Menu Close

21/6/2022

Περί αναστάσεως νεκρών

Για τους φοβισμένους από το θάνατο και απαράκλητους από τη ζωή

Δεν θα σε δοξάζουν οι νεκροί, Κύριε, ούτε όλοι όσοι κατεβαίνουν στον Άδη.
Αλλά εμείς οι ζώντες θα ευλογούμε τον Κύριο από τώρα και έως τους αιώνες.
Ψαλμός 113,25-26

Εφόσον η πεποίθηση στην αθανασία είναι τόσο απαραίτητη για την ύπαρξη του ανθρώπου, τότε οπωσδήποτε αυτή είναι και η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας, και εάν είναι έτσι, τότε και η ίδια η αθανασία της ψυχής του ανθρώπου υπάρχει αναμφισβήτητα. Με μία λέξη, η ιδέα περί αθανασίας είναι η ίδια η ζωή, η ζωντανή ζωή, η τελική της μορφή και η κύρια πηγή της αλήθειας και της ορθής γνώσης για την ανθρωπότητα. Η αγάπη προς την ανθρωπότητα είναι τελείως αδιανόητη και τελείως αδύνατη χωρίς την πίστη στην αθανασία της ψυχής του ανθρώπου.
Ντοστογιέβσκι

Όλα τα βλέμματά σας στρέφονται σε μένα, αγαπητά αδέλφια, εκφράζοντας σήμερα μόνο μία μοναδική ερώτηση: Υπάρχει ανάσταση νεκρών; Αυτή την ερώτηση υποβάλατε πολλές φορές στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στην τέχνη, στην ιστορία, στον πνευματισμό και στη χειρομαντεία. Με την ψυχή γεμάτη από διάφορες αβέβαιες απαντήσεις αμφιταλαντεύεστε και απευθύνεστε σήμερα στην Εκκλησία με την ίδια ερώτηση: Υπάρχει ανάσταση των νεκρών;

Βιάζεστε για την απάντηση, γιατί ο θάνατος βιάζεται να σας συναντήσει˙ κάθε μέρα περιπλανιέται σ’ αυτή την πόλη και παίρνει μαζί του ανεπιστρεπτί έναν αρκετά μεγάλο αριθμό μικρών και μεγάλων. Είστε όλοι τοποθετημένοι σαν σε κλήρωση σ’ αυτή τη ζωή˙ ο θάνατος κάνει βόλτα στα διαμερίσματά σας και μαζεύει τα κέρδη που του κληρώθηκαν. Τα κέρδη του είναι οι γονείς σας, τα παιδιά σας, οι φίλοι σας και εσείς οι ίδιοι. Τους πιο αγαπημένους σας, αυτούς που είναι γεμάτοι ζεστασιά και σημασία, γεμάτοι γλυκιά τρυφεράδα, έλξη και χρώμα, ο θάνατος τους μετατρέπει μπροστά στα μάτια σας σε σκληρές κέρινες φιγούρες. Βαριέστε την σημερινή μέρα και είστε ανυπόμονοι να την αλλάξετε με την αυριανή, ξεχνώντας ότι κάθε μέρα ο τροχός της τύχης του θανάτου είναι όλο και πιο κοντά στον αριθμό σας. Θα βγει τελικά και ο δικός σας αριθμός, και ο θάνατος θα τον κοιτάξει με αδιάφορα μάτια, χορτασμένα με ανθρώπους, θα τον κοιτάξει και θα τον πάρει. Και εσύ, φίλε μου, θα κείτεσαι μπροστά από τους φίλους σου σαν κέρινη φιγούρα. Και οι φίλοι σου θα σου βάλουν στα κρύα χέρια κερί και θα στέκουν σε κύκλο γύρω από το κεφάλι σου. Θα στέκουν και θα θλίβονται:

«Κοίτα τον φίλο μας, που ήταν τόσο ευκίνητος, φωτεινός, ζεστός και αγαπητός! Κοίτα πώς κείτεται τώρα μπροστά μας σαν μια μάζα από κύτταρα, ακίνητος και σιωπηλός! Η άλλοτε φωτεινή του ψυχή έχει λιγότερο φως κι απ’ αυτό το λεπτό κερί στα χέρια του˙ η άλλοτε ζεστή του καρδιά έχει λιγότερη ζεστασιά κι απ’ αυτή τη μικρή ταλαντευόμενη φλογίτσα του κεριού.

Βλέποντας τον νεκρό εσείς όλοι, αδέλφια, αναρωτιέστε: Υπάρχει όντως ανάσταση νεκρών; Ακόμα και όταν απομακρυνθείτε από τον νεκρό και όταν ο κρύος ιδρώτας έχει στεγνώσει στο μέτωπο και τα δάκρυα στα μάτια, όταν έχετε φύγει ακολουθώντας τις καθημερινές σας δουλειές και φροντίδες, όταν υφαίνετε ή ράβετε ή διαβάζετε ή γράφετε ή χτίζετε ή διοικείτε τη χώρα, συχνά ανάμεσα στις συνήθεις σκέψεις εισχωρεί και η σκέψη περί θανάτου και ανάστασης των νεκρών.

