Menu Close

Ἡ ἐποποιΐα τῆς Ἀντιστάσεως στὰ τελευταῖα γράμματα τῶν μελλοθανάτων ἡρώων

τελευταῖα γράμματα μελλοθανάτων

«Πατέρα, νοιά σου γιὰ τὴν μάνα μας καὶ φρόντιζέ την ὅταν δὲν θἄμαστε πιὰ ἐμεῖς. Κι᾿ ἐσὺ φτωχὴ μας μάνα, μὴ μᾶς ξεχνᾶς… Ὁ παντοδύναμος θεὸς θέλησε νὰ πάρῃ ἐμᾶς γιὰ νὰ δῆτε σεῖς καλύτερες μέρες… Θάρρος! Γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα πέθαναν χιλιάδες νέοι».

Αὐτὰ γράφουν τὰ δύο ἀδέλφια, ὁ Ἄγγελος, 22 ἐτῶν, καὶ ὁ Μαρίνος Μπάρκας, 17 ἐτῶν ποὺ τοὺς ἐτουφέκισαν οἱ Γερμανοὶ τὸν Μάϊον τοῦ 1942 εἰς τὴν Καισαριανήν.

«Σήμερα 5 Ἰουνίου 1942 θὰ μᾶς τουφεκίσουν… Δὲν τρέμω. Σᾶς γράφω ὄρθιος. Ἀναπνέω γιὰ τελευταία φορὰ τὸν μυρωδᾶτο ἑλληνικὸ ἀέρα τοῦ Ὑμηττοῦ. Εἶναι ἕνα θαυμάσιο πρωϊνό. Κοινωνήσαμε καὶ βάλαμε καὶ κολώνια ποὺ τὴν εἶχε κάποιος στὴν τσέπη του. Χαῖρε Ἑλλάδα, μητέρα ἡρώων…».

Αὐτὰ γράφει ἕνα δεκαεννιάχρονο παιδί, ὁ Λευτέρης Κιοσσὲς ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ.

Λιμενάρχης τοῦ Πειραιῶς ἦτο καὶ ὁ Γεώργιος Κωτούλας, 38 ἐτῶν. Ἔγραψε ἐπάνω στὸ κουτὶ τῶν τσιγάρων πρὶν τὸν τουφεκίσουν τὸν Ἰούνιον τοῦ 1942, καὶ αὐτὸν εἰς τὴν Καισαριανήν:

«Πεθαίνω μὲ τὸ ὄνομα τῆς γλυκειᾶς Ἑλλάδας στὰ χείλη. Τὰ τελευταῖα χρόνια μὲ κυνήγησε ἡ τύχη, ἀλλὰ τὴν εὐχαριστῶ γιατὶ μοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ δώσω τὴν ζωή μου γιὰ τὴν πατρίδα τὴν ὁποία ὀνειρεύομαι μεγάλη…».

Γράφει ἡ Δήμητρα Τσάτσου, 23 ἐτῶν, κομμώτρια ἀπὸ τὴν Λάρισα:

«… Ἀγαπητές μου φίλες, συναγωνίστριες γιὰ τὴν λευτεριά! Πεθαίνω μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ τιμὴ σὰν μιὰ Ἑλληνίδα. Σεῖς χάνετε μιὰ πιστὴ συναδέλφισσα, ἀλλὰ μὴν εἶστε λυπημένες γι᾿ αὐτό. Μετὰ τὸν θάνατό μου θὰ φανοῦν χιλιάδες ἄλλες Ἑλληνίδες. Καὶ σὺ μάνα, χάνεις τὴν κόρη σου ποὺ δὲν σοῦ ἀνῆκε, γιατὶ ἀνῆκε πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα στὴν Ἑλλάδα… Εἶμαι περήφανη, δὲν περίμενα ποτέ, ἐγὼ ἕνα φτωχὸ κορίτσι τοῦ λαοῦ, ὅτι θὰ εἶχα τὴν τιμὴ νὰ πεθάνω γιὰ τόσο ὡραῖα καὶ ὑψηλὰ ἰδεώδη…».

Γράφει ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωακεὶμ Λούλιας, ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ ἐξετελέσθη μὲ ὀκτὼ ἀκόμη Ἕλληνας τὸν Ἰούνιο τοῦ 1943 εἰς τὴν Θεσσαλονίκην:

«Εἶμαι ὑπερήφανος σεβασμιώτατε μητροπολίτα μου (ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰωακεὶμ Κοζάνης) νὰ ἀποθάνω διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ λαοῦ, ὅπως ἐδίδαξεν ὁ Χριστός, καὶ διότι ἀντιπροσωπεύω εἰς τὴν θυσίαν τοῦ Ἔθνους τὸν ἑλληνικὸν κλῆρον καὶ τὴν ἔνδοξον παράδοσίν του. Ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Σαμουήλ, ὁ Ἡσαΐας ὁ ἐκ Σαλώνων καὶ σεῖς ὁ ἴδιος συνεχίζετε ἀκόμη καὶ σήμερον τὸν ἀγῶνα διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ Ἔθνους…»

Γράφει ὁ Ἀνδρέας Λυκουρῖνος, 14 χρονῶν μαθητὴς ἀπὸ τὴν Καλλιθέα:

«Μπαμπά, μὴ λυπᾶσαι· πεθαίνω γιὰ τὴν λευτεριὰ καὶ τὴν πατρίδα».

