Menu Close

Η Ελληνική Επανάσταση

Αναλαμβάνοντας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας, εκπόνησε αναλυτικό σχέδιο για τη διεξαγωγή του Αγώνα. Σε γενικές γραμμές το σχέδιό του προέβλεπε την παραπλάνηση των Τούρκων με την υποκίνηση εξεγέρσεων από Σέρβους και Μαυροβούνιους, δολιοφθορές εναντίον του τουρκικού στόλου στο Ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης και ταυτόχρονη έκρηξη επαναστατικών κινήσεων σε Πελοπόννησο και Μολδοβλαχία.

Τον Οκτώβριο του 1820 πραγματοποιήθηκε κρίσιμη συνάντηση της ηγεσίας των Φιλικών στο Ισμαήλιο της Μολδαβίας. Εκεί ήταν παρόντες, μεταξύ άλλων, ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Γρηγόριος Δικαίος, ο Χριστόφορος Περραιβός και ο Γεώργιος Λασσάνης. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης εκφράσθηκαν έντονες αντιρρήσεις και εκδηλώθηκαν αντιδικίες σε σχέση με τον ενδεδειγμένο τόπο έναρξης της Επανάστασης, αλλά και τις προϋποθέσεις επιτυχίας της. Μπροστά στις διχογνωμίες ο Υψηλάντης αποφάσισε να κινηθεί μόνος του, ορίζοντας ως πρώτη εστία της Επανάστασης τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, απ’ όπου με πλοίο θα κατευθυνόταν στη συνέχεια, μέσω Τεργέστης, προς Νότο, με προορισμό την Ελλάδα και ειδικότερα την Πελοπόννησο. Ταυτόχρονα, ο ηγέτης της Φιλικής εξέδωσε προκήρυξη προς τους «πανιερώτατους και σεβασμιώτατους αρχιερείς, ευγενέστατους άρχοντες και προεστώτες και πάντας προύχοντας του γένους» στη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αρχιπελάγους, ενημερώνοντάς τους για τους στόχους της οργάνωσης αλλά και την ειλημμένη απόφασή της να ξεκινήσει σύντομα την Επανάσταση. Η Επανάσταση μετατέθηκε από τα τέλη του 1820 στην άνοιξη του 1821.

Η Ελληνική Επανάσταση

Ήταν το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου 1821, όταν ο Έλληνας ευπατρίδης πέρασε τον Προύθο ξεκινώντας την Ελληνική Επανάσταση. Ο Υψηλάντης με τα στελέχη του έφτασε στο Ιάσιο. Εκεί του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή, ενώ υψώθηκε η σημαία των επαναστατών. Περίπου 2.000 άνδρες, ανάμεσά τους αρκετοί Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, καθώς και η φρουρά του τοπικού ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου, συμπαρατάχθηκαν ενισχύοντας τις στρατιωτικές δυνάμεις των επαναστατών. Την ίδια μέρα, 24 Φεβρουαρίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από το Γενικό Στρατόπεδο του Ιασίου εξέδωσε την περίφημη προκήρυξή του με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Οι επόμενες ημέρες κύλησαν με στρατολόγηση εθελοντών και την έκδοση προκηρύξεων προς τον τοπικό πληθυσμό αλλά και τους Έλληνες επαναστάτες.

Την 1η Μαρτίου του 1821 ο Υψηλάντης ξεκίνησε με τους άνδρες του για το Βουκουρέστι. Στη Φωξάνη, στα σύνορα Βλαχίας και Μολδαβίας, συγκρότησε τον Ιερό Λόχο, ένα στρατιωτικό σώμα από ιδεολόγους νεαρούς Έλληνες, κυρίως φοιτητές στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, οι οποίοι είχαν συγκινηθεί από τα κηρύγματα περί ελευθερίας.

Ταυτόχρονα με τις δυνάμεις του Υψηλάντη έδρασε στην περιοχή και ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ένας φιλόδοξος Βλάχος τοπικός οπλαρχηγός, ο οποίος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Γεωργάκη Ολύμπιο. Ο Βλαδιμηρέσκου εκμεταλλεύθηκε τη λαϊκή αγανάκτηση από την κοινωνική ανισότητα προσελκύοντας στο σώμα του χιλιάδες ντόπιους, στην πλειονότητά τους αγρότες.

Αλλά ο αφορισμός του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και η διαγραφή του από τον κατάλογο των Ρώσων αξιωματικών προκάλεσαν σύγχυση στο στράτευμά του. Ταυτόχρονα, γνωστοποιήθηκε πως ο οθωμανικός στρατός είχε φθάσει στην περιοχή. Ακολούθησαν στρατιωτικές συγκρούσεις με τους Οθωμανούς. Πρώτα στο Γαλάτσι την 1η Μαΐου 1821 με νίκη των Τούρκων, ακολούθως στο Σκουλένι στις 14 Ιουνίου με παρόμοιο αποτέλεσμα. Στο μεσοδιάστημα ο Βλαδιμηρέσκου συνελήφθη από άνδρες του Υψηλάντη και εκτελέσθηκε με την κατηγορία της προδοσίας. Στις αρχές του καλοκαιριού οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν ανελέητο κυνηγητό εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων του Υψηλάντη, οι οποίες αποκαμωμένες προσπαθούσαν μάταια να προφυλαχθούν. Στις αρχές Ιουνίου οι άνδρες του Υψηλάντη περικυκλώθηκαν στο Δραγατσάνι, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 δόθηκε η καθοριστική μάχη με τα οθωμανικά στρατεύματα. Οι Ιερολοχίτες παρατάχθηκαν με το σύνθημα «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς», αλλά οι αντίπαλοι ήταν υπέρτεροι. Περίπου 25 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί καθώς και 180 Ιερολοχίτες έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες και τα σπαθιά των Τούρκων. Ανάμεσά τους πολλοί νέοι ονομαστών εμπορικών οικογενειών, όπως ο Δημήτριος Σούτζος, πρωτότοκος γιος του Κωνσταντινουπολίτη Κωνσταντίνου Σούτζου. Ο Ιερός Λόχος διαλύθηκε, το πείραμα του Υψηλάντη απέτυχε και ο ίδιος με εναπομείναντες συντρόφους του κατέφυγε αποκαρδιωμένος στην Αυστρία. Ήταν εμφανές ότι η επαναστατική κίνηση της Φιλικής Εταιρείας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες είχε φτάσει στο τέλος της.

