Menu Close

8/11/2022

Η Αγία Γραφή στην Ορθοδοξία

Α΄.

1. Ἡ ὀρθόδοξος εὐσέβεια εἶναι βαθύτατα ποτισμένῃ ἀπὸ τὴν Ἀγία Γραφή. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ζοῦσαν διὰ τῆς Ἀγίας Γραφῆς, σκέπτονταν καὶ μιλοῦσαν διὰ τῆς Ἀγίας Γραφῆς. Εἶχαν ταυτίσει τὴν ὕπαρξί τους μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι λέμε σήμερα θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς Βίβλου – δηλαδὴ ἡ φιλολογική, ἱστορικὴ καὶ γραμματικὴ ἐξήγησις – δὲν ἦταν στὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων παρὰ κάτι τὸ ὁλότελα δευτερεῦον. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε πρωτίστως ἧταν ὁ πνευματικὸς χυμὸς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, Ἄν μαθητεύσουμμε παρὰ τοὺς πόδας τῶν Ἁγίων Πατέρων, θὰ ἐννοήσουμε ἀμέσως ὅτι δὲν πρόκειται περὶ διδασκάλων ποὺ μποροῦμε νὰ τοὺς χωρίσουμε σὲ σχολές. Ὅλες οἱ σχολές, ἡ ἱστορικὴ καὶ ἡ ἀλληγορική, ἡ Ἀντιοχειανὴ καὶ ἡ Ἀλεξανδρινή, ἡ τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἡ τῆς Ἱερουσαλὴμ – ὡδηγοῦσαν πάντα ἀπὸ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς στὸ ζῶν Πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ἡ πιὸ προφανὴς ἀλήθεια ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὰ πατερικὰ κείμενα εἶναι ὅτι οἱ λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἧταν γιὰ τοὺς Πατέρες, πέρα ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀξία ποὺ ἔχουν καθ᾽ ἑαυτές, δρόμοι ἀνοιχτοὶ πρὸς τὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ φωτός. Μὲς ἀπ᾽ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὑπομνηματίζει ἀδιάκοπα τῇ διδασκαλία του στὶς χριστιανικὲς γενεὲς καὶ τὴν καθιστᾷ αἰωνίως ζῶσα καὶ ἀποτελεσματική.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προσεύχεται ὡς ἑξῆς μπροστὰ στὴν Ἁγία Γραφή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας μου γιὰ νὰ ἐννοήσω καὶ νὰ ἐκπληρώσῳ τὸ θέλημά Σου… λάμπρυνε τὶς αἰσθῇσεις μου μὲ τὸ φῶς Σου… Σὺ εἶσαι τὸ μοναδικὸ φῶς.» Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος λέγει: «Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι κλειστὸ στὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες, τὸ ἄνοιγμά του εἶναι δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ˙ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διεισδύει στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καθιστᾷ ἄξιο νὰ τὸ ἀναγνώση καὶ νὰ τὸ ἐφαρμόσῃ.» Ὁ ἅγιος Εὐφραὶμ, συμβουλεύει: «Πρὶν ἀπὸ τὸ διάβασμα, προσευχήσου καὶ ἱκέτευσε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀποκαλυφθῇ».

Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ τοὺς Πατέρες ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁ Χριστός, γιατὶ κάθε μιὰ λέξις της μᾶς θέτει μέσα στὴν Παρουσία του. Ἔτσι κάθε ἀγάγνωσις τῆς Γραφῆς τίθεται μέσα στὴ λειτουργικὴ ἦ μυστηριακὴ σκοπιμότητα. Μεταλαβαίνουμε τὸν λόγο προκειμένου νὰ κοινωνήσουμε τὸν Χριστό. Κι ἔτσι καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατὶ τὸ ρῆμα «γιγνώσκω» μέσα στὶς Γραφὲς σημαίνει πάντα «γνῶσι διὰ κοινωνίας».

2. Μόλις μποῦμε μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο ναό, τὸ σύνολό του καθὼς καὶ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειές του, μᾶς βυθίζει σ᾽ αὐτὴ τὴ διὰ τῆς κοινωνίας γνῶσι καὶ ἀπαυγάζει ὑπομνηματιστικὰ τὴ Γραφή.

