Menu Close

11/6/2019

Προσευχή

Η ψυχή που συγκινείται ακόμη από τις ομορφιές του υλικού κόσμου, φανερώνει ότι ζει ακόμη μέσα της ο μάταιος κόσμος, γι’ αυτό έλκεται από την πλάση και όχι από τον Πλάστη, από τον πηλό και όχι από τον Θεό. Δεν έχει σημασία, εάν ο πηλός αυτός είναι καθαρός και δεν είναι λάσπη αμαρτίας, διότι ο άνθρωπος με το Πνεύμα του Θεού συγγενεύει και με το πνεύμα ενώνεται με τον Θεό, δια της προσευχής.

Το απερίσπαστο της ησυχαστικής ζωής (στην έρημο) πολύ βοηθάει στην προσευχή, με τις πολλές του προϋποθέσεις. Αλλά και μόνη της η ησυχία είναι μια μυστική προσευχή και πολύ βοηθάει στην προσευχή, σαν την άδηλη αναπνοή στον άνθρωπο.

Η προσευχή, με την έλλειψη του ύπνου, τρέφει την ψυχή, παράλληλα με την πνευματική της εγρήγορση, και την εξασφαλίζει, σαν το παιδάκι στην αγκαλιά της μάνας. Εξυπνότερο φυσικά είναι το μωρό που τρέχει με λαχτάρα στην αγκαλιά της μάνας του και θηλάζει και χορταίνει την γλυκιά της αγάπη και στοργή παρά εμείς οι μεγάλοι στην ηλικία, όταν αποφεύγουμε την ένωση μας με τον Θεό, δια της προσευχής, την οποία θεωρούμε σαν αγγαρεία πολλές φορές.

Δεν υπάρχουν φυσικά μακαριότεροι άνθρωποι από εκείνους που έπιασαν επαφή με τον Ουράνιο Σταθμό και είναι δικτυωμένοι με ευλάβεια με τον Θεό. Όπως δεν υπάρχουν πιο δυστυχισμένοι από εκείνους που έκοψαν την επαφή τους με τον Θεό και γυρίζουν ζαλισμένοι τον κόσμο, και τα κουμπιά των σταθμών του κόσμου, για να ξεχάσουν λίγο το πολύ τους άγχος της εκτροχιασμένης ζωής τους.

Μακάριοι είναι όσοι έχουν στην καρδιά τους άξονα τον Χριστό και περιστρέφονται χαρούμενοι γύρω από το Άγιο Όνομα Του, νοερώς, αδιαλείπτως, με το Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ του Θεοῦ, ἐλέησον με.

Η ησυχία (μακριά του κόσμου) πολύ γρήγορα φέρνει και την εσωτερική ησυχία στην ψυχή με την άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, και τότε πια ο άνθρωπος δεν ενοχλείται από την εξωτερική ανησυχία, γιατί στην ουσία μόνον το σώμα βρίσκεται στην γη, ενώ ο νους βρίσκεται στον Ουρανό.

Σ’ αυτήν την κατάσταση, φυσικά, βρίσκονταν οι Άγιοι Πατέρες, οι εξαϋλωμένοι άνθρωποι, που δεν διαφέρανε πια σε τίποτε σχεδόν από τους Αγγέλους, διότι και αυτοί στον Ουρανό μέρα‐νύχτα βρίσκονταν, νοερώς και αδιαλείπτως προσευχόμενοι.

Η αιχμαλωτισμένη όμως καρδιά από τον μάταιο κόσμο διατηρεί και την ψυχή ατροφική και τον νου σκοτισμένο και, ενώ φαίνεται τότε κανείς ότι είναι άνθρωπος, στην ουσία όμως είναι πνευματικό έκτρωμα.

Η αγρυπνία με την προσευχή δίνει υγεία και ζωή στην πνευματική ανάπτυξη, διότι καθαρίζει και λεπταίνει τον νου, ταπεινώνει την άτακτη σάρκα, θερμαίνει την καρδιά με αγάπη προς τον Θεό, και δέχεται η ψυχή την Θεία Χάρη.

Η νυκτερινή προσευχή βοηθάει πολύ περισσότερο από την προσευχή της ημέρας, όπως και η νυκτερινή βροχή τα φυτά από την βροχή της ημέρας.

