Menu Close

24/9/2020

Η επίθεση των ληστών

Προς το τέλος του καλοκαιριού, ασφαλώς λόγω της σκληρότητας της ψυχής μου ή και για να προοδεύσω πνευματικά, εμφανίστηκαν οι πρώτοι πειρασμοί. Και να πώς: Ένα βράδυ που είχα βγει στον κεντρικό δρόμο, συνάντησα δύο άντρες· τους πήρα για στρατιώτες· μου ζήτησαν λεφτά. Όταν τους είπα ότι δεν είχα ούτε δεκάρα, δε με πίστεψαν, μον’ άρχισαν να ουρλιάζουν άγρια:

– Είσαι ψεύτης! Οι προσκυνητές μαζεύουν ένα σωρό λεφτά!

Και μάλιστα ο ένας πρόσθεσε:

– Να λείπουν τα πολλά λόγια!

Και, δίνοντάς μου μια στο κεφάλι με τη μαγκούρα του, με πέταξε αναίσθητο καταγής.

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι, αλλά, όταν συνήλθα, είδα ότι βρισκόμουν μέσα στο δάσος κοντά στο δρόμο. Ήμουν σε κακά χάλια και το σακίδιό μου είχε κάνει φτερά. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν οι άκρες των κορδονιών με τα οποία το στερέωνα στην πλάτη… Δόξα τω Θεώ, δε μου είχαν κλέψει τα ταξιδιωτικά μου έγγραφα που τα φύλαγα μέσα στο γούνινο σκούφο μου, για να μπορώ να τα δείχνω εύκολα όταν μου τα ζητούσαν οι αρχές. Σηκώθηκα· με πήραν τα κλάματα, όχι τόσο από τον πόνο όσο για τα βιβλία μου, την Αγία Γραφή μου και τη Φιλοκαλία μου, που βρίσκονταν στο σάκο που μου είχαν κλέψει. Όλη μέρα κι όλη νύχτα έκλαιγα πικρά. Πού είναι η Γραφή μου, την οποία διάβαζα από μικρό παιδί και την είχα πάντα μαζί μου; Που είναι η Φιλοκαλία μου, η οποία με τη διδασκαλία της γέμιζε την καρδιά μου με παρηγοριά; Δυστυχώς είχα χάσει το μοναδικό θησαυρό της ζωής μου. Πώς θα χορταίνω τώρα; Καλύτερα να είχα πεθάνει, παρά να ζω έτσι, χωρίς πνευματική τροφή. Ποτέ δε θα μπορούσα να τα ξαναγοράσω.

Επί δύο μέρες, από τη λύπη μου μόλις και μετά βίας προχώρησα λίγο. Την τρίτη μέρα, εξαντλημένος, έγειρα κοντά σ’ ένα θάμνο κι αποκοιμήθηκα. Και να, στον ύπνο μου, βρίσκομαι στο κελί του γέροντά μου και του διηγούμαι τα βάσανά μου. Εκείνος, αφού πρώτα με παρηγόρησε, μου είπε:

– Αυτό πρέπει να σου γίνει μάθημα και να μην προσκολλάσαι στα γήινα πράγματα, για να προχωρήσεις πιο ελεύθερος προς τον ουρανό. Η δοκιμασία αυτή σου δόθηκε για να μην επαναπαυτείς πνευματικά. Ο Θεός ζητά από τους πιστούς να παραιτούνται από το θέλημά τους και από κάθε προσκόλληση σ’ αυτό ώστε να υποτάσσονται ολοκληρωτικά στο θείο θέλημα. Ό,τι κάνει είναι για το καλό και για τη σωτηρία του ανθρώπου. Θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς επίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Επιστολή Προς Τιμόθεον, κεφ. β΄, 4). Γι’ αυτό πάρε θάρρος και να πιστεύεις ότι μαζί με τον πειρασμό θα κάνει και την έκβαση, ώστε να μπορέσεις να υποφέρεις «ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν, τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Επιστολή Προς Κορινθίους Α΄, κεφ. ι΄, 13). Σε λίγο θα λάβεις παρηγοριά πολύ μεγαλύτερη από τούτη τη θλίψη σου.