Στὸ κατῶφλι τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, θυμόμαστε ἄθελα τὴ φράσι τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «Ἀληθινά, μὲ τὸν Χριστὸ ὁ οὐρανὸς κατέβηκε στὴ γῇ καὶ ἡ ψυχὴ μεταρσιώνεται μὲ τὴν ὀπτασία τοῦ οὐρανίου κόσμου.» Ἡ Ὀρθοθοξία εἶναι οὐσιωδῶς αὐτὴ ἡ ὀπτασία, ἡ μυστικὴ ὅρασις «τοῦ οὐρανοῦ ἀνεωγότος καὶ τῶν ἀγγέλων ἀναβαινόντων καὶ καταβαινόντων» (Ἰωάν, α΄, 52). Ὁ Θεὸς ἐδῷ σχίζει τοὺς οὐρανούς, κατέρχεται στὴ γῆ. Οἱ ἀρχιτεκτονικὲς γραμμὲς τοῦ ναοῦ μεταφράζουν αὐτὴ τὴν καταβατικὴ κίνησι˙ ὁ Θεὸς σκύβει, πλησιάζει, παρουσιάζεται ἐν μέσω τοῦ κόσμου, ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου˙ ὁ Λόγος γίνεται σάρξ, Ὁ τροῦλλος ἐκμηδενίζει τὸ διάστημα. Ὁ ὑλικὸς οὐρανὸς εἶναι μακριά, ὁ πνευματικὸς οὐρανὸς μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Παντοκράτορα στὴ μέση τοῦ θόλου εἶναι πολὺ κοντά μας, – ἀπτὴ ἔκφρασις τῆς θείας Σαρκώσεως.

Οἱ τοιχογραφίες καὶ οἱ εἰκόνες εἰσάγουν στὴν πνευματικὴ θαλπωρὴ τῆς Γραφῆς, τὴν καθιστοῦν ἐκθαμβωτικὰ ζωντανή. Κάθε σημεῖο πάνω στοὺς τοίχους ἐμψυχώνεται ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἀοράτου. Τριγυρισμένος ἀπὸ τὶς ἔνδοξες ἀπαρχὲς τῆς καινῆς κτίσεως, ἀπὸ ἀγίους, πατριάρχες, προφῆτες, ἀποστόλους καὶ μάρτυρες καὶ ἀπὸ τὰ ἄϋλα τάγματα τῶν ἄνω Δυνάμεων, ὁ πιστὸς βρίσκεται ἀληθινὰ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ζῇ τὴν «κοινωνία τῶν ἁγίων». Τὰ κείμενα, ἀφηρημένα μέσα στὸ λεκτικὸ κάλυμά τους, σαρκώνονται, παίρνουν πρόσωπο στὶς μορφές, τὶς γραμμές, τὰ χρώματα, – συνθέτουν ἕνα μεγαλειῶδες ἅσμα ποὺ δονεῖται ἀπὸ ζωὴ καὶ ὅπου ὅλα συγκλίνουν, εἰσρέουν καὶ μιλοῦν στὴν ψυχή. Καὶ οἱ τόσο ἐποικοδομητικὲς μορφὲς τῶν ἁγίων, σὰν ν᾽ ἀποσπῶνται ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ βίου τοὺς, δείχνουν τὸ ἀπόλυτο τῆς Γραφῆς ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο ὁρατά, τόσο οἰκεῖα, τόσο ἀπλὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξι, «Τὸ φῶς Σου λάμπει πάνω στὶς ὄψεις τῶν ἁγίων Σου» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία,

3. Ὅπως ἡ πατερικὴ σκέψις, ἔτσι καὶ ὁ λειτουργικὸς λόγος εἶναι ὑφασμένος ἀπὸ τὸν λόγο τὴς Γραφῆς, μεταφράζει τὴ Γραφὴ σὲ προσευχή. Ἡ λειτουργικὴ παράδοσις συντρέχει ἐδῶ καὶ προβάλλει μὲ συναρπαστικὸ τρόπο τὰ ἀναγνώσματα τὴς ἡμέρας, καὶ μὲ τὰ τροπάρια σὰν μὲ κάποια κύματα πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις ἁπλώνει τὴ μυστικὴ πεῖρα ποὺ στὸ κύλισμα αἰώνων εἶχε σημειωθῆ πάνω σ᾽ αὐτὰ τὰ κείμενα. Καὶ ὁ πιστὸς τὴν ἀναπνέει καὶ καταλαβαίνει εὔκολα, ἄμεσα, πῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ὑμνογράφοι, μὲς ἀπὸ τὸ προσωπικό, ἔκαναν νὰ λάμψη τὸ οἰκουμενικὸ βίωμα,

