασιλεία των ουρανών, απ’ ό,τι είναι να περάσει από την τρύπα της βελόνας μια καμήλα.

***

Ποιοί ήταν αυτοί οι παράδοξοι αστρολόγοι από την Ανατολή; Και πώς έγινε κι ήρθαν να προσκυνήσουν το νεογέννητο Ιησού; Δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια από ποια χώρα ήρθαν, αν ήταν δηλαδή από την Περσία ή την Αίγυπτο ή ακόμα από τη Βαβυλώνα ή τη μακρινή Ινδία. Μήπως, όπως λέει μια όμορφη παράδοση, ξεκίνησαν χωριστά ο καθένας τους, από διαφορετικές χώρες, και κάπου συναντήθηκαν και συνέχισαν μαζί το ταξίδι τους για να προσκυνήσουν το Μεσσία; Η ακρίβεια της χώρας απ’ όπου ήρθαν όμως είναι ένα παράπλευρο, ένα ασήμαντο γεγονός. Το σπουδαίο εδώ είναι ότι ήρθαν στο όνομα ολόκληρης της λατρεύουσας τ’ άστρα Ανατολής, για να προσκυνήσουν το πιο λαμπερό ουράνιο αστέρι που φάνηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Εκείνο που θέλει να πει ο ευαγγελιστής εδώ είναι ότι ήρθαν για να προσκυνήσουν το νεογέννητο Μεσσία από την Ανατολή στο όνομα της Ανατολής, όχι στο όνομα κάποιας ανατολίτικης γης ή ενός λαού της Ανατολής.

Η Ανατολή είχε ξεχάσει τον ένα αληθινό και παντοδύναμο Θεό. Έτσι με την πάροδο του χρόνου έπεσε στην επιρροή της κτιστής φύσης. Και καθώς τα άστρα είναι τα πιο δυνατά και θαυμαστά σώματα της κτιστής φύσης, οι κάτοικοι της Ανατολής βρίσκονταν στην επιρροή τους. Οι λαοί της Ανατολής πίστευαν πως τα άστρα ήταν ζωντανές και δυνατές υπάρξεις που εξουσίαζαν όλα τα πλάσματα της γης, καθώς και τη ζωή των ανθρώπων. Έτσι θεοποίησαν τα άστρα και τα χώρισαν σε δυο κατηγορίες. Μερικά απ’ αυτά τα λογάριαζαν για καλά κι άλλα για κακά. Υπήρχαν καλοί θεοί και κακοί θεοί, που ζέσταιναν ή έκαιγαν με τα φλεγόμενα μάτια τους, συντηρούσαν ή κατέστρεφαν τη ζωή. Οι άνθρωποι έκαναν θυσίες, ακόμα και ανθρωποθυσίες, τόσο προς τους καλούς όσο και στους κακούς θεούς, για να κερδίσουν την εύνοια των καλών θεών και ν’ αποφύγουν την έχθρα των κακών. Οι μορφωμένοι και σοφοί άνθρωποι της Ανατολής, για να γλιτώνουν απ’ αυτές τις χονδροειδείς πεποιθήσεις, άρχισαν να παρατηρούν τα άστρα και την επίδρασή τους στη ζωή των ανθρώπων. Ήταν οι πρώτοι που ανάπτυξαν την επιστήμη της αστρολογίας. Η επιστήμη αυτή δεν απελευθέρωσε τους ανθρώπους, αλλ’ αποκάλυψε μια ακόμα μεγαλύτερη δουλεία, έναν τρόμο. Οι αστρολόγοι της Ανατολής «ανακάλυψαν» πως τα άστρα δεν ήταν πραγματικά θεοί, όπως πίστευαν οι άνθρωποι, αλλά πως η κυρίαρχη επίδρασή τους σε όλα τα όντα στη γη ήταν τόσο δυνατή και τόσο μαθηματικά ακριβής, ώστε καμιά ζωντανή ύπαρξη δεν μπορούσε με τίποτα να ελευθερωθεί απ’ αυτήν την τυφλή και ανελέητη τυραννία των άστρων. Λες και τα άστρα δεν είχαν δημιουργηθεί για τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος για τα άστρα. Τα άστρα εξουσίαζαν τη γέννηση του ανθρώπου, τη ζωή του, την ευτυχία ή τη δυστυχία του, το χαρακτήρα και την εξέλιξή του, κάθε γεγονός στη διαδρομή της ζωής του και τον ίδιο το θάνατο. Ο άνθρωπος ήταν ένας απόλυτος κι αβοήθητος σκλάβος των άστρων.

