Menu Close

31/5/2022

Η οικογένεια στην Εκκλησία

Του Αλέξανδρου Κατσιάρα

Για να συνεννοηθούμε χρειάζεται να καταθέσω τις παρακάτω βασικές θεολογικές θέσεις.

1. Για την ορθόδοξη θεολογία, ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού. Ο άνθρωπος, όπως και καθετί που δημιούργησε ο Θεός, θεωρείται κτίσμα, σε αντιδιαστολή με τον Θεό, που είναι άκτιστος. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κτίσμα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε κάτι, πέρα από τον κτιστό εαυτό του, στον άκτιστο Θεό. Ο θάνατος είναι η έλλειψη αυτής της αναφορικής σχέσης. Τότε υπάρχει, αλλά δεν ζει. Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε και πίνουν, αλλά για την Εκκλησία είναι νεκροί, και νεκροί που ζουν, όπως ο άγιος Σπυρίδων. Αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο όχι ως κάτι καθαυτό, αλλά ως μια «εικονική ύπαρξη», δηλαδή ο άνθρωπος έλκει την πραγματικότητά του από αυτό που εικονίζει, από αυτό που θα γίνει και αυτό είναι να μοιάσει στο Θεό. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατʾ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Η πραγματική ύπαρξη του ανθρώπου δεν πηγάζει από την ανθρώπινη φύση, αλλά από μια άλλη παρουσία πέρα από τον εαυτό του, και αυτή η παρουσία του άλλου αναδεικνύει την ετερότητά του (Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη, Το Δίκαιον του προσώπου, ανάτυπο, σ. 592). Ο άνθρωπος υπάρχει όχι ως άτομο, αλλά ως σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο. Είναι αδιανόητος ως άτομο και αντλεί ταυτότητα από τη σχέση και την κοινωνία του με άλλα πρόσωπα. Αυτό σημαίνει και ότι όλες οι λειτουργίες του έχουν νόημα σχετικό, δηλαδή εκ της σχέσεως και όχι από τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτή η αντίληψη, ότι τα όντα ετεροπροσδιορίζονται, έχει συγκεκριμένες συνέπειες στην καθημερινότητά του, όπως θα δούμε παρακάτω.

2. Στην Εδέμ, ο Θεός επισημαίνει στους Πρωτόπλαστους αυτή την πραγματικότητα μέσω της προτροπής να μη δοκιμάσουν από τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου. Με το να δοκιμάσουν οι Πρωτόπλαστοι εγκαινίασαν ένα νέο τρόπο υπάρξεως, καλύτερα μη-ζωής, τον ατομικό, που έγκειται στην αντίληψη ότι τα όντα και τα πράγματα μπορούν να ορισθούν μεμονωμένα, καθαυτά. Εδώ τα όντα αυτοπροσδιορίζονται. Η αξία, το νόημά τους πηγάζει από την ουσία τους, από την ίδια τη φύση τους.

3. Για την Εκκλησία, αυτή η απόφαση εξ ορισμού σηματοδοτεί κρίση στη σχέση Θεού ανθρώπου. Αυτό, έκτοτε, κουβαλάει το ανθρώπινο γένος. Όλες οι άλλες κρίσεις είναι συνέπειες, συμπτώματα αυτής της βασικής κρίσης. Έκτοτε, ο Πρωτόπλαστος εισήλθε σε μια κατάσταση συγχύσεως, το δευτερεύον ανάγεται σε ουσιώδες, το μέρος σε όλο, το έλασσον σε μείζον. Η αναφορά προς τον Θεό υποκαθίσταται με τη διαρκή αναφορά προς τον εαυτό. Βρίσκεται σε κατάσταση φιλαυτίας. Αυτή είναι ο βασικός κορμός της Λερναίας Ύδρας, που όσα κεφάλια και αν κόβεις δεν παθαίνει τίποτα, αν δεν προσβάλεις τον κορμό. Η φιλαυτία έχει ως αποτέλεσμα την επίμονη και διαρκή, απευθείας ενασχόληση του ανθρώπου με τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή με τις βιολογικές, φυσιολογικές, κοινωνιολογικές, από τις οποίες και αντλεί ταυτότητα. Έχει ως συνέπεια την απολυτοποίηση της ιστορίας και των φυσικών αναγκών, που αποκτούν αυτές καθαυτές προτεραιότητα.