Μία μητέρα με ρώτησε πρόσφατα: Υπάρχει ανάσταση των νεκρών; Ο γιος της μαχόταν νότια του Μπίτολ και σκοτώθηκε. Εκείνη περπατούσε στο πεδίο της μάχης και ξέθαβε τον ένα τάφο μετά τον άλλο, για να βρει τον γιο της. Οι νεκροί κείτονταν ήδη πολύ καιρό κάτω από το χώμα και ήταν ολόιδιοι μεταξύ τους και ίδιοι με το χώμα. Η μητέρα γνώρισε τον γιο της από ένα περιλαίμιο στο στήθος. Δεν μπορούσε πια να τον γνωρίσει από το πρόσωπο. Ακόμα και το ρούχο φαινόταν πιο αθάνατο από τον άνθρωπο που το φορούσε. Η μητέρα δεν μπορούσε να κλάψει: η καταστροφική φρίκη του θανάτου έκανε γυαλί τα μάτια της και πάγωσε την ψυχή της. Μπροστά της υπήρχε ένα ανατριχιαστικό μυστήριο. Μία ζωή είχε γίνει κάρβουνο και πηλός. Από ανθρώπινο πλάσμα, που κάποτε ήταν σύνθετο μέρος του σώματος της και της ψυχής της, από τον άνθρωπο που την αποκαλούσε μάνα, που κουβαλούσε το όπλο και μαχόταν στις μάχες, φάνηκε μπροστά στα μάτια της μια χοϊκή, άμορφη μάζα, που ανακατευόταν με το χώμα˙ μια ανενεργή χωμάτινη μάζα, που δεν αισθανόταν πια συγγένεια με κανέναν εκτός από το χώμα. Μόλις που τόλμησε η μητέρα να πιάσει τον γιο με τα χέρια. Ήθελε τουλάχιστον να χαϊδέψει αυτή τη σκληρή ανάμνηση του όμορφου γιου της. Όμως τραβήχτηκε σαν από άσχημο όνειρο: τα δάχτυλα δεν μπορούσαν να κρατηθούν στην επιφάνεια, αλλά αμέσως βυθίστηκαν βαθιά στο σαπισμένο σώμα όπως σε σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τη μητέρα. Αισθάνθηκε έναν αξεπέραστο γκρεμό ανάμεσα σ’ εκείνη και τον γιο της. Τίποτα δικό της και τίποτα αγαπητό δεν μπορούσε να δει σ’ αυτό τον ανοιχτό τάφο, σ’ αυτό το σκοτεινό, υπόγειο χημικό εργαστήριο. Ήρθε αποκαμωμένη, και όταν μου διηγήθηκε το φοβερό θέαμα, με ρώτησε : «Υπάρχει ανάσταση των νεκρών;».

Μου έθεσε η θλιμμένη μητέρα την ίδια ερώτηση, που μου βάζετε εσείς, αδέλφια, σήμερα με τα βλέμματά σας.

Πώς να σας απαντήσω;

Εάν σας μιλούσα με τη γλώσσα των απαισιόδοξων και απελπισμένων, θα σας απαντούσα: Όχι, δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών.

Εάν σας μιλούσα με τη γλώσσα αυτών που καταλαβαίνουν μόνο ότι είναι κοντά στα χέρια τους, θα σας απαντούσα: Η ανάσταση είναι ένα αλλόκοτο παραμύθι των παλιών και των νέων καιρών.

Με τη γλώσσα των σκλάβων και των άθλιων, των βασανισμένων και των κυνηγημένων, χωρίς δικαιώματα σ’ αυτή τη ζωή, θα σας έλεγα: Η ανάσταση των νεκρών είναι απαραίτητη ανάγκη επειδή πρέπει να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη.

Με τη γλώσσα του Σωκράτη και του Πλάτωνα, των σοφότερων ανθρώπων της αρχαίας εποχής, θα σας απαντούσα: Ναι, η ψυχή είναι αθάνατη, ο θάνατος είναι ξύπνημα από το όνειρο και πέρασμα στον ιδεώδη κόσμο.

Με τη γλώσσα του Δάντη, του μεγαλύτερου ποιητή στους τριάντα περασμένους αιώνες, θα σας απαντούσα: Εγώ ολόκληρη τη ζωή μου έβλεπα και υμνούσα αυτόν τον άλλο, με το θάνατο μεταμορφωμένο και με τον Θεό αναστημένο στον κόσμο των νεκρών.

Με τη γλώσσα του Μιχαήλ Αγγέλου και του Ραφαήλ θα σας απαντούσα: Ο μεγαλύτερος γλύπτης και ο μεγαλύτερος ζωγράφος αφιέρωσαν όλη την ευφυία τους και τη ζωή τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας, δηλαδή ενός οργανισμού που βασιζόταν όλος επάνω στο δόγμα περί αναστάσεως.

Με τη γλώσσα του Κάντ, του μεγαλύτερου φιλοσόφου των νέων χρόνων, θα σας έλεγα: Η ζωή μετά τον θάνατο είναι αναπόφευκτη, μια αναγκαιότητα βασισμένη επάνω στον οργανικό και ηθικό νόμο. Εάν η ζωή διακόπτονταν με το θάνατο, θα διακόπτονταν και η ήδη ξεκινημένη εξέλιξη σ’ αυτό τον κόσμο, εάν η ζωή καταστρεφόταν με τον θάνατο και ο πιο κατηγορηματικός νόμος, ο νόμος της συνείδησης και του ήθους, θα είχε καταστραφεί.

Με τη γλώσσα του τωρινού προέδρου της Ακαδημίας των Επιστημών του Λονδίνου, του Όλιβερ Λότζ, ο όποιος πρόσφατα έκανε μια ομιλία περί της αθανασίας της ανθρώπινης ψυχής, με τη γλώσσα αυτού του γνωστού φυσικού, θα σας έλεγα: Πάνω από τον φυσικό κόσμο υπάρχει ένας πνευματικός κόσμος, του οποίου εμείς γινόμαστε συνειδητά μέλη μετά τον θάνατο.

