Menu Close

18/10/2022

Αδιάλειπτη προσευχή

Είναι δύσκολο να προσευχόμαστε όλη μέρα. Συχνά προσπαθούμε να φανταστούμε πως θα ’ταν μια ζωή συνεχούς προσευχής και τότε μας έρχεται στο νου η λειτουργική ζωή των κοινοβίων κι η ζωή προσευχής των αναχωρητών. Έτσι δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς μια ζωή προσευχής μπορεί να βιωθεί στην καθημερινή πραγματικότητα, όπου εν τούτοις το καθετί μπορεί να γίνει αντικείμενο προσευχής ή αφορμή για προσευχή. Δεν είναι δύσκολο να προσευχόμαστε έτσι αν και απαιτεί αρκετή προσπάθεια.

Το πρωί που σηκωνόμαστε ας προσφέρουμε τον εαυτό μας στον Θεό. Σηκωθήκαμε από έναν ύπνο που μας διαχωρίζει από το χθες. Το ξύπνημα μάς προσφέρει μια νέα πραγματικότητα, μια μέρα που δεν έχει ποτέ πριν υπάρξει, έναν άγνωστο χρόνο και χώρο που απλώνονται μπροστά μας σαν ένα απάτητο χιονισμένο λιβάδι. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να ευλογήσει τη μέρα μας και μας τους ίδιους μέσα σ’ αυτή. Και μετά ας πάρουμε στα σοβαρά το αίτημά μας αυτό καθώς και τη σιωπηλή απάντηση που μας δόθηκε.

Έχουμε ευλογηθεί από τον Θεό, η ευλογία Του θα μας ακολουθεί πάντοτε σε καθετί που κάνουμε κι είναι άξιο να δεχτεί αυτή την ευλογία. Θα τη χάσουμε μόνο όταν απομακρυνθούμε απ’ Αυτόν. Ο Θεός βέβαια θα ’ναι δίπλα μας ακόμη και τότε, πρόθυμος να τρέξει σε βοήθειά μας, έτοιμος να μας ξαναδώσει τη χάρη που αρνηθήκαμε. Ενδυθήκαμε την πανοπλία του Θεού, όπως λέει ο Απ. Παύλος στο 6ο κεφάλαιο της προς Εφεσίους επιστολής του. Η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη είναι η πανοπλία μας και η επίκλησή μας στον Θεό. Κι έτσι αρχίζουμε τη μέρα μας με τη θεία χάρη και δόξα, με τον σταυρό του Κυρίου και τον θάνατό Του μέσα μας.

Όμως ευλογημένη απ’ τον Θεό είναι κι η υπόλοιπη μέρα. Αυτό σημαίνει πως καθετί μέσα σ’ αυτήν, καθετί που μας συμβαίνει κατά τη διάρκειά της είναι μέσα στο θέλημα του Θεού. Αν πιστεύουμε πως τα γεγονότα συμβαίνουν στην τύχη, είναι σαν να μην πιστεύουμε στον Θεό. Αν αντιθέτως δεχτούμε το καθετί που γίνεται ή τον καθένα που έρχεται σε μας σαν θέλημα Θεού, τότε θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε κληθεί να δράσουμε ως χριστιανοί σε κάθε ευκαιρία.

Κάθε συνάντηση είναι μια συνάντηση εν Θεώ και κάτω από το βλέμμα του Θεού. Για τον καθένα που συναντούμε στο δρόμο έχουμε σταλεί ή να δώσουμε ή να πάρουμε, συχνά χωρίς καν να το ξέρουμε. Μερικές φορές νιώθουμε τη χαρά της προσφοράς για πράγματα που δεν ήταν δικά μας, άλλοτε πάλι χρειάζεται να πληρώσουμε με το ίδιο μας το αίμα για κάτι που προσφέρουμε.

