Menu Close

Κυριακή του τελώνη και του Φαρισαίου (ΙΙ)

Θα ήθελα σήμερα να πω δυο λόγια σχετικά με μια πτυχή της παραβολής του τελώνη και του Φαρισαίου, που ίσως δεν έχει μέσα μας τη θέση που θα έπρεπε. Η πτυχή αυτή της παραβολής σχετίζεται με τον ίδιο τον όρο «Φαρισαίος». Η λέξη «Φαρισαίος» προέρχεται βασικά από μια άλλη, εβραϊκή λέξη που σημαίνει «διαστέλλω – αυτονομώ». Οι Φαρισαίοι ήταν εκείνοι που αυτονομούνταν από τους άλλους. Αυτονομούνταν πρώτα απ’ όλα από τον εθνικοειδωλολατρικό περίγυρο, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να φυλάττουν τις διατάξεις του Νόμου μέχρι κεραίας· αλλά στη συνέχεια αυτονομούνταν και από τα άλλα μέλη της ιουδαϊκής κοινωνίας, τα οποία δεν τηρούσαν το Νόμο στον ίδιο βαθμό με εκείνους.

τελώνη και του Φαρισαίου II

Επομένως, ο Φαρισαίος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, δικαίως τίθεται στον αντίποδα του τελώνη, αφού ο τελώνης ήταν εκείνη την εποχή ένας εισπράκτορας φόρων, ένας υπάλληλος του ρωμαϊκού κράτους, ένα όργανο των καταπιεστών, ένα πιόνι, αν θέλετε, που βοηθούσε τους Ρωμαίους να επιβάλουν την εξουσία τους στον τοπικό πληθυσμό. Η ιδιότητα του τελώνη ήταν μια ύποπτη διάκριση, αν και αναμφίβολα προσοδοφόρος. Εξαιτίας της στενής συνεργασίας του με τους Ρωμαίους, ο τελώνης δεν ήταν εύκολο να τηρεί το Νόμο. Υπ’ αυτή την έννοια συνεπώς, ο τελώνης ήταν το αντίθετο του Φαρισαίου: δεν αυτονομούνταν από τον υπόλοιπο κόσμος για χάρη της πίστης, δεν απομακρυνόταν προκειμένου να ζήσει στην αγνότητα της ηθικής και θρησκευτικής μόνωσης.

Με σημερινή ορολογία, θα λέγαμε πως το περιβάλλον από το οποίο αποσυρόταν ο Φαρισαίος, ήταν το εκκοσμικευμένο περιβάλλον· ήταν ο κόσμος στον οποίο οι αρχές και οι αντιλήψεις της παραδοσιακής ζωής «πωλούνταν στο παζάρι» -δεν έμοιαζε να έχουν πια μεγάλη αξία. Σ’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο ήταν που ο τελώνης είχε βυθιστεί, καταδικάζοντας τον εαυτό του σε ανυποληψία, κατά τα μέτρα του νόμου, και γυρνώντας την πλάτη στην πίστη των πατέρων του, στις αποκεκαλυμμένες στο Μωυσή θείες εντολές.

Πώς είναι συνεπώς δυνατό να είναι ο τελώνης ο «ήρωας» αυτής της παραβολής; Πώς είναι δυνατό να κατεβαίνει αυτός από το ναό δικαιωμένος και ο Φαρισαίος όχι; Την απάντηση μας τη δίνει ο ευαγγελιστής Λουκάς σε κάποιο στίχο, που τον χρησιμοποιεί ως εισαγωγή κάποιων λόγων του Χριστού: «Είπε ο Χριστός την παραβολή αυτή σε μερικούς που ήταν βέβαιοι για τη δική τους δικαιοσύνη και περιφρονούσαν τους άλλους» (Λουκ. 18, 9) – σ’ εκείνους δηλαδή που βασίζονταν στον εαυτό τους, που είχαν εμπιστοσύνη στη δική τους ικανότητα να φυλάττουν το Νόμο και που νόμιζαν πως, έχοντας τηρήσει τις διατάξεις του, είναι δεδικαιωμένοι στα μάτια του Θεού.