Σ᾽ αὐτὴ τὴν τέλεια συμφωνία, ἡ λειτουργία διδάσκει τὴν ὀρθὴ στάσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ποὺ μιλάει. Ἡ ἐσωτερικὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν δόθηκε παρὰ στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴν κοινωνία. Δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ ἔξω ἀπ᾽ αὐτὴ τὸ χριστιανικὸ ἄτομο. Γνωρίζουμε τὴ Γραφὴ ὄχι μόνοι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς μέλη τοῦ μυστικοῦ σώματος, τὴς Ἐκκλησίας,

Ἡ μεγάλη λειτουργικὴ ἀλήθεια ποὺ οἱ Ρῶσσοι ἀποκαλοῦν «σομπορνόστ», διδάσκει ὅτι δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ σταθοῦμε μόνοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ σωθοῦμε μόνοι, νὰ διαβάσουμε τὴ Γραφὴ μόνοι. Ὅταν ἀνοίγω τὴ Γραφή, ἀκόμα καὶ ὅταν τὴ μελετῶ μόνος, τὴν ἀνοίγω λειτουργικά˙ ὅλῃ ἡ Ἐκκλησία τὴ διαβάζει μαζί μου,

Εὔκολα γίνεται κατανοητὴ ἡ ἀπέραντη σπουδαιότης αὐτῆς τῆς διὰ τοῦ ὅλου, – τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὅλου, – ἀναστροφῆς τοῦ ὀρθοδόξου μὲ τὴ Γραφή. Ἡ αἵρεσις ἀποκλείεται. Ἡ λειτουργικὴ προσευχὴ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ δογματικὸ ὅραμα τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀληθείας, ποὺ ἰσορροπεῖται σὲ ὅλα τὴς τὰ στοιχεῖα, ἔτσι κάθε ἐδάφιο τῆς Γραφῆς, κάθε φράσις της, ἐναρμονίζεται στὸ σύνολο τῆς θείας ἀποκαλύψεως, Ἡ λειτουργία μᾶς μαθαίνει τὴν ὀρθὴ μελέτη τῶν Γραφῶν.

Καὶ τέλος ἢ λειτουργία, κατὰ τὸν Θεόδωρο τὸν Ἀνδίδης, εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωσις ὅλων τῶν ἐπεισοδίων τῆς θείας οἰκονομίας, εἶναι μιὰ ἀληθινή, ζωντανὴ ἀναπαράστασις τῶν γεγονότων τῆς Γραφῆς, ποὺ ἀπεργάσθηκαν τὴ σωτηρία μας. Οἱ πιστοὶ μετέχουν σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀναπαράστασι, δὲν τὴ θεῶνται ἁπλῶς. Ζοῦν μέσα στὸ μυστήριο τῆς Γραφῆς, γίνονται αὐτόπται τῆς ἱστορίας ποὺ περιέχει ἡ Γραφή, αὐτόπται τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λειτουργικὴ χάρις καταλύει τὸν χρόνο, μᾶς εἰσάγει στὸν χρόνο ποὺ κρατεῖ ἀπὸ τὴ Γένεσι ὣς τὴν Παρουσία. Μᾶς κάνει συγκαιρινοὺς αὐτῶν τῶν γεγονότων˙ ὁ χρόνος γίνεται διαφανὴς καὶ ἀφήνει νὰ δοῦμε ὅ,τι εἶναι αἰώνιο. Κατὰ τὶς ἀκολουθίες τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς γεννᾶται καὶ ἀνίσταται, Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπανάληψι, γιὰ μιὰ ἀναπα ράστασι μέσα στὸν χρόνο˙ τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν βρίσκεται μπροστὰ στὸ ἴδιο τὸ μοναδικὸ γεγονός.