Πρέπει όμως να ξέρουμε και πώς να δεχόμαστε από τον άλλο. Χρειάζεται να είμαστε σε θέση να συναντούμε τον πλησίον μας με τον τρόπο που προσπαθήσαμε να το περιγράψουμε στην αρχή του βιβλίου. Να είμαστε σε θέση να τον κοιτάμε, να τον ακούμε, να σιωπούμε, να δίνουμε προσοχή, να τον αγαπούμε και να ανταποκρινόμαστε μ’ όλη μας την καρδιά σ’ ό,τι μας προσφέρει, πικρό ή γλυκό, θλιβερό ή χαρμόσυνο. Πρέπει να είμαστε εντελώς εύπλαστοι σαν πηλός στα χέρια του Θεού. Αν ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας το δεχόμαστε σαν δώρο Θεού, τότε θα ’χουμε τη δυνατότητα να είμαστε πάντοτε δημιουργικοί στο έργο το χριστιανικό.

Πολύ συχνά οι χριστιανοί συνηθίζουν για κάθε πρόβλημα ή κίνδυνο που αντιμετωπίζουν να στρέφονται προς τον Θεό και να εκλιπαρούν: «Κύριε, προστάτεψέ μας, σώσε μας, πάλεψε για μας». Πόσο συχνά χρειάζεται ο Κύριος να μας κοιτάξει θλιμμένα και να μας μιλήσει στη γλώσσα της σιωπής που θα καταλαβαίναμε αν οι καρδιές μας δεν ήταν σφραγισμένες από τον τρόμο. «Όμως εγώ δε σου ’στειλα αυτή τη δυσκολία για να πολεμήσεις για λογαριασμό μου; Δεν είσαι ένας από τους στρατιώτες μου, η εμπροσθοφυλακή του Βασιλείου την οποία εξαπέστειλα να πολεμήσει για μένα πάνω στη γη; Εγώ δεν είμαι εκείνος που είπα στους αποστόλους “καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς…” (Ιωάν. 20, 21); Ξεχάσατε το παράδειγμα και τις εντολές των αποστόλων;»

Έλαχε σε μας να ’μαστε η μαρτυρία του Χριστού πάνω στη γη, πότε νικητές πότε σταυρωμένοι. Πρέπει να δίνουμε το παρόν πάντοτε και να μην τρεπόμαστε ποτέ σε φυγή. Τα πάντα μας είναι μπορετά, με τη δύναμη του Χριστού, αλλά σε μας ανήκει ο κλήρος να χύσουμε το αίμα μας, σε μας να αγωνιστούμε και να παλέψουμε˙ Εκείνος πια δε θα ξαναέρθει στη γη για να υποστεί όσα πέρασε από την αρχή.

Αυτό δεν είναι και το νόημα της συζήτησης μεταξύ του Χριστού και του Πέτρου μπροστά στις πύλες της Ρώμης καθώς ο δεύτερος προσπαθούσε να ξεφύγει το διωγμό; «Πού πας, Κύριε; Quo vadis, Domine?» τον ρωτά ο Πέτρος. «Πηγαίνω στη Ρώμη να ξανασταυρωθώ…».

Ο ρόλος μας είναι να είμαστε παρόντες, κι όχι ασφαλείς και σώοι. Μέσα σ’ αυτή τη μέρα που αναλάβαμε να τη ζήσουμε εν ονόματι του Θεού, θα μας δοθούν συχνά ευκαιρίες να αναρωτηθούμε ποιο είναι το νόημα, τι σημαίνουν όλα τα αλλεπάλληλα γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω μας. Πρέπει να είμαστε σε θέση να σιωπούμε και να στοχαζόμαστε, να ατενίζουμε με ηρεμία όλα όσα μας κάνουν να απορούμε, διότι δε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε το καθετί μέχρις ότου δούμε ολόκληρο το σχέδιο του Θεού.

Το λάθος μας είναι που πολύ συχνά υποθέτουμε ότι η ανθρώπινη σοφία μαζί με την απαιτητική προσευχή είναι αρκετές για να λύσουν τα προβλήματα του αιώνιού προορισμού μας. Γιατί το καθετί, ακόμα και η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, είναι μέρος αυτού του αιώνιου προορισμού, αυτού του μέλλοντος του κόσμου στον οποίο ανήκουμε. Η ανθρώπινη σοφία πρέπει να δίνει τη θέση της στην ικανότητα να στοχαζόμαστε το μυστήριο που προβάλλει μπρος μας, να προσπαθούμε να διακρίνουμε στο καθετί το αόρατο χέρι του Θεού, η σοφία του οποίου είναι τόσο διαφορετική από τη δική μας.