Με τη γλώσσα του Λομπρόζο, του δοξασμένου ανθρωπολόγου και ψυχιάτρου, θα σας απαντούσα: ο πνευματισμός είναι αληθινός, υπάρχει πνευματικός κόσμος, ο όποιος ανακατεύεται μ’ αυτό τον φυσικό κόσμο και συμμετέχει στη ζωή του.

Θέλετε να σας απαντήσω με τη γλώσσα των ινδικών παγόδων ή των αιγυπτιακών πυραμίδων και μούμιων ή των αραβικών τζαμιών ή με τη γλώσσα του Μωάμεθ ή με τη γλώσσα του Πέρση προφήτη Ζωροάστρη ή με τη γλώσσα της ομάδας των ελληνικών ναών στην Ακρόπολη ή εκείνων στο ρωμαϊκό φόρουμ ή με τη γλώσσα των βωμών των δρυϊδών του νορβηγικού-βρετανικού Βορρά; Θα σάς απαντήσω ένα και το αυτό: Εμείς θα είμαστε ζωντανοί και θα δικαστούμε μετά τον θάνατο.

Θέλετε την απάντηση στη γλώσσα του λογικού;

Οι νεκροί χρειάζεται να αναστηθούν. Θέλετε την απάντηση στη γλώσσα του ενστίκτου; Οι νεκροί πρέπει ν’ αναστηθούν. Θέλετε την απάντηση στη γλώσσα της πίστης; Οι νεκροί ήδη αναστήθηκαν.

Όμως, εγώ είμαι καλεσμένος για να σας μιλήσω μόνο εν ονόματι της πίστης του Χριστού και θα σας δώσω την απάντηση στο όνομα αυτής της πίστης:

Οι νεκροί χρειάζεται να αναστηθούν, οι νεκροί πρέπει να αναστηθούν και οι νεκροί ήδη αναστήθηκαν.

Οι νεκροί ήδη αναστήθηκαν! Αυτό είναι σημαντικό. Το ισχυρίστηκαν οι απόστολοι του Χριστού την πεντηκοστή ήμερα μετά τον θάνατο του Δασκάλου τους. Ω, εάν έδινε και σε μένα ο Θεός τη φλογερή γλώσσα των αποστόλων, θα σας ζέσταινα με την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, θα ύψωνα τις καρδιές σας από το βάθος της αμφιβολίας και της απελπισίας και θα φώτιζα τα μάτια σας, ώστε μέσα από τα κρύα και σκοτεινά σύννεφα του θανάτου να δείτε το αιώνιο φως της ζωής!

Τη φλογερή γλώσσα έλαβαν οι απόστολοι όταν είδαν με τα μάτια τους τον Δάσκαλο τους μετά τον θάνατο – αυτή είναι η απόδειξή τους. Αυτοί δεν χρησιμοποιούν στην απόδειξη ούτε τα μαθηματικά ούτε τη λογική, αλλά την πιο σκληρή εμπειρία. Οι αποδείξεις τους είναι εντελώς της φύσης των αισθήσεων. Εάν αυτό που εκείνοι παρατήρησαν με τις αισθήσεις τους είναι μη λογικό και παράδοξο, δεν θέλουν να ξέρουν! Ξέρουν μόνο εκείνα που και ισχυρίζονται, δηλαδή ότι με τα μάτια τους είδαν ζωντανό τον άνθρωπο που ως νεκρός ήταν πριν θαμμένος στη γη. Όποιος ζητά απ’ αυτούς να αποδείξουν ότι είδανε, αυτός ζητά η δυνατότερη απόδειξη να αποδεικνύεται με τις πιο αδύναμες αποδείξεις. Διότι σ’ αυτή την περίπτωση και τα μαθηματικά και η λογική είναι πιο αδύναμα ως απόδειξη από ένα ορατό γεγονός. Για κάθε ορατό γεγονός φτάνουν σήμερα μόνο δυο μάρτυρες στο δικαστήριο. Όμως εδώ δεν πρόκειται για δυο αλλά για δώδεκα. Αυτοί δεν αποδεικνύουν το ορατό γεγονός με τίποτα, αλλά το βεβαιώνουν μ’ όλη τους τη ζωή και την εργασία. Αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα εκείνου που είδαν τα μάτια τους. Εξαιτίας αυτού εγκαταλείπουν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, την πατρίδα τους και εκτίθενται σε φοβερές απαξιώσεις, διώκονται, υπομένουν τα φοβερότατα βασανιστήρια και για χάρη του στο τέλος πεθαίνουν. Εάν οι απόστολοι ισχυρίζονταν την ανάσταση του Χριστού από τούς νεκρούς και γι’ αυτό τον ισχυρισμό έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα ή το επάγγελμα του συγκλητικού στη Ρώμη, αμέσως ο ισχυρισμός τους θα έδειχνε ψεύτικος. Όμως, το κήρυγμά τους παίρνει όψη αλήθειας από τη στιγμή, πού ξεκινούν γι’ αυτό τους το κήρυγμα να θυσιάζουν τις περιουσίες τους, τον χρόνο, τους φίλους, την υγεία και την ευτυχία τους. Όταν πρώτη φορά οι απόστολοι μίλησαν περί του αναστημένου Χριστού, οι άνθρωποι γελούσαν και τους αποκαλούσαν μεθυσμένους. Όταν μίλησαν δεύτερη φορά, οι άνθρωποι δεν γελούσαν, αλλά μπόρεσαν να τους αποκαλέσουν πληρωμένους. Όταν οι άνθρωποι τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ίδια λόγια από το στόμα τους, τότε άρχισαν να σκέφτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι ούτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περί αναστάσεως, τους πίστεψαν. Όχι η λογική αλλά το αίμα των μαρτύρων απέδειξε την ανάσταση του Χριστού.

Αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να νομίζουμε ότι οι απόστολοι θεωρούσαν το κήρυγμά τους περί αναστάσεως των νεκρών σαν κάποιο φανταστικό και γι’ αυτό ελκυστικό σκηνικό στο ηθικό τους κήρυγμα, που, δήθεν, γι’ αυτούς θα ήταν κύριο. Όχι˙ αντίθετα, εκείνοι παντού τόνιζαν το γεγονός της ανάστασης του Χριστού ως το κύριο γεγονός, που εκείνοι γνώριζαν, ως το μέγιστο νέο, που εκείνοι έφερναν, και ως το πιο σωτήριο ευαγγέλιο, που πρέπει να αποτελέσει τη νέα βάση στο ανθρώπινο δίκαιο και την ευτυχία στη γη. Ο απόστολος Πέτρος αρχίζει κάθε του λόγο προς τον λαό επαναλαμβάνοντας την ιστορία περί σταυρωμένου Χριστού και την ανάσταση εκ νεκρών. Ο απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε εκ νεκρών, τότε είναι παράλογο το κήρυγμά μας, είναι επίσης παράλογη και η πίστη σας (Α΄ Κορ. 15,4). Κατά τον ίδιο τρόπο και για μας η πίστη στην ανάσταση πρέπει να είναι το κύριο πράγμα. Αφού, χωρίς αυτό, όλη η υπόλοιπη πίστη μας είναι παράλογη και περιττή. Είναι παράλογο, χωρίς αυτό, και το κήρυγμά μου. Τότε μπροστά σας εδώ θα έμοιαζα με τον νερόμυλο, που διώχνει το νερό, ενώ αλέθει τον άνεμο. Θα ήμουν το πιο μίζερο πλάσμα στη γη, εάν σας κήρυττα την ανάσταση, ενώ ο ίδιος δεν πίστευα σ’ αυτήν. Θα ήμουν ο πιο ασυνεπής άνθρωπος στη γη, εάν σας συμβούλευα να είστε αισιόδοξοι, διότι οι νεκροί είναι πηλός και τίποτα παρά πάνω από πηλός! Και θα ήμουν άνθρωπος στη μέγιστη πλάνη, εάν σας δίδασκα να είστε δίκαιοι, μιας και το δίκαιο και το άδικο γίνονται ίδια μπροστά στον θάνατο: Ο θάνατος δεν φέρνει ούτε βραβείο ούτε τιμωρία ούτε κάτι καλύτερο από αιώνιο σκοτάδι και αιώνιο αξημέρωτο ύπνο.

Ο θάνατος έφερε στον Χριστό το αιώνιο σκοτάδι και το αιώνιο όνειρο χωρίς ξύπνημα; Εάν ναι, τότε ο θάνατος είναι άβυσσος, στην οποία όλοι οι άνθρωποι χάνονται, ενώ η ζωή είναι μόνο εφήμερη και άστοχη περιπλάνηση και θλιβερός χορός γύρω απ’ αυτή την άβυσσο.

Εάν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί από τους νεκρούς, τότε κανένας από τους νεκρούς δεν έχει αναστηθεί. Τότε η γη είναι μια μεγάλη επιτύμβια στήλη πάνω στην οποία εμείς είμαστε μόνο μια γραφή σχηματισμένη στη σκόνη των προγόνων μας.

Εάν ο Χριστός, σταυρωμένος στον Γολγοθά την εποχή του Ποντίου Πιλάτου, δεν είναι αυτή τη στιγμή ζωντανός, τότε όλη η χριστιανική πίστη είναι ένα ψεύτικο παραμύθι και ένα νανούρισμα της ανθρωπότητας στο βασίλειο των ενύπνιων ονείρων και των φαινομενικών ακτινών.

Τότε για ποιο λόγο να υπάρχει εκκλησία σε κάθε χωριό και πόλη της Ευρώπης, για ποιο λόγο να υπάρχει η Εκκλησία και η προσευχή; Ω, τι άλλο είναι τότε η ελπίδα, παρά καπνός, και η αγάπη τι άλλο είναι τότε, παρά ανοησία; Και όλη η ζωή τι άλλο είναι τότε παρά καπνός και ανοησία; Τι είναι η χριστιανική τέχνη παρά αιωνιοποίηση του ψεύδους; Και η χριστιανική ευγένεια, παρά μια αβάσιμη αδυναμία;

Και οι απόστολοι του Χριστού τι άλλο είναι παρά ονειροπαρμένοι; Ο Δάντης: άρρωστος ονειροπόλος; Ο Καντ: άμαθής; Ο Όλιβερ Λοτζ: κακός λογικός; Ο Λομπρόζο: πλανεμένος πνευματιστής; Και εμείς όλοι κληρονόμοι ενός άρρωστου ονείρου, αμάθειας, βλακείας και πλάνης;

Όμως, προσπαθήστε να φανταστείτε σοβαρά τον Χριστό νεκρό σ’ αυτούς τους δεκαεννιά αιώνες: να μην έχει ακούσει ούτε μία προσευχή απευθυνόμενη σ’ Εκείνον, να μην έχει παραστεί σε καμία λειτουργία, που έγινε στο όνομά Του, να μην έχει συμπονέσει κανένα πόνο! Φανταστείτε ότι κατά τη διάρκεια δεκαεννέα αιώνων, ο Χριστός, όσο Του προσευχόμασταν, όσο μπροστά Του γονατίζαμε, όσο τον θεοποιούσαμε, ήταν κουφός και μουγγός σαν πηλός.