4. Τὸ μυστηριακὸ πεδίο φωτίζει ἀπὸ τὴν πλευρά τοῦ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ πραγματικότητα. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀξιοσημείωτη ἀντίληψι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὰ μυστήρια συνεχίζουν τὰ μεγάλα συμβάντα τῆς Γραφῆς, δίνοντάς τοὺς μιὰ ἐσχάτη σημασία˙ τὰ προεκβάλλουν καὶ τὰ τελειώνουν˙ οἱ καρποὶ τὴς Ἐδέμ, τὸ μάννα, ἡ Εὐχαριστία, ὁ κατακλυσμός, ἡ διάσχισις τὴς Ἐρυθρᾶς, τὸ βάπτισμα, «τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ποὺ συνεχίζουν τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος». Τὰ μυστήρια εἶναι σὰν κάποιοι καρποὶ ὥριμοι καὶ μεστοὶ ἀπὸ χάρι, ποὺ ἡ Ἐκκλησία δρέπει ἀπὸ τὸ ἱερὸ δένδρο τῆς Γραφῆς. Ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ τῶν μυστηρίων εἶναι ὅλως συμβολικός, Ὑπάρχει πλάϊ σ᾽ αὐτὰ καὶ ἡ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἁγιαστικὴ ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐνέργεια ἔχει τὴν ἴδια, προέλευσι καὶ φύσι˙ εἶναι ἄρδευσις καὶ γεῦσις ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ τοῦ Λόγου, ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ

5. Στὴν καρδιὰ τῆς ὀρθοδόξου εὐσεβείας, στὸ βάθος τοῦ ἁγιογραφικοῦ μυστικισμοῦ της, εἶναι τοποθετημένη ἡ ἀκατάπαυστη προσευχή, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ προσκύνησις τοῦ Ὀνόματος: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Σ᾽ αὐτὰ τὰ λόγια ἀνάγεται ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ σὰν στὴν πιὸ οὐσιαστικὴ ἁπλότητα: ὁμολογία τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ, τὴς θεότητος, τῆς τριαδικῆς του υἱότητος, κατόπιν ἡ ἄβυσσος τῆς πτώσεως καὶ τέλος ἡ ἐπίκλησις τῆς ἄπειρης θείας εὐσπλαχνίας. Ἡ ἔναρξις καὶ τὸ τέλος συνοψίζονται σὲ μιὰ μόνη λέξι φορτωμένη μὲ ὅλη τὴ μυστηριακὴ δύναμι τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ Ὄνομά του. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἀντηχεῖ ἀκατάπαυστα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς – ὁ ἄνθρωπος γίνεται Ἁγία Γραφὴ – θεώνεται. «Οὐκέτι ζῶ ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

6. Ξέρουμε τί σημασία ἔχει ἡ εἰκόνα στὴν ὀρθόδοξο εὐσέβεια. Εἶναι τὸ ἄνοιγμα πρὸς ἕνα ἄλλο κόσμο, πιὸ ἀκριβῶς, πρὸς τὸν μεταμορφωμένο ἐκεῖνον κόσμο ποὺ συμβολίζει ὁ οἶνος τῆς Κανᾶ, πρὸς τὴν ἀόρατη καὶ ὑπέρτατη ἀλήθεια. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἡ Θεοφάνεια, ἡ Γραφὴ σὲ σχήματα καὶ χρώματα, καὶ ὕλη μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι δὲν ἔχει ἄλλῃ παρὰ τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Β΄.

Ποιὰ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη στάσις ἐνώπιον τῆς Ἀγίας Γραφῆς, ποιὸς εἶναι ὁ ὀρθόδοξος τρόπος μελέτης της; Τὸ ἐρώτημα εἶναι σπουδαῖο, γιατὶ ὑπάρχει μεγάλη ποικιλία στάσεως καὶ τρόπου στὴ σημερινὴ χριστιανωσύνη.