Όμως η σοφία Του βρίσκεται και μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Πρέπει να προσπαθούμε να είμαστε το ήρεμο σημείο ισορροπίας στην ανεμοζάλη της ζωής. Πρέπει να μάθουμε να περιμένουμε μέχρι να καταλάβουμε. Κάποια Αγγλίδα συγγραφέας συγκρίνει τον υποδειγματικό χριστιανό με το τσοπανόσκυλο. Το τσοπανόσκυλο, λέει η Έβελυν Άντερχιλλ, μένει ακίνητο όταν ακούσει τη φωνή του κυρίου του, κοιτάζει το αφεντικό του και στήνει αυτί στη φωνή του για να καταλάβει τι θέλει. Μόλις καταλάβει, ορμάει να εκπληρώσει την επιθυμία του αφεντικού του. Και η συγγραφέας προσθέτει: «Ο σκύλος έχει μια ικανότητα που λίγοι χριστιανοί την κατέχουν˙ δε σταματά ποτέ να κουνάει την ουρά του…».

Στη ζωή μας, μ’ όλη της την αναστάτωση και τη φανερή ακαταστασία, πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε το σχέδιο του Θεού με προσεκτική προσευχή και ήσυχη περισυλλογή. Θα πρέπει να μπορέσουμε να βρούμε το θάρρος, τη δύναμη, την έμπνευση και τη φώτιση που χρειαζόμαστε στην προσευχή μας. Αυτά όμως είναι μια ιδανική κατάσταση˙ δεν μπορούμε να την αποτολμήσουμε απευθείας διότι δεν είμαστε ακόμη συνηθισμένοι στην αδιάλειπτη προσευχή, ή στο να έχουμε συνεχή γνώση του εαυτού μας και της ζωής που εκτυλίσσεται γύρω μας. Πρέπει να το αποτολμήσουμε σταδιακά, αρχίζοντας με λίγες ή πολύ λίγες ώρες, διότι αν πιέσουμε πολύ σκληρά τον εαυτό μας και για πολλή ώρα για να προσηλωθούμε με τον τρόπο που είπαμε, θα ξεπεράσουμε τις δυνάμεις μας και θα καταρρεύσουμε.

Όχι γιατί θα μας εγκαταλείψει η Χάρη, αλλά εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας μας. Τότε είναι που η προσευχή θα μας εξαντλήσει και θα μας κάνει να τη μισήσουμε. Λόγια μεγάλης σημασίας θα ’ναι ανούσια στο στόμα μας και θα χάσουμε την αίσθηση ότι ζούμε τη μέρα μας εν Θεώ και για τον Θεό. Σ’ αυτές τις στιγμές πρέπει ταπεινά να δεχτούμε την ήττα μας και να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είμαστε ακόμη αρκετά δυνατοί να ζούμε αδιάλειπτα μέσα στην παρουσία του Θεού.

Τότε είναι που πρέπει να νηστέψουμε πνευματικά, να περιορίσουμε την ορμή μας για προσευχή, και μάλιστα την προσευχή με λόγια. Και να ξέρουμε πως αν πραγματώσουμε την πρωινή απόφασή μας ν’ αφιερώσουμε τη μέρα μας στον Θεό, κι αυτό από μόνο του είναι μια προσευχή.

Μετά, σταδιακά, καθώς η θέλησή μας ασκείται και η προσήλωση της καρδιάς και του νου βελτιώνονται, θα είμαστε σε θέση ν’ αφιερώσουμε μέρες ολόκληρες στην προσευχή. Αυτή η προσευχή δε θα ’ναι η απλή καθημερινή προσευχή, που δεν αρκεί να μεταμορφώσει τη ζωή μας, αλλά μια πολύ πιο συνειδητή, βαθύτερη προσευχή, για την οποία θα ξαναμιλήσουμε.

Επίσκοπος Αντώνιος του Σουρόζ, Θέλει τόλμη η προσευχή, μετάφραση Δημήτριος Κ. Κόκκινος, 6η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2000