Menu Close

Κυριακή του τελώνη και του Φαρισαίου (ΙΙΙ)

Χθες το βράδυ ακούσαμε στον Εσπερινό πολλά τροπάρια που μας έκαναν να στοχαστούμε πάνω στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα του τελώνη και του Φαρισαίου, θα ήθελα να κάνω μια περίληψη των εκφράσεων και των εικόνων που ακούστηκαν εκεί, γιατί νομίζω πως γεννούν λογισμούς που καλό θα ήταν να κρατούμε κατά νου.

Πολλοί από τους χθεσινοβραδινούς ύμνους επαναλαμβάνουν απλά το ευαγγελικό ανάγνωσμα με ελαφρώς παραλλαγμένα λόγια, προτρέποντάς μας να καταστείλουμε την υπερηφάνεια και να ενδυθούμε την ταπείνωση. Όμως κάποια άλλα αποσπάσματα των ύμνων επικεντρώνονται στον τελευταίο στίχο της περικοπής του Λουκά («όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί») και τον συσχετίζουν άμεσα όχι με μας, αλλά με το Χριστό. Ο απόστολος Παύλος είχε ήδη στοχαστεί πάνω στο σημείο αυτό της ζωής του Χριστού, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν είχε στο μυαλό του τη συγκεκριμένη παραβολή του Ιησού. Στην Προς Φιλιππησίους επιστολή του (2, 7-10), λέει πως ο Χριστός «κένωσε τον εαυτό του λαμβάνοντας μορφή δούλου, και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους και, αφού κατά το σχήμα βρέθηκε ως άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Γι’ αυτό και ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα ανώτερο από κάθε άλλο όνομα, ώστε το όνομα του Ιησού καθένας να γονατίζει» (το όνομα είναι το «Κύριος»[1], ένα όνομα που αποδίδεται επίσης και στο Θεό).

τελώνη και του Φαρισαίου ΙΙΙ

Η αλληλουχία των λέξεων «ταπείνωσε» και «υπερύψωσε» στο απόσπασμα του αποστόλου Παύλου, απηχεί σίγουρα τα λόγια του Ιησού· και τα κείμενα που ακούσαμε χθες προβάλλουν σίγουρα το νόημα της παραβολής στον ίδιο το Χριστό. Στη γλώσσα του κανόνα της ημέρας, ο Κύριος είναι ο «ταπεινωθεὶς μέχρι καὶ μορφὴς δουλικῆς»·[2] και η γλώσσα αυτή αντικατοπτρίζει τη γλώσσα του απ. Παύλου. Έτσι, αυτό που ο Χριστός διδάσκει στην παραβολή -ότι η αληθινή ύψωση του ανθρώπου λαμβάνει χώρα στην ίδια Του τη ζωή, τη ζωή του Θεού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται, ταπεινώνει Εαυτόν, με σκοπό όχι μόνο να καταδείξει πως «η ταπείνωση είναι ο καλύτερος δρόμος για την ύψωση του ανθρώπου», αλλά και να αποκαλύψει ότι η δική Του ύψωση συνεγείρει «τὸν κόσμον, θεϊκὴ δυναστείᾳ».[3] Αυτό που εμείς καλούμαστε τώρα να κάνουμε είναι κάτι που έχει ήδη κάνει ο Θεός.

Η σημερινή παραβολή μας ζητά να προσαρμοστούμε στο θέλημα του Θεού. Αυτή η προσαρμογή της ανθρώπινης βούλησής μας στο θέλημα του Θεού, έχει ήδη επιτευχθεί στο πρόσωπο του Χριστού: στο χαμηλότερο σημείο του εκούσιου εξευτελισμού Του, ο Χριστός λέει: «μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω» (Λουκ. 22, 42). Χωρίς αυτή τη συμπόρευση του ανθρώπινου με το θείο, του κτιστού με το άκτιστο, του πεπερασμένου με το αιώνιο, δεν μπορεί να λάβει χώρα η ύψωση του Χριστού και δεν μπορούμε να σωθούμε. Και οι ύμνοι που πλαισιώνουν την παραβολή προχωρούν ακόμα παραπέρα· ξεκαθαρίζουν πως για τη σωτηρία μας, κι αυτό ακόμα δεν ήταν αρκετό. Σε ένα σημείο ακούσαμε: «Ὁ ποιητὴς τῆς κτίσεως, καὶ Θεὸς τῶν ἁπάντων, σάρκα βροτείαν ἔλαβε, ἐξ ἀχράντου γαστρός σου, πανύμνητε Θεοτόκε, καὶ φθαρεῖσαν μου φύσιν, ὅλην ἀνεκαινούργησε».[4] Εδώ, ο Χριστός φανερώνεται να ενεργεί· δια μέσου της Παρθένου Μαρίας ενεργεί τη σωτηρία μας.