Πάνω σ’ αυτό ξύπνησα· το κορμί μου το ένιωθα ξεκούραστο, με νέες δυνάμεις, κι όσο για την ψυχή μου, αυτή ήταν ανάλαφρη σαν πούπουλο και γεμάτη γαλήνη. Ας γίνει λοιπόν το θέλημα του Κυρίου, είπα. Σηκώθηκα, έκανα το σταυρό μου και έφυγα. Η προσευχή «δούλευε» και πάλι μέσα μου όπως πριν· επί τρεις μέρες πορεύτηκα εν ειρήνη.

Εντελώς ξαφνικά συνάντησα στο δρόμο μου μια ομάδα καταδίκων που τους μετέφεραν συνοδεία στρατιωτών. Όταν τους έφτασα, αντιλήφθηκα ότι ανάμεσά τους ήταν οι δύο εκείνοι που με είχαν ληστέψει και, όπως προχωρούσαν στην εξωτερική πλευρά της παράταξης, έπεσα στα πόδια τους και τους ικέτεψα να μου πουν πού ήταν τα βιβλία μου. Στην αρχή έκαναν πως δε με γνώριζαν, αλλά μετά ο ένας απ’ τους δύο μου είπε:

– Δώσε μας κατιτίς και θα σου πούμε που είναι τα βιβλία σου. Χρειαζόμαστε ένα ασημένιο ρούβλι.

Τους διαβεβαίωσα ότι θα μπορούσα ακόμη και να ζητιανέψω για να το αποκτήσω και ότι θα τους το έδινα οπωσδήποτε.

– Για σταθείτε, θέλετε να σας δώσω ενέχυρο το διαβατήριό μου;

Μου αποκάλυψαν λοιπόν ότι τα βιβλία μου βρίσκονταν στις αποσκευές της συνοδείας μαζί με όλα τα κλεμμένα που τους τα είχαν κατάσχει οι αρχές.

– Και πώς μπορούν να έρθουν στα χέρια μου; ρώτησα.

– Ζήτησέ τα απ’ τον αξιωματικό της συνοδείας.

Έτρεξα αμέσως στον επικεφαλής και του εξήγησα λεπτομερώς πώς είχαν τα πράγματα. Πάνω στην κουβέντα, με ρώτησε αν ξέρω να διαβάζω τη Βίβλο.

– Και να διαβάζω ξέρω και να γράφω· θα δείτε στη Βίβλο μου μέσα πως έχω γράψει το όνομά μου. Να και το διαβατήριό μου για να επιβεβαιώσετε το όνομα και το επώνυμό μου.

Τότε ο επικεφαλής είπε:

– Αυτοί οι λωποδύτες είναι λιποτάκτες· ζούσαν σε μια καλύβα και λήστευαν τους περαστικούς. Χτες επιτέθηκαν σ’ έναν αμαξά, αλλά αυτός ήταν ξύπνιος και κατάφερε να τους πιάσει. Εντάξει, θα σου δώσω τα βιβλία σου, αν είναι μέσα στα κλεψιμέικα· πρέπει όμως να έρθεις μαζί μας μέχρι τον επόμενο σταθμό, μόνο τέσσερα βέρστια δηλαδή, γιατί δεν μπορώ να σταματήσω όλη την ομάδα για χάρη σου.

Περπατούσα χαρούμενος και ανάλαφρος δίπλα στο άλογο του επικεφαλής και ψιλοκουβεντιάζαμε. Είδα ότι ήταν άνθρωπος τίμιος και καλός και όχι πολύ νέος πλέον. Με ρώτησε ποιος είμαι, από πού έρχομαι και πού πηγαίνω. Του απάντησα με κάθε ειλικρίνεια. Με τη συζήτηση φτάσαμε στο σταθμό. Πήγε να βρει τα βιβλία μου και μου τα έδωσε λέγοντας:

– Πού να πας τέτοια ώρα; Νύχτωσε ήδη. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μείνεις στο σπίτι μου.

Έμεινα στο σπίτι του. Απ’ τη χαρά μου που είχα ξαναβρεί τα βιβλία μου, δεν ήξερα πώς να ευχαριστήσω το Θεό· τα έσφιγγα στην αγκαλιά μου, μέχρι που μούδιασαν τα χέρια μου. Από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα ευτυχίας, ενώ η καρδιά μου πλημμύριζε από ανέκφραστη χαρά.

Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή, μετάφραση Κατερίνα Τσαλίκη, Ατέρμονον, Αθήνα, 2014