Η επιστήμη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αναπτυχθούν όλα τα είδη του αποκρυφισμού, της μαγείας, βασκανίας, μαντείας και όλων εκείνων που για τους χριστιανούς έχουν ένα όνομα: προκατάληψη. Αυτό ήταν ένα σκούρο κι αποπνικτικό σύννεφο που απλώθηκε από την Ανατολή ως τη Δύση και πίεζε με το νεκρικό τους βάρος όλη την ανθρωπότητα.

Οι αστρολόγοι δεν ελευθέρωσαν την ανθρώπινη συνείδηση. Αντίθετα την αιχμαλώτισαν ακόμα περισσότερο. Δημιούργησαν ένα δυνατό σαν μολύβι σύστημα μοιρολατρείας, όπου ο άνθρωπος πνιγόταν από τον τρόμο της μοναξιάς, εγκαταλειμμένος κι αβοήθητος.

Αν και τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής ήταν πηγμένα στο σκοτάδι της αστρολογίας, το έλεος του Θεού δεν άφησε να σβήσει κάποια σπίθα πίστης, πως ο άνθρωπος είναι ύπαρξη ελεύθερη, πως πλάστηκε για την ελευθερία και κινείται προς της ελευθερία. Η σπίθα αυτή έγινε σιγά σιγά νοσταλγία, επιθυμία για ελευθερία, σε αντίθεση με την αστρική φωτιά που επικρέμονταν πάνω από την ανθρωπότητα. Η νοσταλγία αυτή γέννησε την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα φανερωνόταν ένα αστέρι φιλικό προς τον άνθρωπο, για να τον ελευθερώσει από τη φυλακή αυτού του κόσμου και να τον οδηγήσει στο βασίλειο της ελευθερίας. Πως έτσι οι άνθρωποι θα ήταν νεκροί «… ἀπὸ τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου» (Κολ. β΄20), αλλά ζωντανοί και ελεύθεροι εν Θεώ. Και το νοσταλγικό αυτό αστέρι εμφανίστηκε μια νύχτα πάνω από τα παρατηρητικά κεφάλια των αστρολόγων της Ανατολής. Τους γοήτευσε και τους καλούσε σ’ ένα δρόμο άγνωστο. Κι εκείνοι τ’ άφησαν αμέσως όλα και το ακολούθησαν.

Στο δρόμο ήταν σα να μιλούσαν με το μυστηριώδες αυτό αστέρι κι έμαθαν πολλά πράγματα απ’ αυτό. Ήταν σα να ανακάλυψαν από το ίδιο το αστέρι πως δεν ήταν αυτό που θα τους οδηγούσε στην ελευθερία, αλλά πως ήταν απλά ένας οδηγός που θα τους πήγαινε στο νεογέννητο Βασιλιά, που ήταν αληθινός ελευθερωτής των ανθρώπων. Πως ο βασιλιάς αυτός θα ονομαζόταν Βασιλιάς των Ιουδαίων, πως γεννήθηκε στην Ιουδαία και πως πρέπει να του προσφέρουν τρία δώρα: χρυσό, λίβανο και σμύρνα.

Οι σοφοί άγιοι Πατέρες λένε πως το αστέρι αυτό που οδήγησε τους μάγους από την Ανατολή στη Βηθλεέμ δεν ήταν ένα αστέρι σαν τ’ άλλα, αλλά μια πνευματική δύναμη με τη μορφή του άστρου. Αν ο Κύριος μπορούσε να εμφανιστεί στον ποιμένα Μωυσή με τη μορφή μιας καιόμενης βάτου, στον Αβραάμ με τη μορφή τριών αγγέλων και στον προφήτη Ηλία σαν ανεμοστρόβιλος και σαν φωνή, τότε γιατί ο Κύριος ή κάποιος άγγελος να μην εμφανιστεί στους μάγους σαν αστέρι; Από τη μεγάλη Του ευσπλαχνία έρχεται στους ανθρώπους και παρουσιάζεται σ’ αυτούς με τη μορφή που οι ίδιοι τον επιθυμούν. Στους μάγους της Ανατολής, τους αστρολόγους, που τον αναζητούσαν ανάμεσα στ’ αστέρια, εμφανίστηκε σαν άστρο. Στους Ισραηλίτες όμως δεν εμφανίστηκε σαν άστρο, γιατί εκείνοι ποτέ δεν τον αναζήτησαν στ’ αστέρια. Γι’ αυτό και το άστρο που προπορευόταν από τους μάγους σ’ όλο το ταξίδι τους από τα χώματα της Ανατολής, εξαφανίστηκε μόλις έφτασαν στα Ιεροσόλυμα. Στην αγία πόλη ο Θεός είχε αποκαλυφθεί με άλλον τρόπο και δεν ήταν απαραίτητο να εμφανιστεί σαν άστρο. Ο Ιερώνυμος γράφει στα σχόλιά του στο κατά Ματθαίον: «Το άστρο έλαμψε στην Ανατολή, ώστε οι Ιουδαίοι να μάθουν για τη γέννηση του Χριστού από τους ειδωλολάτρες, προς μεγάλη τους ντροπή».

Όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα οι μάγοι διηγήθηκαν στον Ηρώδη και στους συμβούλους του για την εμφάνιση του παράξενου αυτού αστεριού, που ήταν σημάδι ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος βασιλιάς στην Ιουδαία. Ο Ηρώδης, μαζί με τους αρχιερείς και τους γραμματείς αλλά και το λαό της Ιερουσαλήμ, αντί να χαρούν που αξιώνονταν να δουν Εκείνον που «πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν ἰδεῖν… καὶ οὐκ εἶδον» (Λουκ. ι΄, 24), τι έκαναν; «Ἀκούσας δὲ Ἡρώδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετʾ αὐτοῦ» (Ματθ. β΄, 3).

Γιατί ταράχτηκαν αφού κάθε μέρα μιλούσαν γι’ αυτόν και κάθε μέρα τον ικέτευαν να έρθει; Γιατί φοβήθηκαν την έλευση Εκείνου που χιλιάδες χρόνια τον περίμεναν οι πρόγονοί τους;

Αυτό που τους τάραξε και τους φόβισε ήταν η αμαρτία τους. Οι δίκαιοι περίμεναν το Μεσσία σαν φίλο, οι αμαρτωλοί σαν κριτή. Ο Ηρώδης και οι γραμματείς ήταν κολλημένοι στη γη σωματικά και ψυχικά. Και φοβούνταν πως ο νέος Βασιλιάς θ’ ασκούσε πίεση πάνω τους για ν’ αποδεσμευτούν από τη γη. Ο Ηρώδης κι οι άρχοντες του λαού φοβούνταν ιδιαίτερα πως ο νέος Βασιλιάς θα τους έβρισκε ανάξιους, πως θα τους έδιωχνε από τη θέση τους για να βάλει άλλους εργάτες και βοηθούς. Οι γραμματείς φοβούνταν πως θα απέρριπτε όλη τη γνώση τους και θα τους εξανάγκαζε στην περασμένη ηλικία τους να μάθουν καινούργια πράγματα. «Τι σημαίνει Αυτός για μας;», θα σκέφτονταν. «Είμαστε μια χαρά και χωρίς Αυτόν. Ας έρθει αργότερα, σε κάποια άλλη γενεά, όχι τώρα. Υπάρχει χρόνος. Θα μας ενοχλήσει, θα μας ταράξει, θα μας πιέσει να κάνουμε καινούργια πράγματα. Θ’ αποκαλύψει τις πονηριές μας, τις πανουργίες μας, θα φανερώσει τη μηδαμινότητά μας, θα μας διώξει από τις θέσεις μας για να βάλει άλλους, δικούς Του ανθρώπους. Θα μας αφήσει νηστικούς κυριολεκτικά και μεταφορικά. Θα στερηθούμε και το ψωμί και την εξουσία. Θα πάρει το λαό με το μέρος Του και μας θα μας διώξει, ίσως και να μας φυλακίσει ή να μας σκοτώσει».

Όλα εκείνα που θα αισθάνονταν και θα σκέφτονταν οι πονηροί άνθρωποι στις μέρες μας αν άκουγαν πως «έρχεται ο Χριστός», τα ένιωσαν και τα σκέφτηκαν τότε οι πονηροί άνθρωποι της Ιερουσαλήμ που ήταν ντυμένοι με το ένδυμα της σοφίας και κρατούσαν το σκήπτρο της εξουσίας.

Κανένας όμως δεν τρομοκρατήθηκε όσο ο Ηρώδης. Από το φόβο του φώναξε αμέσως τους αρχιερείς και τους γραμματείς για να μάθει απ’ αυτούς καθαρά που ήταν να γεννηθεί ο Χριστός. Ο ίδιος δεν ήταν Ιουδαίος αλλά Ιδουμαίος και μάλλον δε γνώριζε τις προφητείες για το Μεσσία.

