Menu Close

30/6/2022

Η Ελπίδα των Ελπίδων

«Καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ Ἔθνη ἐλπιοῦσιν…»
(Ματθ. ΙΒ΄ 21)

Ένας φίλος μου διηγόταν προ ολίγων ημερών για τη μάχη του Τουλού – Μπουρνάρ στη Μικρασιατική εκστρατεία του στρατού μας. Σε μια κρίσιμη στιγμή, μου έλεγε, που κινδυνεύαμε να κυκλωθούμε και να πιαστούμε όλοι, ο σημαιοφόρος ξεδίπλωσε τη σημαία του Συντάγματος, χτύπησαν οι σάλπιγγες και μ’ αυτό πήραμε θάρρος και διώξαμε τους εχθρούς. Και νομίζω πως πάντα σε μια μάχη όταν κινδυνεύει ένα στρατιωτικό τμήμα τότε υψώνεται η σημαία του για να δίνει δύναμη και θάρρος στους μαχητές του. Ίσως γιατί η σημαία αυτή συμβολίζει τα όσια και τα ιερά των μαχητών που πολεμούν και ξυπνά στις καρδιές των ορμή και γενναιότητα.

Μα εγώ τώρα σκέπτομαι ποια σημαία θα μπορούσε κανείς να ξεδιπλώνει μέσα στο απέραντο στρατόπεδο των αγωνιστών της καθημερινής ζωής. Γιατί και η ζωή έτσι είναι. Ένας αγώνας, ένας πόλεμος, μια μάχη, ένα στρατόπεδο. Ένα στρατόπεδο μέσα στο όποιον κάπου πολεμά ο καθένας μας, κάπου νικά και θριαμβεύει ή κάπου νικάται και συντρίβεται και κινδυνεύομε έτσι και μείς οι ίδιοι και τ’ άγια πράγματα της ζωής που κρατούμε και υπερασπίζομε. Άξιοι και ανάξιοι, δυνατοί και αδύνατοι, ευγενείς και χυδαίοι όλοι μας μπαίνομε στη ζωή και με την κλίση μας, με τη θέση μας και το επάγγελμά μας, αναγκαστικά ή με τη θέλησή μας όλοι μας παίρνομε τα βάρη και τις ευθύνες της. Άλλοι θα δουλέψουν για τη σάρκα και άλλοι θα δουλέψουν για το πνεύμα. Άλλοι θα δουλέψουν για το ψωμί, για το ρούχο, για το σπίτι κι’ άλλοι θα δουλέψουν για το φως, για την αλήθεια και για την αιωνιότητα. Άλλοι θα κρατήσουν το τσαπί και το πριόνι και άλλοι θα κρατήσουν τον σταυρό και το βιβλίο. Μα όλοι θα δουλέψουνε (εκτός από τους αδιάφορους και τους λιποτάκτες) κι’ άλλοι θα κουρασθούνε κι’ όλοι μπορεί να λυγίσουν και να ναυαγήσουνε. Είδα πολλές φορές τους χωρικούς και τους εργάτες να σηκώνουν πάνω στους ώμους των τα χονδρά ξύλα, τις μεγάλες πέτρες και τα βαριά τσουβάλια. Τους είδα να σκύβουν και να καμπουριάζουν κάτω από τα βάρη αυτά, τους άκουσα ν’ αγκομαχούν και να στενάζουν και τους λυπήθηκα. Μα λυπήσου και Συ, Θεέ μου, κείνους που κρατούν τα αόρατα βάρη της ζωής και σπλαχνίσου τους. Λυπήσου κείνους που κρατούν τις μεγάλες φροντίδες, τις άγιες νοσταλγίες και τα ψηλά ιδανικά. Λυπήσου Θεέ μου, κείνους που κρατούν Εσένα τον Ίδιο και Σε φέρνουν στη ζωή και Σε υπερασπίζουν μέσα σ’ ένα κόσμο που τον έπλασες Εσύ μα που Σε διώχνει και Σε πολεμά.

