Menu Close

24/6/2021

«Στον παπά-Νικόλα να μου κάνει δέοντα»

Στο Μετόχι που διακονούσα η προσοχή μου έπεσε στην κ. Άννα. Μια καμπουριασμένη γριούλα, 87 ετών· ερχόταν κάθε μέρα στην εκκλησία σιγά – σιγά με το μπαστουνάκι της. Η καταγωγή της από την Καππαδοκία. Τα μάτια της κατακόκκινα. Η γλώσσα της με ελάχιστη χρήση. Το πρόσωπό της μόνιμα κρυμμένο κάτω από ένα μαύρο τσεμπεράκι. Χήρα από τα νεανικά της χρόνια, της έφυγαν νωρίς τα δυο παιδιά. Τώρα ολομόναχη. Συντροφιά της τα εικονίσματα, οι παρακλήσεις, οι ατέλειωτες προσευχές. Παρηγοριά και ελπίδα της η Εκκλησία. Πίστη στηριγμένη σε θαύματα, σε προσωπικές εμπειρίες σε ζώσα παράδοση.

Έστελνα κοπέλες να την εξυπηρετούν αλλά και παράλληλα να μαθητεύουν στο μεγαλείο της.

Η κ. Άννα αρρώστησε. Έβγαλε έναν όγκο πίσω στο αυτί της, μεγάλο σαν μικρό μανταρίνι. Σήκωσε το τσεμπέρι της και τον είδα. Την έστειλα σε κάτι φίλους μου γιατρούς στον «Ευαγγελισμό» και μετά στον «Άγιο Σάββα». Κοινή ιατρική πρόταση, λόγω και της ηλικίας της, να μην το πειράξουμε, αλλά να περιμένουμε. Εξ ́ άλλου σ’ αυτήν την ηλικία η εξέλιξη τέτοιων όγκων είναι σχετικά βραδεία.

Η κ. Άννα όμως είχε ενοχλήσεις. Ήλθε στην εκκλησία, με βρήκε μετά τη Θεία Λειτουργία και μου ζήτησε να τη σταυρώσω, όπως μου είπε, με την αγία λόγχη. Εγώ νέος παπάς, χωρίς κλασική εκκλησιαστική παιδεία, δεν γνώριζα τι είναι αυτό. Με υπόδειξή της, άνοιξα το Ευχολόγιο και βρήκα τις κατάλληλες ευχές. Πλησίασε, ξεσκέπασε το κεφάλι της και τη σταύρωσα.

Σε δύο εβδομάδες, έρχεται μια κοπέλα που την είχε επισκεφθεί και μου φέρνει ένα μικρό φακελάκι από την κ. Άννα.

-Τί είναι αυτό; Ρώτησα.

-Δεν ξέρω, μου απάντησε. Μου το έδωσε η κ. Άννα για σας, χωρίς να μου πει τίποτα. Θα σας ενημερώσει η ίδια υποθέτω. Πάντως να ξέρετε ότι το αυτί της είναι καλά.

Το πήρα και το άνοιξα. Είχε μέσα 40.000 δραχμές. Και ένα χαρτάκι που έγραφε «Υπέρ υγείας και μετανοίας της δούλης του Θεού Άννης».

Έβγαλα το χαρτάκι, το κράτησα, έβαλα μέσα και άλλες 40.000 δραχμές, το έκλεισα και το έδωσα στην κοπέλα να το επιστρέψει, λέγοντάς της να πει στην κ. Άννα ότι επιστρέφω τα… ρέστα.

Το ίδιο απόγευμα, η κ. Άννα κατέφθασε στην εκκλησία εμφανώς αναστατωμένη.

-Τί κάνεις κ. Άννα; Αφού είσαι στο κρεβάτι γιατί σηκώθηκες;

Πάτερ μου, μη μου το κάνετε αυτό. Θα τα κρατήσετε τα χρήματα. Δεν τα δίνω σε σας. Αυτά ανήκουν στην Εκκλησία.

-Κυρία Άννα μου, δεν χρειάζονται χρήματα.

Δεν απάντησε. Σήκωσε τη μαντήλα της και μου δείχνει το αυτί της. Ο όγκος είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

-Τί έγινε, κ. Άννα; ρώτησα με έκπληξη.

-Πάτερ, τα φάρμακα της Εκκλησίας είναι καλύτερα από των γιατρών. Γι’ αυτό σου έστειλα τα χρήματα.

-Ναι, αλλά της Εκκλησίας δεν κοστίζουν καθόλου. Εσύ είσαι φτωχούλα, γι’ αυτό κι εγώ σου έστειλα τα ρέστα.

