Menu Close

17/7/2018

Ὁ πόθος τοῦ ἀπείρου

Tὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα ἀδιακόπως ποθεῖ τὴν ἄπειρον γνῶσιν, τὴν ἄπειρον ζωήν, τὴν ἄπειρον ὕπαρξιν. Καὶ διὰ μέσου ὅλων αὐτῶν ἓν μόνον ἐπιδιώκει: νὰ νικήσῃ τὸ πρόσκαιρον, τὸ πεπερασμένον,τὸ περιωρισμένον, καὶ νὰ καταστήσῃ δυνατὸν καὶ ἐξασφαλίσῃ τὸ αἰώνιον, τὸ ἄπειρον καὶ ἀπεριόριστον. Εἰς ὅλας τὰς κουλτούρας καὶ τοὺς πολιτισμοὺς ὅλοι οἱ κόποι τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, εἰς τὸ τέλος, συγκεντροῦνται εἰς μίαν γιγαντιαίαν προσπάθειαν: νὰ ἡττηθῇ ὁ θάνατος καὶ ἡ θνητότης καὶ νὰ ἐξασφαλισθῇ ἡ ἀθανασία καὶ ἡ αἰωνία ζωή, νὰ ἐξασφαλισθῇ ὁπωσδήποτε.

Ἀλλὰ δὲν μᾶς παροτρύνουν ἆρά γε τὰ πάντα νὰ θέσωμεν τὴν ἐρώτησιν: πόθεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου αὐτὴ ἡ νοσταλγία καὶ ἡ φορὰ πρὸς τὸ ἄπειρον εἰς ὅλας τὰς κατευθύνσεις; Τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὠθεῖ τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν ἀπὸ πρόβλημα εἰς πρόβλημα καὶ ἀπὸ ἀπεραντοσύνην εἰς ἀπεραντοσύνην; Ἐὰν αὐτὸς ὁ πόθος διὰ τὸ ἄπειρον ἐπιβάλλεται ἔξωθεν εἰς τοὺς ἀδυνάτους ἀνθρώπους, πῶς τότε εὑρίσκεται οὗτος καὶ εἰς τοὺς πλέον ἀνεξαρτήτους τῶν φιλοσόφων; Εἰς τούτους μάλιστα ἔχει ἀναπτυχθῇ οὗτος εἰς πολυσύνθετον προβληματολογίαν. Πάντα ταῦτα ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ πόθος διὰ τὸ ἄπειρον εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἡ φύσις αὐτῆς ταύτης τῆς γνώσεως τείνει πρὸς τὴν ἄπειρον γνῶσιν˙ ἡ φύσιςαὐτῆς ταύτης τῆς αἰσθήσεως τείνει πρὸς τὴν ἄπειρον αἴσθησιν˙ ἡ φύσις αὐτῆς ταύτης τῆς ζωῆς τείνει πρὸς τὴν ἄπειρον ζωήν. Ὅλον τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ διὰ τῆς γνώσεως καὶ διὰ τῆς αἰσθήσεως καὶ διὰ τῆς θελήσεως καὶ διὰ τῆς ζωῆς θέλει νὰ εἶναι ἄπειρον, δηλαδὴ νὰ εἶναι ἀθάνατον. Ἡ δίψα τοῦ ἀπείρου, ἡ δίψα διὰ τὴν ἀθανασίαν, εἶναι ἡ παμπαλαία, ἡ μεταφυσικὴ δίψα τοῦ  νθρωπίνου πνεύματος. Αὐτὴ ὠθοῦσε τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ ἄπειρον διὰ τῶν πολυαρίθμων θρησκειῶν, φιλοσοφιῶν, ἐπιστημῶν, ἀγώνων καὶ ἀγωνιῶν. Μὲ μίαν λέξιν: τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα θέλει τὴν ἀθανασίαν, τὴν θέλει καθ’ οἱονδήποτε τρόπον καὶ ὑπὸ οἱανδήποτε μορφήν.

Εἶναι καταφανὲς ὅτι αὐτὸν τὸν πόθον διὰ τὸ ἄπειρον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἔχῃ ἐπιβάλει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ ὑλικὴ φύσις, διότι ἡ ἰδία εἶναι πεπερασμένη καὶ περιωρισμένη καὶ δὲν ἔχει ἐν ἑαυτῇ αὐτὸν τὸν πόθον. Ἐξ ἴσου πρόδηλον εἶναι ὅτι οὔτε τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ἔχει ἐπιβάλει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν τὸν πόθον, διότι καὶ τοῦτο εἶναι πεπερασμένον. Ὡς μοναδικὴ λογικὴ λύσις παραμένει ἡ ἑξῆς θέσις: ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὸ ἄπειρον, διὰ τὴν ἀθανασίαν,εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν οὐσίαν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Κτισθεὶς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, εὑρίσκεται ὁλόκληρος μέσα εἰς αὐτὸν τὸν πόθον. Διότι τὸ κατ’ εἰκόνα (τὸ θεοειδές) τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ποθεῖ τὰς ἀπείρους ἀληθείας τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Ἐνυπάρχον εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ θεοειδές (τὸ κατ’ εἰκόνα), ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπον νὰ τείνῃ πρὸς ὅλας τὰς ἀπεραντοσύνας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰς ποθῇ.

Εἶναι φυσικὸν διὰ τὴν κατ’ εἰκόνα, τὴν θεοειδὴ ψυχήν, νὰ ποθῇ τὸν Θεὸν ὡς τὸ πρωτότυπόν της. Τοῦτο δὲν εἶναι συμπέρασμα a priori, ἀλλὰ μιὰ διαπίστωσις κατὰ πάντα a posteriori, διότι ὅλη ἡ πείρα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μαρτυρεῖ περὶ αὐτῆς τῆς ἰσχυρᾶς καὶ μυστικῆς νοσταλγίας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος διὰ τὸ ἄπειρον, διὰ τὴν ἀθανασίαν, διὰ τὴν αἰωνίαν ζωήν, εἴτε εἰς αὐτὸν εἴτε εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Ἐὰν στηριχθῶμεν εἰς τὴν κοινὴν πεῖραν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ συνοψίσωμεν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ βασικὰ συστατικά του, θὰ εὕρωμεν ὁπωσδήποτε αὐτὸν τὸν πόθον διὰ τὴν ἀθανασίαν ὡς τὸ βασικώτατον στοιχεῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου θεμελιοῦται καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ὀντολογικῶς ἔγκειται ὁ ἄνθρωπος.

Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος: Μελετήματα ορθοδόξου θεολογίας, μετάφραση Ιερομονάχου Αθανασίου Γιέβτιτς, 7η έκδ., Αθήνα, Αστήρ, 2001.