Όσοι αγωνίζονται στην αγρυπνία προσευχόμενοι, αλλά νυστάζουν και λίγο, πολύ συγκινούν τον Θεό – παρά εκείνοι που χορταίνουν τον ύπνο και δεν νυστάζουν. Και αυτοί ακόμη που αποκοιμιένται στο στασίδι, είναι χιλιάδες φορές καλύτεροι από εκείνους που κοιμούνται στο κρεβάτι. Δεν θα πρέπει όμως να σπαταλάμε όλες τις δυνάμεις μας σε μάταια πράγματα, τα οποία θα γίνουν όλα σκόνη μια μέρα, και να δίνουμε μετά την κούραση μαζί με τα χασμουρητά μας στον Θεό, σαν την θυσία που έκανε ο Κάιν.[1] Όταν η κούραση είναι δικαιολογημένη, και νυστάζουμε, προτιμότερο είναι να μας κλέβει ο ύπνος ένα‐δυο λεπτά την ώρα της αγρυπνίας και να υποχωρεί φυσιολογικά, παρά να τον διώχνουμε με καφέδες νωρίτερα, και να μας αφήνουν αγριεμένα τα νεύρα, ιδίως όταν η φύση μας δεν είναι ήπια. Προτιμότερο είναι να αγρυπνεί κανείς λιγότερες ώρες με καθαρή προσευχή, παρά να σπρώχνει την νύχτα να περάσει, χωρίς πνευματική ωφέλεια, και μετά όλη την ημέρα να την περνάει ξαπλωμένος σαν πτώμα.

Πολύ βοηθάει για την καθαρή προσευχή η απομάκρυνση από τον κοσμικό θόρυβο και από τους πολλούς ακόμη ανθρώπους και, εάν είναι δυνατόν, να είναι κανείς τελείως μόνος του. Όταν νιώθει κανείς μόνος του, η ψυχή κινείται άνετα, και ξεσπάει η καρδιά στον Θεό με ευλάβεια, και σκάει σιγά‐σιγά το σκληρό της τσόφλι, και το διώχνει και μετά συγκινείται, όχι μόνον όταν σκέφτεται τον Θεό, αλλά, και όταν το Όνομα Του ακούσει ή το ιδεί γραμμένο, σκιρτάει η καρδιά, και το φιλάει με πολλή ευλάβεια. Το ίδιο γίνεται φυσικά και με το Όνομα του Χριστού ή της Παναγίας, και γλυκαίνεται εσωτερικά και η ψυχή.

Στον Μοναχό αρμόζει το να βρίσκεται μόνος του και να αναπαύεται περισσότερο στην προσευχή, όταν βρίσκεται μόνος του στο κελί του. Άλλωστε γι’ αυτό λέγεται και Μοναχός, να ζει μόνος του με τον Θεό, να συνομιλεί αδιαλείπτως με τον Θεό, παρά να κουβεντιάζει με τους ανθρώπους. Όσο αποφεύγει κανείς τις συνομιλίες των ανθρώπων, τόσο περισσότερο βοηθιέται στην προσευχή και βοηθάει με την προσευχή τους ανθρώπους, διότι οι κοσμικές συζητήσεις είναι πνευματικά παράσιτα – και μόνο να τις ακούει κανείς – που εμποδίζουν στην αδιάλειπτη προσευχή, ιδίως στις αρχές. Γι’ αυτό είναι πολύ απαραίτητη η προσοχή τόσο στην αρχή, για να συμμαζέψει κανείς τον νου, όσο και μετά, για να μην πέσει σε πλάνη.

Η Πατερική μελέτη πολύ βοηθάει, γιατί οι Άγιοι Πατέρες μας ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο με την Ευαγγελική τους ζωή, όπως και η μελέτη του εαυτού μας γύρω από την αμαρτωλότητα μας, την αχαριστία μας και τις πολλές ευεργεσίες του Θεού. Όλα αυτά φέρνουν φυσιολογικά την ταπείνωση και υποχρεωτικά τότε την Χάρη του Θεού. Η πνευματική μελέτη θερμαίνει την ψυχή και την πιέζει φιλότιμα για προσευχή και για αγώνα. Η μελέτη του εαυτού μας φέρνει την ταπείνωση και την ανάγκη της προσευχής, του ελέους του Θεού. Γι’ αυτό, πριν αρχίσουμε να μετράμε τα κομποσχοίνια, καλό είναι να μετρήσουμε πρώτα τις πολλές μας αμαρτίες και τις πολλές ευεργεσίες του Θεού.