-Πάτερ μου, σε παρακαλώ, μη μου ξοδεύεις την ευγνωμοσύνη.

Κάθε Πάσχα, πήγαινα στους γνωστούς κατάκοιτους γέροντες και τις γιαγιούλες της περιοχής με έναν επίτροπο, τους έδινα ένα αυγουλάκι κόκκινο και κουλουράκι από την εκκλησία ως ευλογία, και ψέλναμε το «Χριστὸς Ἀνέστη». Η κ. Άννα δεν μπορούσε πλέον να βγει από το σπίτι της. Πήγα μια χρονιά να την επισκεφθώ. Μπήκαμε στο δωμάτιό της ψάλλοντας το «Χριστὸς Ἀνέστη». Μας ζήτησε να πούμε και το «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν». Ενθουσιάστηκε. Καθίσαμε και απολαύσαμε την πίστη και τη σοφία της. Πόσο λαχταρούσε να φύγει από αυτόν τον κόσμο!

-Εκεί δεν θα ψάλλουμε για τον θάνατο. Εκεί θα υμνούμε τη ζωή. Μακάριος όποιος καταλαβαίνει τη ματαιότητα αυτού του κόσμου και την πραγματικότητα του Θεού.

Τα λόγια και η φωνή της ηχούν ακόμη στα αυτιά μου. τα έλεγε με έναν τέτοιον τρόπο που έπειθε και τον πλέον δύσπιστο. Διάβαζε και κατανοούσε καλά την Αγία Γραφή. Δεν ήταν μορφωμένη, αλλά ήταν έξυπνη γυναίκα με απύθμενο βάθος. Στα λόγια φοβερά φειδωλή, στην έκφραση του προσώπου της έντονα πληθωρική. Έκρυβε μεγάλο πλούτο. Το διέκρινες με την πρώτη ματιά.

-Κουράστηκες από τη ζωή, κ. Άννα; ρώτησα.

-Όχι, πάτερ. Κουράστηκα να περιμένω τη ζωή. Ο κόσμος αυτός αξίζει μόνον όταν βλέπει κανείς πίσω από τον θάνατο.

-Θέλεις να συναντήσεις και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου, ασφαλώς.

-Το θέλω. Θέλω όμως να συναντήσω τον Χριστό, όπως γράφει στην Αποκάλυψη. Ζηλεύω τους αγίους. Κι εσάς τους ιερείς, πάτερ μου, που βλέπετε «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» τη δόξα του Θεού από αυτόν τον κόσμο. Ενώ εμείς στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό, ενώ εύχομαι εγώ να φύγω μία ώρα γρηγορότερα, προσεύχομαι εσείς να ζήσετε όσο περισσότερο γίνεται. Εσείς μπορείτε να ζείτε την αιωνιότητα από τώρα.

Έτος 1998. Είχα αρκετό καιρό να την επισκεφθώ. Μάλιστα όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έλειπα στο Άγιον Όρος. Επέστρεψα την Παρασκευή του Λαζάρου. Τη Μεγάλη Δευτέρα την ειδοποίησα με μια γειτόνισσα ότι προγραμματίζω να πάω σπίτι της, όπως κάθε χρόνο το Πάσχα, για το «Χριστὸς Ἀνέστη». Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης, πριν από την ακολουθία, συναντώ την κυρία αυτήν, η οποία μου περιέγραψε τον ενθουσιασμό της κ. Άννας για την επικείμενη Πασχαλινή συνάντηση.

-Μόνο που θα ψάλουμε το «Χριστὸς Ἀνέστη» θα φθάσω στον ουρανό, πες του, της είπε, γιατί μου φαίνεται πώς με ξέχασε ο Θεός.

Η ακολουθία τελείωσε στις 10:30 το βράδυ. Βγαίνοντας μου τηλεφωνούν ότι η κ. Άννα βιάστηκε να μας φύγει πριν από το Πάσχα. Προτίμησε να ψάλει το «Χριστὸς Ἀνέστη» με τους αγγέλους για πάντα, παρά με τους αγαπημένους της ιερείς το Πάσχα. Έφυγα και πήγα σπίτι της να τακτοποιήσουμε τα διαδικαστικά της κηδείας της. Την ασπάσθηκα. Ήταν ακόμη ζεστή. Καθώς την αλλάζαμε, σηκώνουμε το μαξιλάρι της. Ένα φακελάκι έγραφε απ’ έξω: «Για τον παπά – Νικόλα να μου κάνει τα δέοντα». Είχε μέσα 100.000 δραχμές. Αιωνία της η μνήμη.

Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός, 1η έκδ., Αθήνα, Ιερά Μητρόπολις Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, 2009