4. Η Εκκλησία, με βάση τα παραπάνω, είναι μια συγκεκριμένη κοινότητα ανθρώπων που ανήκει στην κατηγορία εκείνων που ετεροπροσδιορίζονται. «Αν όμως η Εκκλησία θελήσει να παραμείνει πιστή στον εαυτό της δεν έχει άλλο μήνυμα πιο σημαντικό να μεταφέρει στον κόσμο από εκείνο που η ίδια είναι στην ταυτότητά της: ότι δηλαδή αυθεντική και γνήσια ύπαρξη είναι μόνο ο τρόπος υπάρξεως του ίδιου Θεού, δηλαδή η ενότητα που δεν καταργεί την πολλαπλότητα και την διαφορά, αλλά και η ετερότητα που δεν είναι ατομικότητα, αλλά παραπέμπει σε κάποια σχέση, σε κάτι πέρα από τον εαυτό της. Αυτό είναι το, ας πούμε, “κοινωνικό μοντέλο” που προτείνει η Εκκλησία. Είναι μια πρόταση που πηγάζει από την διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας και που βασίζεται όχι τόσο σ’ αυτά που λέγει ή πράττει αλλά σ’ αυτό που είναι η Εκκλησία στην ταυτότητά της» (περ. Διάβαση, τ. 64, σ. 10). δηλαδή ο Χριστός. Δηλαδή, η Εκκλησία είναι μια «εικονική ύπαρξη» που αντλεί την πραγματικότητά της από αυτό που εικονίζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απομονωμένη από τον κόσμο, αλλά δεν εικονίζει τον κόσμο στη διάσπασή του, στην ιστορία, αλλά στην ολοκλήρωσή του, στα έσχατα. Τα έσχατα τα μεταφέρει στην ιστορία μέσω της Θείας Λειτουργίας. Αυτή είναι η πρωταρχική και γιατί όχι μοναδική αποστολή της, εκτός και αν όταν ο Κύριος λέγει: «ζητῆτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἄλλα πάντα προστεθήσονται» (Ματθ. 6,33) εννοεί κάτι άλλο. Η Εκκλησία μεταμορφώνει τον κόσμο, το κτιστό, όχι με το να τον απομονώνει, να τον εξετάζει και να τον ερευνά, όπως κάνει η επιστήμη, αλλά με το να προσκομίζει το κτιστό στον Χριστό, δηλαδή σε μια σχέση, και η σχέση είναι αυτή που θα μεταμορφώσει, που θα δημιουργήσει ένα άλλο ήθος και συμπεριφορά. Η παρουσία της Εκκλησίας είναι εξ ορισμού δραστική, αλλά μια άλλης ποιότητας δράση, με συγκλονιστικές συνέπειες στην καθημερινότητα. Ο Χριστός μάς αποκαλύπτει ότι οι αλλαγές έρχονται ως αποτέλεσμα του ερχομού της Βασιλείας Του. Επομένως η Εκκλησία δεν νοείται να προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο απευθείας, να απασχολείται με τις φυσικές, ψυχολογικές και κοινωνικές του ανάγκες απευθείας, ειδικά, θεσμοθετημένα και οργανωμένα, όπως κάνει το κράτος και οι επιστήμες. Δεν το χρειάζεται αυτό. Εισοδεύοντας τα έσχατα στην ιστορία αυτόματα και αυθόρμητα δημιουργεί άλλο ήθος και άλλη συμπεριφορά. Η είσοδος των εσχάτων επηρεάζει, στο μέτρο του εφικτού, και όλες τις λειτουργίες του ανθρώπου -τις φυσικές, κοινωνικές, ψυχολογικές κ.λπ.- και αλλάζει τον τρόπο λειτουργίας. Σχετιζόμενες σχετικοποιούνται, δηλαδή εκκλησιοποιούνται. Εκκλησιοποιούμενες παύουν να απολυτοποιούνται. Γίνονται δηλαδή τόποι όπου εκδηλώνεται η διαρκής αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό, γίνονται «τράπεζες» ευχαριστίας. Η Εκκλησία με αυτό τον τρόπο εκκλησιοποιεί τον κόσμο, με το να εντάσσει τον άνθρωπο, με το βάπτισμα, στη σχέση του Χριστού με τον Πατέρα διά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό μεταμορφώνει την καθημερινότητα του πιστού, αφού το περιεχόμενο πλέον της σχέσης του με τον κόσμο, τον συνάνθρωπο και την ιστορία οριοθετείται από την αγάπη και την ελευθερία, όπως ο Χριστός τις εφάρμοσε, δηλαδή αγάπη που ξεκινά από τους εχθρούς. Έτσι ο Μάξιμος ο Ομολογητής εύκολα οδηγείται στη διαπίστωση: «Εάν όλους δεν τους αγαπάς εξίσου, δεν αγαπάς…» (Μάξιμος, κεφ. Αγ. ΙΙ. 10, P.G. 90. 985 Εj.).

