Menu Close

8/10/2019

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς

Ο Ιησούς Χριστός μας άφησε μόνο μια προσευχή, που γι’ αυτόν το λόγο συνήθως καλείται Κυριακή Προσευχή. Όταν οι μαθητές τον παρακάλεσαν, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι (Λκ. 11, 1), τους έδωσε ως απάντηση αυτή την προσευχή:

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς˙
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου
˙
ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου
˙
γενηθήτω τὸ θέλημά Σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
˙
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον
˙
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν
˙
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.

(Μτ. 6, 9-13)

Αυτή η προσευχή λέγεται αδιάκοπα επί δύο χιλιάδες χρόνια. Την κάθε στιγμή κάπου στη γήινη σφαίρα οι άνθρωποι λένε αυτά τα ίδια λόγια, που κάποτε προφέρθηκαν από τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτόν το λόγο δεν υπάρχει καλύτερο μονοπάτι που να οδηγεί στην καρδιά της χριστιανοσύνης από αυτή τη σύντομη, και εκ πρώτης όψεως απλή, προσευχή. Εντούτοις φαίνεται ότι η προσευχή αυτή δεν είναι τόσο απλή, γιατί πολλές φορές μου ζητήθηκε να την εξηγήσω.

Ας αρχίσω λοιπόν την εξήγηση λέγοντας ευθέως ότι το νόημά της είναι ανεξάντλητο, ότι είναι αδύνατο να δώσει κανείς σ’ αυτή την προσευχή την τελική και πλήρη εξήγηση. Όπως συμβαίνει και με τα ευαγγέλια, η Κυριακή Προσευχή πάντοτε απευθύνεται στον καθένα από μας κάθε φορά εκ νέου, και με τρόπο που φαίνεται να έχει συντεθεί ειδικά για μένα, για τις ανάγκες μου, για τα ερωτήματά μου, για την προσκυνηματική μου πορεία. Ταυτόχρονα πάλι, παραμένει αιώνια και απαράλλαχτη στην ουσία της και πάντοτε μας καλεί σε αυτό που είναι το πιο σημαντικό, το ύστατο, το υψηλότερο.

Για ν’ ακούσουμε πραγματικά την Κυριακή Προσευχή και για να συμμετάσχουμε σ’ αυτή, είναι πρώτα απαραίτητο να απελευθερώσουμε τον εαυτό μας από την εσωτερική σύγχυση, τη διάσπαση της προσοχής μας, την πνευματική ακαταστασία με την οποία διαρκώς ζούμε. Ίσως, το φοβερότερο ιδίωμά μας να είναι, ότι συστηματικά αποφεύγουμε καθετί που φαντάζει, πολύ υψηλό και πλήρες πνευματικού νοήματος. Φαίνεται σαν να επιλέγουμε υποσυνείδητα να είμαστε μικροπρεπείς και να ασχολούμαστε με ασημαντότητες, επιλογή με την οποία ζει κανείς ευκολότερα. (Θα μπορούσατε να θυμηθείτε τον τολστοϊκό ήρωα Σβιγιάζσκι στην Άννα Καρένινα, που παρουσιαζόταν ικανός να καταλαβαίνει και να διαλέγεται για τα πάντα, μόλις όμως η συζήτηση στρεφόταν στα βαθύτερα ερωτήματα τα σχετικά με το νόημα της ζωής, κάτι μέσα του έκλεινε, και κανείς δεν μπορούσε να διαπεράσει εκείνο το τείχος. Ο Τολστόι το περιγράφει με ιδιαίτερα ιδιοφυή τρόπο).

Πράγματι, ένα πολύ μεγάλο μέρος από την εσωτερική μας δύναμη κατευθύνεται στο πνίξιμο αυτής της εσώτερης φωνής, η οποία μας καλεί σε συνάντηση με το έσχατο.

Και έτσι, πρέπει να καταβάλουμε τουλάχιστον κάποια ελάχιστη προσπάθεια για να μπούμε σε αυτό το πλαίσιο, σε εκείνη την πνευματική και ψυχική κατάσταση στην οποία η προσευχή των προσευχών αρχίζει να ηχεί, να συνηχεί μαζί μας, και αποκαλύπτεται στο πλήρες νόημά της και γίνεται το ένα πράγμα «οὗ ἔστι χρεία» – τροφή και νερό για την ψυχή.

Γι’ αυτό, ας υψώσουμε το νου μας και ας αρχίσουμε. Ας ξεκινήσουμε με την προσφώνηση, που ταυτόχρονα είναι και έκκληση και ομολογία: Πάτερ ἡμῶν.