Α. Εστίες της Επανάστασης

Η Φιλική Εταιρεία, όπως προαναφέρθηκε, είχε στρατολογήσει τα περισσότερα στελέχη της στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Αντίθετα στη Στερεά Ελλάδα οι εταιριστές ήταν πολλοί λιγότεροι, αφού η παρουσία του Αλή Πασά στη γειτονική Ήπειρο δημιουργούσε προσκόμματα στη στρατολόγηση μελών. Ιδιαίτερα στο Μοριά, τις μελλοντικές εξελίξεις σφράγισε ανεξίτηλα η κατήχηση, το 1819, ενός από τους σημαντικότερους προεστούς της Μάνης, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Πάντως, ακόμη κι έτσι, η ένταξη των Πελοποννησίων στον Αγώνα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η ανεπαρκής προετοιμασία, η εμφανής έλλειψη συντονισμού, η απογοήτευση από τις προσδοκίες για ενίσχυση από το εξωτερικό και ο συνακόλουθος φόβος των αντιποίνων λειτουργούσαν αποτρεπτικά, ιδιαίτερα σε όσους είχαν κάθε λόγο να μη δυσανασχετούν από το οθωμανικό καθεστώς. Ωστόσο, άλλοι παράγοντες, όπως οι ισχυροί θύλακες ελληνικού πληθυσμού, αλλά και η κλέφτικη παράδοση της περιοχής, συνηγορούσαν υπέρ της εξέγερσης.

Στις 26 Ιανουαρίου 1821, κατέφθασε στην Πελοπόννησο ο Γρηγόριος Δικαίος, ως εκπρόσωπος της Αρχής και του Αλέξανδρου Υψηλάντη προσωπικά. Συναντήθηκε στη Βοστίτσα με αρκετούς Πελοποννήσιους προκρίτους διαδίδοντας τη δραστηριοποίηση της Ρωσίας ως προστάτιδας δύναμης των ελληνικών επαναστατικών σχεδίων και μετέφερε το αίτημα για άμεση έναρξη των επιχειρήσεων. Ο Δικαίος, ο οποίος «κατετάραττε συνεχώς το μυαλό των πάντων», γνωστοποίησε στους συμπατριώτες του τις αποφάσεις του Ισμαηλίου περί έναρξης της Επανάστασης την 25η Μαρτίου 1821, αφού προφανώς δεν είχε στο μεσοδιάστημα προλάβει να ενημερωθεί για τη μεταβολή των σχεδίων του Υψηλάντη. Υποσχέθηκε μάλιστα πως η άφιξη του πρίγκιπα στον Μοριά ήταν ζήτημα ημερών, το ίδιο και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών για τις ανάγκες των πολεμικών αναμετρήσεων. Η συνάντηση διεξήχθη μέσα σε έντονα φορτισμένο κλίμα, κυρίως λόγω της αμετροέπειας του Δικαίου που επέτεινε τον εκνευρισμό των Πελοποννησίων. Η σύγκρουση δύο κόσμων ήταν εμφανής. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου αισθάνονταν πως είχαν βαριά ευθύνη, αφού είχαν την πεποίθηση πως μιλούσαν εξ ονόματος του Γένους. Ωστόσο, παρά τις αντιδράσεις, κυρίως από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος αποκαλούσε τον Δικαίο «ανθρωπο απαταιών και εξωλέστατο», από τον προύχοντα των Καλαβρύτων Ανδρέα Ζαΐμη αλλά και από τον προεστό της Γορτυνίας Κανέλλο Δεληγιάννη που χαρακτήριζε τα προβαλλόμενα επιχειρήματα «κομπορρημοσύνας και αγυρτίας», «ληρήματα, ανοησίας και παραλογισμούς», δύο άλλα γεγονότα, η αποστασία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων αλλά και η απόφαση του Αλέξανδρου Υψηλάντη να κινηθεί με τις δικές του δυνάμεις στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, κατέστησαν την πορεία προς την Επανάσταση αναπόδραστη. Ιδιαίτερα η αποσκίρτηση του Αλή Πασά και η πολιορκία του από πολυάριθμο οθωμανικό στρατό διευκόλυναν την επανάσταση στον Μοριά, αφού καθήλωσαν στην περιοχή της Ηπείρου τουρκικά στρατεύματα που διαφορετικά θα βρίσκονταν νοτιότερα.

Καθοριστική για την πορεία προς την εξέγερση στον Μοριά αποδείχθηκε η επιστροφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στα πάτρια εδάφη. Στις 6 Ιανουαρίου 1821 ο «Γέρος του Μοριά» αποβιβάσθηκε στη Μάνη. Η μακρά εξορία του στα Επτάνησα μετά το «χαλασμό των κλεφτών», το 1806, είχε λάβει τέλος. Κατά την παραμονή του στα νησιά του Ιονίου ο Κολοκοτρώνης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, πιθανότατα την 1η Δεκεμβρίου 1818, και με τη σειρά του μύησε αρκετούς άλλους. Στη Μάνη ο «Γέρος του Μοριά» ήλθε σε επαφή με έναν εκ των επιφανεστέρων Μοραϊτών προκρίτων, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, οργανώνοντας τις λεπτομέρειες της εξέγερσης.

Η πρώτη τουφεκιά της Επανάστασης έπεσε στο δρόμο που οδηγούσε στην Τρίπολη. Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα οι συγκρούσεις είχαν γενικευθεί σε όλο τον Μοριά. Στις 22 Μαρτίου 1821 οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν μέσα στην πόλη της Πάτρας. Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, επικεφαλής των προκρίτων της περιοχής, παρουσία πλήθους ενόπλων ύψωσε το σταυρό ορκίζοντας τους παρευρισκομένους στον αγώνα «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Το συγκεντρωμένο πλήθος παραληρούσε φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της ελευθερίας. Οι επαναστάτες εξέδωσαν προκήρυξη, την οποία διένειμαν σε όλους τους ξένους προξένους που στάθμευαν στην πόλη, αναζητώντας βοήθεια. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, όμως, σύντομα αποδείχθηκε πως η πόλη της Πάτρας δεν επρόκειτο εύκολα να περάσει σε ελληνικά χέρια. Ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις επενέβησαν καταπνίγοντας την εξέγερση. Αμέσως μετά η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία και τη φωτιά, ενώ οι Έλληνες κάτοικοί της είτε αιχμαλωτίσθηκαν είτε την εγκατέλειψαν άτακτα. Η Επανάσταση μετρούσε ήδη την πρώτη μεγάλη αποτυχία της.

Παρά την αποτυχία στην Πάτρα, ο επαναστατικός αναβρασμός γενικεύθηκε. Στις 23 Μαρτίου 1821 εξεγερμένοι Μανιάτες, καθοδηγούμενοι από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πολιόρκησαν και κατέλαβαν εύκολα την Καλαμάτα, αιχμαλωτίζοντας τους Τούρκους της πόλης.