Την ώρα της προσευχής, όταν ο νους μας φεύγει σε άσχημα πράγματα, ή έρχονται χωρίς να το θέλουμε, να μη χρησιμοποιούμε αντιρρητικό πόλεμο κατά του εχθρού, διότι, και όλοι οι δικηγόροι εάν μαζευτούν, με ένα διαβολάκι δεν τα βγάζουν πέρα με συζήτηση, αλλά μόνο με μία περιφρόνηση μπορεί να τα διώξει κανείς, όπως και τους βλάσφημους λογισμούς. (Φυσικά ο εχθρός θα γαυγίζει για αρκετό διάστημα και μετά θα φύγει). Δεν θα πρέπει όμως να στενοχωρείται ο άνθρωπος για τις βλασφημίες του διαβόλου αλλά μόνο για τις ατομικές του αμαρτίες και να ελπίζει στην απέραντη ευσπλαχνία του Θεού, διότι, όπου λείπει η ελπίδα στον Θεό, υπάρχει η ουρά του πονηρού.

Για να συμμαζέψουμε λοιπόν τον νου μας την ώρα της προσευχής στην καρδιά, πολύ βοηθάει να κρατάμε λίγο την αναπνοή, αλλά όχι συνέχεια, γιατί βλάπτεται η καρδιά από το σαρκικό αυτό σφίξιμο. Η καρδιά φυσικά δεν καθαρίζει με τέτοιου είδους σφίξιμο, αλλά με ένα φιλότιμο ταπεινό αναστεναγμό μετανοίας, όταν βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς, ο οποίος φέρνει θεία παρηγοριά, ενώ το σαρκικό σφίξιμο φέρνει απελπισία και άγχος, όταν στριμώχνεται κανείς εγωιστικά και αδιάκριτα.

Όταν όμως αγωνίζεται με ελπίδα ο άνθρωπος, έρχεται η θεία παρηγοριά, και νιώθει έντονα η ψυχή τα χάδια της αγάπης του Θεού. Τότε πια η καρδιά έλκεται από τον Θεό, και το κομποσχοίνι τραβιέται με χαρά, από την θεία εκείνη θέρμη. Στις αρχές φυσικά χρειάζεται λίγη φιλότιμη επιμονή, με διάκριση, μέχρι να ξεπαγώσουν τα πνευματικά μας λάδια, για να πάρει μπρος η ψυχή μας να προσεύχεται αδιαλείπτως.

Η ποικιλία στην αγρυπνία πολύ βοηθάει. Όταν είναι μόνος του κανείς, να κάνει πρώτα μεγάλες μετάνοιες, μετά μικρές και μετά την ευχή, καθιστός ή γονατιστός, και να επαναλαμβάνει αυτόν τον τρόπο ανάλογα με τις ώρες που διαθέτει. Ο τρόπος αυτός πολύ βοηθάει, γιατί δίνει πνευματική ζωντάνια και διώχνει την κούραση της ακινησίας με τις ενδιάμεσες πνευματικές κινήσεις, τις μετάνοιες· επίσης διώχνει και τις υπνηλίες και φέρνει πνευματική διαύγεια την ώρα της προσευχής.

Η πολλή δουλειά με την κόπωση της και τον περισπασμό, ιδίως όταν γίνεται με βιασύνη, παραμερίζει την νήψη και αγριεύει την ψυχή. Διότι με την παράλειψη της ευχής και των πνευματικών καθηκόντων, στην συνέχεια ο εχθρός καταλαμβάνει τα πνευματικά μας υψώματα και μας πολεμάει και με την σάρκα και με λογισμούς και μας αχρηστεύει όλες τις δυνάμεις, τις ψυχικές και σωματικές, και μας κόβει την επικοινωνία μας με τον Θεό, και επόμενο είναι τότε να αιχμαλωτισθεί η ψυχή μας στα πάθη.

