Menu Close

22/1/2019

Ξαναγυρίσετε αναζητώντας τον Κύριο

Τον πρώτο καιρό που ο Άγιος Νίκων μόναζε στο μοναστήρι της Χρυσής Πέτρας, άφηνε κατάπληκτους τους αδελφούς με τη συμπεριφορά του. Θρηνούσε ακατάπαυστα. Μια μέρα ο ηγούμενος τον πήρε παράμερα και με πατρική στοργή του είπε: «Παιδί μου, επειδή ξέρω καλά τη ζωή σου, με εκπλήττει ο τόσος θρήνος σου. Καμιά σου πράξη δεν είναι αντάξια αυτής της οδύνης. Πες μου, γιατί είσαι λυπημένος και θρηνείς και δακρύζεις; Θα ’πρεπε αντίθετα να ’σαι ευχαριστημένος και εύθυμος, τώρα που ξέφυγες από τον κόσμο και καταυγάστηκες από το φως της Αλήθειας του Θεού». Τότε ο ασκητής, γεμάτος μετριοφροσύνη αλλά και απλότητα, και μη θέλοντας να κρύψει από Τον οδηγό της πνευματικής του πορείας την αληθινή αίτια των θρήνων του είπε˙ «Πολύτιμέ μου πατέρα, δυο λόγοι προκαλούν τους κοπετούς μου και τα δάκρυα. Αν και είμαι φυτεμένος πάνω στο χωμάτινο σώμα μου και το δερμάτινο χιτώνα της καταδίκης μου, όμως, δεν ξέρω πώς, έχω αξιωθεί ο ανάξιος, να βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου τις αθέατες ομορφιές και ατέλειωτες χαρές των αιωνίων αγαθών που προσδοκούμε ν’ απολαύσουμε. Φοβούμαι, λοιπόν, ο ταλαίπωρος, μήπως τα δεσμά του βίου μ’ εμποδίσουν να φτάσω και να συμμετάσχω σ’ αυτά που αξιώνομαι να βλέπω νοερά. Και κάθε φορά που έχω τη θεωρία των αιώνιων αγαθών, γυρίζω και σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου˙ όλους εκείνους τους απερίσκεπτους με τις πέτρινες καρδιές, που όλη τους η φροντίδα εξαντλείται στις μάταιες μέριμνες αυτής της πρόσκαιρης ζωής κι όλες τους οι προσπάθειες αποβλέπουν στις χαρές τούτου του κόσμου˙ όλους εκείνους  που διαλέγουν τα πρόσκαιρα αν και θα μπορούσαν να προτιμήσουν τα αιώνια˙ που σαν μωρουδάκια ευχαριστούνται να παίζουν με τα βότσαλα, και άσωτα καταξοδεύουν τον πλούτο που τους χάρισε ο ουράνιος πατέρας. Λοιπόν, τόση στενοχώρια μου προκαλεί η εγκατάλειψη των μέγιστων αγαθών απ’ αυτούς τους ανόητους, ώστε οικειοποιούμαι τη συμφορά τους και νιώθω δική μου τη δική τους στέρηση. Έτσι δεν μπορώ να συγκρατήσω τους θρήνους μου και τ’ άσταμάτητα δάκρυα». Ο γέροντας κατάλαβε, μ’ αυτά που άκουσε, πως ο Νίκων αξιώθηκε, περισσότερο απ’ όλους, ν’ αποχτήσει τις αρετές της αγάπης και της φιλαδέλφειας και της ανήσυχης μέριμνας για τους άλλους. Έκθαμβος τότε και δοξάζοντας το Θεό, έφυγε κι άφησε το πνευματικό του τέκνο να συνεχίσει την άσκησή του.