H Εκκλησία, με βάση αυτή την αντίληψη, διαρκώς μιλά και περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπο του Χριστού που της δίνει ζωή, αιώνια ζωή. Ποτέ δεν αναφέρεται στον εαυτό της. Ό,τι και να κάνει ποτέ δεν το θεωρεί άξιο λόγου. «Τι έχεις και δεν το έλαβες;» (Α΄ Κορ. 4,7). Οι πιστοί θεωρούν εαυτούς, όσα σπουδαία και αν πετυχαίνουν. «αχρείους δούλους». Την ημέρα της Κρίσεως η εκκλησιαστική κοινότητα δεν γνωρίζει να έχει κάνει κάτι για χάρη του Χριστού (Ματθ. κ. 34 και εξ.), αφού δεν «γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά» (Ματθ. 6,3). Για τούτο η ρήση «η Εκκλησία θεραπεύει όχι με όσα λέει αλλά με ό,τι είναι, δηλαδή ο Χριστός» συνοψίζει ολόκληρη την ορθόδοξη Εκκλησιολογία.

Με βάση τις παραπάνω θέσεις, θεωρώ ότι οριοθέτησα αυτή την έννοια «της κρίσης» στην οικογένεια, και μπορώ τώρα να γίνω πιο συγκεκριμένος.

1. Κάποιοι Πατέρες θεωρούν ότι ο γάμος είναι στοιχείο των δερμάτινων χιτώνων. Αν δεν συνέβαινε το προπατορικό, ίσως υπήρχε άλλος τρόπος πολλαπλασιασμού των ανθρώπων (Ι. Χρυσοστόμου, Περί παρθενίας, 14-17, P.G. 48, 544-546). Από τη μια είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, από την άλλη αποτέλεσμα της φιλευσπλαχνίας του Θεού, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες της πτώσης. Ως μια βιολογική πραγματικότητα, ακολουθεί τη γενικότερη πορεία της ανθρώπινης φύσης που αναπαράγει όχι μόνο τη ζωή, αλλά και τον θάνατο, τη φθορά και τη θνητότητα. Αυτό θα κάνει τον ιερό Χρυσόστομο να πει: «όπου γάμος θάνατος». Ο γάμος και η οικογένεια ως μια βιολογική δυνατότητα που δωρίζει ο Θεός είναι «καλή λίαν»˙ το κακό βρίσκεται στο πώς λειτουργούμε τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσεως, δηλαδή είναι θέμα ελευθερίας του ανθρώπου.

2. «Η οικογένεια σε κρίση» δεν είναι μια νεοφανής ανακάλυψη. Η παρακοή των Πρωτοπλάστων επιφέρει αμέσως και οικογενειακή κρίση που εκδηλώνεται στις σχέσεις του Αδαμικού ζεύγους, και αργότερα θα συμπληρωθεί με την αδελφοκτονία Άβελ από Κάιν.