Όμως η αιχμή της διδασκαλίας του Χριστού είναι στραμμένη προς τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Σε κάποιο σημείο από το ίδιο κεφάλαιο του Λουκά που αναφέραμε πιο πριν, ο Ιησούς ρωτά: «Μήπως θα είναι ευγνώμων ο Κύριος στο δούλο, επειδή έκανε ό,τι τον διέταξε;». Όχι. «Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σας έχουν διαταχθεί, να λέτε, “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε εκείνο που έπρεπε να κάνουμε”» (Λουκ. 17, 10). Το αίσθημα της δικαίωσης, που πηγάζει από την εκπλήρωση των διατάξεων του Νόμου, δεν είναι αρεστό στα μάτια του Θεού. Κι αυτή είναι μια αλήθεια τόσο της Παλαιάς Διαθήκης (του νόμου του Μωυσή), όσο και της Καινής (του νόμου του Χριστού). Μπορούμε να το δούμε αυτό ξεκάθαρα στο Ευαγγέλιο της κρίσεως, όπου έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι οι δίκαιοι, δίνοντας τροφή και ιματισμό στο φτωχό, δεν είχαν συναίσθηση ότι τάιζαν και έντυναν το Χριστό. Κι επειδή δεν είχαν αυτή τη συναίσθηση, δεν ήταν δυνατό να κομπάσουν για ό,τι έκαναν. Αυτή τους η έκπληξη ενώπιον της εύνοιας του Θεού, είναι ένα από τα στοιχεία που έκαναν το Χριστό να τους τοποθετήσει στα δεξιά του Θεού.

Πόσο μακριά τους είμαστε; Πόσο μακριά βρισκόμαστε από τον τελώνη! Οι πρώτοι ήταν δίκαιοι στα μάτια του Θεού, αλλά δεν το ήξεραν· ο δεύτερος ήταν αμαρτωλός και είχε απόλυτη συναίσθηση πως δεν είχε κάνει τίποτα που να τον δικαιώνει απέναντι στο Χριστό. Ένα είναι το κοινό σημείο και στις δύο περιπτώσεις: κανείς δεν «εμπιστευόταν» τον εαυτό του. Οι πρώτοι δεν πίστευαν ότι είχαν κάνει μια «καλή πράξη», κι ο δεύτερος δεν πίστευε, δικαιολογημένα, ότι μπορούσε να την κάνει.

Ας μάθουμε, συνεπώς, από τη σημερινή παραβολή να μην έχουμε πίστη στις δικές μας δυνάμεις. Η σωτηρία είναι γι’ αυτούς που μπορούν να στέκονται ως αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού. Κι ακόμα, ας μάθουμε πως το μονοπάτι του Φαρισαίου, το μονοπάτι που τον οδηγεί στην αυτονόμηση από τον υπόλοιπο κόσμο, από το ειδωλολατρικό, «εκκοσμικευμένο» περιβάλλον -με σκοπό τη δική του, ατομική σωτηρία- δεν είναι αυτό που έχει κατά νου ο Χριστός όταν λέει «ἀκολούθει μοι». Είναι πολλοί οι πειρασμοί που ελλοχεύουν στο μονοπάτι του Φαρισαίου. Ένας από αυτούς -όχι ασήμαντος- μπορεί (όταν θα έχουμε πια διαχωρίσει τον εαυτό μας από το τριγύρω «εκκοσμικευμένο» περιβάλλον) να μας κάνει εύκολα να πούμε: «Θεέ μου σ’ ευχαριστώ διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι» (Λουκ. 18, 13).

Μακάρι όλοι σιγά σιγά να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Χριστός ήρθε για να σώσει όλους τους ανθρώπους. Μακάρι η αγάπη μας και η πίστη μας στη δύναμη του Θεού να αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην έχουμε πλέον ανάγκη να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από κανέναν.

Βασίλειος Όσμπορν Επίσκοπος Σεργκίεβο, Φως Χριστού: Στο μονοπάτι της Μ. Σαρακοστής, επιμέλεια-μετάφραση Βασίλης Αργυριάδης, 3η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2006.