Το πρώτο πράγμα που προσφέρει ο Χριστός σε όσους του ζητούν να τους διδάξει να προσεύχονται, το πρώτο πρώτο πράγμα που τους αφήνει ως ανεκτίμητό δώρο και παρηγοριά, χαρά και πηγή έμπνευσης, είναι η δυνατότητα να αποκαλούν τον Θεό «Πατέρα», να Τον θεωρούν πατέρα τους.

Πόσες πολλές ιδέες έχει αναπτύξει για τον Θεό η ανθρώπινη φαντασία! Αναφέρεται κανείς σ’ Αυτόν ως στον Απόλυτο, τον Πρώτο Αίτιο, Κύριο, Παντοδύναμο, Δημιουργό, Ευεργέτη, Θεό, και τόσα άλλα ακόμα. Καθεμιά απ’ αυτές τις ιδέες και τους χαρακτηρισμούς σχετίζεται με κάποιο στοιχείο της αλήθειας, με κάποια εσώτατη εμπειρία και ένα βάθος κατανόησης. Αλλά αυτή η μία λέξη «Πάτερ», μαζί με το «ἡμῶν», εμπεριέχει όλες αυτές τις έννοιες˙ ταυτόχρονα όμως τις αποκαλύπτει ως οικειότητα, ως αγάπη, ως μια μοναδική, ανεπανάληπτη και χαρούμενη ένωση.

Πάτερ ἡμῶν – εδώ βρίσκουμε το νόημα της αγάπης και την απάντηση στην αγάπη, εδώ ενυπάρχει η εμπειρία της οικειότητας και η χαρά αυτής της εμπειρίας, εδώ η πίστη ανοίγεται σε εμπιστοσύνη, και η εξάρτηση καρποφορεί ελευθερία και οικειότητα, και τελικά ξεδιπλώνεται ως χαρά. Δεν είναι πιαμια ιδέα. για τον Θεό, είναι κιόλας κοινωνία μαζί Του σε αγάπη, σε ενότητα και εμπιστοσύνη. Είναι ήδη η απαρχή της γνωριμίας με την αιωνιότητα. Γιατί ο ίδιος ο Χριστός είπε στον Πατέρα: «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσχωσί σε» (Ιω. 17, 3).

Αυτός ο χαιρετισμός δεν είναι επομένως μόνο η αρχή αλλά και το ίδιο το θεμέλιο της προσευχής˙ καθιστά δυνατό κάθε άλλο αίτημα και το πληρώνει με νόημα. Στη βαθύτερη και πρωταρχική έννοιά του ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία της πατρότητας, που σημαίνει ότι δεν ιδρύθηκε πάνω σε διανοητικά ιδανικά ή φιλοσοφικά συμπεράσματα, αλλά στην εμπειρία της αγάπης που πλημμυρίζει όλη τη ζωή μας, στην εμπειρία της προσωπικής αγάπης.

Όλα αυτά εννοούνται με την αρχική επίκληση της Κυριακής Προσευχής: Πάτερ ἡμῶν. Αφού προφέρουμε αυτές τις λέξεις, προσθέτουμε: ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κι εδώ ολόκληρη η προσευχή -και μαζί της ολόκληρη η ζωή μας- υψώνεται, ανεβαίνει στον ουρανό, γιατί ο ουρανός είναι τελικά η κατακόρυφη διάσταση της ζωής, η αναφορά του ανθρώπου στο υψηλότερο και πνευματικό, που αποτελεί συνάμα το αντικείμενο τέτοιου μίσους και λοιδορίας ανάμεσα σ’ εκείνους που περιορίζουν την ανθρώπινη ζωή σε καθαρά βιολογικές και υλικές κατηγορίες.

Δεν πρόκειται για τον φυσικό ή αστρονομικό ουρανό, όπως πάντοτε αντιλέγεται από τους αθέους, αλλά για τον υψηλότερο πόλο της ανθρώπινης ζωής: «τὸν Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Είναι η πίστη του ανθρώπου στη θεία αγάπη που αγκαλιάζει και διαπερνά όλο τον κόσμο. Είναι η πίστη μέσα στον κόσμο ως ο αντικατοπτρισμός, το σημείο, η παρουσία αυτής της αγάπης. Είναι η πίστη στον ουρανό ως την έσχατη κλήση της δόξας και του προορισμού του ανθρώπου, ως την αιώνιά του κατοικία.

Χαρούμενη παραδοχή και προαναγγελία όλων αυτών συνιστά η αρχή εκείνης της προσευχής που μας έδωσε ο Χριστός, ως το σημείο της σχέσης υιότητας με τον Θεό: Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Αλεξάντερ Σμέμαν, Πάτερ ημών, μετάφραση Ιωάννης Λάππας, Αθήνα, Μαΐστρος, 2003.