Οι αρχιερείς κι οι γραμματείς επηρεάστηκαν από το φόβο του Ηρώδη. Έτσι ξεφύλλισαν αμέσως τις προφητείες και σύντομα απάντησαν στον Ηρώδη: «Ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας». Ανέφεραν ονομαστικά τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας κι όχι κάποια άλλη, για δυο λόγους. Πρώτα επειδή υπήρχε άλλη μια Βηθλεέμ στη Ζαβουλών και δεύτερο επειδή ο Μεσσίας αναμενόταν να έρθει από τη φυλή του Ιούδα, όπου ανήκε κι ο βασιλιάς Δαβίδ. Αυτό το είχε ορίσει κι ο προφήτης Μιχαίας: «Καὶ σύ, Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ» (ε’1). Είπαν ακόμα στον Ηρώδη πως ο Μεσσίας θα προερχόταν από τη φυλή του Ιούδα και πως αυτό το είχε προφητέψει ο προπάτορας Ιακώβ στην Αίγυπτο όταν ευλόγησε τα παιδιά του την ώρα που πέθαινε και μίλησε προφητικά για τους απογόνους τους. Την ώρα που έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του Ιούδα είπε: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ … καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. μθ’10).

Ο προφήτης Μιχαίας προφήτεψε επίσης πως Εκείνος θα ποιμάνει τον λαό του τον Ισραήλ. Αυτό σημαίνει πως δε θα είναι σαν τους άλλους βασιλείς και άρχοντες που ήξεραν μόνο πως θα κυβερνούν τους ανθρώπους, αλλά θα ήταν φύλακας για το ποίμνιό Του, όπως οι γονείς για τα παιδιά τους.

***

Όταν ο Κύριος φανερώθηκε στη γη, ο κόσμος πεινούσε και διψούσε πραγματικά για το λόγο του Θεού. Κι ότι έτσι ήταν ο κόσμος την εποχή εκείνη το συμπεραίνουμε από δυο γεγονότα που έγιναν όταν γεννήθηκε ο Χριστός. Το πρώτο είναι ότι οι μάγοι ξεκίνησαν να κάνουν ένα πολύ μακρινό και πολύ επικίνδυνο ταξίδι για να δουν Εκείνον που πίστευαν πως ήταν πλούσιος σε πνευματική τροφή. Το δεύτερο είναι πως οι μοναδικοί «σοφοί» άνθρωποι στον κόσμο που γνώριζαν τον ένα και αληθινό Θεό, δηλαδή οι μορφωμένοι του Ισραήλ, ήταν τόσο πολύ αφυδατωμένοι πνευματικά, ώστε δεν μπορούσαν πια ούτε να νιώθουν την πείνα, βρίσκονταν ουσιαστικά σε πνευματικό λήθαργο. Αν ήταν σε κατάσταση να νιώθουν έστω και την παραμικρή πείνα, θα είχαν τρέξει μαζί με τους μάγους στη Βηθλεέμ για να δουν τον καινούργιο Βασιλιά, το Μεσσία. Όσο ο άνθρωπος τρέφεται με πνευματική τροφή τόσο περισσότερο επιζητεί την τροφή αυτή. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του πνευματικού ανθρώπου και της πνευματικής τροφής. Οι σοφοί του Ισραήλ όμως άκουσαν με παγερή αδιαφορία, σαν παράλυτοι σχεδόν, την είδηση για τη γέννηση του Μεσσία. Το μόνο που ένιωσαν ήταν μίσος γι’ Αυτόν και φόβο για τον εαυτό τους.