Η πρώτη αντίδραση της τοπικής οθωμανικής εξουσίας φανέρωνε τη σύγχυση και την υποτίμηση της σπουδαιότητας του αγώνα των Ελλήνων. Με προκήρυξή του προς τους κατοίκους των Καλαβρύτων, ο καϊμακάμης της περιοχής αποκαλούσε «κλέφτες και κακούργους» τους Έλληνες επαναστάτες και ζητούσε από τους ραγιάδες υπηκόους του να μην τους παρέχουν προστασία. Στην καρδιά της αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κλήθηκε ενώπιον του σουλτάνου προκειμένου να δώσει εξηγήσεις για τα διαδραματιζόμενα. Στους δρόμους της Πόλης αλλά και της Σμύρνης εξαγριωμένοι Οθωμανοί βιαιοπραγούσαν εις βάρος Ελλήνων και κατέστρεφαν ελληνικές ιδιοκτησίες. Αρκετοί επιφανείς Έλληνες της Κωνσταντινούπολης βρήκαν τότε τραγικό θάνατο. Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Γρηγόριος ο Ε΄, ο οποίος απαγχονίσθηκε ανήμερα του Πάσχα, στις 10 Απριλίου του 1821, στη μεσαία θύρα του Πατριαρχείου με την κατηγορία της συνέργειας στις επαναστατικές ενέργειες.

Η στρατηγική του Κολοκοτρώνη ήταν, σε γενικές γραμμές, απλή. «Σύρτε στα κάστρα, πολιορκήστε», προέτρεπε τους συντρόφους του, αφού γνώριζε καλά πως η συγκέντρωση της οθωμανικής διοίκησης στις μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου, την Τρίπολη, το Ναύπλιο και την Πάτρα, απαιτούσε το συντονισμό των εξεγερμένων εναντίον τους. Η τακτική που προκρίθηκε από τον πεπειραμένο Κολοκοτρώνη, η παραμονή δηλαδή αποκλειστικά στο έδαφος της Πελοποννήσου και η διενέργεια πολιορκιών, ιδιαίτερα κατά το διάστημα 1821-1823, σε συνδυασμό με τον κλεφτοπόλεμο, θα αποδεικνυόταν πολύ σύντομα ευφυής, χαρίζοντας μεγάλες νίκες στα ελληνικά όπλα.

Σε αντιδιαστολή με την Πελοπόννησο, ο επαναστατικός αναβρασμός δεν προχωρούσε με την ίδια ορμή στη Στερεά Ελλάδα, ιδιαίτερα στα δυτικά τμήματά της. Κύρια αιτία γι’ αυτό ήταν η παρουσία στη γειτονική Ήπειρο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, στην υπηρεσία του οποίου βρίσκονταν ή σχετίζονταν μαζί του πολλοί από τους αρματολούς της περιοχής. Δυσχέρειες προκαλούσε επίσης και η έλλειψη ικανού αριθμού κλεφτών, οι οποίοι, κατά το πρότυπο της Πελοποννήσου, θα μπορούσαν να αναλάβουν το κύριο βάρος των επαναστατικών ενεργειών. Τέλος, οι συχνά ανταγωνιστικές σχέσεις αρκετών αρματολών μεταξύ τους δημιουργούσαν επανειλημμένα προσκόμματα στον επαναστατικό σχεδιασμό.

Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, και εκεί τα μηνύματα της Επανάστασης ήταν έντονα. Στην Ανατολική Στερεά ήδη από τις 27 Μαρτίου 1821 ο Πανουργιάς πολιόρκησε με τους άνδρες του τα Σάλωνα, κυριεύοντας την ακρόπολη της πόλης δεκατρείς ημέρες αργότερα. Τον ακολούθησαν αλυσιδωτά διάφοροι οπλαρχηγοί της γύρω περιοχής, όπως ο Γκούρας και ο Σκαλτσάς που κατέλαβαν το Γαλαξίδι και το Λιδωρίκι, αντίστοιχα. Λίγο αργότερα, στις 31 Μαρτίου, ο «καλός στρατιώτης του Χριστού και της πατρίδος» Αθανάσιος Διάκος ύψωσε στη Λιβαδειά τη σημαία της ελευθερίας.

Με την πάροδο ενός μήνα, τον Απρίλιο του 1821, ογκωδέστατο οθωμανικό στράτευμα με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη αποσπάσθηκε από την κύρια οθωμανική στρατιωτική δύναμη, που με επικεφαλής τον Χουρσίτ Πασά πολιορκούσε τον Αλή Πασά στα Γιάννενα, και κινήθηκε νοτιότερα για να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Ο πανικός που προκλήθηκε μεταξύ των χριστιανών ήταν μεγάλος και οι περιστάσεις αποδεικνύονταν ιδιαίτερα κρίσιμες. Ορισμένοι αποφασισμένοι Έλληνες επαναστάτες αποφάσισαν τότε να ανακόψουν την τουρκική προέλαση. Οχυρώθηκαν λοιπόν στην Αλαμάνα, στις 22 Απριλίου, προβάλλοντας ηρωική, αλλά ανεπιτυχή αντίσταση. Ο ιερωμένος επικεφαλής τους Αθανάσιος Διάκος έπεσε στα χέρια των Τούρκων σοβαρά τραυματισμένος και βρήκε φρικτό θάνατο. Ακολούθως οι Έλληνες αγωνιστές οχυρώθηκαν στο Χάνι της Γραβιάς, με αρχηγούς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Ιωάννη Γκούρα, και στις 8 Μαΐου αντιμετώπισαν τις τουρκικές δυνάμεις. Οι λιγοστοί Έλληνες επαναστάτες απώθησαν τον τουρκικό στρατό. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, επιχείρησαν ηρωική έξοδο και διέφυγαν από το ετοιμόρροπο χάνι χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες, σε αντίθεση με εκείνες των Ελλήνων. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1821, οι πολυπληθείς στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων, ενισχυμένες με τους άνδρες του Βεϋράν Πασά, που είχαν προστρέξει από τη Μακεδονία, συνάντησαν εκ νέου την αντίσταση των Ελλήνων, που με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Ιωάννη Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Γκούρα τούς περίμεναν στα Βασιλικά, κοντά στη Λαμία. Η μάχη εξελίχθηκε σε πανωλεθρία για τον τουρκικό στρατό. Το πλήγμα στην αυτοπεποίθηση των Τούρκων ήταν πολύ ισχυρό, καθώς αποδείχθηκε πως δεν ήταν ανίκητοι. Έτσι η Επανάσταση διασώθηκε όχι μόνο στην Ανατολική Ελλάδα, αλλά και στην Πελοπόννησο, αφού εκείνο το διάστημα η πολιορκία της Τρίπολης είχε εισέλθει στην πιο κρίσιμη φάση της.

Στη Δυτική Στερεά, πάλι, λίγες ημέρες μετά την έκρηξη της Επανάστασης η κατάσταση ήταν τεταμένη. Οι πληροφορίες και οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τα σχέδια των ραγιάδων προκαλούσαν σκεπτικισμό. Λίγο βορειότερα, στους δύσβατους ορεινούς όγκους του Σουλίου, η Ελληνική Επανάσταση διέθετε τους καλύτερους πολεμιστές της, αφού οι Σουλιώτες είχαν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη μετά τη συμφωνία που έκαναν με τον Αλή Πασά, τον Δεκέμβριο του 1820. Εκεί έφτασε και ο Χριστόφορος Περραιβός, ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας, εφοδιασμένος με επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τους συμπατριώτες του.