3. Όπως αναφέραμε, η Εκκλησία δεν απασχολείται με τα συμπτώματα της πτώσεως άμεσα, δεν τα αντικειμενικοποιεί, αλλά με την αιτία που τα προκαλεί, δηλαδή τη φιλαυτία. Η γνήσια πατερική παράδοση λέει ότι η αντιμετώπιση των παθών και των κρίσεων είναι ανέφικτη απευθείας, αλλά μόνο μέσω της εξαλείψεως της φιλαυτίας (Κεφ. περί αγάπης. ΙΙ, Ι). Διαφορετικά, ένα πάθος θα περιορίζεται και κάποιο άλλο θα εμφανίζεται. Δεν επιτυγχάνεται θεραπεία της «οικογένειας σε κρίση» με απευθείας απασχόληση μαζί της, αφού αυτό το φαινόμενο είναι ένα σύμπτωμα˙ οι ρίζες του είναι αλλού, στην αμαρτία. Γι’ αυτό ο Χριστός λέγει στον Παραλυτικό: «μηκέτι ἁμάρτανε» (Ιω. 5,14). Το Χριστό τον απασχολεί «κάτι που έχει να κάνει με όλους τους ανθρώπους και όχι τι γίνεται με συγκεκριμένα άτομα… με την προϋπόθεση ότι το αίτιο της ασθένειας -π.χ. του Παραλυτικού- δεν βρίσκεται στη φύση του συγκεκριμένου ατόμου αλλά στη φύση όλων των ανθρώπων». Γι’ αυτό επιμένει στο πώς μπορεί οντολογικά να αλλάξει ο κάθε άνθρωπος.

4. Μέχρι τα έσχατα όλα τα ανθρώπινα, επομένως και η οικογένεια, θα βρίσκονται σε αναταραχή, περισσότερη ή λιγότερη, τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει ιδανικά, για τούτο το μόνο μας εφόδιο είναι η διαρκής μετάνοια. Πίσω από κάθε «κρίση σε μια οικογένεια», πέρα από την κληρονομημένη φθορά, κρύβεται και η ατομική τάση απολυτοποίησής της.

5. Δεν είναι τόσο η οικογένεια σε κρίση, όσο η θεοποίηση του εαυτού μας. Πιστέψαμε ότι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε την ιδανική οικογένεια, τον ιδανικό κόσμο, τον ιδανικό άνθρωπο˙ και τώρα βλέπουμε ότι και η δική μας Βαβέλ είναι ένας σωρός από ερείπια. Από τη μια βελτιώνουμε από την άλλη γκρεμίζουμε˙ δημιουργούμε ακόμα περισσότερα προβλήματα. Τι ρομαντισμός! Και όσο θα επιμένουμε να ασχολούμαστε απευθείας ως Εκκλησία με τα συμπτώματα και τις συνέπειες της πτώσεως, θα είναι η απόδειξη ότι μόνο κατ’ όνομα είμαστε Εκκλησία.

6. Όλη αυτή η υπεραπασχόληση με τα λεγόμενα κοινωνικά προβλήματα ή ψυχολογικά κ.λπ. του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της υπερτίμησης της ιστορίας, όπως αναπτύχθηκε στον παπικό και τον προτεσταντικό κόσμο. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η έμφαση στην ποιμαντική. Ακόμα και σήμερα πολλοί ιερείς κυριευμένοι από αυτό το άγχος λένε: πρέπει κάτι πρακτικό να πω στον άνθρωπο που έρχεται να με βρει, για να τον ξεκουράσω από τα οικογενειακά π.χ. βάρη. Σ’ αυτή τη βάση, οι ενορίες καλούνται να λειτουργήσουν τις λεγόμενες σχολές γονέων, να ιδρύσουν παιδικούς σταθμούς, να κάνουν μπέιμπι-σίτινγκ, να οργανώνουν όμορφες κοινωνικές εκδηλώσεις για γονείς και παιδιά, να προσέχουν τις κοπέλες τις ενορίας να μην παραστρατήσουν κ.λπ. Η προτροπή: «πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ νὰ ζητᾶτε» για τους πολλούς δεν έχει τίποτα το πρακτικό. Ξεχνούν ότι η πίστη είναι μια προσδοκία, μια υπόσχεση για κάτι που θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον. «Πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων (Εβρ. 11.1). Η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει στοιχείο της ταυτότητάς της μια τέτοιου είδους ποιμαντική γιατί τότε θα πάψει να είναι Εκκλησία.