Όμως πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο στίχος ενός άλλου ύμνου, στον οποίο γίνεται συσχετισμός της Παρθένου Μαρίας με την κλίμακα που ο Ιακώβ είδε να εκτείνεται μεταξύ ουρανού και γης. Εκείνη, η Μαρία, είναι κατά τον ύμνο, η «κατάγουσα ἄνωθεν Θεόν, σεσαρκωμένον, καὶ βροτοὺς, αὖθις ἀνάγουσαν»[5]. Ο συγγραφέας του ύμνου δεν εννοεί πως η παρθένος είχε τη δύναμη να «κατεβάσει» («κατάγουσα») το Θεό για χάρη μας, αλλά ότι η δική της ελεύθερη αποδοχή, το δικό της «γένοιτο»[6], ήταν απαραίτητο. Αν δεν είχε και το δικό της θέλημα υποταχθεί στο θέλημα του Θεού, δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί όσα ο Χριστός ενήργησε για τη σωτηρία μας. Η ελεύθερη συγκατάθεση μιας γυναίκας είναι η καρδιά της σωτηρίας μας. Και η συγκατάθεσή της αφορούσε το θείο θέλημα και σχέδιο που είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά της: «εκθρόνισε δυνάστες και ανύψωσε ταπεινούς, γέμισε αγαθά όσους πεινούσαν και πλούσιους ανθρώπους τους έδιωξε αδειανούς» (Λουκ. 1, 52-53).

Το νόημα συνεπώς της παραβολής του τελώνη και του Φαρισαίου είναι δομημένο πάνω στην οικονομία του Θεού για τον άνθρωπο. Κι αν εμείς θέλουμε να οδηγηθούμε στη σωτηρία, θα πρέπει να κάνουμε αυτή την οικονομία. Η δύναμη και η χάρη του Θεού μπορεί να μας υψώσει, αρκεί να είμαστε απλοί και ταπεινή «τῇ καρδίᾳ»· κι είναι η ίδια δύναμη που απλά θα μας εξουδενώσει αν έχουμε μόνοι μας επαρθεί. Η παραβολή του τελώνη και του Φαρισαίου λοιπόν, μας αποκαλύπτει το σχέδιο της βαθιάς οικονομίας του Θεού για μας. Είναι στο χέρι μας να ακολουθήσουμε το Χριστό και τη Θεοτόκο στο μονοπάτι της ταπείνωσης. Είναι το μόνο μονοπάτι που οδηγεί στη σωτηρία.

Όμως αν η ταπείνωση είναι το μονοπάτι προς τη σωτηρία, τότε πρέπει να επιζητήσουμε να το διαβούμε. Είναι μια διάβαση εναργής, μα είναι και μια διάβαση εσωτερική. Κανείς μας, λόγου χάριν, δεν γίνεται ταπεινός με το να εξευτελίζει την αξιοπρέπειά του. Κι αυτό, γιατί ο οποιοσδήποτε εξευτελισμός το μόνο που μπορεί να μας κάνει είναι να αποκαλύψει την έλλειψη ταπείνωσης.

Να είμαστε ταπεινοί σημαίνει, κατά μία έννοια, να έχουμε νου Χριστού: να αντιλαμβανόμαστε το νόημα της ύπαρξής μας με τον τρόπο που ο Χριστός το αντιλαμβάνεται. Να είμαστε ταπεινοί σημαίνει να είμαστε ρεαλιστές: να έχουμε επαφή με τον πραγματικό κόσμο, όχι με το φανταστικό που έχουμε στο μυαλό μας, τον κόσμο των στρεβλωμένων αντιλήψεων γύρω από τον εαυτό μας και τη σχέση μας με το Θεό. Όσα αναφέρει ο Φαρισαίος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής για τον εαυτό του, είναι εκ πρώτης όψεως σωστά. Χωρίς αμφιβολία δεν είναι ούτε άρπαγας, ούτε άδικος, ούτε μοιχός. Δεν συγχρωτίζεται με τους Ρωμαίους όπως ο τελώνης. Νηστεύει «δὶς τοῦ Σαββάτου» (όπως κάθε καλός ορθόδοξος χριστιανός) και χωρίς αμφιβολία «ἀποδεκατεῖ» τα έσοδά του (προσφέρει στο ναό το ένα δέκατο των εσόδων του).