Στη Δυτική Στερεά ο Φιλικός οπλαρχηγός του Ζυγού, ο Δημήτριος Μακρής, οργάνωσε την επίθεση εναντίον του Μεσολογγίου. Στις 24 Μαΐου 1821 η πόλη κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες.

Στις 26 Μαΐου 1821 συγκρούσθηκαν Έλληνες και Τούρκοι στην Κούλια κοντά στο Μακρυνόρος, στην περιοχή της Άρτας. Οι Έλληνες, μετά τη νίκη τους, πήραν θάρρος και πολιόρκησαν τους Τούρκους στη Βόνιτσα, στο Βραχώρι και αλλού. Τέσσερις μέρες μετά ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Γιαννάκης Κουτελίδας πολιόρκησαν τους Τούρκους στο Κομπότι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη μάχη, που επαναλήφθηκε στις 8 Ιουνίου, σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι, πληγώθηκε όμως και ο Καραϊσκάκης. Οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν με αυξομειώσεις και το επόμενο διάστημα. Στις 29 Ιουνίου 1821 δόθηκε μια μικρή μάχη στο Πέτα. Οι Έλληνες ηττήθηκαν. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1821 δόθηκε και νέα μάχη στο Πέτα. Επικράτησαν οι Έλληνες, οι οποίοι είχαν ενισχυθεί.

Ο επαναστατικός αναβρασμός στην ηπειρωτική Ελλάδα επεκτάθηκε γρήγορα στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Πρώτες επαναστάτησαν οι Σπέτσες. Ακολούθησαν τα Ψαρά και στη συνέχεια η Ύδρα και η Σάμος. Τα αποτελέσματα της κινητοποίησης των νησιωτών ήταν άμεσα. Δεκαπέντε καράβια εξόπλισαν μόνο οι καραβοκύρηδες των Σπετσών, ενώ η θρυλική καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα απέκλεισε από τη θάλασσα τα φρούρια του Ναυπλίου. Ταυτόχρονα, Ψαριανοί καπετάνιοι εμπόδισαν τον απόπλου από τη Σμύρνη οθωμανικών δυνάμεων που προορίζονταν για την Πελοπόννησο, βυθίζοντας μάλιστα ένα τουρκικό πλοίο και αιχμαλωτίζοντας άλλα τρία. Στην Ύδρα ο Φιλικός καπετάνιος Αντώνιος Οικονόμου κατέλυσε στις 30 Μαρτίου του 1821 την εξουσία των τοπικών προυχόντων, που έδειχναν εξαιρετικά απρόθυμοι να εξεγερθούν. Κατέστη έτσι δυνατή η συγκρότηση ναυτικής μοίρας, αποτελούμενης από οκτώ πλοία, υπό τη διοίκηση του έμπειρου ναυτικού Ιακώβου Τομπάζη. Στις προτεραιότητες του ναυτικού αγώνα εντασσόταν η απόκτηση μιας ισχυρής ναυτικής βάσης, κυρίως στην Πελοπόννησο. Το λιμάνι του Ναυπλίου είχε προκριθεί ως η καταλληλότερη λύση.

Ο Μοριάς, η Ρούμελη και τα νησιά δεν ήταν οι μοναδικές περιοχές, όπου ξέσπασαν επαναστατικές εστίες στη διάρκεια του 1821. Η Μακεδονία, η Θεσσαλία και η Κρήτη συγκλονίσθηκαν από τις πρωτοβουλίες φλογισμένων Ελλήνων επαναστατών. Ιδιαίτερα στη Μακεδονία, οι διεργασίες προς την εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια εισήλθαν στην τελική τους φάση από το 1818 με τη στρατολόγηση μελών, όπως ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Δημήτριος Ιπατρος, ο Γεώργιος Λασσάνης, ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Εμμανουήλ Παππάς. Στον τελευταίο μάλιστα έλαχε ο κλήρος να ηγηθεί της Επανάστασης στη Χαλκιδική, που άρχισε την άνοιξη, σχεδόν ταυτόχρονα με τις επαναστατικές ενέργειες του Μοριά και της Ρούμελης, αλλά τερματίσθηκε άδοξα, ύστερα από μερικές επιτυχίες των Ελλήνων, το χειμώνα του 1821. Είχε προηγηθεί λίγο νωρίτερα αποστολή Μακεδόνων καπετάνιων, ανάμεσά τους και του Νικολάου Κασομούλη, στη Νότια Ελλάδα, προς αναζήτηση βοήθειας, η οποία όμως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.

Πριν σβήσει ολότελα η επαναστατική φλόγα στη Χαλκιδική, ξεκίνησε, τον Φεβρουάριο του 1822, η εξέγερση στην Κεντρική Μακεδονία. Πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου, καθώς και επιφανείς πρόκριτοι της Νάουσας, της Έδεσσας, της Σιάτιστας και της Καστοριάς. Ιδιαίτερα στη Νάουσα οι Έλληνες της πόλης εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων, με επικεφαλής τον άρχοντα Λογοθέτη Ζαφειράκη και τους οπλαρχηγούς Τσάμη Καρατάσο και Αγγελο Γάτσο. Και οι τρεις τους είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχαν αναλάβει ως αποστολή την οργάνωση εξεγέρσεων στην ιδιαίτερή τους πατρίδα. Μέσα στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου οι επαναστάτες ύψωσαν επαναστατική σημαία με το φοίνικα και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» από τη μια πλευρά και από την άλλη το σύνθημα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», το οποίο ενέπνευσε τον επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη. Οι εξεγερμένοι απώθησαν το στράτευμα του Κεχαγιά μπέη, που με 4.000 στρατιώτες είχε σταλεί εναντίον τους.

Γρήγορα, όμως, οι εξελίξεις στη Νάουσα πήραν δυσάρεστη τροπή. Μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα ο σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη αντέδρασε οργισμένα, εκδίδοντας αυτοκρατορικό φιρμάνι με το οποίο ζητείτο η καταστολή της εξέγερσης. Υπακούοντας στο θέλημά του, στις 6 Απριλίου του 1822, η πόλη πολιορκήθηκε από την πολυπληθή στρατιωτική δύναμη του πασά της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν, του διαβόητου Εμπού Λουμπούτ (ροπαλοφόρος), που αριθμούσε περίπου 10.000 Οθωμανούς στρατιώτες. Σκληρές μάχες δόθηκαν επί σειράν ημερών γύρω από τη Νάουσα και τα χωριά της. Έχοντας απορρίψει την πρόταση των Τούρκων για παράδοση με αντάλλαγμα την παροχή αμνηστίας, η Νάουσα λύγισε τελικά πέφτοντας στα χέρια των πολιορκητών της. Ήταν μέσα Απριλίου του 1822. Την πτώση της μαρτυρικής πόλης ακολούθησαν γενικευμένες σφαγές, με σημαντικότερη εκείνη που διεπράχθη στη θέση «Κιόσκι», αιχμαλωσίες, καταστροφές και λεηλασίες εκκλησιών, σπιτιών και περιουσιών, αλλά και απερίγραπτες σκηνές αυτοθυσίας και ηρωισμού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν η σύζυγος και η κόρη του προκρίτου Ζαφειράκη Λογοθέτη καθώς και οι σύζυγοι των οπλαρχηγών Καρατάσιου και Γάτσου.