Όχι, αυτό δεν είναι δυνατό να το φανταστεί κανείς. Τόση ζωή, δεν θα μπορούσε να βασιστεί στο θάνατο αλλά στη Ζωή. Οι αφορμές που έδωσε ο Χριστός στον κόσμο δεν θα μπορούσαν να δοθούν από έναν άνθρωπο που απλώς έζησε τριάντα τρία χρόνια και υστέρα μετατράπηκε σε μία χούφτα στάχτης. Τόσες προοδευτικές αναταραχές πνευματικών μεταμορφώσεων στον κόσμο μπορούσε να παράγει μόνο Εκείνος, που ζούσε και ζει μαζί με το έργο Του μέσα σε όλη την ιστορία, έως σήμερα, και που ζωντανός αιώνια αγρυπνά και πετά επάνω από το έργο Του. Τέτοιος παντοδύναμος άρχοντας της ανθρώπινης ιστορίας και κυρίαρχος των ανθρωπίνων σκέψεων και καρδιών, μπορούσε να γίνει μόνον Εκείνος πού μετά το θάνατο Του εμφανίστηκε ως ζωντανός και ισχυροποίησε έτσι τη βεβαιότητα στους ανθρώπους ότι ο θάνατος δεν σημαίνει καταστροφή της ζωής παρά μόνο πέρασμα σε μια άλλη.

Ο ζωντανός Χριστός είναι εγγύηση της πίστης μας. Ο Χριστός, που έζησε καμιά τριανταριά χρόνια στη Γαλιλαία και στην Ιουδαία, δεν έπραξε ούτε ένα εκατομμυριοστό των θαυμάτων εκείνων που έπραξε ο Χριστός, που μετά το θάνατο εμφανίστηκε στους μαθητές Του. Αυτός ο άλλος Χριστός ακριβώς και θεμελίωσε τον χριστιανισμό. Αυτός ο άλλος Χριστός είναι η κύρια εγγύηση της πίστης μας στο νόημα της ζωής και στην ανάσταση των νεκρών.

Σε κάποιους όμως φαίνεται αυτή η εγγύηση υπερβολικά παλιά και υπερβολικά απομακρυσμένη στον χρόνο και το χώρο, ώστε αναζητούν άλλες εγγυήσεις. Εγώ λέω: αυτή είναι η κύρια, όχι όμως και η μόνη εγγύηση.

Δεν είδαν μόνο τον Χριστό ζωντανό μετά το θάνατο. Ο πνευματισμός έγινε στην εποχή μας θρησκεία μερικών εκατομμυρίων ψυχών στον κόσμο. Και ο πνευματισμός βασίζεται όχι μόνο στα περασμένα οράματα αλλά και στα τωρινά. Ο πνευματισμός είναι κατά ένα μέρος του πλάνη, όμως δεν κρατιέται και δεν ευρύνεται εξαιτίας της πλάνης αλλά λόγω της αλήθειας, που βρίσκεται μέσα του. Γύρω από κάθε αλήθεια πάντα συσσωρεύονται πολυάριθμες πλάνες, σαν πεταλούδες γύρω από τη φλόγα κεριού. Η βασική αλήθεια του πνευματισμού είναι ότι υπάρχει ένας υψηλότερος πνευματικός κόσμος, που βρίσκεται σε άμεση επαφή μ’ αυτό τον φυσικό κόσμο. Το συμπέρασμα απ’ αυτή την αλήθεια είναι ότι και εμείς μετά τον θάνατο θα είμαστε μέλη αυτού του υψηλότερου και πνευματικού κόσμου. Εκατοντάδες χιλιάδες παραδείγματα εμφάνισης πνευμάτων -αρχίζοντας από την εμφάνιση του Σαμουήλ στον βασιλιά Σαούλ έως τις πνευματιστικές εμφανίσεις της εποχής μας, που εξερεύνησαν και δημοσίευσαν επιστήμονες και φιλόσοφοι όπως ο Κρουξ, ο Φέχνερ, ο Λομπρόζο, ο Τζεμς κ.α.-, παρουσιάζουν ένα δυνατό εμπειρικό και επιστημονικό υπόστρωμα για την πίστη στην αθανασία. Ο πνευματισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια να αναδειχθεί με πείραμα η κύρια αλήθεια της χριστιανικής πίστης, και κάθε πίστης: η αθανασία. Τούτο απαιτεί ο μοντέρνος καιρός. Ο μοντέρνος τρόπος σκέψης απαιτεί όλα να υπάρχουν σε ντοκουμέντα σαν αλήθεια με πειραματική επιστημονική γνώση. Οι μοντέρνοι άνθρωποι δεν θέλουν να πιστεύουν, ώσπου να δουν και να ακούσουν και να βάλουν τα χέρια τους στα πλευρά των αναστημένων. Τούτο έχει και την καλή του πλευρά. Όμως, τούτο δείχνει και το τραχύ νόημα για έναν περισσότερο ιδεολογικό τρόπο της γνώσης.