Γράφει ὁ κομμουνιστὴς Γεώργιος Γιατράκος, πρόεδρος τοῦ δικηγορικοῦ συλλόγου Σπάρτης:

«Καὶ γνώριζε ὁπωσδήποτε, ὅτι δὲν βγαίνω ἀπὸ τὴν φυλακή, ἂν δὲν βγοῦν μαζί μου καὶ οἱ ὑπόλοιποι 299…»

Μαθητὴς καὶ ὁ Κώστας Ὀρφαντῆς γράφει στὸ χαρτάκι ποὺ ἔφθασε στὰ χέρια τῶν ἐπιζώντων:

«Ἀγαπημένη μου μαμά! Αὔριο 16 Ἰανουαρίου 1944 θὰ μὲ τουφεκίσουν. Ζήτω ἡ γλυκειά μας Ἑλλάδα».

Δὲν λείπουν καὶ αἰ βουκολικαὶ σκηναὶ – διότι ἕως ἐκεῖ φθάνει ἡ ἐκφραστικὴ ἰκανότης τοῦ βοσκοῦ Μιχαὴλ Μουτάκη, άπὸ τὴν Ἱεράπετρα τῆς Κρήτης:

«Ἀγγέλα μου, γλυκειά μου γυναικούλα. Αὐτὴν τὴν στιγμὴ μὲ τουφεκάνε καὶ φίλησέ μου τὰ ἀγοράκια μας».

«Δὲν ξέρω ἂν μαθατε ὅτι μὲ κρατᾶνε στὴν ὁδὸ Μέρλιν. Δὲν βλέπομε τίποτε, ἀκοῦμε μόνο τὸν θόρυβο τῆς πόλης σὰν μέσα ἀπὸ τάφο. Κι᾿ ὅμως, Νίκο, ἀπὸ τὸ σκοτάδι αὐτὸ βλέπομε καθαρὰ τὸ φῶς ποὺ θἄρθῃ. Νὰ εἶσαι στρατιώτης τότε καὶ ποιητὴς μαζὶ γιὰ νὰ μᾶς γράψῃς τραγούδια. Εἶμαι ἀπαρηγόρητος γιατὶ δὲν ἔχω μιὰ βομβα γιὰ νὰ τινάξω τοὺς Γερμανοὺς στὸν ἀέρα. Ὅταν θὰ πᾶς στὰ Τρίκαλα, σύρε μέχρι τὸ χωριὸ καὶ φίλησέ μου τὸ γέρο μου… Γειά σου Νίκο! Δὲν ζηλεύω ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ θὰ ζήσουν σ᾿ ἕνα ἐλεύθερο κόσμο».

Αὐτὰ ἔγραψε ὁ Σεραφεὶμ Τριανταφύλλου, 32 ἐτῶν, δικηγόρος, ἀπὸ τὰ Μεγάλα Καλύβια τῆς Θεσσαλίας. Ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητον ποὺ τὸν μετέφερε εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως -ἦτο πολιτικὸς ἐπίτροπος τοῦ ΕΛΑΣ- ἐπήδησε, διέφυγε καὶ τραυματισμένος μέσα εἰς τοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν κατέφυγε εἰς ἕνα κῆπον. Ἐκεῖ μὲ μίαν ὁμοβροντίαν τῶν Ἒς-Ἒς ἐχάθη μέσα εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἄνοιξιν, τὸν Μάρτιον τοῦ 1944. Ἀλλὰ ἡ ἄνοιξις δὲν ἐχάθη. Ἀπὸ τὸν θάνατον ἐπήδησε νέα ζωή. Ὁ Γεώργιος Γιουροῦκος, 17 ἐτῶν, Κώστας Παναγιώτης 27, Δημήτριος Κιρίκος 17, Πέτρος Γρίσπος 19, Ἀντώνιος Καλόγερος 20, Γεώργιος Βασιλᾶς 15, Δημήτριος Εὐθυμίου 24 καὶ τόσοι ἄλλοι ἐσυνέχισαν τὴν θυσίαν διὰ νὰ μὴ χαθῃ ἡ ἄνοιξις.

Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Η Ελληνική Αντίστασις 1941-1944, Όπως αποκαλύπτεται από τα μυστικά αρχεία της Βερμαχτ εις την Ελλάδα,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1964