Εκτός από τη Μακεδονία, η φλόγα της Επανάστασης επεκτάθηκε και στην Κρήτη. Με επίκεντρο τα Σφακιά και τα Ανώγεια οι Κρήτες ξεσηκώθηκαν, αλλά η προσπάθειά τους να προσελκύσουν βοήθεια από τον εξεγερμένο Μοριά και τη Ρούμελη απέβη τελικά άκαρπη. Τους Έλληνες του νησιού δεν βοηθούσε επίσης η απουσία τοπικών στελεχών της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και η εύρωστη μουσουλμανική μειονότητα. Τον Νοέμβριο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης διόρισε ως γενικό αρχηγό της εξέγερσης στο νησί τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη, ο οποίος με τη συνδρομή του Γάλλου φιλέλληνα Βαλέστ σημείωσε κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες στις αρχές του 1822. Ωστόσο, όλες οι επαναστατικές ενέργειες υπήρξαν αποσπασματικές και, ελλείψει συνολικού σχεδίου, η αποτυχία του εγχειρήματος φάνταζε αναπόφευκτη. Με εντολή του σουλτάνου, αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο νησί τον Μάιο του 1822 και έσβησαν κάθε επαναστατική εστία.

Β. Στρατιωτικές επιτυχίες
(1821-1824)

Δύο μήνες μόλις μετά την έκρηξη της Επανάστασης στον Μοριά, το Μάιο του 1821, ο Κολοκοτρώνης είχε ήδη συγκροτήσει ένα αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα, με το οποίο είχε κυκλώσει το διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου, την Τριπολιτσά. Ο στόχος του ήταν προφανής. Ενδεχόμενη κατάληψη της πόλης από τους Έλληνες θα είχε μεγάλη συμβολική, αλλά και στρατιωτική αξία. Μετά την κάμψη της αρχικής αντίστασης των Τούρκων, η πολιορκία της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες έγινε στενότερη, ενώ το ηθικό των Τούρκων εξασθένησε. Στην πόλη είχαν συγκεντρωθεί περίπου 30.000 άνθρωποι, κυρίως μουσουλμάνοι καθώς και λίγοι χριστιανοί και Εβραίοι. Οι πολιορκητές απέκοψαν τα υδραγωγεία, ωστόσο η πόλη διέθετε άφθονα πόσιμα πηγαδίσια νερά. Είχε επίσης λίγα τρόφιμα. Καθώς όμως η πολιορκία άρχισε να στενεύει, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και επιδημίες έκαναν την εμφάνισή τους.

Το καλοκαίρι που ακολούθησε επιδείνωσε τη θέση των πολιορκημένων Τούρκων. Η κατάληψη της πόλης από τους Έλληνες επαναστάτες έδειχνε αναπόδραστη. Ταυτόχρονα, διάφορες περίεργες φήμες για τις προθέσεις των Ελλήνων σκορπούσαν στους Τούρκους το φόβο. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους επαναστάτες Έλληνες και τους πολιορκημένους Τούρκους της Τριπολιτσάς, που βρίσκονταν σε απόγνωση, αποτελούσαν συχνό φαινόμενο. Οι γυναίκες της πόλης ζήτησαν να δουν την Μπουμπουλίνα. Εκείνη αποδέχθηκε την πρόσκληση και μπήκε στην πόλη μαζί με τη φρουρά της. Το ίδιο έκαναν και αρκετοί καπετάνιοι, ενώ πολλοί Τούρκοι «πήγαιναν στη σκηνή του Κολοκοτρώνη με δώρα. Λίγο πριν από την πτώση της πόλης οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς ήλθαν σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη, προκειμένου να αποχωρήσουν αλώβητοι. Ο Κολοκοτρώνης εγγυήθηκε προσωπικά για την εφαρμογή της συμφωνίας. Παρά τις δυσχέρειες που παρουσιάσθηκαν, η συμφωνία τηρήθηκε και οι Αλβανοί με τη συνοδεία Ελλήνων στρατιωτών προωθήθηκαν στη Στερεά Ελλάδα και την Ήπειρο.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έπειτα από πολύμηνη προσπάθεια, η Τριπολιτσά αλώθηκε από τους Έλληνες πολιορκητές της. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη, έως τότε, στρατιωτική επιτυχία των επαναστατών, γεγονός όχι μόνο συμβολικής, αλλά και στρατηγικής σημασίας, αφού η πόλη αποτελούσε νευραλγικό διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου. Η γενικευμένη σφαγή, όμως, των Τούρκων της πόλης αμαύρωσε την αίγλη της νίκης και προκάλεσε αποτροπιασμό και σε αρκετούς φιλέλληνες.

Η επίμονη πολιορκία των τουρκικών φρουρίων συνεχίσθηκε. Στην Πάτρα, ο διά θαλάσσης ανεφοδιασμός της πόλης ανακούφιζε τους πολιορκημένους Τούρκους. Και επειδή οι ναυτικοί αποκλεισμοί των Ελλήνων δεν αναγνωρίζονταν στην αρχή της Επανάστασης, πολεμικά πλοία των ευρωπαϊκών χωρών προστάτευαν τα πλοία που μετέφεραν τρόφιμα. Στο πολιορκούμενο Ναύπλιο, για παράδειγμα, ένα μαλτέζικο πλοίο μετέφερε τρόφιμα στους Τούρκους και εμπόδισε έτσι την παράδοσή του στους Έλληνες.

Στην πολιορκούμενη Πύλο, στην αρχή της Επανάστασης οι Τούρκοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Έτσι άρχισαν να τρώνε και άλογα και γαϊδούρια και άλλα ακάθαρτα ζώα. Το επόμενο διάστημα η κατάστασή τους χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο. Τελικά, η Πύλος έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Προκειμένου μάλιστα να μην εξαπλωθούν αρρώστιες, τα πτώματα κάηκαν.

Στις αρχές του 1822 στάλθηκε στη Νότια Ελλάδα ο Δράμαλης για να καταπνίξει τις επαναστατικές εστίες. Η είδηση της καθόδου του προκάλεσε αναταραχή στους Έλληνες. Μπροστά στη γενικευμένη σύγχυση, ο κίνδυνος εκφυλισμού της Επανάστασης ήταν ορατός. Τότε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των επαναστατών, απέδειξε έμπρακτα πως η φήμη που τον συνόδευε δεν ήταν τυχαία. Αμέσως συγκέντρωσε τους άνδρες του και με πύρινους λόγους προσπάθησε να τους εμψυχώσει.