Οι άνθρωποι και πριν από τον Χριστό και πριν από τον οργανωμένο και εκτεταμένο πνευματισμό πίστευαν στη ζωή του ανθρώπου μετά τον θάνατο. Οι απλοί άνθρωποι έφταναν σ’ αυτή την πίστη με ενστικτώδη προαίσθηση και οι φιλόσοφοι ακόμα και με τη λογική των πραγμάτων.

Και στην καρδιά μας, όπως και στην καρδιά των αδελφών μας αρχαίων Αιγυπτίων και των Ινδιάνων, υπάρχει αυτή η ενστικτώδης προαίσθηση, η φλόγα μέσα μας από την αρχή σαν μέγιστη προφητεία της μέγιστης πραγματικότητας που θα έρθει. Και στο νου μας, όπως και στο νου των αδελφών μας, των αρχαίων φιλοσόφων όλων των λαών, μπορεί να χωρέσει τούτη η ίδια λογική των πραγμάτων: ο θάνατος δεν σημαίνει συντόμευση αλλά αλλαγή και επιμήκυνση της ζωής.

Όλα τα μεγάλα πράγματα, οι άνθρωποι τα προαισθάνονταν με το ένστικτο πρώτα, κι ύστερα τα ανακάλυπταν. Με το ένστικτο καθοδηγούμενος ο Κολόμβος βρήκε τη νέα γη, ο Στέφενσον το σιδηρόδρομο και ο έμπορος Σλήμαν την αρχαία Τροία και τον πλούτο του Πρίαμου. Με το ένστικτο οι άνθρωποι προαισθάνθηκαν και τις υπόγειες διαδρομές και το πλοίο του αέρα. Ο Μπερξόν, σύγχρονος γάλλος φιλόσοφος, με το ένστικτο αποδεικνύει την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής. Το ένστικτο μας λέει ότι εμείς είμαστε αθάνατοι και το ένστικτο δεν παραπλανεί ούτε τα άτομα, πώς να παραπλανεί ολόκληρη την ανθρωπότητα; Ολόκληρη η ανθρωπότητα με το ένστικτο ελπίζει στη νέα ζωή μετά τον θάνατο. Είναι αδύνατο και να φανταστεί κανείς ότι ένα τόσο καθολικό ένστικτο μπορεί να παραπλανάται. Αφού μέσω του ένστικτου μιλά ο ίδιος ο Θεός και ο Θεός δεν παραπλανά, αλλά λέει αιώνια την αλήθεια.

Το ένστικτό μας αποδεικνύεται ακόμα πιο αλάνθαστο διότι και η λογική των πραγμάτων το υποβαστάζει και η προφητεία το επιβεβαιώνει.

Επιτρέπει η λογική των πραγμάτων να μπορεί ο Θεός να αυτοκτονήσει; Τούτο κανένας από σας δεν μπορεί να το πει. Ο Θεός είναι αιώνιος φορέας της ζωής ολόκληρης της οικουμένης. Η αυτοκτονία του Θεού είναι, λοιπόν, τελείως αφάνταστη.

Κάθε ατομική ζωή είναι ζωή του Θεού. Και η δική μου και η δική σου ζωή, όπως και η ζωή όλων μας είναι ζωή του Θεού. Ο Θεός βρίσκεται απέναντι σε κάθε ατομική ζωή ή σαν ολότητα απέναντι στο μέρος ή σαν πορτρέτο απέναντι στη μινιατούρα. Αδιάφορο. Το κύριο είναι ότι ο Θεός ζει στην κάθε ατομική ζωή. Εάν ο θάνατος σήμαινε την καταστροφή μίας ατομικής ζωής, θα σήμαινε για τον Θεό αυτοκτονία. Αφού καταστρέφοντας τη ζωή μου ο Θεός θα κατέστρεφε μ’ αυτό και τη δική Του. Και εφόσον στο τέλος όλα τα ζωντανά όντα πρέπει να υποκύψουν στον θάνατο, έτσι στο τέλος και ο Θεός θα έπραττε οριστική αυτοκτονία.

Και απ’ αυτό ακολουθία το συμπέρασμα: ο θάνατος είναι αδύναμος πάνω στη ζωή μας, όπως και πάνω στη ζωή του Θεού.

Όμως, προς τί η απόδειξη της αθανασίας της ζωής; Καμία μεγάλη θρησκευτική ευφυΐα στην ιστορία του κόσμου δεν θέλησε να αποδείξει τον Θεό και την αθανασία – ούτε ο Κομφούκιος ούτε ο Ορφέας ούτε ο Μωυσής ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο απόστολος Παύλος. Για όλους αυτούς η ζωή μετά το θάνατο ήταν τόσο οφθαλμοφανής, ώστε δεν μπορούσαν να την αποδείξουν, διότι είναι τόσο δύσκολο όσο και άχρηστο να αποδεικνύεις πράγματα οφθαλμοφανή. Εκείνοι μιλούσαν όχι σαν λογικοί και επιστήμονες αλλά ως μάρτυρες ενός άλλου κόσμου. Και ο Χριστός μετά θάνατον δεν αποδείκνυε ούτε τον Θεό ούτε τη ζωή, αλλά ήταν μάρτυς και του ενός και του άλλου. Έβλεπε και παρατηρούσε και μαρτυρούσε εκείνο που είχε δει. Η πόρτα του μέλλοντος μπροστά Του ήταν ανοιχτή και Αυτός έβλεπε τον εαυτό Του ζωντανό μετά τον θάνατο. Είδε τον εαυτό Του να περπατά επάνω στα σύννεφα. περιτριγυρισμένο με ανώτερα πνεύματα, στο φως και στη δόξα. Είδε τούς αγγέλους Του να ξυπνούν με σάλπιγγες τους νεκρούς και να τους μαζεύουν στη δίκη από τις τέσσερες πλευρές του κόσμου. Αυτός το είδε και σε αυτό έστρεφε την προσοχή, αλλά δεν αποδείκνυε τίποτα. Όποιος είχε μάτια για να δει τον πνευματικό κόσμο, έβλεπε. Όποιος δεν είχε, σ’ αυτόν δεν μπορούσε να αποδειχθεί.

