Menu Close

27/8/2020

Τα πλούτη της υπομονής

Συνάντησα κάποτε ένα παππού τόσο φτωχό που του έλειπαν ακόμα και τα στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησή του. Δεν είχε ούτε να φάει ούτε να ζεσταθεί. Η γυναίκα του είχε πεθάνει από χρόνια και ο γιος του είχε φύγει στο εξωτερικό, δίχως να δίνει σημεία ζωής, ούτε να νοιάζεται για τον πατέρα του.

Ο παππούς είχε πρόσωπο φωτεινό κα γελούσε συνεχώς καλόκαρδα. Το φτωχικό του -ένα ημιυπόγειο κάτω από τη σκάλα μιας πολυκατοικίας- ήταν πάντοτε ξεκλείδωτο. Δεν είχε κάτι που να φοβάται μην του το κλέψουν. Έμπαινες μέσα, αν ήθελες να του πας ένα πιάτο φαΐ και το άφηνες πάνω στο τραπέζι.

Κάποιο βράδυ, μπήκα κι εγώ. Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω. Κάποιοι φίλοι μου είχαν δώσει κάτι λεφτά να του αφήσω στο τραπέζι. Το σπίτι ήταν παγωμένο – ήταν χειμώνας τσουχτερός.

Σε μια στιγμή, τον είδα στο βάθος, ξαπλωμένο πάνω στο ντιβάνι που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι του. Ήταν ημίφως. Δεν με είχε δει και η ακοή του δεν ήταν και στα καλύτερά της. Σκεπασμένος με κάτι πολυκαιρισμένες κουβέρτες, τουρτούριζε σχεδόν.

«Δόξα τῷ Θεῷ, Παναγιά μου!», έλεγε και ξανάλεγε, «Δόξα τῷ Θεῷ! Πόσοι και πόσοι δεν ζουν στον δρόμο… Πόσοι και πόσοι δεν έχουν ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν… Κι εγώ, κοίτα πόσες ευλογίες! Δόξα τῷ Θεῷ! Τι ευλογίες Θεέ μου!».

Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του…

Αργυριάδης Βασίλης, Όσο μπορείς, 2η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2013