Γνωρίζοντας τα σαφή μειονεκτήματα μιας ενδεχόμενης απευθείας αναμέτρησης με τις υπέρμετρες οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, ο Κολοκοτρώνης επέλεξε να οχυρωθεί στα Δερβενάκια, ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους ορεινούς όγκους που χωρίζουν την Κόρινθο από την αργολική πεδιάδα και το Ναύπλιο. Εκεί, πίστευε πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους έχοντας στρατηγικό πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα, εφαρμόζοντας την τακτική της «καμένης γης», διέταξε να ανάψουν φωτιές προκειμένου να καταστραφούν τα σπαρτά και να περιορισθούν οι δυνατότητες των Τούρκων για ανεφοδιασμό. Η συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια επιβεβαίωσε τη στρατιωτική ευφυΐα του Κολοκοτρώνη.

Κι ενώ στην ξηρά οι μάχες μαίνονταν, ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να συνδράμει τις χερσαίες επιχειρήσεις. Το απόγευμα της 6ης Ιουνίου 1822 αρκετοί ανώτεροι αξιωματικοί του τουρκικού Ναυτικού είχαν συγκεντρωθεί στη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου «Μανσουρίγιε» για να γιορτάσουν το Μπαϊράμι. Μέσα στη γενική ευθυμία διέλαθε την προσοχή των Οθωμανών η διείσδυση Ελλήνων μπουρλοτιέρηδων, με μπροστάρηδες τον Ψαριανό Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο. Οι Έλληνες πυρπολητές με παράτολμη γενναιότητα έβαλαν φωτιά και κατόρθωσαν να βυθίσουν το καμάρι του τουρκικού πολεμικού στόλου. Περισσότεροι από 2.000 Τούρκοι ναύτες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν, ενώ και ο ίδιος ο ναύαρχος Καρά Αλής ξεψύχησε λίγη ώρα αργότερα. Επρόκειτο για ένα καίριο χτύπημα που έκανε θρύψαλα το γόητρο του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Στις 29 Αυγούστου του 1824 ο ελληνικός στόλος με διοικητή τον Ανδρέα Μιαούλη ναυμάχησε με τον ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στόλο, τον οποίο διοικούσαν ο Ιμπραήμ και ο Χοσρέφ Πασάς, στον κόλπο του Γέροντα, κοντά στο νησί της Λέρου. Η ναυμαχία, που ήταν η σημαντικότερη ναυτική επιχείρηση στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, έληξε με θρίαμβο των ελληνικών πυρπολικών, παρότι οι τουρκοαιγυπτιακές ναυτικές δυνάμεις υπερτερούσαν κατά πολύ των αντίστοιχων ελληνικών. Η ναυτική αναμέτρηση κορυφώθηκε με την πυρπόληση φρεγάτας από τους Υδραίους Παπαντώνη και Γεώργιο Βατικιώτη.

Γ. Οι ήττες

Οι εξελίξεις στο Ελληνικό Ζήτημα πήραν αρνητική τροπή από τις αρχές του 1822, λόγω της ήττας του Αλή Πασά και της αποδέσμευσης των οθωμανικών στρατευμάτων υπό τον Χουρσίτ Πασά, οι οποίες μπορούσαν τώρα να κινηθούν στο σύνολό τους νοτιότερα. Τα νέα δεδομένα γεύθηκαν πρώτοι οι Σουλιώτες, οι οποίοι στις αρχές του καλοκαιριού βρέθηκαν υπό ασφυκτική πολιορκία χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών. Την ίδια στιγμή, οι εξεγερμένοι Έλληνες είχαν εισέλθει στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ύπαρξης πολλών κέντρων πολιτικής εκπροσώπησης. Η έλλειψη συντονισμού και οι αντιπαραθέσεις οδήγησαν στην ήττα κατά τη μάχη στο Πέτα. Το πρωί της 4ης Ιουλίου 1822 πολυπληθές τουρκικό στράτευμα, αποτελούμενο από περίπου 9.000 άνδρες με επικεφαλής τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά (Κιουταχή), στάθηκε απέναντι στις ελληνικές δυνάμεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε είχε ολέθρια αποτελέσματα για τους Έλληνες και τους φιλέλληνες. Περίπου τα 3/4 των στρατιωτών του Τάγματος των Φιλελλήνων σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι με δυσκολία κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο ανθός της ευρωπαϊκής νεολαίας, που με τόσο ρομαντισμό είχε στρατευθεί στην ελληνική υπόθεση, εκείτετο νεκρός λίγο έξω από την Άρτα. Τον Απρίλιο του 1822 ισχυρές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στο νησί της Χίου, στο οποίο διέμεναν περίπου 100.000 άτομα. Με εντολή του Τούρκου διοικητή, ακολούθησαν γενικευμένη σφαγή και λεηλασία των περιουσιών. Περίπου τα 2/3 των κατοίκων του νησιού, γύρω στους 70.000, εξοντώθηκαν ή πουλήθηκαν για σκλάβοι. Η καταστροφή της Χίου συγκλόνισε τόσο τους Έλληνες όσο και τους φιλελληνικούς κύκλους ανά τον κόσμο. Ο Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντε-λακρουά αποτύπωσε στον καμβά του το τραγικό θέαμα εικονοποιώντας την ανείπωτη καταστροφή, ενώ ποίημα στο αποτρόπαιο γεγονός αφιέρωσε και ο Αμερικανός ποιητής και δημοσιογράφος William Cullen Bryant. Τα Ψαρά αποτελούσαν μία από τις πλέον προβεβλημένες εστίες του ναυτικού αγώνα των Ελλήνων. Γενέτειρα πολλών μπουρλοτιέρηδων, όπως του Κωνσταντίνου Κανάρη, του Δημητρίου Παπανικολή και του Δημήτρη Βρατσάνου, το νησί αριθμούσε στις αρχές της Επανάστασης περίπου 30.000 ψυχές, ντόπιους αλλά και πρόσφυγες από τα γειτονικά νησιά. Τον Ιούλιο του 1824 πολυάριθμες ναυτικές τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις προσέγγισαν αιφνιδιαστικά το νησί. Οι Έλληνες υπερασπιστές του, είτε από κακό υπολογισμό είτε από υπερεκτίμηση των δυνάμεών τους, δεν τους αντιμετώπισαν με τα πυρπολικά τους, αλλά οχυρώθηκαν στη στεριά. Η επιλογή αποδείχθηκε ολέθρια, αφού οι Τούρκοι, δίχως ουσιαστική αντίσταση, αποβίβασαν στρατεύματα στην ξηρά. Ακολούθησε λουτρό αίματος. Πάνω από 18.000 κάτοικοι εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Επρόκειτο για μια ανείπωτη εθνική τραγωδία. Ωστόσο, αρκετοί Ψαριανοί τη βίωσαν ως αποτέλεσμα της παραμέλησης της νήσου από την ελληνική διοίκηση, εξαιτίας κυρίως του μαινόμενου εμφύλιου πολέμου. Επιχειρώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, το Βουλευτικό εξέδωσε στις 28 Ιουνίου 1824 προκήρυξη προς τους πρόσφυγες Ψαριανούς που είχαν καταφύγει στις Σπέτσες εκφράζοντας την οδύνη του για τα θλιβερά γεγονότα.