7. Παιδαγωγικές συμβουλές Αποστόλων ή Πατέρων πρέπει να κατανοηθούν στον συγκεκριμένο χωροχρόνο. Ενέχουν ένα εξατομικευμένο ποιμαντικό ενδιαφέρον, για συγκεκριμένες περιπτώσεις, που δεν μπορούν να αναιρέσουν την προηγούμενη διαπίστωση, δεν μπορούν να απολυτοποιηθούν, αλλιώς θα οδηγηθούμε σε τραγέλαφο. Ο Παύλος λέει ότι το διαζύγιο επιτρέπεται μόνο για μοιχεία ή εμμένει να καλύπτει η γυναίκα την κεφαλή (Α΄ Κορ. 14,34) ή δείχνει μια προτίμηση στον άγαμο βίο (Α΄ Κορ. 7,1-2), ποιος τα τηρεί, και από την άλλη στην προς Εφεσίους στη σχέση άνδρα γυναίκας βλέπει τη σχέση Χριστού-Εκκλησίας. Πρόκειται για πραγματικές αντιφάσεις; Ένα είναι σίγουρο, ότι με αυτές καταδεικνύεται η σχετικότητα και του γάμου και της αγαμίας. Πρόκειται για ευλογημένες αντιφάσεις, γιατί μας φανερώνουν ότι το ζήτημα δεν παίζεται ανάμεσα σε φυσικές δυνατότητες, που η απολυτοποίησή τους οδηγεί στον δαιμονισμό, αλλά στο πώς ολόκληρος ο άνθρωπος θα ενταχθεί σε μια σχέση όπου δεν υπάρχουν διλήμματα του τύπου γάμος ή αγαμία. Και τα δύο μπορούν να γίνουν «τόποι» ευχαριστίας ή φιλαυτίας. Η εμμονή να μιλάμε για τον άνθρωπο με όρους κοσμικούς οδηγεί άλλοτε στην υπερτίμηση του γάμου και άλλοτε στη δαιμονοποίησή του. Και ο χορός της φιλαυτίας και της περιπτωσιολογίας θα κρατά καλά, στριφογυρίζοντας μέσα στον κτιστό εαυτό και βλέποντας ως σωτηρία την πρόκριση της μίας ή της άλλης περιπτώσεως. Οι συμβουλές των Πατέρων περί οικογένειας είναι ανώφελες, αν δεν αντιμετωπισθεί η φιλαυτία που αντιμετωπίζεται μόνο με το αντίθετό της: τη σχέση.

8. Η άρνηση της θεολογίας να σκεφθεί μόνο με όρους ιστορικούς δεν σημαίνει υποτίμηση της ιστορίας και εν προκειμένω του γάμου και της οικογένειας, αλλά αντιθέτως απελευθέρωσή τους από τα δεσμά των φυσικών αναγκαιοτήτων, από την αναγκαιότητα του θανάτου. Για τον λόγο αυτό η θεολογία δεν συγκρούεται με την επιστήμη. Η επιστήμη βελτιώνει την κατάσταση, αλλά εξ ορισμού δεν μπορεί να τη ζωοποιήσει. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται να απαντήσει στο οντολογικό ερώτημα: τι κάνει τον άνθρωπο να είναι. Γι’ αυτό και δεν απασχολείται απευθείας και εξειδικευμένα με τα ζητήματα της ανθρώπινης φύσεως.