Πέρασαν δώδεκα χρόνια κι ο Νίκων με την εγκράτεια και τα πνευματικά γυμνάσματα είχε φτάσει στο μεταίχμιο της ανθρώπινης και της αγγελικής φύσης. Ακριβώς τότε ήταν που έμαθε, με θεία έλλαμψη, πώς ο φυσικός του πατέρας τον αναζητούσε. Την ίδια πληροφορία είχε κι ο ηγούμενος που καταθορυβήθηκε κι αγωνιούσε, μήπως η εμφάνιση του πατέρα γίνει πρόσκομμα στην πιο πέρα πορεία του ασκητή, που σαν γοργόφτερος αετός ανέβαινε προς τη βασιλεία του Θεού. Όμως η ανησυχία του δεν κράτησε πολύ. Μ’ ένα καινούργιο όραμα του αποκαλύφτηκαν λεπτομερώς, όσα θα συνέβαιναν στο ευτυχισμένο παιδί του. Ότι δηλαδή ο Νίκων ήταν «σκεύος εκλογής», προορισμένος σε αποστολική διακονία. Ότι θα περιερχόταν πόλεις και χωριά κηρύττοντας στους ανθρώπους τη μετάνοια και τη συγχώρηση των αμαρτιών και ότι ο πόλεμός του με τις δυνάμεις του πονηρού θα ήταν νικηφόρος. Ότι, χάρη σ’ αυτόν, πολύ θα δοξαζόταν το όνομα του Κυρίου και πολλοί άνθρωποι θα εύρισκαν το δρόμο της σωτηρίας. Ότι τέλος, ο ασκητής θα κέρδιζε ο ίδιος, την αιώνια δόξα του Παραδείσου. Εξ άλλου ο Νίκων, μόλις του αποκαλύφτηκε η προσεχής άφιξη του πατέρα του, έτρεξε στον ηγούμενο, έπεσε στα πόδια του και στενάζοντας βαθιά, τον θερμοπαρακαλούσε να τον αφήσει να φύγει και ν’ απομακρυνθεί από τη μονή, γιατί καταλάβαινε πως η συνάντηση με τον πατέρα του καθόλου δε θα τον ωφελούσε. Ο γέροντας, αυτός ο γνώστης των επικίνδυνων κινημάτων της ανθρώπινης καρδιάς, βρισκόταν σε τρομερό δίλημμα. Όμως ορθώθηκε παραμερίζοντας τον βαθύ του πόνο, και τα δάκρυα σκουπίζοντας και συχνά στενάζοντας είπε˙ «Δε σε απολύω εγώ, παιδί μου. Η θεία Πρόνοια μόνο, που αποβλέπει στη σωτηρία των ανθρώπων, οικονόμησε έτσι τα πράγματα. Εκείνη σε διάλεξε και σε κατέστησε απόστολο, για να κηρύξεις τη μετάνοια και τη σωτηρία. Παιδί μου, αν ήταν στο χέρι μου θα σε κρατούσα κοντά μου, ακόμα και δένοντάς σε με βαριές αλυσίδες, γιατί δεν αντέχει η γέρικη καρδιά μου στο χωρισμό σου. Όμως πρέπει να γίνει το θέλημα του Θεού και εγώ δε θα σταθώ εμπόδιο. Μόνο μην αρνηθείς ν’ ακούσεις τις τελευταίες μου συμβουλές. Παιδί μου, ξεκινάς να παλέψεις ενάντια στο σκοτάδι και στις χαοτικές δυνάμεις του κόσμου τούτου. Δεν είν’ εύκολη πάλη, άλλα το όπλο σου, ο λόγος του Θεού είναι πανίσχυρο. Ξεκίνησε λοιπόν, καθώς ο Κύριος υπέδειξε στους μαθητές του, χωρίς εφόδια, χωρίς χρήματα, με το κουρελιασμένο σου ράσο. Λίγο ψωμί και λίγο νερό να ξεγελάς την πείνα και τη δίψα, μα προ πάντων πάρε μαζί σου πολλή σωφροσύνη˙ αυτή θα σε φέρει κοντά στο Θεό. Απόφευγε τις άσκοπες συναναστροφές με τους ανθρώπους του κόσμου, μακριά από τις υποδοχές των πλουσίων και των σπουδαίων. Ψάξε να βρεις τους άσημους και τους φτωχούς, αυτοί είναι οι κληρονόμοι της βασιλείας˙ σ’ αυτούς v’ απευθυνθείς και να τους θεωρείς αληθινούς σου αδελφούς. Στο κήρυγμά σου, όπου βρεθείς, να βροντοφωνάξεις: “Μετανοείτε, πλησιάζει η ώρα της βασιλείας των Ουρανών. Συναγωνιστείτε στα καλά έργα. Ξαναγυρίσετε αναζητώντας τον Κύριο, για να εξασφαλίσετε τα αιώνια αγαθά”. Αυτό να ’ναι το κήρυγμά σου, παιδί μου, και η λέξη που πιο πολύ θα χρησιμοποιείς, το “μετανοείτε”, θα σου μείνει προσηγορία και στη ζωή σου και μετά το θάνατο».