Την περίοδο 1823-1825 οι Έλληνες επαναστάτες έπεσαν σε καταστροφικές εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες απείλησαν να ακυρώσουν τις στρατιωτικές επιτυχίες των ετών 1821-1823. Κι ενώ η επαναστατημένη Ελλάδα σπαρασσόταν από τις εμφύλιες συγκρούσεις, στις ακτές της Πελοποννήσου αποβιβάσθηκε ο Ιμπραήμ Πασάς, γιος του τοπάρχη της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλη. Αποστολή του ήταν η συντριβή της Επανάστασης. Συνδυάστηκε, μάλιστα, με τις εκκαθαριστικές επιθέσεις που πραγματοποιούσε την ίδια περίοδο ο Κιουταχής στη Στερεά Ελλάδα. Ο Αιγύπτιος αξιωματικός διοικούσε αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα που είχε εκπαιδευτεί από Γάλλους αξιωματικούς, ενώ υποστηριζόταν από ναυτική δύναμη που σκοπό είχε να ελέγξει τις θαλάσσιες οδούς του Αιγαίου. Η άφιξη του Ιμπραήμ σκόρπισε πανικό στην Πελοπόννησο. Η ορμητικότητα του Ιμπραήμ απείλησε να αφανίσει την Επανάσταση. Ο κόσμος είχε πανικοβληθεί και ήταν φανερό πως αν δεν αναχαιτιζόταν η αιγυπτιακή λαίλαπα, η Επανάσταση κινδύνευε να φυλλορροήσει. Στη μάχη που δόθηκε στη Σφακτηρία, τον Απρίλιο του 1825, αποδεκατίσθηκαν οι Έλληνες υπερασπιστές, ανάμεσά τους ο Ιταλός φιλέλληνας Σαντόρε Σανταρόζα, ο υπουργός Πολέμου Αναγνωσταράς και ο καπετάνιος Αναστάσιος Τσαμαδός. Η πτώση του Νεοκάστρου, μάλιστα, ερμηνεύθηκε ως προμήνυμα των επερχόμενων δεινών. Για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος αποφάσισε να εκστρατεύσει για να εξουδετερώσει τον Ιμπραήμ. Στο Μανιάκι της Μεσσηνίας οι άνδρες του Παπαφλέσσα αντιμετώπισαν στις 20 Μαΐου 1825 το υπέρτερο αιγυπτιακό στράτευμα.

Παρά τη σκληρή οκτάωρη αναμέτρηση, οι λιγοστοί Έλληνες απέτυχαν να ανακόψουν την ορμή των Αιγυπτίων. Οι περισσότεροι έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Γρηγόριος Δικαίος. Ο ένδοξος θάνατος του Παπαφλέσσα δεν άφησε ασυγκίνητους ούτε τους σφοδρότερους επικριτές του. Διάχυτη ήταν η άποψη πως επρόκειτο για μια πράξη ύψιστου ηρωισμού και αυτοθυσίας, ενέργεια που στάθηκε αρκετή για να διαγράψει όλες τις αμφιλεγόμενες κινήσεις του ορμητικού ιεράρχη κατά το παρελθόν.

Στην επετηρίδα των πολεμικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης εμβληματική θέση κατέχουν οι πολιορκίες και τελικά η άλωση του Μεσολογγίου. Η σπουδαιότητα της πόλης ήταν μεγάλη. Υπήρξε επίσης σημαντικό εμπορικό λιμάνι και μάλιστα κερδοφόρο, συνεισφέροντας χρήματα στο κρατικό ταμείο. Αποτελούσε, τέλος, τη μεγαλύτερη πόλη στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και ενδιάμεσο σταθμό για τα στρατεύματα που κινούνταν προς το Νότο από την περιοχή της Ηπείρου. Η πρώτη πολιορκία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1822 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτος. Τον Απρίλιο του 1825 ξεκίνησε η δεύτερη πολιορκία του από τους Τούρκους, με επικεφαλής τον Κιουταχή. Ωστόσο, η αποτυχία του προκάλεσε εντύπωση, αύξησε τη δυσαρέσκεια εναντίον του και οδήγησε στην άφιξη του Ιμπραήμ.

Η εξέλιξη αυτή ανέτρεψε τα πολεμικά δεδομένα. Στις 12 Δεκεμβρίου 1825 κατέφθασε στο Μεσολόγγι ο Ιμπραήμ μαζί με περίπου 6.000 στρατιώτες. Ο ερχομός του είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της πολιορκίας και τη σταδιακή αποκοπή κάθε είδους διόδου, έστω και θαλάσσιας, με τον έξω κόσμο. Η σχεδόν ταυτόχρονη αποχώρηση από την περιοχή των υδραίικων πλοίων, εξαιτίας της μη καταβολής μισθών στα πληρώματά τους, επέτεινε το πρόβλημα. Ο αποκλεισμός της πόλης πολύ σύντομα έγινε αισθητός, αφού οξύνθηκε το ζήτημα της τροφοδοσίας σε φαγητό, όπλα και πυρομαχικά. Οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονταν μέρα με τη μέρα.

Τον Απρίλιο του 1826 οι ασφυκτικά πολιορκημένοι Μεσολογγίτες από στεριά και θάλασσα είχαν πλέον εξαντληθεί. Ο Ιμπραήμ είχε αποκόψει όλες τις διεξόδους ανεφοδιασμού, στερώντας από τους Έλληνες κάθε ελπίδα σωτηρίας. Τότε οι κεφαλές της πόλης αποφάσισαν να προχωρήσουν σε απελπισμένη έξοδο, αν και γνώριζαν πως είχαν ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Ως ημερομηνία της εξόδου ορίσθηκε η Κυριακή των Βαΐων, ημέρα με έντονο συμβολισμό. Πράγματι, την προκαθορισμένη μέρα ο πληθυσμός της πόλης κινήθηκε σύμφωνα με το σχέδιο. Ωστόσο, τη στιγμή της διέλευσης από τις τουρκικές γραμμές διεξήχθη λουτρό αίματος. Εκατοντάδες Μεσολογγίτες σφαγιάσθηκαν, πολλοί συνελήφθησαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ όσοι γλίτωσαν κατέφυγαν σε γειτονικές πόλεις. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν πολλοί φιλέλληνες, όπως ο Μάγερ, οπλαρχηγοί όπως ο Στουρνάρας και ο Γρίβας, πρόκριτοι όπως ο Τρικούπης και ο Παπαδιαμαντόπουλος. Άλλα περίπου 300 άτομα, ασθενείς, γέροντες και τραυματίες, παρέμειναν μέσα στο Μεσολόγγι και πολέμησαν μέχρις εσχάτων.