9. Η Εκκλησία δεν έχει κάποια ιδιαίτερη άποψη για την οικογένεια ή πολιτική ή στρατηγική, πέρα από τη θέση ότι η κρίση στην οικογένεια, στην όποια της εκδοχή, είναι συνέπεια της φιλαυτίας. Απεναντίας έχει την πλέον αντι-οικογενειακή στάση. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει πιο σκληρός λόγος του Χριστού για άλλο θέμα, με εξαίρεση τη φαρισαϊκή υποκρισία. Απαιτεί από τον Αβραάμ να θυσιάσει τον Ισαάκ (Γέν. 22), λέει ότι οι εχθροί του ανθρώπου είναι «οι οικιακοί του» (Ματθ. 10,36). «ότι δεν ήλθα να φέρω ειρήνη αλλά μάχαιρα, φωτιά να ανάψω και πόσο χαίρομαι που έχει αναφτεί» (Ματθ. 10,34) ότι «ὁ φιλῶν πατέρα… οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37), αποτρέπει τους μαθητές να πάνε να θάψουν τους οικείους τους (Ματθ. 8,22), ο ίδιος δεν παντρεύεται κ.λπ. Με αυτό τον κάθετο λόγο δεν τα απορρίπτει αυτά καθαυτά, όσο ενδιαφέρεται να πει ότι αυτά δεν δίνουν ταυτότητα στον άνθρωπο. Αυτά δεν φέρουν ζωή. Να γιατί δεν μπορεί να την κάνει αποφασιστικό περιεχόμενο του λόγου της. Όπως πρόσφατα έγινε με την ανάγνωση εντός της Θείας Λειτουργίας εγκυκλίου της Συνόδου περί της αξίας του μητρικού γάλατος και θηλασμού. Τι τραγικό και κωμικό, δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά που μόλις ευχαριστήσαμε για τον ερχομό Δευτέρας παρουσίας και στο κοινωνικό διαβαζόταν η εγκύκλιος αυτή για να αποδειχθεί η αφασία μας. Οποία σχιζοφρένεια! Το ζήτημα για την Εκκλησία περί οικογένειας δεν παίζεται ανάμεσα στην τάδε ή τη δείνα επιστημονική λύση για την κάθε περίπτωση. Δεν παίζεται ανάμεσα σε ενδιαφέρουσες λύσεις του κτιστού, αλλά σε κάτι εκτός του κτιστού. Η Εκκλησία καταφάσκει τον γάμο όπως και την αγαμία κ.λπ. χωρίς να τα κάνει στοιχείο του είναι της, περιοχές ιδιαίτερης δραστηριοποίησης.

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάτι ή κάτι το νέο, που μπορεί να πει η Ορθοδοξία γι’ αυτό το θέμα, πέρα από το ότι δεν υπάρχει κρίση οικογένειας αυτονομημένη από τον όλο άνθρωπο, άσχετη από τη σχέση του με το Θεό. Η κρίση της οικογένειας είναι σύμπτωμα της άρνησης από το κτιστό του άκτιστου. Όταν ο άνθρωπος σχετιστεί με το άκτιστο, γίνει πρόσωπο, τότε αυθόρμητα θα μεταφέρει και σε όλες τις οριζόντιες σχέσεις του, τους συνανθρώπους, το περιβάλλον, αυτή την εμπειρία της αγάπης. Τότε θα φλέγεται από αγάπη, όχι μόνο για τη βιολογική του οικογένεια, αλλά, όπως ο Ισάακ ο Σύρος περιγράφει, για όλη την κτίση, ακόμα και για τους δαίμονες. Άμα γίνει πρόσωπο, τότε θα αποφασίσει ο καθένας, με βάση «το ίδιον χάρισμα» (Α΄ Κορ. 7,7) τι θα κάνει με τις δευτερεύουσες ανάγκες και σχέσεις του, που η Εκκλησία δεν τις υποτιμά, αλλά και δεν τις απολυτοποιεί, αφού «οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος» (Ματθ. 4,4). Αυτό, εξ ορισμού, σημαίνει να παραιτηθεί από το να αντλεί ταυτότητα από βιολογικές βεβαιότητες, όπως ο γάμος και η οικογένεια ή η κοινωνία. Καλείται να πάει σε μια οντολογία της σχέσης.

Αν υπάρχει μια ελπίδα η οικογένεια να «πετύχει» είναι να σχετικοποιηθεί, δηλαδή να ενταχθεί στο Μυστήριο της Ευχαριστίας, και έτσι να γίνει μυστήριο, δηλαδή να ανοίξει στα έσχατα. Να γιατί όπου η Εκκλησία υπάρχει, ο λόγος περί γάμου περιττεύει͵ ενώ, όπου απουσιάζει η Εκκλησία, ο λόγος περί γάμου περισσεύει.

Συλλογικό, Οικογένεια σε κρίση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009.