Την άλλη μέρα ο Νίκων, θαρραλέος αγωνιστής της αρετής πήρε το δρόμο ξυπόλυτος, φορώντας ένα κουρελιασμένο ράσο. Κρατούσε μονάχα το ραβδί του, το σταυροφόρο ραβδί που του παρέδωσε η Θεοτόκος ως αρραβώνα της αποστολικής του κλήσης, κι ένα πολύτιμο κυπελάκι, που ήταν οικογενειακό κειμήλιο, φυλακτό ενάντια στην αρρώστια. Για τροφή είχε λίγα άγρια χόρτα και τρυφερά βλαστάρια βρασμένα πρόχειρα. Έτσι, προχωρούσε μες στο καμίνι του καλοκαιριού και μες στις χειμωνιάτικες θύελλες, άκαμπτος κι ανένδοτος, αδιαφορώντας για τους πόνους του σώματος, που τους εύρισκε προτιμότερους από τις ηδονές, αφού αυτοί οδηγούν στο Θεό, ενώ εκείνες απομακρύνουν. Και βροντοφωνούσε σε κάθε βήμα το «μετανοείτε», σύμφωνα με την ορμήνεια του πνευματικού του πατέρα. Μέσα στις ερημιές αντιμετώπιζε καθημερινά πλήθος πειρασμούς, που προέρχονταν, τη μια από τους ληστές που παραφύλαγαν στα μονοπάτια, την άλλη από τα πονηρά πνεύματα που φώλιαζαν στα δασωμένα λαγκάδια. Όμως κάθε δυσκολία την ξεπερνούσε φωνάζοντας το «μετανοείτε».

Τρία ολόκληρα χρόνια περιπλανήθηκε σ’ έρημους τόπους, ασκώντας, με την άμετρη σκληραγωγία και τον πόλεμο του πονηρού, το σώμα του, ώστε είχε καταντήσει σκιά, Όμως το πνεύμα του έφτασε σε ύψη δύναμης και γενναιότητας και καρτερίας. Ήταν τώρα έτοιμος v’ αφήσει τις ερημιές και να πορευτεί σε πολιτείες και χωριά για να συνεχίσει τους καλούς του αγώνες, κερδίζοντας καινούργιες νίκες. Προτού ξεκινήσει, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο της ελπίδας λέγοντας˙ «Ευλόγησέ με, Κύριε, και φώτισέ με μέ το ανέσπερο φως του προσώπου σου και παράστεκέ με πάντα, τον αδύναμο, γιατί αυξάνονται οι ισχυροί που με πολεμούν, προκαλώντας μου μεγαλύτερες θλίψεις και πιο επικίνδυνα δεινά. Σπλαχνίσου με, δες τις προσπάθειές μου, άκουσε τους στεναγμούς μου. Με μισούν άδικα οι πολλοί εχθροί μου κι εγώ μόνο εσένα έχω προστάτη κι επίκουρο, σε σένα μόνο απέθεσα την ελπίδα μου, σε σένα που προσθέτεις θάρρος στους ολιγόψυχους δούλους σου».

Έτσι προσευχόταν ο Νίκων και παρακαλούσε το Θεό να του δώσει δύναμη και πνεύμα αγωνιστικό ενάντια στους πονηρούς δαίμονες. και ο Θεός εισάκουσε τη δέησή του και τον διαβεβαίωσε για την ασταμάτητη ενίσχυση που θα του ’δινε. Άκουσε τη θεϊκή φωνή να του λέει μέσα του˙ «Μη νομίζεις πως σε εγκατέλειψα˙ ό,τι υπέφερες, ήταν για ν’ αποδειχτεί η αρετή σου˙ αν άφησα τους εχθρούς να σε πειράζουν όπως ήθελαν, ήταν για να δοκιμαστείς˙ άλλωστε δεν αναδεικνύεται νικητής, παρά μόνον όποιος πάρει μέρος νόμιμα στον αγώνα. Ήμουν πάντα κοντά σου και κράτησα την ψυχή σου απρόσβλητη κι αμόλυντη. Τώρα πιά καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να σε βλάψει˙ από τώρα και μπρος θα μεταφέρεις παντού τη δική μου παντοδυναμία. Και το φως μου, που ζητάς, θα το δεις. Το καταπονημένο σώμα σου θα ξαναγίνει γερό, και θα ’σαι απρόσβλητος στις επιθέσεις και θα κατατροπώνεις και θα διαλύεις τις επιβουλές του εχθρού». Πανευτυχής ο μεγάλος απόστολος απ’ αυτή τη χαρμόσυνη επαγγελία, με ανανεωμένες τις σωματικές του δυνάμεις και με τα φτερά της σίγουρης ελπίδας, όρμησε παρευθύς για να φέρει το κήρυγμα του Χριστού, οδηγημένος από τη Θεία Χάρη, αντιμετωπίζοντας θαρραλέα και δαμάζοντας τα πονηρά πνεύματα.