Η πληροφορία των σοφών της Ιερουσαλήμ πρέπει να εκνεύρισε τον Ηρώδη για δυο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν επειδή η προφητεία ήταν σαφής. Δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας πως ο νέος Βασιλιάς θα γεννιόταν στη δική του βασιλεία, του Ηρώδη, στην Ιουδαία, στη γειτονιά δηλαδή της πρωτεύουσας. Ο άλλος λόγος ήταν επειδή η προφητεία μιλούσε και για τον χαρακτήρα του καινούργιου βασιλιά: θα ποίμαινε το λαό Του. Θα ήταν αληθινός ποιμένας για το ποίμνιό Του, μέριμνα και φροντίδα Του θα ήταν να δώσει τροφή στους πεινασμένους. Ο δεύτερος αυτός λόγος ήταν για τον Ηρώδη το ίδιο δυσάρεστος με τον πρώτο. Γιατί αυτό σήμαινε πως ο καινούργιος αυτός Βασιλιάς θα ήταν καλλίτερος από τον Ηρώδη. Γιατί Αυτός θα μεριμνούσε για το λαό Του, θα τον έτρεφε και θα τον προστάτευε, όπως κάνει ο αληθινός τσοπάνης για τα πρόβατά του. Μα τότε ο κόσμος θ’ αγαπούσε περισσότερο τον καινούργιο Βασιλιά από τον Ηρώδη που συμπεριφερόταν σαν τύραννος, που ήταν στην ουσία ένας λύκος που φορούσε προβιά.

Ένας βασιλιάς με τέτοια χαρακτηριστικά ήταν απειλή για την κυριαρχία του Ηρώδη, αλλά και για τους επιγόνους του, αφού η γέννησή Του θα γινόταν σχεδόν έξω από τα τείχη της πρωτεύουσας. Κι ο φόβος του τον έκανε να σχεδιάσει την αυτοπροστασία του. Μόνο που το σχέδιο αυτό οδηγούσε στην αιματοχυσία, όπως βέβαια γινόταν και σε κάθε άλλη περίπτωση που κάποιος θα επιβουλευόταν το θρόνο του Ηρώδη. Έτσι ο βασιλιάς κάλεσε μυστικά τους μάγους κι άρχισε να τους ζητάει λεπτομέρειες για το παράδοξο αστέρι. Αυτό βέβαια δεν ήταν το κύριο ζητούμενο γι’ αυτόν. Είχε ήδη πειστεί απόλυτα πως ο νέος αντίπαλός του είχε γεννηθεί. Το πίστευε αυτό επειδή το έλεγε η προφητεία, αλλά και επειδή είχε φανεί το άστρο του στον ουρανό κι ήρθαν οι μάγοι από την Ανατολή.

Αν ο Ηρώδης διέθετε κάποια πίστη, αυτή θα ήταν η πίστη κάποιου αστρολόγου, κάποιου μάντη, όπως ήταν η πίστη όλων σχεδόν των αρχοντικών κύκλων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή. Για τον Ηρώδη το πιο σπουδαίο πράγμα ήταν τότε να ’χει κάποιο αποτέλεσμα η συζήτησή του με τους μάγους, γι’ αυτό και τους κάλεσε μυστικά και τους είπε: «Πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτόν» (Ματθ. β’, 8).

Ο Ηρώδης θέλησε έτσι να μετατρέψει τους μάγους σε κατασκόπους του, κατά κάποιο τρόπο συμμέτοχους στο βδελυρό κι απαίσιο σχέδιο που είχε κιόλας στο νου του. Τους σπουδαίους επισκέπτες του, που από δίψα για την αλήθεια και την ελευθερία άφησαν την πατρίδα τους κι όλες τους τις ανέσεις κι έκαναν ένα τόσο μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι, ο Ηρώδης θέλησε να τους κάνει μέρος της αποτρόπαιης μηχανορραφίας του για το φρικιαστικό έγκλημα που ετοίμαζε, ώστε να σωθεί ο ίδιος. Τι φρικώδης κόλαση, τι άβυσσος κακίας και τι τρομερός θερισμός στον αγρό της αμαρτίας του Αδάμ!

Ο προφήτης Ιεζεκιήλ είχε προβλέψει πολλούς αιώνες νωρίτερα την ύπαρξη τέτοιου βασιλιά στο λαό του Ισραήλ καθώς και τις σατανικές μεθοδεύσεις του, όταν έλεγε: «Καὶ σύ, βέβηλε, ἄνομε, ἀφηγούμενε τοῦ Ἰσραήλ, οὗ ἥκει ἡ ἡμέρα, ἐν καιρῷ ἀδικίας πέρας, τάδε λέγει Κύριος· ἀφείλου τὴν κίδαριν καὶ ἐπέθου τὸν στέφανον· αὕτη οὐ τοιαύτη ἔσται· ἐταπείνωσας τὸ ὑψηλὸν καὶ ὕψωσας τὸ ταπεινόν. ἀδικίαν-ἀδικίαν θήσομαι αὐτήν, οὐδʾ αὕτη τοιαύτη ἔσται, ἕως οὗ ἔλθῃ ᾧ καθήκει, καὶ παραδώσω αὐτῷ» (κα’ 25-27).