Ναι. Είναι πολλοί αυτοί οι κουρασμένοι και οι πληγωμένοι μαχητές της ζωής. Κείνοι που κάπου έχουν σπάσει το χέρι των, το πόδι των, το κεφάλι των και πλειότερα την καρδιά των. Ω αυτές οι σπασμένες καρδιές των ανθρώπων! Τα σπασμένα νεύρα, οι σπασμένες ελπίδες, τα σπασμένα όνειρα, οι σπασμένοι πόθοι, οι σπασμένες νοσταλγίες. Θεέ μου είναι πολλοί οι κουρασμένοι στρατιώτες της ζωής, κείνοι που λυγίζουν κάτω από το βάρος της και δε μπορούν να την κρατούν πλειά, κείνοι που φεύγουν από τη θέση των, κείνοι που παραιτούνται από την ευθύνη, κείνοι που δειλιάζουν στο καθήκον των, κείνοι που προδίδουν το ιδανικό των, κείνοι που ναυαγούν και μαζί με τη δική των πτώση γκρεμίζεται κι’ η ίδια η ζωή. Και θέλω για όλους αυτούς να ξεδιπλώσω μια σημαία μέσα στο απέραντο στρατόπεδο της ζωής και να τους δώσω θάρρος, θέλω να βρω μια λέξη, ένα όνομα, ένα φως, ένα χαμόγελο, μια αγάπη, μια ελπίδα να την κρεμάσω ψηλά στη μέση της ζωής για να τη βλέπουν όλοι και να δυναμώνουν. Γιατί συχνά μια λέξη κ’ ένα ελάχιστο πράγμα μπορεί στη δύσκολη στιγμή να βοηθήσει την απόγνωση και την απελπισία μας κι’ όλοι κείνοι που πέφτουν και συντρίβονται ανεπανόρθωτα θα ήταν σωσμένοι αν πρόφτανε μια ελπίδα να φωτίσει τα σκοτάδια της δυστυχίας των στην κρίσιμη ώρα.

Θέλω να βρω μια ελπίδα που να γλυκαίνει όλα τα δάκρυα και να πρααίνει όλους τους πόνους, να τα γλυκαίνει, δε λέω να τα στειρεύει, γιατί στον κόσμο αυτό δε μπορούμε να μην κλαίμε.

Θέλω να βρω μια ελπίδα που νάναι για όλους τους πόνους και για όλες τις καρδιές, θέλω να βρω μια ελπίδα που θα νανουρίζει τα μικρά παιδιά, θα ησυχάζει τις ανησυχίες των εφήβων και θα γλυκαίνει τις πικρίες των γηρατειών. Θέλω να βρω μια ελπίδα που να γιατρεύει τους άρρωστους και να ανασταίνει τους νεκρούς, θέλω να βρω μια ελπίδα αληθινή και μεγάλη να τη δώσω σ’ αυτούς που έχουν μικρές και άστατες ελπίδες και πλειότερα να τη δώσω σε κείνους που δεν έχουν καμμιά ελπίδα. Γιατί υπάρχουν κι’ αυτοί, Θεέ μου, που δεν έχουν καμμιά ελπίδα στη ζωή αυτή, θέλω να βρω μια τέτοια ελπίδα και ψάχνω στον κόσμο και στη ζωή.

Ω! να οι ελπίδες του κόσμου αυτού: Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι γαλάζιες ελπίδες του κόσμου αυτού, οι ελπίδες που υπόσχονται και υστέρα ξεγελούνε, οι ελπίδες που έρχονται με τραγούδια και ύστερα φεύγουνε με κλάματα, οι ελπίδες που χαϊδεύουνε κι’ ύστερα πληγώνουνε.

Δεν κατηγορώ, Κύριε, τη ζωή αυτή μα τι μπορεί να μας δώσει ένας κόσμος πούναι κι’ αυτός βαθιά πληγωμένος από την «αμαρτία» κι’ έχει ατέλειες και σχετικότητες; Τί μπορεί να μας δώσει ένας κόσμος που δίπλα στην κούνια του μικρού παιδιού έχει έτοιμο κι’ όλας και το μνήμα, ένας κόσμος που τη μια μέρα βάζει στο κεφάλι μας το στεφάνι του γάμου και την άλλη το ντύνει στο μαύρο κρέπι του πένθους, ένας κόσμος που τα πιο μυρωμένα λουλούδια του τα φυτεύει πάνω στην κοπριά. Τί μπορεί να δώσει ένας κόσμος «φθαρτός και πρόσκαιρος» στην αιώνια και ουράνια ψυχή μας;