«Περιήλθε, λοιπόν, ευαγγελιζόμενος» πάρα πολλές περιοχές και πέτυχε να φέρει με τη μετάνοια, στο λιμάνι της σωτηρίας, πλήθη ανθρώπων, που ως τότε παράδερναν στην απιστία. Αργότερα, ένα θεϊκό νεύμα του υπέδειξε να πορευτεί στο νησί της Κρήτης, που μόλις το είχε ελευθερώσει ο Νικηφόρος Φωκάς. Όταν έφτασε εκεί ο Νίκων, διαπίστωσε πόσο έβλαψε τον τόπο και τους κατοίκους η βαρβαρική κατοχή. Πολλοί δεν άντεξαν στις κακουχίες και για να γλιτώσουν στράφηκαν προς τις μιαρές δοξασίες των Αγαρηνών, τόσο, που μόλις ο απόστολος άρχισε να κηρύχνει φωνάζοντας το «μετανοείτε», όπως συνήθιζε, ο όχλος μανιασμένος εξεγέρθηκε εναντίον του, ζητώντας να τον σκοτώσει. Τους ερέθιζε να ακούν τέτοια λόγια, καθώς ήταν ασυνήθιστοι στο καλό και προκατειλημμένοι στην πλάνη. ο Νίκων, βλέποντας πως ήταν αδύνατο να τους συνεφέρει με το κήρυγμά του, και καταλαβαίνοντας πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα για να πετύχει το σκοπό του, άφησε το «μετανοείτε» και σαν σοφός γιατρός έψαξε να βρει τον πιο αποτελεσματικό τρόπο θεραπείας του κακού. Έχοντας οδηγό στις σκέψεις του τον Απόστολο Παύλο, αλλά και βοηθημένος από το διορατικό χάρισμα, που από καιρό τώρα τον στόλιζε, ξεχώρισε μερικούς από τους κατοίκους, τους πιο γνωστικούς και σοβαρούς, κι επιδίωκε να τους κουβεντιάζει με τρόπο καλό και με λόγια φιλικά κι εγκάρδια. Σιγά – σιγά ερχόταν η άλλαγή˙ η σκληρότητά τους υποχωρούσε κι εύρισκαν πως ο Νίκων είχε δίκιο. Ο όσιος τότε ακολούθησε το παράδειγμα του Ιησού, όταν μιλούσε με τη Σαμαρείτισσα. Άρχισε να τους ελέγχει με αγάπη για το παραστράτημά τους, ξεκαθαρίζοντάς τους πόσο μεγάλο λάθος έκαμαν να εγκαταλείψουν την πίστη των πατέρων τους στον αληθινό Θεό και ν’ ασπαστούν την πλάνη και τα βάρβαρα ήθη των κατακτητών. Όσοι τον άκουγαν, θαύμαζαν την πατρική του καλοσύνη και με τον καιρό έγιναν κι αυτοί καταδεκτικοί απέναντί του και παρότρυναν και τους άλλους να μη του εναντιώνονται, παρά μόνον να τον προσέχουν, γιατί μπορούσε να τούς βοηθήσει. Έτσι η αρετή του Νίκωνα οικοδομούσε την αγάπη στις σκληρές καρδιές των αγροίκων αυτών ανθρώπων, μετατρέποντας την απέχθεια, που ένιωθαν για τα λόγια του, σε ενδιαφέρον και προσπάθεια για την εφαρμογή τους. Τέτοιος ήταν ο όσιος˙ αυτό που δεν κατάφερε με το κήρυγμα της μετάνοιας, το κατάφερε με την αρετή του. Σαν δοκιμασμένος ψαράς, που γνωρίζει τον κατάλληλο τρόπο για να φέρει κοντά του το θήραμα, ο Νίκων οδήγησε προς την αθανασία τους θανατωμένους από την αμαρτία αδελφούς του, χρησιμοποιώντας, όχι όσα προβλέπει η ανθρώπινη σοφία, αλλ’ όσα υποδείχνει το Άγιο Πνεύμα. Με τον καιρό ο όσιος επηρέαζε όλο και περισσότερους, και σύντομα οι Κρήτες θεωρούσαν τον Νίκωνα απεσταλμένο του Θεού για να τους χειραγωγήσει στην επιστροφή τους στην αληθινή πίστη. Έδιναν προσοχή στα λόγια του, κι ό,τι παράγγελνε ήταν γι’ αυτούς νόμος θεϊκός. Η φήμη του απλώθηκε σ’ όλο το νησί˙ όπου πήγαινε ήταν καλοδεχούμενος κι όλοι ήθελαν να τον ακούσουν.