Οι μάγοι από την Ανατολή άφησαν τον Ηρώδη και το συρφετό των πνευματικά ζητιάνων που τον περιτριγύριζαν κι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Με μεγάλη δίψα για την αλήθεια ακολούθησαν το δρόμο τους. Πέρασαν μέσα από τους ίδιους δρόμους και τα ίδια σοκάκια που στα παλιότερα χρόνια είχαν βαδίσει οι εμπνευσμένοι προφήτες, εκείνοι που είχαν προφητέψει την έλευση του Βασιλιά Εκείνου που οι ίδιοι τώρα πήγαιναν για να προσκυνήσουν. Πέρασαν κοντά από τους τάφους των καιόμενων αυτών λύχνων που νωρίτερα είχαν δώσει μια καθαρή εικόνα του Βασιλιά των βασιλιάδων. Δε γνώριζαν τίποτα για Εκείνον. Δεν είχαν διαβάσει τους προφήτες των Εβραίων. Η καρδιά τους όμως τους πληροφορούσε πως ό,τι καλό περίμεναν, θα το ’βρισκαν στο νεογέννητο Βασιλιά. Καθώς άφησαν πίσω τους την πόλη θα πρέπει να πέρασαν από τον πύργο του Δαβίδ, όπου ο προφητάνακτας τραγουδούσε για τον ένδοξο απόγονό του παίζοντας τη λύρα του. Άφησαν πίσω τους την πόλη όπου ο Θεός είχε δείξει πολλά σημεία για τον ερχόμενο Χριστό κι ακολούθησαν το μοναδικό σημείο που τους έδειξε ο Κύριος: το υπέρλαμπρο άστρο της Ανατολής, που παραδόξως τους περίμενε έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ.

«Καὶ ἰδού, ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς» (Ματθ. β’ 9). Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους! Θα πρέπει να ήταν καβάλα σε καμήλες, γιατί και το ταξίδι ως την Ιερουσαλήμ ήταν πολύ μακρινό, μα και το έδαφος ήταν έρημος, γεμάτη άμμο. Από την Ιερουσαλήμ προς Βηθλεέμ ο δρόμος στην αρχή είναι ανηφορικός, μετά περνάει από ένα ψηλό και βραχώδες οροπέδιο, από πεδιάδες και περιφραγμένους ελαιώνες, μετά κοντά από τον τάφο της Ραχήλ και τελικά φτάνει στον τελικό του προορισμό. Τα μάτια των μάγων έβλεπαν το λαμπερό αστέρι, η καρδιά τους χαιρόταν κι η σκέψη τους γύριζε συνέχεια στο νεογέννητο. Μα η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Όταν είδαν το αστέρι να κατεβαίνει και να στέκεται πάνω από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Ο ευαγγελιστής μας λέει ότι «ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα».

Οι μάγοι μπήκαν στο σπήλαιο με φόβο και δέος και «εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. β΄ 11). Λογικά πρέπει να είδαν πρώτα τη Μαρία κι έπειτα το παιδί. Ο ευαγγελιστής όμως δίνει έμφαση στο παιδίον κι έπειτα στη Μαρία. Τον Ιωσήφ δεν τον αναφέρει καθόλου. Βάζει στη σειρά την αγία οικογένεια ανάλογα με τη σπουδαιότητα που έχουν για τους επισκέπτες τους που ήρθαν από μακριά, από τα χώματα της Ανατολής. Γι’ αυτούς το πιο σπουδαίο πράγμα ήταν να δουν το Βασιλιά, έπειτα τη μητέρα Του κι ύστερα όλους τους άλλους. Η πρόνοια του Θεού έβαλε τον Ιωσήφ δίπλα στη Μαρία για τους Ιουδαίους, όχι για τους ειδωλολάτρες. Λόγω των Ιουδαίων, ο Ιωσήφ έπρεπε να είναι γνωστός ως άνδρας της Μαρίας, για να την προστατέψει από την περιφρόνηση των νομοθετών και τη σκληρότητα των επίγειων νόμων. Για τους ειδωλολάτρες που ήρθαν από μακριά ο Ιωσήφ ήταν σαν να μην υπήρχε. Αυτό θέλει να δείξει ο ευαγγελιστής με το ν’ αναφέρει τον Ιησού και τη Μαρία αλλ’ όχι και τον Ιωσήφ, μ’ όλο που οι μάγοι πρέπει να τον είδαν κι αυτόν.

Καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ. Εκείνοι που προσκυνούσαν τα άστρα με φόβο και τρόμο, πέφτουν με μεγάλη χαρά τώρα και προσκυνούν τον Κύριο που ήρθε στη γη για να τους ελευθερώσει από τη δουλεία των άστρων και την πίστη τους στη τυφλή μοίρα.

«Καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν» (Ματθ. β΄ 11). Τρία δώρα έφεραν στο νεογέννητο Βασιλιά. Και χωρίς να το θέλουν συμβόλισαν την αγία και ζωοποιό Τριάδα, στο όνομα της Οποίας ήρθε στον κόσμο το παιδί Ιησούς, αλλά και την τριπλή διακονία του Κυρίου: τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική, γιατί ο χρυσός συμβολίζει την αυτοκρατορική, το λιβάνι την ιερατική και η σμύρνα την προφητική ή τη θυσιαστική. Το νεογέννητο βρέφος θα γινόταν ο Βασιλιάς του αθάνατου βασιλείου, ο αναμάρτητος ιερέας και προφήτης και, όπως οι περισσότεροι προφήτες πριν απ’ Αυτόν, θα θανατωνόταν.

Όλοι το γνωρίζουν πως ο χρυσός μαρτυρεί κάποιον βασιλιά και τη βασιλεία του. Όλοι γνωρίζουν πως το λιβάνι μαρτυρεί ιεροσύνη και προσευχή. Κι επίσης όλοι γνωρίζουν από την Αγία Γραφή πως το λιβάνι μαρτυρεί τη θνητότητα. Ο Νικόδημος άλειψε το σώμα του νεκρού Ιησού με μύρα (Πρβλ. Ιωάν. ιθ΄ 39-40). Άλειφαν τα σώματα για να τα διατηρήσουν κάπως περισσότερο από τη φθορά του θανάτου. Ο κόσμος φωτίστηκε από το Χριστό που έλαμψε σαν χρυσός. Και γέμισε από προσευχές και θυμιάματα, όπως ένας ναός. Η οικουμένη ολόκληρη γέμισε από το άρωμα της διδασκαλίας Του.

Τα τρία δώρα όμως συμβολίζουν επίσης την καρτερία και το αμετάβλητο. Ο χρυσός παραμένει χρυσός, το λιβάνι παραμένει λιβάνι και το μύρο παραμένει μύρο. Κανένα απ’ αυτά δε χάνει την ιδιότητά του όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μετά από χίλια χρόνια ο χρυσός εξακολουθεί να λάμπει, το λιβάνι να καίει και το μύρο διατηρεί το άρωμά του. Δεν θα μπορούσαν να βρεθούν άλλα πιο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα στη γη που να συμβολίζουν τόσο πιστά την επίγεια αποστολή του Χριστού ή να δείχνουν πιο καθαρά και εκφραστικά τον αιώνιο χαρακτήρα του έργου Του στη γη, καθώς και όλες τις πνευματικές και ηθικές αξίες που έφερε από τον ουρανό στον κόσμο. Έφερε την αλήθεια, την προσευχή, την αθανασία.

Με ποιο άλλο αντικείμενο στη γη, εκτός από το χρυσό, θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η αλήθεια; Ό,τι και να κάνεις στο χρυσό, αυτός θα εξακολουθεί να λάμπει.

Με ποιο άλλο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η προσευχή αν όχι με το λιβάνι; Όπως ο καπνός από το λιβάνι γεμίζει την εκκλησία ολόκληρη, έτσι γεμίζει κι η προσευχή ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Όπως ο καπνός ανεβαίνει ψηλά, έτσι ανεβάζει η προσευχή την ψυχή του ανθρώπου στο Θεό. «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου», λέει ο Ψαλμωδός (ψαλμ. ρμα΄ 2). Είναι γεγονός πως κι άλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μα κανένας καπνός δεν εμπνέει την ψυχή για προσευχή.

Ποιο άλλο επίγειο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα την αθανασία από το μύρο; Η θνητότητα αποπνέει δυσωδία, ενώ η αθανασία έχει μια διαρκή ευωδία.