Η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου προκάλεσε αναστάτωση και κατήφεια στους εξεγερμένους Έλληνες. Ένα σύμβολο της Επανάστασης είχε περάσει στα χέρια των κατακτητών. Στην αντίπερα όχθη, η ευχάριστη είδηση διαδόθηκε ταχύτατα και συνέβαλε στην τόνωση του ενθουσιασμού. Ο Κιουταχής αποφάσισε να συνεχίσει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στη Στερεά Ελλάδα, εκμεταλλευόμενος τη διάβρωση της ελληνικής άμυνας. Πολλοί από τους αρματολούς της περιοχής κατέφυγαν τότε εκ νέου στην τακτική των συνεννοήσεων με τους Τούρκους, κάνοντας καπάκια με αντάλλαγμα αρματολίκια. Μόνο ο Καραϊσκάκης αρνήθηκε να συμβιβαστεί και κατευθύνθηκε ανατολικά προκειμένου να αναδιοργανωθεί. Ωστόσο, ένα απρόσμενο όσο και συνταρακτικό γεγονός, η μυστηριώδης δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου έναν περίπου χρόνο νωρίτερα, στις 5 Ιουνίου του 1825, είχε ήδη επιβαρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα στο ελληνικό στρατόπεδο. Έναν ακριβώς χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1826, ο Κιουταχής έφτασε στην Αθήνα επιζητώντας την άλωση της πόλης. Ο διοικητής της, Γιάννης Γκούρας, αρνήθηκε να παραδοθεί. Ακολούθησαν πολύμηνες και αιματηρές συγκρούσεις, που κράτησαν επί μήνες. Στις συγκρούσεις που διεξήχθησαν στις γειτονιές και τα προάστια της Αθήνας κρίθηκε η τύχη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Εκτεταμένες ζημιές προκλήθηκαν επίσης στην Ακρόπολη της Αθήνας από τους βομβαρδισμούς και τις αψιμαχίες που βεβήλωσαν τον ιερό χώρο. Μέρα με τη μέρα, η θέση των Ελλήνων της πόλης επιδεινωνόταν και δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά ούτε μετά τη μεγάλη νίκη των Ελλήνων στη μάχη της Αράχοβας, με επικεφαλής τον Καραϊσκάκη, τον Νοέμβριο του 1826. Τη δυσχερή θέση των πολιορκημένων Ελλήνων δεν ανακούφισε ούτε η διάσπαση της πολιορκίας από τον Γάλλο φιλέλληνα συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο και τους άνδρες του, οι οποίοι με μια παράτολμη επιχείρηση κατόρθωσαν να εφοδιάσουν τους πολιορκημένους με πυρομαχικά. Ο θρυλικός «γιος της Καλογριάς» πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, τον Απρίλιο του 1827. Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε βαθύτατη θλίψη στους Έλληνες. Η γενικευμένη κακοτυχία των Ελλήνων κορυφώθηκε τον επόμενο μήνα, με την πτώση της Αθήνας στα χέρια των Τούρκων. Η Επανάσταση είχε σχεδόν εκπνεύσει. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, τον Οκτώβριο του 1827, ήρθε να τη διασώσει ως από μηχανής θεός.

Δ. Η ανεξαρτησία

Σύμφωνα με τις αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου/3ης Φεβρουαρίου 1830, η Συνδιάσκεψη των αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων είχε υπογράψει πρωτόκολλο με το οποίο κήρυξε την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος και εξέλεξε ηγεμόνα της τον πρίγκιπα του Σαξ Κόμπουργκ, Λεοπόλδο. Τα σύνορα του κράτους ορίζονταν στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού, ενώ στο νεοσύστατο κράτος θα συμπεριλαμβανόταν και η Εύβοια. Τα περιορισμένα σύνορα αποτελούσαν αντίβαρο στην παραχώρηση ανεξαρτησίας, κάτι που ελάχιστοι είχαν έως τότε φανταστεί, αφού το παράδειγμα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών εξακολουθούσε να αποτελεί το πρότυπο κρατικής οργάνωσης. Τέλος, οι Μεγάλες Δυνάμεις παρείχαν εγγυήσεις για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου δεν προέκυψε εκ του μηδενός. Τουλάχιστον για τριάμισι ολόκληρα χρόνια οι Μεγάλες Δυνάμεις συνδιαλέγονταν μεταξύ τους προκειμένου να φθάσουν σε ένα συμβιβασμό γύρω από το Ελληνικό Ζήτημα. Δεν ήταν όμως μόνο οι ελληνοτουρκικές διαφορές που παρακώλυαν την επίλυσή του, ήταν και η αντιπαράθεση των ίδιων των Μεγάλων Δυνάμεων μεταξύ τους προκειμένου να ενισχύσουν τα ερείσματά τους στην περιοχή. Μάλιστα, μετά το ρωσοοθωμανικό πόλεμο του 1828-1829 και την καταστροφική ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διάχυτος ήταν ο φόβος, ειδικά στο Λονδίνο, πως υπήρχε κίνδυνος μετατροπής της Ελλάδας σε ρωσικό προτεκτοράτο. Συνηγορούσε σε αυτό και η παρουσία του Καποδίστρια, για τον οποίο δεν αμφέβαλλε σχεδόν κανείς στη Δυτική Ευρώπη πως εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Οι αγγλικοί φόβοι για τις προθέσεις των Ρώσων στο Ανατολικό Ζήτημα, αλλά και η αποσταθεροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπεισαν το Foreign Office πως ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος θα αποτελούσε στο εξής καλύτερο σύμμαχο για τα αγγλικά συμφέροντα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Πάντως, ο Καποδίστριας ήταν ενήμερος των προθέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων ήδη από τα τέλη του 1829.

Δύο μήνες μετά την εκλογή του Λεοπόλδου, ο Καποδίστριας του απέστειλε επιστολή ζητώντας του να έρθει το ταχύτερο στην Ελλάδα, αφού η κατάσταση της χώρας ήταν δραματική. Ο Λεοπόλδος ανταποκρίθηκε με χαρά και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις για τη βελτίωση των όρων του Πρωτοκόλλου. Στόχος του ήταν να εξασφαλίσει περισσότερα προνόμια για τους Έλληνες της Κρήτης και της Σάμου, αλλά και να εξασφαλίσει την παραχώρηση στην Ελλάδα της Ακαρνανίας και μέρους της Αιτωλίας όπου διέμεναν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Ωστόσο, οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη τον οδήγησε τελικά σε παραίτηση από τον ελληνικό θρόνο στις 9/21 Μαΐου 1830.

Η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 αποτελούσε την επίσημη και νικηφόρα λήξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Συλλογικό έργο, Ελλήνων Ιστορικά 10 – Γιατί νίκησε η Ελληνική Επανάσταση, 1η έκδ., Αθήνα, Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», 2012