Όμως έκανε λάθος σ’ ένα σημαντικό σημείο: πίστευε πως είναι διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους. Μα όσο μεγάλος κι αν είναι ο πειρασμός που μας κάνει να σκεφτόμαστε με τον τρόπο του Φαρισαίου, δεν πρέπει να λησμονούμε πως φέρουμε στην πλάτη μας την ίδια μοίρα με τους άλλους. Βιώνουμε τους ίδιους πειρασμούς, γνωρίζουμε τις ίδιες αποτυχίες. Μονάχα ο βαθμός έντασης των βιωμάτων διαφέρει μεταξύ μας – μα τα βιώματα είναι ίδια.

Έτσι, ο Φαρισαίος βρισκόταν σε πλάνη και πάνω στην πλάνη δεν θεμελιώνεται ταπείνωση. Αντίθετα, ο τελώνης επιλέγει ασφαλέστερη οδό. Δεν υποτιμά τους άλλους· ούτε καν προβαίνει σε ενδοσκόπηση προκειμένου να βρει μέσα του κάτι θεάρεστο – κάτι τέτοιο είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Κοιτάζει μονάχα τις αμαρτίες του κι ακόμα κι έτσι, δεν επιχειρεί μια απαρίθμησή τους (ορισμένες φορές ακόμα κι αυτό είναι ριψοκίνδυνο). Απλά εκθέτει τη γυμνή αλήθεια: είναι ένας αμαρτωλός που ’χει ανάγκη της συγχώρησης του Θεού. Κι έτσι απευθύνεται στο έλεός Του: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Κι είναι ο ίδιος και όχι ο Φαρισαίος που «έφυγε για το σπίτι του δικαιωμένος». «Δικαιωμένος» εδώ, σημαίνει «εντάξει» με το Θεό, σημαίνει «υγιή» σχέση με το Θεό. Η σχέση του με το θεό είναι βασισμένη στην αλήθεια, στην «εσώτατη αλήθεια». Ξέρει ένα μονάχα πράγμα και το ξέρει καλά: είναι αμαρτωλός κι έχει ανάγκη του ελέους του Θεού.

Ο Φαρισαίος ξέρει πολλά πράγματα και για τον εαυτό του και για τους άλλους. Όμως δεν γνωρίζει τους άλλους, δεν τους γνωρίζει σε βάθος. Δεν γνωρίζει την καρδιά του τελώνη, αλλά και δεν γνωρίζει, απ’ ότι φαίνεται, και μια σημαντική αλήθεια για τον ίδιο: πως ό,τι καλό κι αν πράττει, είναι απόλυτα εξαρτημένο από τη χάρη του Θεού.

Συνεπώς, ταπείνωση σημαίνει την προσέγγισή μας στον τόπο που ο Θεός θέλει να βρισκόμαστε· σημαίνει προσέγγιση του θελήματος του Θεού. Κι ακόμα, σημαίνει να αφεθούμε στη χάρη για να μας ελκύσει πλάι στο Χριστό και τη Θεοτόκο, να μας ελκύσει πλάι στους αγίου, πλάι στην αλήθεια – την αλήθεια για τον εαυτό μας και τη σχέση μας με τους άλλους και το Θεό. Αυτή η αλήθεια είναι κομμάτι της αλήθειας που μαρτυρούν τα λόγια του Χριστού: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν. 14, 6). Αυτή την Αλήθεια εννοούσε όταν έλεγε «η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Ιωάν. 8, 32).

Η ταπείνωση είναι πηγή φωτός και ειρήνης. Οι ύμνοι της χθεσινοβραδινής ακολουθίας την παρουσίαζαν να δίνει στον άνθρωπο ακόμη και φτερά. Είναι αυτά τα φτερά που ανύψωσαν τον τελώνη και τον έκαναν να ζυγώσει το Θεό – έγιναν η αιτία να μετοικήσει στον τόπο της ζωής, να κατασταθεί πολίτης της χώρας των ζώντων.

Μακάρι τα διδάγματα των Ευαγγελίων να μας καταστήσουν ικανούς να μιμηθούμε τον τελώνη, και η χάρη του Θεού να μας ελκύσει στο πλάι του Χριστού.

[1] Ελληνικά στο πρωτότυπο (σ.τ.μ.).

[2] Πρώτο τροπάριο της δ΄ ωδής του κανόνα της Κυριακή τελώνη και Φαρισαίου (σ.τ.μ.)

[3] Εξαποστειλάριο της ίδιας ημέρας (σ.τ.μ.).

[4] Θεοτοκίο εξαποστειλάριο της ίδιας ημέρας (σ.τ.μ.).

[5] Θεοτοκίο της ζ΄ ωδής του κανόνα της ίδιας ημέρας (σ.τ.μ.)

[6] «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου» (Λουκ. 1, 38) (σ.τ.μ.).

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.