Η διακριτική όμως δουλειά (ιδίως στους αρχαρίους) πολύ βοηθάει, γιατί φέρνει διπλή υγεία στον άνθρωπο και ευλογία Θεού. Διότι εκτός που οικονομάει τα απαραίτητα για τον εαυτό του, μπορεί και να δίνη ευλογίες στους άλλους, και έτσι δοξάζεται και το όνομα του Θεού, του συγχωρούν δε και τα πεθαμένα του. Στον Μοναχό, φυσικά, επιβάλλεται η πνευματική Αρχοντιά· δηλαδή να δίνη ευλογίες και όχι να ζει από ευλογίες, ενώ είναι νέος και υγιής. Η πνευματική Αρχοντιά πολύ βοηθάει, γιατί δίνει φτερά στην ψυχή, και συντηρεί το σώμα η εσωτερική ειρήνη με λιγότερη τροφή.

Το εργόχειρο που γίνεται με ηρεμία και προσευχή αγιάζεται και αγιάζει τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν. Ενώ εκείνο που γίνεται με βιασύνη και νευρικότητα, μεταδίδει αυτήν την δαιμονική κατάσταση και στους άλλους. Η βιαστική δουλειά με την αγωνία είναι στοιχείο πολύ κοσμικών ανθρώπων.

Στον Μοναχό, φυσικά, αρμόζει η εσωτερική και εξωτερική ειρήνη, η ευλάβεια και η αδιάλειπτη προσευχή, για τον αγιασμό της ψυχής του και για τις ψυχές των συνανθρώπων του, που δεν ευκαιρούν να προσεύχονται.

Όταν καμιά φορά το εργόχειρο είναι θορυβώδες, πολύ βοηθάει η σιγανή ψαλμωδία, μέχρι να φθάσει η ψυχή στο σημείο εκείνο της θείας αφηρημάδας να μην ακούει πια τους θορύβους ή να τους ακούει, όταν θέλει, ή μάλλον, όταν κατεβαίνει ο νους από τον Ουρανό. Φυσικά, το εργόχειρο θα πρέπει να είναι απλό, για να συνηθίσουν τα χέρια να εργάζονται μόνα τους, χωρίς να έχουν την ανάγκη του νου.

Πολλή προσοχή χρειάζεται, για να μην καταναλώνουμε όλες τις σωματικές μας δυνάμεις στα εργόχειρα, και μετά δεν μπορούμε να κάνουμε τα πνευματικά μας καθήκοντα ή τα κάνουμε, αλλά ανόρεχτα και κοιτάμε πότε θα φανεί ο Σταυρός του κομποσχοινιού, να τελειώσουν οι μετάνοιες, οι οποίες βοηθάνε περισσότερο από όλες τις άλλες πνευματικές ασκήσεις.

Με τις γονυκλισίες προσκυνούμε τον Θεό ταπεινά και ζητάμε έλεος, να μας συγχωρέσει τις αμαρτίες μας, γι’ αυτό και λέγονται μετάνοιες. Οι μετάνοιες για τον εαυτό μας ή για τους συνανθρώπους μας (ζώντας ή κεκοιμημένους) είναι το κυριότερο εργόχειρο από όλα τα εργόχειρα και είναι ένα εργόχειρο με ατέλειωτη δουλειά, αρκεί να έχει κανείς φιλότιμο να εργασθεί στην μετάνοια. Ενώ, όταν χανόμαστε περισσότερο με άλλα χαμένα πράγματα, επουσιώδη, χάνουμε στο τέλος και την ψυχή μας.

Οι γονυκλισίες οι πολλές συνήθως γίνονται, όταν σκιρτάει η καρδιά από ευγνωμοσύνη στον Θεό, γιατί εκδηλώνεται η ψυχή και με αυτό το φτερούγισμα το εξωτερικό, των μετανοιών, οι οποίες φέρνουν άφθονη Χάρη και σωματική απάθεια.