Οι μάγοι από την Ανατολή συμβόλισαν έτσι έστω κι ανεπίγνωστα ολόκληρη τη χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν από την Αγία Τριάδα κι έφτασαν ως την Ανάσταση και την αθανασία του Κυρίου Ιησού και των πιστών Του. Δεν είναι απλοί προσκυνητές, μα πραγματικοί προφήτες. Προφήτες τόσο της χριστιανικής πίστης όσο και της ζωής και του έργου του Χριστού. Από μόνοι τους, με τη δική τους αντίληψη και γνώση, δε θα τα ήξεραν ολ’ αυτά. Ήταν η πρόνοια του Θεού που τους έστειλε στην Βηθλεέμ και τους έδωσε το παράξενο αυτό άστρο να τους οδηγεί.

Όταν τέλειωσαν το προσκύνημά τους στη Βηθλεέμ σκέφτηκαν ν’ ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο που ήρθαν και να περάσουν από την Ιερουσαλήμ. Ο Ηρώδης τους περίμενε ανυπόμονα. Και εκείνοι σκέφτηκαν να πάνε για να μοιράσουν τη χαρά τους με το θλιμμένο βασιλιά. Αλλά «χρηματισθέντες κατʾ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, διʾ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. β΄ 12).

Οι μάγοι είχαν δείξει την αφοσίωσή τους στο νεογέννητο βρέφος, και Εκείνο οδηγούσε τα βήματά τους. Δε γνώριζαν την καρδιά του Ηρώδη ούτε και τις κακές του προθέσεις. Η Θεία πρόνοια όμως που γνωρίζει τα πάντα τους τα φανέρωσε αυτά σε όνειρο και τους έδωσε εντολή να μη γυρίσουν από τον ίδιο δρόμο που ήρθαν, αλλά να πάνε στην πατρίδα τους από άλλο δρόμο.[1]

***

Την εντολή αυτή οι μάγοι πρέπει να την πήραν από κάποιον άγγελο του Θεού, όπως είχε κάνει κι ο δίκαιος Ιωσήφ σε αρκετές περιπτώσεις. Υπακούοντας σε όλα το Θεό πήραν αμέσως άλλο δρόμο και πέρασαν έξω από την Ιερουσαλήμ. Ξεκίνησαν το ταξίδι προς την πατρίδα τους χαρούμενοι, δοξολογώντας συνέχεια το Θεό και το νεογέννητο Σωτήρα του κόσμου. Μαζί τους πήραν ένα δώρο πολύ μεγαλύτερο από εκείνα που κουβάλησαν όταν ξεκίνησαν για να βρουν το Βασιλιά Χριστό. Τώρα κουβαλούσαν στην καρδιά τους τον ίδιο το βασιλιά Χριστό. Αντί για το χρυσό, το λιβάνι και το μύρο που Του είχαν προσφέρει, τώρα κουβαλούσαν καρδιές γεμάτες αλήθεια, προσευχή και του Χριστού την αθάνατη ευωδία.

Σε μικρό χρονικό διάστημα λοιπόν έφτασαν στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ για να προσκυνήσουν το Χριστό ποιμένες και μάγοι, οι πιο απλοϊκοί καθώς κι οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι του κόσμου. Είτε απλοϊκοί είμαστε είτε σοφοί, συμπεραίνουμε απ’ αυτό πως έχουμε όλοι ανάγκη το Χριστό εξίσου. Πως πρέπει όλοι, με την ίδια υπακοή και ταπείνωση να Τον λατρεύουμε, επειδή είναι ο ζωοδότης, να τον δοξάζουμε ως Θεό και Σωτήρα μας, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Θεός επί γης, άνθρωπος εν ουρανώ: Από τον Ευαγγελισμό στην Χριστού Γέννηση: Ομιλίες Α΄, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρος Μπότσης, 2η έκδ., Αθήνα, Μπότσης Πέτρος, 2014.

[1] Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος στις Ομιλίες του στα Ευαγγέλια: «Οι μάγοι έχουν κάτι σπουδαίο να μας δείξουν με την επιστροφή στην πατρίδα τους από άλλο δρόμο. Πατρίδα μας είναι ο παράδεισος. Όταν γνωρίσουμε το Χριστό, ο δρόμος για να γυρίσουμε στον παράδεισο από κει που ήρθαμε είναι κλειστός. Φύγαμε από την πατρίδα μας ακολουθώντας το δρόμο της υπερηφάνειας, της παρακοής και της πρόληψης προς τον αόρατο κόσμο, αφού δοκιμάσαμε τον απαγορευμένο καρπό. Στο δρόμο της επιστροφής πρέπει ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο των δακρύων και της υπακοής, της περιφρόνησης των εγκοσμίων και της αποχής από τις σωματικές επιθυμίες».