Θέλω να βρω μια ελπίδα του κόσμου αυτού μα όχι από τον κόσμο αυτό. Και δε βρίσκω, Θεέ μου, άλλη σημαία να ξεδιπλώσω μέσα στο απέραντο στρατόπεδο των μαχητών της ζωής παρά μόνο Εσένα, μόνο το όνομά Σου, μόνο τη χάρη Σου. Γιατί Εσύ είσαι η ελπίδα η μοναδική και η ακαταίσχυντη που ελπίσανε όλοι οι αιώνες και οι ευγενέστερες καρδιές των ανθρώπων. Συ είσαι η ελπίδα που στηριχτήκανε φτωχοί, στερημένοι, διωγμένοι, αμαρτωλοί και πενθισμένοι και βρήκανε ψωμί, δίκιο, συγγνώμη και χαρά. Συ είσαι η Ελπίδα που ακουμπήσανε άρχοντες και ζητιάνοι, άρρωστοι, μοναχικοί, απόκληροι, τραυματισμένοι, απελπισμένοι και μελλοθάνατοι και βρήκανε υγεία, συντροφιά, υπεράσπιση, στήριγμα και ζωή, ζωή πριν από το μνήμα κι’ ύστερα από το μνήμα. Συ έρχεσαι πάντα μυστηριακά, Αόρατος κι’ Απροσδόκητος κι’ αλλάζεις τους καιρούς και φωτίζεις τις γνώμες και τις πράξεις των ανθρώπων και στέλνεις Αγγέλους και πονετικούς ανθρώπους να βοηθούν τους πονεμένους και τους απροστάτευτους. Συ έβαλες τη συμπάθεια, αυτό το ωραιότερο χάρισμα και προνόμιο, στην καρδιά των ανθρώπων και Συ κινείς τα πόδια και τα χέρια εκείνων π’ αγαπούν και σώζουν. Τα άγια βιβλία των Γραφών Σου, η ιστορία των λαών Σου κι’ η καθημερινή ζωή των μικρών και των αδυνάτων, των ορφανών και των δυστυχισμένων είναι γεμάτα από τα θαύματα των ελπίδων Σου. Κι’ αυτή την αλήθεια τη μίλησε από τα πανάρχαια χρόνια ο μεγάλος Προφήτης Ησαΐας και την επανέλαβαν τα Άγια Ευαγγέλια με τούτα τα αθάνατα λόγια: «Καὶ τῶ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι.»

– Κύριε, όλες οι ιστορίες των ανθρώπων διηγούνται τα θαυμάσιά Σου κι’ όλες οι καρδιές των πονεμένων μιλούνε για τα φάρμακά Σου.

Συ είσαι η Ελπίδα των Ελπίδων: Ευτυχισμένοι κείνοι που θα Σε βρούνε από νωρίς γιατί οι πλειότεροι Σε αναζητούμε και σε βρίσκομε μόνο σαν απατηθούμε στις ελπίδες του κόσμου αυτού. Και Συ το ξέρεις αυτό και μας τις σπάζεις συχνά γρήγορα κι’ από νωρίς για νάρθωμε σε Σένα. Μα ωστόσο ποτέ δεν είναι αργά για Σένα. Μπορείς από κάθε ρύπο να μας πλύνεις και από κάθε θάνατο να μας αναστήνεις. Ποτέ δεν είναι αργά για Σένα, γιατί είναι πάντα ανοικτές οι πόρτες της αγάπης και των οικτιρμών Σου. Μα για μας κάποτε είναι αργά, πολύ αργά γιατί όταν όλα τα πόδια κι’ όλα τα φτερά της ψυχής μας είναι σπασμένα τότε δε μπορούμε νάρθωμε κοντάΣου.

Μα τότε έρχεσαι Εσύ, Κύριε, κοντά μας: κι’ αυτή την αλήθεια θέλω να ξεδιπλώσω σαν σημαία της νίκης στο απέραντο στρατόπεδο των κουρασμένων μαχητών της ζωής.

Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης, Αθάνατα λόγια, εκδ. Εμμ. Σ. Πετράκη, Χανιά, 1956.