Οι πολλές μετάνοιες, στις αρχές, διώχνουν ακόμη και τις αφύσικες κοιλιές και δίνουν την δυνατότητα στον άνθρωπο να ανέβει τα πνευματικά υψώματα των αρετών, όπως θα ανεβαίνει και τα υψώματα των βουνών με πολλή άνεση, χωρίς να λαχανιάζει.

Εάν δεν αγωνιζόμαστε όμως, θα είμαστε στάσιμοι ή βραδυκίνητοι. Εάν θα έχουμε τουλάχιστον πολλή ταπείνωση, θα μας ανεβάσει προς τον Ουρανό το χέρι του Θεού δωρεάν. Εάν δεν έχουμε ούτε ταπείνωση – Θεός φυλάξοι! – θα πάρουμε τον μεγάλο κατήφορο. Καλά είναι να αγωνίζεται κανείς πολύ και με πολλή ταπείνωση, χωρίς να εξετάζει και να κατακρίνει τους άλλους παρά μόνον τον εαυτό του, εάν θέλει να αποκτήσει υγεία πνευματική.

Οι άρρωστοι σωματικά, που δεν μπορούν να αγωνισθούν, μπορούν να αγωνισθούν πνευματικά με την προσοχή και την αδιάλειπτη προσευχή για το ξερίζωμα των ψυχικών παθών και να σκέφτονται συνέχεια τα Άγια Πάθη του Κυρίου, για να γλυκαίνονται από αυτά οι πόνοι τους, και να δοξάζουν τον Θεό με υπομονή, για να λάβουν το στεφάνι του Μάρτυρος.

Την ώρα της προσευχής που αγωνίζονται οι άλλοι με τον κανόνα τους, εάν δεν μπορεί κανείς να κάνει μεγάλες μετάνοιες, ας κάνει μικρές ή τουλάχιστον να λέει την ευχή και να μην κοιμάται, εάν δεν είναι άρρωστος ή δεν είναι δικαιολογημένος. Πάντα να εξετάζουμε τον εαυτό μας, εάν δικαιολογούμαστε ή όχι, για να μην αφήνουμε ρέμπελο πνευματικά τον εαυτό μας, και μας κάνει ο εχθρός αιφνιδιασμό, ο οποίος ποτέ δεν κοιμάται, αλλά όλο σκέφτεται πώς να βρει ευκαιρία να μας κάνει μεγάλο κακό.

Γι’ αυτό, όταν καμιά φορά βλέπουμε τον εαυτό μας πνευματικά μουδιασμένο και την καρδιά μας παγωμένη, θα πρέπει να επισκεφτούμε άνθρωπο αγωνιστή, για να ξεμουδιάσουμε, και άνθρωπο πονεμένο, για να αναγκασθεί η καρδιά να πονέσει, να βοηθήσει με αγάπη και να θερμανθεί από την αγάπη, για να ξεπαγώσει.

Όταν ο άνθρωπος έχει την πνευματική του υγεία και απομακρύνεται από τους ανθρώπους, για να βοηθήσει περισσότερο και τους ανθρώπους τους θεωρεί Αγίους και μόνον τον εαυτό του θεωρεί αμαρτωλό.

Πολύ βοηθάει η έρημος (σ’ αυτήν την καλή πνευματική κατάσταση) με το ολόκληρο δόσιμο στον Θεό, με το αμέριμνο και απερίσπαστο, «το ήσυχο κεφάλι», για να κάνει η ψυχή μεγάλα πνευματικά άλματα, αλλά και πολλή προσοχή χρειάζεται τότε να μην πλανεθεί. Γι’ αυτό θα πρέπει να έχει κανείς και το κεφάλι του πολύ καλά κλειδωμένο, να μην του περάσει λογισμό υπερηφανείας ο πονηρός, και τον πλανέσει με φαντασίες και ψεύτικα φώτα, τα οποία δεν ανεβάζουν στον Παράδεισο, αλλά γκρεμίζουν στο χάος. Ο πονηρός παρουσιάζει τους γκρεμούς για περιβόλια και ξεγελάει τα αδύνατα πλάσματα του Θεού. Ένας φυσικά που έχει πνευματική υγεία, δεν επιδιώκει ούτε αληθινά φώτα σ’ αυτήν την ζωή αλλά μόνον το έλεος του Θεού, και ο Θεός δίνει ό,τι έχει ανάγκη το πλάσμα Του.