1. Ἡ μεγάλη θεολογικὴ κληρονομία ποὺ οἱ πατέρες τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων παρέδωσαν στὶς γενεὲς εἶναι ἡ μετάφρασις ὅλων τῶν θεολογικῶν προβλημάτων διὰ τῶν ὅρων τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος, διὰ τῆς χριστολογικῆς βεβαιώσεως τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὴ μία ὑπόστασι τοῦ Λόγου, ἀσυγχίτως καὶ ἀχωρίστως. Ὁ ὀρθόδοξος τρόπος τῆς μελέτης τῆς Γραφῆς, θὰ πρέπη λοιπὸν νὰ ὁρισθῆ ἀκριβῶς μὲ βάσι αὐτὸ τὸ δόγμα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ «θεανδρισμὸς» εἶναι τὸ ὀρθόδοξο a priori γιὰ τὸ διάβασμα τῶν θεοπνεύστων κειμένων.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ καθαρὴ ἀντικειμενικότης τῆς ἐπιστημονικῆς ἑρμηνείας εἶναι μῦθος. Ὁ ἄνθρωπος πάντα χτυπιέται σὰν τυφλὸς ἀνάμεσα στὶς πιὸ διαφορετικὲς ὑποθέσεις. Διὰ μέσου μιᾶς σκέψεως φαινομενικὰ ἀντικειμενικῆς, διακρίνει κανεὶς τὸ βάθος μιᾶς πίστεως ἢ μιᾶς ἀπιστίας, τὸ ὑπαρξιακὸ a priori τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι καὶ ἡ στάσις ἑνὸς ὀρθοδόξου ἐνώπιον τῆς Ἀγίας Γραφῆς προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῆς πνευματικότητός του, ἀπὸ τὸ θεανδρικὸ a priori.

Μονάχα ἐν τῷ Χριστῷ μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε τὴν Ἁγία Γραφή˙ καὶ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ πιστὸς παίρνει στὰ χέρια τοῦ τὴν Ἁγία Γραφή, αὐτὸ τὸ a priori τοποθετεῖ κι ἐκεῖνον κι ἐκείνη μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ ἐσωτερικὸ αὐτῆς τῆς πράξεως γίνεται τὸ θαῦμα – δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ γιὰ τὸ Ἁγιο Βιβλίο ποὺ εἶναι μεστὸ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ «πνεῦμα τῆς διακρίσεως», γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὸ πνεῦμα τῆς παραδόσεως, προσανατολίζει τὸ νοῦ ἀνάμεσα στοὺς σωροὺς τῶν ὑποθέσεων καὶ προσφέρει μιὰ βέβαιη προοπτικὴ ὅπου βαδίζει ἡ ἐλεύθερη καὶ δημιουργὸς ἀναζήτησις τῆς Ἀληθείας.

Ἡ χριστολογικὴ προϋπόθεσις εἶναι ἡ βάσις τῆς βιβλικῆς γνωσιολογίας.

2. Ἡ λειτουργικὴ ὑμνογραφία, ὁ χυμὸς τοῦ πατερικοῦ στοχασμοῦ, ὁ πλοῦτος τῆς εἰκόνος ὡς μυστικῆς θεωρίας, ὅλα αὐτὰ τὰ ὧν οὖκ ἄνευ στοιχεῖα τὴς Παραδόσεως, σχηματίζουν ἕνα κόσμο οὐσιωδῶς ἀποτελεσματικό. Ἡ παράδοσις πράγματι εἶναι μιὰ ταύτισις. Χάρι στὴν παράδοσι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό τῆς ἴδιον πάντα, ὄχι μὲ τὴ στατικὴ ἔννοια μιᾶς ἀμετάβλητης οὐσίας, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς πιστότητος σὲ ὅ,τι μένει˙ καὶ αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Ζωῆς, τὸ ξεχείλισμά της, καὶ ἑπομένως ἡ παράδοσις εἶναι στραμμένη πάντα πρὸς τὸ νέο καὶ στὸ ἀθάνατο. Στὴν παράδοσι δὲν ζητᾶμε ἁπλῶς ἔτοιμες ἀπαντήσεις, ἀλλὰ πλησιάζουμε τὶς φωτεινὲς πηγές, οἰκειωνόμαστε τὴ μεγάλη πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, συνειδητοποιοῦμε τὸ ἔνστικτο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Χριστὸς μὲς ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ εἶναι ποὺ μᾶς διδάσκει, πάντα μὲ νέα δύναμι.