Οι μέγιστοι άνθρωποι στην ιστορία ήταν και προορατικοί. Οι προορατικοί ήταν οι θρησκευόμενοι. Και οι θρησκευόμενοι έδιναν μορφή στην ανθρώπινη ζωή. Εμείς πρέπει, αδέλφια, να ακολουθήσουμε τους μέγιστους, τους προορατικούς και τους θρησκευόμενους. Πρέπει να βαδίζουμε πίσω απ’ αυτούς με εμπιστοσύνη. Ο Θεός δεν θα τους αφήσει αυτούς να πάνε στην καταστροφή και εκείνοι δεν θα αφήσουν εμάς να χαθούμε.

Ο Θεός είναι ο κυριότατος εγγυητής της αθανασίας μας, της ανάστασής μας μετά το θάνατο. Η ζωή μας είναι η δική Του ζωή. Η ζωή μας είναι αγαπητή σ’ Εκείνον σαν την ίδια Του τη ζωή. Αυτός όχι μόνο δεν θέλει, αλλά και δεν μπορεί να την καταστρέψει. Ο Θεός δεν δημιούργησε τη ζωή για να έχει τι να καταστρέφει. Ο Θεός αγαπά να δείχνει τη δημιουργική Του δύναμη και όχι την καταστρεπτική. Όλα όσα δημιούργησε, τα δημιούργησε για να εξελίσσονται και να ζουν. Όλοι εμείς είμαστε σκεύη της θεϊκής ζωής, τα οποία βαθμιαία επεκτείνονται, έτσι ώστε όλο και περισσότερο να συλλαμβάνουν μέσα τους αυτή τη ζωή. Όλο και περισσότερο εμείς περνάμε στον Θεό και ο Θεός σε μάς. Ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο παρά παρότρυνση στη ζωή. Ο θάνατος κάνει τη ζωή πιο δυναμική. Ο θάνατος δεν είναι το αφεντικό αλλά ο υπηρέτης, υπηρέτης του Θεού και της ζωής. Ο πλανήτης μας δεν είναι βασίλειο του θανάτου, αλλά πεδίο όπου ο θάνατος είναι ο πιο μισητός μισθοφόρος. Εμείς τόσο πιστεύουμε στη ζωή, ώστε ακόμα και το θάνατο παρουσιάζουμε σαν ζωντανό. Οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν τον θάνατο σαν ένα σκελετωμένο ον, που περπατά με δρεπάνι και θερίζει στο λιβάδι της ζωής. Ή τον παρουσιάζουν σαν σκοτεινό καβαλάρη, που επάνω απ’ το άλογο πατά την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. Ή σαν μουσικό με βιολί, που με το μαγικό παίξιμο προσελκύει τους ανθρώπους προς το μέρος του και τούς αφαιρεί τη ζωή. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, η φαντασία μας παρουσιάζει τον θάνατο ως ζωντανό όν. Πόσο παράλογο είναι να πιστεύουμε ότι ο θάνατος ζει, και συνάμα εμείς να πεθαίνουμε! Πόσο παράλογο είναι να θεωρούμε τον θάνατο, που είναι αντίπαλος της ζωής, αθάνατο, και ταυτόχρονα εμάς, που είμαστε φορείς της ζωής, θνητούς!

Όμως, είναι λογικό να σκεφτόμαστε ότι η ζωή μας είναι ανεξάρτητη τελείως απ’ αυτή τη «σκοτεινή» δύναμη, που λέγεται θάνατος, και ότι είναι εξαρτημένη εξολοκλήρου από τον Θεό. Και είναι λογικό να σκεφτόμαστε ότι για μας είναι καλύτερο να εξαρτιόμαστε από τον Θεό παρά να εξαρτιόμαστε από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Αφού η εξάρτηση από τον Θεό σημαίνει εξάρτηση από τον αιώνιο νου και την αγαθοσύνη, από την τέλεια αγάπη και την αρμονία, από την πατρική καρδιά, από το δίκαιο και το φως, από τη μονιμότητα και την αιωνιότητα. Ενώ η εξάρτηση από τους ίδιους τους εαυτούς μας για μας σημαίνει εξάρτηση από την αγνωσία και το κακό, από το μίσος και τη μελαγχολία, από την υπερηφάνεια και την αστάθεια, από το σκότος και την ταλαντευόμενη χρονικότητα. Ο στόχος που ο Θεός έβαλε στον θάνατο είναι σίγουρα καλύτερος απ’ όλους τους στόχους που θα μπορούσαμε εμείς να του βάλουμε. Ο θάνατος πρέπει να αποσυνθέσει, να αποδομήσει, να κοιμίσει, ώστε Εκείνος να συνθέσει, να οικοδομήσει, να εγείρει.