Οι Κοινοβιάτες, με την αδελφική τους συμπαράσταση, βαδίζουν πιο σίγουρα από τους Ησυχαστάς που είναι μόνοι τους, εάν δεν δημιουργούν σκάνδαλα αναμεταξύ τους (και τρώγονται), διότι με λιγότερη αυταπάρνηση μπορούν να προχωρήσουν πνευματικά· ενώ ο Ησυχαστής θα πρέπει να έχει πολλή αυταπάρνηση, να ανοίξει πρώτα τον τάφο του και μετά να αρχίσει τον πνευματικό του αγώνα με πολλή ταπείνωση και διάκριση και με συνεχή προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή.

Ο αρχάριος που φεύγει από την ασφάλεια του Κοινοβίου και κλείνεται εγωιστικά σε κελί μόνος του (κάνει τον έγκλειστο), είναι σαν να κλείνεται σε τρελάδικη κλούβα. Εάν είναι και στενόχωρος στην φύση του και κλειστός στον εαυτό του, τότε είναι που πνίγεται από λογισμούς και άγχος. Εάν έχει λίγη ταπείνωση, ξανά επιστρέφει στο Κοινόβιο και σώζεται· εάν όμως επιμένει, χάνεται.

Η φυσική πορεία του Μοναχού είναι: να υποταχθεί πρώτα, να εκπαιδευθεί και να αγωνίζεται πάντα με πολλή ταπείνωση και να ζητάει το έλεος του Θεού με ευλάβεια. Με αυτόν τον τρόπο ανεβαίνει κανείς σιγά‐σιγά στον Γολγοθά, σταυρώνεται και μετά ανασταίνεται πνευματικά, και αγάλλεται πια αγγελικά δοξολογώντας τον Θεό όπως οι Άγγελοι.

Όσοι ζουν όμως την πνευματική ζωή με τον κοσμικό τρόπο – δηλαδή όλο Πάσχα, χωρίς να περάσουν πρώτα την Μεγάλη Σαρακοστή, την Σταύρωση – αδύνατο είναι να αναστηθούν πνευματικά, αδύνατο είναι να αγαπήσουν και τον Χριστό, διότι δεν πόνεσαν οι ίδιοι, για να νιώσουν τους πόνους του Χριστού για την Σωτηρία μας και να γλυκαθούν μετά από την αγάπη του Χριστού, να τρελαθούν πνευματικά από τον θείο έρωτα, απορροφημένοι πια στον Ουρανό.

Όταν λοιπόν ο άνθρωπος δεν προχωρήσει την φυσιολογική πορεία της Πνευματικής ζωής, Σταύρωση – Ανάσταση, για να ζήσει τις Πασχαλινές πνευματικές καταστάσεις, τις ουράνιες, είναι πιο ταλαίπωρος από τους κοσμικούς ανθρώπους. Διότι οι κοσμικοί μπορούν να καταλάβουν κάπως, εάν τους μιλήσει κανείς για θείο έρωτα, ενώ αυτοί που ξεκίνησαν για ουράνια αγάπη και ανώτερες χαρές, με το να βλέπουν και στις κοσμικές χαρές (όσες δεν κολάζουν), έμειναν στα μισά του δρόμου σαν την γυναίκα του Λωτ,[2] και επόμενο είναι η καρδιά τους να είναι αναίσθητη σαν πέτρα, και να σκανδαλίζονται ακόμη και από την λέξη «θείος έρωτας», που ακούνε από τα βιβλία της Εκκλησίας μας.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν περισσότερη ανάγκη από προσευχή, για να κάνει θαύμα ο Θεός, να μετατρέψει τις πέτρινες καρδιές τους σε ανθρώπινες, πνευματικές, για να ερωτευθούν τον Θεό, διότι μόνον ο Θεός μπορεί να αναστήσει από πέτρες τέκνα στον Αβραάμ,[3] καθώς λέει το Ευαγγέλιο.

Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, Επιστολές, 2η έκδ., Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Θεσσαλονίκη 1995

[1] Γέν. 4, 3.

[2] Βλ. Γέν. 19, 26.

[3] Βλ. Ματθ. 3, 9.