3. Ἡ Ἁγία Γροφὴ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Συγγραφεύς τῆς δηλαδὴ εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ὁργανικὸ μέσον; Οἱ ὀρθόδοξοι ἀπαντοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μὲ τὴ βεβαίωσι ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεανδρικὸς λόγος. Ὁ Χριστός, Θεὸς καὶ Ἄνθρωπος, εἶναι πληρέστερη καὶ ἀκριβέστερῃ διατύπωσις ἀπὸ ὅ,τι Χριστὸς – Θεός. Ἡ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἀκριβέστερη καὶ πληρέστερη διατύπωσις ἀπὸ ὅ,τι ἡ Θεοτόκος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται ποτὲ ἕνα «μέσον», κανένας πνευματικὸς αὐτοματισμὸς δὲν ἔχει ἐδῶ θέσι. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο κάλυμα τῶν λέξεων τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι μιὰ παρουσία ἀσύγχιτῃ καὶ ἀχώριστη. Πλάϊ στὴν ἀπόλυτῃ καθαρότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας, ὑπάρχει ὁ τόπος τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου, τὸ ἀνθρώπινο πρίσμα, κι αὐτὸ δικαιολογεῖ ὅλη τὴν ἐπιστημονικὴ ἐργασία πάνω στὰ θεόπνευστα κείμενα καὶ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξι αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν.

4. Αὐτὸ ποὺ εἴπαμε μᾶς ὁδηγεῖ στὴ μεταϊστορικὴ ἔννοια ποὺ εἶναι κεντρικὴ στὴ νεώτερη ὀρθόδοξο ἐξήγησι.

Κάθε ἰστορικὸ γεγονὸς ποὺ διηγεῖται ἡ Γραφὴ εἶχε τὴν τοπικὴ καὶ χρονικὴ θέσι τοῦ στὴν ἱστορία καὶ συγχρόνως αὐτὰ τὰ γεγονότα μποροῦν νὰ φωτισθοῦν μὲ μιὰ σημασία ὑπεριστορική. Αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ὅραμα μὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία δὲν ὑποτιμᾶ καθόλου τὴν ἱστορία, ἀλλὰ τὴν ξεπερνᾶ, τὴν καθιστὰ διαφανῆ, ἐκβάλλει στὰ ἔσχατα τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀνάγει σὲ σφαῖρα μυστικὴ τὶς αἰτίες τῶν γεγονότων. «Εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ», αὐτὴ ἡ φράσις μένει ἀληθινὴ γιὰ πάντα. Ἡ λειτουργικὴ κοινωνία μας μέσα στὴν προσευχὴ μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν Λάζαρο καθιστᾶ ἀδύνατη ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν πεῖρα κάθε διάλυσι τῶν προσώπων τοὺς σὲ καθαρὰ σύμβολα˙ καὶ σὲ συμφωνία, μ᾽ αὐτὸ τὸν πραγματισμό, ἡ τέλεσις τῆς ἑορτῆς τους ἀποκαλύπτει τὴν πνευματική τους σημασία, ποὺ ξεπερνὰ τὸ καθαρῶς ἱστορικὸ πεδίο τῆς ὑπάρξεως. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἧταν μιὰ ἱστορία πολὺ συγκεκριμένη καὶ συγχρόνως ἡ προτύπωσις τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνας θρησκευτικὸς πίνακας παρουσιάζει ἕνα ἱστορικὸ γεγονός˙ μιὰ εἰκόνα, μὲ τὸν μυστηριακὸ χαρακτῆρα τῶν γραμμῶν καὶ τῶν μορφῶν της ἀποκαλύπτει τὴν πνευματικὴ δομὴ τῆς ἴδιας πραγματικότητος, τὸ ἰδεῶδες σχῆμα της, τὸ σιωπηλὸ βάθος τῆς.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν πίνακα ὁδηγεῖ στὴν εἰκόνα.

Παύλος Ευδοκίμωφ, “Η Αγία Γραφή στην Ορθοδοξία”, απόδοση Βασ. Μουστάκης, Κιβωτός, αρ. φύλλου 10, Οκτώβριος 1952, σελ. 377-380.