Εμείς από το χώμα γίναμε και πάλι στο χώμα πάμε. Ας μη μας φοβίζει αυτό καθόλου. Το χώμα είναι καθαρό και αθώο, ο τάφος πάνω του δεν είναι πιο κρύος από την κούνια. Το χώμα είναι ένα πιο σύνθετο σώμα από το δικό μας και ένα πιο σύνθετο πνεύμα από το δικό μας. Το χώμα είναι ο άγγελος που μας τρέφει, ο καλός μας, φτερωτός αρχιστράτηγος, που στο πέταγμά του γύρω από τον ήλιο νίβεται ασταμάτητα στο ηλιακό φως. Στα φτερά του φέρνει εμάς, τα παιδιά του, γύρω από τον μεγάλο φωτιστικό της οικουμένης. Πετά μαζί μας, γεμάτος πνεύμα και αγάπη και χαρά ζωής. Η γη είναι όλη ζωντανή, εντελώς ζωντανή. Το Πνεύμα του Θεού είναι ασταμάτητα επάνω της και μέσα της. Το Πνεύμα του Θεού ασταμάτητα την ζωογονεί. Τα σκορπισμένα κόκαλα στη γη φοβίζουν τα μάτια, όμως όχι το πνεύμα. Το σαπισμένο κρέας κάτω από τη γη φοβίζει τον άνθρωπο, όμως όχι και τον Θεό. Αφού από ένα βλέμμα του Θεού όλα τα σκορπισμένα ενώνονται και όλα τα σαπισμένα ζωντανεύουν.

Θυμηθείτε το φημισμένο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, που με το προικισμένο χέρι του Μιχαήλ Αγγέλου αιωνιοποιήθηκε με χρώμα. Ο Θεός δείχνει στον προφήτη την κοιλάδα γεμάτη με νεκρά οστά και τον ρωτά: «Υιέ του ανθρώπου, θα ζωντανέψουν αυτά τα οστά;». και λέει ο προφήτης: «Είπα: “Κύριε, Κύριε, εσύ ξέρεις”».

»Τότε μου είπε: “Προφήτευσε για τα οστά και πες τους: Στεγνά κόκαλα, ακούστε λόγο του Κυρίου”.

»Και προφήτευσα όπως είχα διαταχθεί, και μπήκε σ’ αυτά πνεύμα, και ζωντάνεψαν, και στάθηκαν στα πόδια, και ήταν πολύ μεγάλος στρατός» (Ιεζ. 37,1-10).

Ας ομολογήσουμε, αδέλφια, τον Θεό ως τον κυρίαρχο της ζωής και όχι τον θάνατο.

Αυτή η ομολογία θα μας οδηγήσει, στην εμπιστοσύνη προς τον ουράνιο Πατέρα μας, που θα γεμίσει την ψυχή μας με χαρά και προσευχή: «Θεέ, εμείς είμαστε σκόνη που εσύ ζωντάνεψες με το πνεύμα σου. Μας τοποθέτησες σε μια κοιλάδα παραγεμισμένη με νεκρά οστά και σάπιο κρέας. Δώσε μας δύναμη, να μπορέσουμε να αντέξουμε την παραμορφωμένη όψη των νεκρών, των οποίων τον αριθμό και εμείς σήμερα-αύριο θα αυξήσουμε.

»Εσύ θα μας αναστήσεις εκ νεκρών, Θεέ, όπως ανέστησες τον Υιό Σου, τον Χριστό, τον αδελφό μας. Εσύ δεν γέννησες τα παιδιά σου, Πατέρα, μόνο και μόνο για να κοιτάξουν στιγμιαία τον πολυτελή σου οίκο κι ύστερα να τα πετάξεις στο σκοτάδι, στη μεγαλύτερη φυλακή. Εσύ δεν τα γέννησες για να τους καταπίνει το σκοτάδι. Εσύ τα γέννησες για να είναι σύντροφοί σου στην αιωνιότητα.

»Δεν σε ρωτάμε, Πατέρα, με τι είδους σώμα θα μας ντύσεις, στην άλλη ζωή, ούτε με ποία δύναμη θα μας ζωντανέψεις. Όχι˙ όμως Σε παρακαλούμε μόνο: Δυνάμωσε την εμπιστοσύνη μας προς Εσένα και την πίστη μας στη ζωή. Αφού ό,τι Εσύ κάνεις με μας, θα είναι ασύγκριτα σοφότερο από εκείνο που εμείς θα κάναμε μόνοι μας. Τα σχέδιά Σου είναι καλύτερα απ’ όλες τις επιθυμίες μας. Η δύναμη Σου υπερβαίνει όλη τη φαντασία μας. Εσύ που έχεις τη δύναμη να δημιουργήσεις, έχεις δύναμη και να θανατώσεις, και Εσύ που έχεις δύναμη να θανατώσεις, έχεις τη δύναμη και να ζωντανέψεις. Δημιουργέ των ζωντανών ανάστησε τους νεκρούς, δημιούργησε σε μας τους ζωντανούς την πίστη στην ανάσταση, αφού χωρίς αυτή την πίστη είμαστε ζωντανοί νεκροί, και επισκέψου μας μετά το θάνατο, ώστε και εμείς, αν και νεκροί, να έρθουμε στη ζωή. Μόνο Εσύ να είσαι πάντα μαζί μας, στη ζωή και στο θάνατο, και εμείς θα έχουμε πάντα ό,τι επιθυμούμε. Αφού Εσύ είσαι η ζωή και ο ζωοδότης, από πάντα και για πάντα. Αμήν».

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Αργά βαδίζει ο Χριστός, μετάφραση Σβετλάνα Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα – Πέτσιν, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2008