Τα πέντε επόμενα χρόνια, με σκληρή δουλειά, αλλά και με τη δύναμη του Θεού, ο όσιος κατήχησε, βάφτισε, έχτισε ναούς παντού, φρόντισε να χειροτονηθούν κληρικοί και βγάζοντας από τη μέση κάθε εμπόδιο, ρύθμισε τα πράγματα έτσι, ώστε η Εκκλησία της Κρήτης να βρει την παλιά της δόξα. Όλοι οι Κρητικοί στράφηκαν προς τα έργα της αρετής και τα πάντα πήραν τον καλό δρόμο, ώστε ο Νίκων θεώρησε πως η αποστολή του τελείωσε. Ξεκίνησε λοιπόν, από τη Γόρτυνα για να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του. Μετά από τριήμερη πορεία σταμάτησε για να περάσει τη νύχτα κοντά στα ερείπια ενός παλιού ναού. Αφού προσευχήθηκε, κάρφωσε το σταυροφόρο ραβδί του στη γη και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Δεν πρόφτασε να τον πάρει ο ύπνος και είδε μια περίεργη οπτασία. Μπροστά στο σταυρό του ραβδιού του έφεγγε ένα φως σα να ’ταν αναμμένο καντήλι. Αμέσως κατάλαβε. Σηκώθηκε, γονάτισε μπρος στο φωτισμένο από άυλο θεϊκό φως σταυρό, και προσευχόταν ως το λυκαυγές, ευχαριστώντας τον Κύριο που τον αξίωνε να φωτίζεται από το θαυμαστό φως του, εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεση που του έδωσε, όταν τον κάλεσε στο αποστολικό έργο.

Τα ξημερώματα κοιμήθηκε για λίγο και βλέπει στ’ όνειρό του μια σεμνή γυναίκα να τον διατάζει να χτίσει τον κατεστραμμένο ναό, γιατί, όπως έλεγε, αυτό ήταν το θέλημα του Κυρίου. Όταν ο Νίκων τη ρώτησε ποια είναι, εκείνη απάντησε πως είναι η Φωτεινή, που μαρτύρησε για τον Χριστό και ψέγοντας την διστακτικότητά του, τον προειδοποίησε πως δεν πρόκειται να καταφέρει να φύγει από το νησί αν δεν ανοικοδομήσει το ναό της. Ξυπνώντας το πρωί ο ιεραπόστολος ξέχασε το όνειρο κι ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο. Αμέσως, όμως, έχασε το φως του. Τρομαγμένος κατάλαβε πώς αψήφησε θεϊκή βουλή κι αποφάσισε να παραμείνει μέχρι να χτιστεί ο ναός. Τότε ο Κύριος του ξανάδωσε τη δύναμη των ματιών.

Του έλειπαν, βέβαια, όλα τα μέσα για v’ αρχίσει το χτίσιμο, αλλά κι εδώ το θαύμα έγινε˙ το επόμενο βράδυ οι γύρω χωρικοί είδαν να υψώνεται μεσούρανα από τον τόπο του γκρεμισμένου ναού μια μεγάλη φωτιά. Έκπληκτοι πήραν φτυάρια κι αξίνες κι έτρεξαν να σβήσουν την πυρκαγιά. Βρήκαν, όμως εκεί, το Νίκωνα να τους περιμένει και να τούς μιλά για την ανάγκη να χτιστεί ο ναός. Ρίχτηκαν τότε στη δουλειά και τις επόμενες μέρες, προσφέροντας πρόθυμα ο καθένας ό,τι μπορούσε, κάτω από την επίβλεψη του αγίου το χτίσιμο προχώρησε και τελείωσε. Κι αφού έγιναν τα εγκαίνια κι εγκαταστάθηκαν οι ιερείς κι ο ναός λειτούργησε με τάξη υποδειγματική, ο Νίκων άφησε την Κρήτη και ταξίδεψε πίσω στην πατρίδα του.[1]

Βουλγαράκης Ηλίας, Νερό από την έρημο: Ιεραποστολικές ιστορίες από τη ζωή των μοναχών της αρχαίας Εκκλησίας μας, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα, 1996.

[1] Γαλανοπούλου, Μελετίου Εύαγγ., Αρχιμ., Βίος, πολιτεία, εικονογραφία, θαύματα και ασματική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νίκωνος του «Μετανοείτε», εν Αθήναις 1933, σελ. 46 εξ., 68 εξ., 72 εξ.